ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΤA ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
1.0 Προλογικά
1.1 Το αγγελοδίδακτο Άξιόν εστι.
Κατά τα μηναία, την ενδεκάτην Ιουνίου « η Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν». «Άδειν, ο έστι ψάλλειν», λέγεται ο λάκκος στον οποίο βρίσκεται το κελλί που ονομάστηκε «Άξιον έστιν», γιατί εκεί άγγελος Κυρίου φιλοξενήθηκε και παρέδωσε σε μοναχό τον ομώνυμο ύμνο. Το «Άξιόν εστι» στη θρησκευτική μας παράδοση είναι θεομητορικό μεγαλυνάριο από δύο χωριστούς ύμνους, το αγγελοδίδακτο προϋμνιο «άξιόν εστι» και τον ειρμό της θ΄ωδής του κανόνος της Μεγάλης Παρασκευής «Την τιμιωτέραν των χερουβείμ.» Κατά την αγιορείτικη παράδοση που κατέγραψε σε συναξάρι στα 1548 ο Πρώτος του Αγίου Όρους, το ΄Αξιόν εστι παραδόθηκε στην εκκλησία από τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Κοντά στη Μονή του Παντοκράτορος είναι λάκκος μεγάλος με κελλιά. Σ’ ένα από αυτά, της Κυρίας Θεοτόκου της Κοιμήσεως, κατοικούσε γέροντας με τον υποτακτικό του. Βράδυ Σαββάτου ο γέροντας πήγε στην αγρυπνία στη Σκήτη του Πρωτάτου κι άφησε μόνο τον υποτακτικό. Τότε ήλθε ξένος μοναχός και ζήτησε να φιλοξενηθεί στο κελλί. Την ώρα του Όρθρου άρχισαν κι οι δυο να ψάλλουν την ακολουθία, κι όταν ήλθαν στην ενάτη, ο εντόπιος μοναχός έψαλλε την «Τιμιωτέραν των Χερουβείμ», ο δε ξένος, κάμνοντας άλλην αρχήν του ύμνου, έψαλλεν : «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την Αειμακάριστον και Παναμώμητον και Μητέρα του Θεού ημών». Έπειτα συνήψε την «Τιμιωτέραν». Ο εντόπιος ζήτησε να του γράψει ο ξένος τον ύμνο κι αυτός τον έγραψε σε μια πλάκα με το δάχτυλο λέγοντας «Από σήμερα και στο εξής έτσι να ψάλλετε και εσείς, και όλοι οι Ορθόδοξοι». Το θαυμαστό αυτό έγινε στις 11 Ιουνίου, του έτους 982, ακριβώς προ χιλίων είκοσι εννέα ετών.
1.2 Πώς γεννήθηκε το Άξιον εστί του Ελύτη;
Όπως ο ποιητής εμπιστεύθηκε στον Γ. Π. Σαββίδη : «΄Οσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του 1948 με 1951.» Και περιγράφει τη μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στα ελληνόπουλα, «μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα» και στα Ελβετόπαιδα «ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά». «΄Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου,- η πρώτη ήτανε στην Αλβανία-, που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. …έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Το επεισόδιο αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ΄δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «΄Αξιον Εστί».
1.3 Συναγωγή
Από τα ανωτέρω συνάγεται πως η μοίρα του Ελύτη ταυτίζεται με τη μοίρα της Ελλάδας και το της Παναγίας Άξιον εστί τίθεται ως πρότυπο του Άξιον εστί του Οδυσσέα Ελύτη σε σημεία που θα δούμε παρακάτω.
1.4 Περιεχόμενο
Όπως είναι τοις πάσι γνωστό, το Άξιον εστί είναι μεγάλη σύνθεση σε τρία μέρη:
πρώτον, τη Γένεση, όπου καταγράφεται ποιητικά η γέννηση του ποιητή και του κόσμου, ή η γέννηση του κόσμου διά του ποιητή, αφού κόσμος υπάρχει εφόσον υπάρχει άνθρωπος. Ιδιαίτερα όμως εδώ, ο κόσμος ποιείται από τον ποιητή αλλά και διαπλάθει τον ποιητή.
Στο δεύτερο μέρος, τα Πάθη, αλληλοπλέκονται τα πάθη του ποιητή με τα της Ελλάδας κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, από την ημέρα της επίθεσης των Ιταλών εναντίον της πατρίδας.
Το τρίτο μέρος το Δοξαστικό, αποτελεί ένα δοξολόγημα του ελληνικού κόσμου, ιδωμένου μέσα από τη διαυγή ελληνική ποιητική ματιά του Ελύτη.
1.5 Σημεία
Να κρατήσουμε από όλα αυτά
Πρώτο, το μοναχικό αλλά και εν κοινωνία,
Δεύτερο, το αγγελικό και θεόσταλτο του ποιήματος μαζί με το αχειροποίητο της γραφής του που μεταθέτει στην πνευματική ποιητική άνοδο για σύλληψη του αιωνίου,
Τρίτο, το λόγο ως εμφανίζοντα τα πράγματα αλλά και ως πλάστη του κόσμου και του ποιητή,
να προχωρήσουμε παρακάτω, τέταρτο, στα πάθη του ποιητή και της Ελλάδας κατά την ιστορική περίοδο του β΄παγκοσμίου πολέμου και στη σύμπτωση του αμαράντου ρόδου, της Παναγίας με την Ελλάδα
και πέμπτο, στης Παναγίας Ελλάδας το δοξολόγημα στο Δοξαστικό.
Ανάγκη όμως, πριν κλείσουμε, έκτο, να μνησθούμε και της μουσικής του Θεοδωράκη. Όλα όσα θα μπορέσουμε στον αναλογούντα μας χρόνο να φωτίσουμε, οδηγούν στο συμπέρασμα πως η σύμπτωση των δύο Άξιον εστί δεν είναι μόνο στον τίτλο.
2.0 Κύριο Θέμα
2.1 Η μοναχικότητα εν κοινωνία
«Θα καρώ Μοναχός των θαλερών πραγμάτων Σεμνά θα υπηρετώ την τάξη των πουλιών.» Ο μοναχικός Ελύτης κομίζει στην ποίηση έναν κόσμο γραμμένο στα σπλάχνα του. «Πάντα είσω», τα πάντα είναι μέσα μας, κατά Πλωτίνο.
«Εντολή σου» είπε «αυτός ο κόσμος και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι Διάβασε και προσπάθησε και πολέμησε» είπε «Ο καθείς και τα όπλα του» είπε.
Κι ο Ελύτης ποιεί και πλάθει τον κόσμο του συνθέτοντας τα διεστώτα.
«ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο Αχειροποίητος με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές γραμμές ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές μία μέσα στην άλλη στεριές μεγάλες που ένιωσα να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση»
Οι αισθήσεις καθαρές, το ερωτικό στοιχείο διάχυτο και αγνό, όπως θα επαναληφθεί στο ποίημα πολλές φορές. «Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή στις πλαγιές το ίδιο και στα σπλάχνα σου». Ο έσω καθαρμός διαυγάζει και αποτυπώνει τον κόσμο.
Όπως ο μοναχός έτσι κι ο μοναχικός ποιητής συλλαμβάνει την έσω πραγματικότητα και την ευαγγελίζεται με το δικό του τρόπο επιμένοντας στην ερημιά του.
«ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικό σου νόημα» είπε «Πριν από την καρδιά σου θα 'ναι αυτή και μετά πάλι αυτή θ' ακολουθήσει.»
Η μοναξιά του ποιητή δεν κρύβει μόνο μια υψηλή αξιοπρέπεια αλλά και τον αγώνα του να συλλάβει τα αιώνια και ακατάλυτα, πίσω από το νυν να συλλάβει το αιέν του κόσμου, αλληλοπλεκόμενα.
Το μοναχικό όμως συνταιριάζεται και με την ασκητικότητα,
«Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα όπως ο ασκητής το Θεό του».
την αντιυλική αντικαταναλωτική θέα και χρήση των πραγμάτων. «Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε, λέει ο ίδιος.» Αυτό το ελάχιστο, το απέριττο, του χαρίζει την ουσία των πραγμάτων, την ιδέα . Γι’ αυτό και «Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δείς να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.» Η πλήρης αφαίρεση, για τη σύλληψη της ουσίας αλλά και η δυνατότητα δημιουργίας του ποιητικού κόσμου με τα ουσιώδη. Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας.
Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Ο ποιητής όπως και ο μοναχός δεν είναι εκτός κοινωνίας, γι’ αυτό και η επαφή του με την κοινωνία, τους ιστορικώς προϋπάρξαντες και τους νυν και μέλλοντας είναι αναγκαία.
«Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα και δε γίνεται μ' Αυτούς χωρίς, Εσύ. Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις, η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να 'ναι και να μείνει αυτή».
Ο ποιητής πορεύεται στην πληρότητά του, ένα με τη φύση, ένα με τους εχθρούς ή φίλους συνανθρώπους.
2.2 Το αγγελικό και θεόσταλτο του ποιήματος θα πραγματοποιηθεί με την άσκηση και το ανέβασμα στον κόσμο των ιδεών
Οδός άνω και κάτω μία και η αυτή, κατά Ηράκλειτο. Ο αρχάγγελος κατέβη στη γη, ο Ελύτης ανεβαίνει στους ουρανούς, μια ουσιώδης πτυχή της ποιητικής δημιουργίας.
«Πήρε όψη ο Ήλιος Ο Αρχάγγελος ο αεί δεξιά μου ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!» Στα Ανοιχτά Χαρτιά ομολογεί: «Σε μιαν ακτή περπατήσαμε και κανείς δεν ένιωθε τον άλλο. Εκείνος- «τα φτερά του αγγέλου τον εμποδίζανε να περπατήσει». Και παρακάτω: «Η αλαφράδα, η έλλειψη της βαρύτητας, το φτερούγισμα στα ύψη, σαν ιδέα και σα βίωμα των ελεύθερων ωρών του ύπνου μου, πάντοτε μού’ διναν μια άρρητη ηδονή». Κι ακόμα: « Το νόημα του οράματός μου συγκεντρώνεται στην καθαρότητα ψυχής που προϋποθέτει, για να γίνει ευανάγνωστο και κατανοητό. ..Μίλησα για μια καθαρότητα που το μεταφυσικό της νόημα είναι υπερτοποθετημένο ακριβώς επάνω στο ηθικό κι αυτό πάλι, ακριβώς επάνω στο αισθητικό. Το φάσμα της είναι τόσο πλατύ, ώστε να πιάνει από την αίσθηση και να φτάνει ως την ιδέα, ή πιο σωστά ακόμη, από την εμπιστοσύνη στον υλικό κόσμο έως την εμπιστοσύνη στο «θείο».
Για ν’ ανέβει και να συλλάβει τον κόσμο όπως τον συνέλαβε και εποίησε στο πνευματικό επίπεδο, απαραίτητα θέτει θεμέλιο την καθαρότητα της ψυχής και των αισθήσεων. Έτσι, Στο Άξιον εστί, νιώθει «καθαρό να παλιννοστεί το αίμα του, καθαρός να είναι απ’ άκρη σ’ άκρη και στα χέρια του θανάτου άχρηστο σκεύος, κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός ο χρησμός απ’ την όψη του», και προπάντων: «τούτο μόνο να ξέρεις, ό, τι σώσεις μες στην αστραπή καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει». Άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του ή το ηρακλείτειο τα πάντα οιακίζει κεραυνός.
Γι’ αυτή την καθαρότητα, τη διαύγεια της σύλληψης και της έκφρασης πάσχισε, περιμένοντας «απ’ τα νέφη τα πυκνά να καθαρίσει η γη, να φανούν τα λιβάδια τα πάντερπνα, τα λουλούδια τα σεμνά τα σε καθαρό ουρανό εργασμένα».
Τον κόσμο του τον πλάθει με προσπάθεια ανεβαίνοντας από τα σεβαστά δεδομένα των αισθήσεων στο διαυγασμό της ψυχής και στη σύλληψη και έκφραση του νοητού. Κι όλα αυτά όχι μόνο θεωρητικά αλλά και αισθητικά και ηθικά, με τον αγώνα για την αθωότητα στα γκρεμνά της αρετής και με τον προσωπικό αγώνα του για απελευθέρωση, και με βάση τα κηρύγματα του υπερρεαλισμού, με διαρκή κίνδυνο στους δύσβατους δρόμους που άνοιξε ως ποιητής, για να αποτυπώσει την καθαρότητα του κόσμου που συνέλαβε. Με το άσπιλο του νου. Αλλ’ άσπιλος ο νους εργάζεται μόνο με τις καθαρές ιδέες, κεκαθαρμένος, κατά τον Πλατωνικό Φαίδωνα.
Στη φιλοσοφία ανάλογες εικόνες καθαρότητας απαντούμε στη μυθική περιγραφή του λαμπρού και ωραίου κόσμου από το Σωκράτη στο Φαίδωνα. Αθεράπευτος ποιητής ο Πλάτων δεν εγκαταλείπει φιλοσοφία και ποίηση, όπως ποιητής με φιλοσοφικές καταβολές ο Ελύτης.
2.3 Ο μύθος , ο λόγος- γλώσσα και η φανέρωση των πραγμάτων με τη γλώσσα
Από μια άλλη οπτική γωνία, μια ερμηνευτική δοκιμή της σύλληψης του κόσμου από τον Ελύτη μπορούμε να επιχειρήσουμε με τη φιλοσοφική βάση του Ιωάννη Κουτσάκου στο βιβλίο του «Φαινομενολογικές και Οντολογικές μελέτες για τη ζωή και το πνεύμα». Τη στιγμή της γέννησης του ανθρώπου, όχι του νηπίου, θεώρησε ως κατάλληλη να θέσει ως βάση της φιλοσοφίας του. Θεωρεί ως μηδενική βάση την αποκοπή του ανθρώπου από το σκότος όπου δεν διακρίνει πρόσωπα και πράγματα ή μάλλον ακόμα «τα πράγματα μοιάζουν με μαύρες αγελάδες μες στο σκοτάδι», και σταδιακά μέσα από τη μετακινούμενη άμμο μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου, μεταξύ του νοείν και της προαναμνησιακής περιόδου αναδύεται το φως, τα πράγματα αρχίζουν να διακρίνονται και οι πρώτες έννοιες να σχηματίζονται με την επανάληψη των όμοιων εικόνων. Και ο Ελύτης:
«ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη, που τα χείλη ακόμη στον πηλό δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου» Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα. Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου πολυάχτιδος όλος που καλούσε. Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε πάνω απ' το λίκνο μου ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων.»
Η Γένεση, κάτω από αυτό το πρίσμα, είναι η έναρξη της διάκρισης των πραγμάτων, το πέρασμα από την κατάσταση όπου όλα ήταν μια μάζα αξεδιάλυτη, στο ονομάτισμα των όντων, διακριτών πλέον. Πρότυπο η Παλαιά διαθήκη αφενός με το «είπε και εγένετο» αφετέρου με τον Αδάμ που ονοματίζει τα πράγματα. «και έπλασεν ο Θεός πάντα τα θηρία του αγρού και ήγαγεν αυτά προς τον Αδάμ ιδείν τι καλέσει αυτά Και εκάλεσεν Αδάμ ονόματα πάσι τοις κτήνεσι...»
Στο Άξιον εστί κατά Ελύτη: «Τότε είπε και εγεννήθηκεν η θάλασσα και είδα και θαύμασα και έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου.»
Ο λόγος φέρνει στο φως την ύπαρξη και τα πράγματα ή φέρνει τα πράγματα στην ύπαρξη. Τα πράγματα αρχίζουν να διακρίνονται και να υπάρχουν από τότε που τους προσδίδεται όνομα, από τότε που ο άνθρωπος τα ονοματίζει. Έτσι ζει ο Ελύτης το θαύμα της γένεσης του κόσμου. Με τη γλώσσα ο άνθρωπος υπερβαίνει τη νηπιακή ηλικία (νη- έπος), την αγλωσσία και με το σχηματισμό των εννοιών ανέρχεται στον κόσμο των ιδεών αλλά ταυτόχρονα γνωρίζει και τον εαυτό του. «Η σιγή που εκχέρσωνα για ν' αποθέσω γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα χρυσά
Το ξινάρι ακόμη μες στα χέρια μου, τα μεγάλα είδα κοντόποδα φυτά, γυρίζοντας το
Πρόσωπο, άλλα υλακώντας άλλα βγάζοντας τη γλώσσα: Να το σπαράγγι να ο ριθιός
να το σγουρό περσέμολο, το τζεντζεφύλλι και το πελαργόνι, ο στύφνος και το μάραθο,
Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν'αρθρώσω. ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!»
Ο κόσμος πλάθεται από τον ποιητή, που διαπλάθεται με τον κόσμο μέσω της γλώσσας.
2.4 Τα πάθη ποιητή και Ελλάδας και σύμπτωση Παναγίας Ελλάδας
Όλος ο κόσμος είναι πια μέσα στη γλώσσα. «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική», κι εδώ στη γλώσσα υπάρχει η φύση, η γεωγραφία και ιστορία της Ελλάδας, ο πολιτισμός, ο ίδιος ο ποιητής και ο λαός του, που κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο πάσχουν, όπως ο θεάνθρωπος Ιησούς.
«Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι »
γράφει στην προμετωπίδα του Άξιον εστί.
«Ιδού εγώ καταντικρύ του μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε, γαστέρας το άγγρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά. Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!» Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!»
Ο ποιητής ταυτίζεται με το έθνος του σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή αλλά και με το γένος των αθώων αχρόνως.
Όπως όμως το πάθος ακολουθεί η ανάσταση έτσι και στην Ιστορία τα πάθη της Ελλάδας θα ακολουθήσει η ελευθερία. «Θε μου πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και συ μύρισες την ανάσταση».
Αλλά και δένοντας τα δικά του πάθη με της πατρίδας του και ταυτίζοντας τη δική του ζωή και πνευματικότητα με της Ελλάδας τη γεωγραφία, ιστορία και πνευματική ζωή τραγουδά: «Μ΄ έχτισες μέσα στα βουνά μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα».
Αποβλέποντας τώρα στο δεύτερο σκέλος του θέματος του συνεδρίου «Λογοτεχνία, φιλοσοφική και ιστορική διάσταση» παρατηρούμε πως η Ιστορία δίνει εν προκειμένω την αφετηριακή βάση για την ποίηση. Ο ποιητής όμως ποιεί το μύθο του, πλέκει και στιλβώνει τις εικόνες του, δεν είναι ιστορικός, έχει συνείδηση των συμβαινόντων, τα οποία όμως ανεβάζει σε επίπεδα γενίκευσης του πολέμου του καλού εναντίον του κακού, του φωτός εναντίον του σκότους.
Ήρθαν ντυμένοι «φίλοι» αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας. Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους .Έφεραν τον Σοφό, τον Οικιστή και τον Γεωμέτρη Βίβλους γραμμάτων και αριθμών την πάσα Υποταγή και Δύναμη το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας. Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.»
Η χώρα του φωτός δεν ανέχεται το βέβηλο και το ανόσιο.
Στο τέλος, λυτρωμένος και αυτός και η χώρα του από τα δεινά μπορεί να δοξολογεί και να μακαρίζει.
2.5 Δοξαστικό
Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον.
Το τρίτο μέρος της μεγάλης αυτής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη δεν είναι παρά οι χαιρετισμοί της Ελλάδας- Παναγίας, με τους οποίους δοξολογεί τη ζωή και την ομορφιά της, το νυν και αιέν του κόσμου, με εναρκτήρια την υπόμνηση του σήμερα γιορταζόμενου θαύματος
«Άξιον εστί το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
Άξιον εστί το χέρι της Γοργόνας, οι σημάντορες άνεμοι που ιερουργούνε, το ξύλινο τραπέζι, το κάμα που κλωσάει στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια, τα νησιά με το μίνιο και με το φούμο, στο πέτρινο πεζούλι αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει. ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης
Και ύστερα μεταφέροντάς μας στους Χαιρετισμούς συνεχίζει με τα
«ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή , Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί, Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται , Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται»
Το άξιον εστί, οι χαιρετισμοί της θεοτόκου, η θεία λειτουργία, η αρχαία τραγωδία, οι προφητείες, ποιητικά και πεζά, φιλοσοφία και ιστορία συνενούνται θαυμαστά στο έργο του Ελύτη. Αυτό το θαύμα της αρμονικής συνένωσης τόσων ετερόκλητων στοιχείων σε ένα ποιητικό έργο, όπως ξέρετε, συμπληρώθηκε με μουσική σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη.
2.6 Η μουσική
Στην αρχαιότητα η έννοια της μουσικής σήμαινε τη γενικότερη παιδεία, κατά Σωκράτη μάλιστα τη φιλοσοφία. Στην αρχαιότητα όμως και στα νεότερα χρόνια, στο δημοτικό μας τραγούδι, τα τρία αχώριστα είναι ο λόγος, η μουσική κι ο χορός. Κατά Λιγνάδη, «το σημαντικότερο κατόρθωμα του Άξιον Εστί είναι ότι μας δίνει μια εντύπωση από την αρχική τρισυπόστατη ενότητα της ποιητικής δημιουργίας. Ο ποιητικός λόγος της συνθέσεως μας υποβάλλει ένα αίσθημα μουσικής και ο ρυθμός του μία κίνηση ορχήσεως.»
Εκτός από τη μουσικότητα του ίδιου του ποιητικού έργου είναι αναμφισβήτητο πως ο Μίκης Θεοδωράκης έκαμε το δικό του θαύμα «Ήταν νομίζω Άνοιξη του 1963 που έλαβα το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, δώρο ευγενικό του ποιητή και το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα τα δύο πρώτα μέρη. Την Γένεση και τα Πάθη. Θέλω μ’ αυτό να δείξω πόσο ήδη ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στο βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων… Ας είναι η ψυχή της μουσικής μας ακέραιη, ντυμένη με πάχνη και δροσοσταλίδες. Χορεύοντας με το ρωμαίικο νταούλι. Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους λαούς που έχασαν την ψυχή τους κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και τις ελπίδες της ρωμιοσύνης»
Μίκης Θεοδωράκης (από το σημείωμα στο εξώφυλλο του δίσκου της πρώτης έκδοσης του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ).
3.0 Επίλογος
Αγαπητοί μου,
τα μεγάλα έργα του πνεύματος είναι ανεξάντλητα. Στην ομιλία μου αυτή προσπάθησα να μεταδώσω γεύσεις από το περιεχόμενο και τη φιλοσοφική και ιστορική διάσταση ενός έργου σταθμού στα ελληνικά γράμματα ταυτίζοντας εν πολλοίς το σήμερα γιορταζόμενο θαύμα της παράδοσης του άξιον εστί στην ορθοδοξία και της άμεσης σχέσης του ποιητικού έργου του Ελύτη με το θρησκευτικό γεγονός. Τα θαύματα λειτουργούν ακόμα. Ευλογημένοι που τα συλλαμβάνουν και τα εκφράζουν.
Ευχαριστώ