Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

 

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ

 

Ενθυμήματα αλλά και στηριγμένα στον κώδικα της εκκλησίας τα όσα θα αναφέρω.

 

Πριν από τον παρόντα ναό υπήρξε άλλη μικρή εκκλησία χτισμένη το 1751,

έτος που μετέφεραν στη Λευκωσία την Παναγία του Κύκκου,

όπως αναγράφεται στο ιερό επίχρυσο ευαγγέλιο,

δώρο του Παπαχριστόδουλου που με τη συμβία του Μαρία

πρόσφεραν πολλά στον ναό,

εικόνες αγιογραφημένες στη μονή αγίου Ηρακλειδίου, που είχε παράρτημα στον άγιο Ιωάννη καθεδρικό ναό,

χρήματα για το κτίσιμο του ναού.

Εις ανάμνησιν της παλαιάς εκκλησίας έχουμε δεύτερο μικρό ιερό βήμα, δεύτερη αγία τράπεζα, πρόθεση, αγία πύλη.

Γύρω από την παλαιά εκκλησία φαίνεται πως ήταν περβόλια, αλακάτι και δεξαμενή,

Κατάλοιπα της παλαιάς εκκλησίας είδα πίσω από το ιερό το 2000 όταν αναπαλαιώναμε την παρούσα.

 

1 Ιανουαρίου 1821 αναφέρεται για τελευταία φορά στον κώδικα της εκκλησίας μας επίτροπος ο Χατζηραφαήλ Τελεβάντος ο οποίος αναφέρεται ανάμεσα στους προύχοντες, εκτελεσθέντες από τους Τούρκους την 9 Ιουλίου 1821.

 

Ο ιερέας Ιωάννης Σκευοφύλαξ το 1854 δώρισε στην εκκλησία την κατοικία του

 

1854 εκ θεμελίων ηγέρθη ο παρών ιερός μας ναός.

Η κτητορική πλάκα στο υπέρθυρο αναφέρει επί Κυρίλλου, « Κύριλλος Κύπρου αρχιερέων πρώτος αφ’ υψηλής έδρας Κύπρον δ΄ίθυνε τ ότε Κασσιανώ οσίω πας ηγέρθη εκ θεμέθλων σπουδή φιλοθέω δαψιλή τε δαπάνη πάντων όσοι τον δε πέριξ οικούσι χώρον, τη μάλα δ’ αγρύπνω ευσεβεί τ’εφορία Πανάω Γρ και Γεωργίω τοις τω ναώ επιτρόποις του δεκάτου θ’  εννάτου τεσσαράκνθ’ έξ ετών ΔΕΟΝ αιώνος ΑΩΝΔ τη Κ Δεκεμβριου        Γεωργις Αρκιρου  Ιεκνοσ ειν»

στον κώδικα της εκκλησίας μας αναφέρεται

“Εν έτει σωτηρίω χιλιοστώ οκτακοσιοστώ πεντηκοστώ τετάρτω

Ανοικοδομήθη εκ βάθρων η εν Λευκωσία ιερά εκκλησία του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Κασσιανού επί της αρχιερατείας του Μακαριωτάτου και Σεβασμιωτάτου αρχιεπισκόπου Κύπρου

κυρού κυρού Μακαρίου διά συνδρομής των ευσεβών ορθοδόξων χριστιανών κατοίκων της ενορίας ταύτης.”

 

Το 1854 θανόντα τον Κύριλλο Α΄ διεδέχθη ο Μακάριος Α΄-εξ ου και η διαφορά στις επιγραφές.

 

Με το χάττι χουμαγιούν του 1856 αναγνωρίζονταν θρησκευτικές ελευθερίες στους υπόδουλους επί τουρκοκρατίας,

 

το 1858  για πρώτη φορά αναρτάται καµπάνα στον καθεδρικό ναό του Aγίου Iωάννη στη Λευκωσία, άρα τότε δεν είχαμε καμπάνα, το καμπαναριό μας φαίνεται πως είναι υστερότερο κτίσμα, μερίµνησε ακόµη ο Μακάριος για την ανακαίνιση του µεγάλου συνοδικού και των παρακείµενων δωµατίων του αρχιεπισκοπικού µεγάρου,  και επειδή ο άγιος Κασσιανός προσέφερε τα περισσότερα δόθηκε το προνόμιο ο αρχιεπίσκοπος να λειτουργεί την 1 Ιανουαρίου στην εκκλησία μας..  

 

Όπως αναφέρει η Αναστασία Ξ. Κουμπαρίδου στη μελέτη της Ιστορικοκοινωνικά Στοιχεία των Κάτω ενοριών Λευκωσίας, , Κυπριακές Σπουδές, τόμος ΜΒ΄1978, πληροφορίες από την Ελένη Κατσουρίδου ηλικίας 70 ετών, αναφέρουν ότι άκουσε αυτή να λέγεται ότι η εκκλησία του αγίου Κασσιανού βοήθησε την αρχιεπισκοπή κατά την εγκαθίδρυσή της στο μοναστήρι του αγίου Ιωάννου του Πίπη, και γι’ αυτό ο αρχιεπίσκοπος παραχώρησε το προνόμιο να αρχίζει τις αρχιερατικές του λειτουργίες την 1ην Ιανουαρίου από τον άγιο Κασσιανό, προνόμιο που ζήσαμε ως την εποχή του Μακαρίου Γ΄.

 

το 1866 αναγράφεται ένα μεγάλο ποσό για ξύλα και τέμπλο, 2392 γρόσια, ίσως να αναφέρεται σε φερόμενη πυρκαγιά που κατέστρεψε μέρος του τέμπλου, ως σήμερα είναι οφθαλμοφανή τα μη επιχρυσωμένα μέρη του

 

 

Ο Λουί Σαλβατόρ, που επισκέφτηκε την Κύπρο το 1873, (Άντρος Παυλίδης, Η Κύπρος ανά τους αιώνες Μέσα από τα κείμενα ξένων επισκεπτών της, τόμος τρίτος, Φιλόκυπρος, σ.1131) γράφει: Ο Άγιος Κασσιανός είναι μια νέα εκκλησία χωρίς κωδωνοστάσιο, με τρεις σταυροειδείς τρούλλους και δύο εισόδους. Έχει δύο κλίτη και ως εκ τούτου μια διπλή κόγχη σχηματιζόμενη από τρεις αψίδες και ένα μεγάλο υπερώον.»

 

1878 με την αγγλοκρατία κτίζεται και κωδωνοστάσιο 997 γρόσια.

 

1954, τα προηγούμενα τα μαθαίναμε από τους δικούς μας,

και ιδιαίτερα από την Αναστασία Ζαμπακίδου Σαββίδου

σύζυγο του ιατρού Σάββα Σαββίδη, προέδρου της εκκλησιαστικής επιτροπής 1922-55 .

 

Εδώ πρέπει να αναφέρουμε την παράδοση που διασώζει η Αναστασία Κουμπαρίδου

Περί διασώσεως φορητών εικόνων, Κυπριακές Σπουδές τόμος ΛΒ΄1968, κατά προφορική παράδοση Αναστασίας Ζαμπακκίδου συζύγου ιατρού Σάββα Σαββίδη, πρωταγωνιστούντος του παππού της Ευγένιου Ζαμπακκίδη περί το 1850 μετέφεραν από την τουρκογειτονιά της Λευκωσίας στην εκκλησία του αγίου Κασσιανού και της Χρυσαλινιώτισσας πλήθος χριστιανικών εικόνων που οι μωαμεθανοί χρησιμοποιούσαν ως γεφύρια για να περνούν και να μπαίνουν στα σπίτια τους. Μέρος των εικόνων αυτών βρίσκεται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’. Η μεγαλύτερη, αντίγραφο της οποίας έχουμε στην εκκλησία, είναι η Παναγία η Φανερωμένη.

 

Ο παππούς της Αναστασίας, Ευγένιος Ζαμπακίδης εκ Κυθρέας, άκουσε για

πολλές χριστιανικές εικόνες που είχαν οι μωαμεθανοί στον μαχαλλά τους

και χρησιμοποιούσαν για γεφύρια στο δρόμο ή στις οικοδομικές τους εργασίες,

“αν σας ενδιαφέρουν ελάτε μια νύχτα να τις πάρετε”,

κι έτσι δυο κάρα με βόδια, το ένα γέμισε και πήρε τις εικόνες στη Χρυσαλινιώτισσα

το άλλο στον άγιο Κασσιανό,

γι’ αυτό και η εκκλησιά μας ήταν γεμάτη από εικόνες των εκεί ναών.

 

Κάποτε, ύστερα από χρόνια,  η Αρχιεπισκοπή αποφάσισε να τις συγκεντρώσει,

ήρθε ο μετέπειτα Κυρηνείας Κυπριανός ως εκπρόσωπος για να τις πάρει,

χτυπά η καμπάνα, τρέχουν οι γυναίκες της περιοχής, με πρώτη την Αναστασία,

τον εμπόδισαν, ύστερα από προσπάθειες να συνέλθει η επιτροπή εμποδιζομένη και αυτή

και ύστερα από την τιμωρία που επιβλήθηκε στην εκκλησία και στον ιερέα και την συγγνώμη τους

οι εικόνες παρελήφθηκαν από την αρχιεπισκοπή.

 

 

 

Το 1875 ζωγραφίστηκαν οι δύο κολώνες- ο ζωγράφος νόμισε πως ο πληρώσας επίτροπος κατέβαλε εξ ιδίων το ποσόν, γι αυτό και του έκαμε σε στίχο ονομαστική ευχαριστήρια αναφορά, όταν το είδαν όμως οι άλλοι επίτροποι ζήτησαν άρση της αδικίας, γι’ αυτό και φαίνεται ως σήμερα προσπάθεια να σβηστούν τα γραφέντα με χχχ

1875 γράφει στον κώδικα της εκκλησίας, το ζωγράφισμα δύο κολόνων 300, …. στον ιερομόναχο Άνθιμο διά Ν. Τουφεξή . Αν κοιτάξουμε τις εικόνες στις κολόνες θα δούμε δυο επιγραφές να αναφέρουν ότι πληρώθηκε αρκετά καλά ο ζωγράφος, όμως το όνομα του πληρώσαντος διαγράφτηκε. Όπως φαίνεται ο ιερομόναχος νόμισε πως ο Ν. Τουφεξής πλήρωνε εξ ιδίων, γι΄αυτό κι έγραψε το όνομά του, οι άλλοι όμως επίτροποι επανέφεραν στην τάξη τα πράγματα σβήνοντας το όνομα του επιτρόπου αφού πλήρωσε η εκκλησία «διά του Ν. Τουφεξή»

 

 

To 1911 δωρήθηκε η κολυμβήθρα για τη βάφτιση του Χριστού,

 

1914 πληρώνουν για την κατασκευή , μεταφορά Ιούδα και το κάψιμό του και γυρίζουν δίσκο, ο ελεγκτής όμως της αρχιεπισκοπής σημειώνει πως είναι απαράδεκτο να πληρώνουν για το έθιμο αυτό, ξακουστό την εποχή εκείνη, που συγκέντρωνε πλήθος κόσμου στην πλατεία έξω από την εκκλησία.

Ιερέας ο Παπανικόλας

 

το 1922 κατασκευάστηκαν χοροστάσια ψαλτών με σιδερένια κάγκελα,

ο  σολέας στρώθηκε με μάρμαρο αθηαίνου,

η σκάλα του γυναικωνίτη με μάρμαρο καρά τεπέ,

η σκάλα του άμβωνα με ξύλο οξιάς, και αγοράστηκε το σκαλιστό προσκυνητάρι από ξύλο καρυδιάς

άμα τη εισόδω δεξιά, πάνω από τους επιτρόπους στο παγκάρι θυμαμαι υπήρχε τοιχογραφία με τον Ιησού και κάτω επιγραφή, “Μη ποιείτε τον οίκον του πατρός μου οίκον εμπορίου”.

 

 

1953 η επιτροπή αποφάσισε να τοποθετήσει στο ιερό μαρμαράκια,

ήταν ως τότε μάρμαρα αθηαίνου, δύσκολο το σφουγγάρισμα με κανναβίτσα, ένα μάλιστα κάτω από την αγία τράπεζα είχε μια τρύπα,

όταν αφαίρεσαν το μάρμαρο αυτό, είδα ένα σταμνί σπασμένο με κόκκαλα,

αυτά αφέθηκαν εκεί, μόνο που το νέο μαρμαράκι δεν είχε πια τρύπα.

 

Τους χειμώνες, με τα σαρανταλείτουργα

είχαμε στο ιερό, μαγκάλι με κάρβουνα, για ζεστασιά.

 

Γύρω γύρω στην εκκλησία ήταν νοτάδες, μικρές κάμαρες,

το σπίτι του παπά Κωνσταντή, οδός αγίου Κασσιανού,  

κάμαρες για τον καντηλανάφτη Χαράλαμπο και τη Μαρία τη μικρασιάτισσα γυναίκα του

με δυο κόρες, η μια κάποτε, η Ισμήνη,  μου διηγήθηκε πως έβλεπε ένα φως γύρω γύρω

να περιέρχεται την εκκλησία,

κάποτε είδε την καντήλα του αποστόλου Αντρέας αναμμένη να βρίσκεται στο πάτωμα,

 

Για την ακρίβεια η εγγονή της Μαρίας, κόρη της Ισμήνης, Αντρούλα Σωτήρη Σκάη αναφέρει.

Ο Χαράλαμπος (νεωκόρος) με την σύζυγο του Μαρία (πρόσφυγας απο την Μικρά Ασία) έμεναν στο σπιτάκι της αυλής του Αγίου Κασσιανού,μαζί με τις δύο θυγατέρες τους  Ισμήνη (μεγαλύτερη) και Έλλη. Ένα απόγευμα η Μαρία που καθόταν στον περίβολο του Αγίου Κασσιανού (η εκκλησία ήταν κλειστή), είδε να βγαίνει απο το Ιερό, Φανάρι στενόμακρο με «υπέρλαμπρο φως» και να περιφέρεται εσωτερικά του Ναού. Το ανάφερε στις γειτόνισσες αλλά δεν πρόλαβαν να το δούν. Τούτο επανελήφθη αρκετές φορές χωρίς να καταφέρει να το δει κάποιος άλλος εκτός απο την Μαρία. Η μόνη που κατάφερε κάποια μέρα να το δει ήταν η θυγατέρα της Ισμήνη, μονάχα το φως (με μια εντυπωσιακή λάμψη) εντός του Ναού. Η Ισμήνη αξιώθηκε επίσης την περίοδο που είχε κλείσει η εκκλησία κάποιο βράδυ να δεί μια πρωτόγνωρη λάμψη από το  Εικονοστάσι να κατευθύνεται κάτω στο πάτωμα. Το ανάφερε στον Πατέρα της νεωκόρο, ο οποίος όμως δεν είχε τα κλειδιά και αποτάθηκαν στον πρόεδρο. Όταν άνοιξαν την Εκκλησία είδαν κάτω απο το Εικόνισμα  του  Απ. Αντρέα το καντήλι του σπασμένο στο πάτωμα...”

 

Στους νοτάδες έμεναν φτωχοί άνθρωποι,  οι επίτροποι είχαν και τον εντεταλμένο για τα ενοίκια επίτροπο,

 

ένα μικρό καμαράκι δύο επί τρία, φιλοξένησε κάποτε και τον αντάρτη φίλο Στέλιο Παπαχριστοδούλου από τον Αγρό, αγγελιαφόρο του Αυξεντίου.

 

ΙΕΡΕΙΣ

Ο ιερέας μας Παπακωνσταντίνος Παπαβασιλειου, εκ Φασούλας Λεμεσού, αδελφός του Παπανέαρχου της Φανερωμένης, λειτουργούσε καθημερινά, στα εσπερινά τον βοηθουσα ήταν όλες κι όλες δυο γριές η Κατινού κι η Ιουλία, που ενοικίαζε κάμαρες σε μαθητές του Παγκυπρίου, κάποτε ερχόταν κι ο Περδίος στο ψαλτήρι, γέροντας με το πανωφόρι χειμώνα καλοκαίρι.

 

Τον όρθρο τον διάβαζε μόνος στο ψαλτήρι ο παπάς μας.

Ήταν ο ιερέας των παιδικών μας χρόνων κι όσοι κι αν πέρασαν μετά τον θάνατό του

αυτός έμεινε αξέχαστος γιατί ήταν μερακλής,

σε εκείνο το “οι δε πορευθέντες ησφαλίσαντο τον τάφον σφραγίσαντες τον λίθον μετά της κουστωδίας”, ανέβαινε μια οκτάβα, ύστερα από δώδεκα ευαγγέλια

φτεροκοπούσε η καρδιά μας.

Κάθε μέρα ύστερα από τον όρθρο να πάει στον καφενέ τα Ελευθέρια, πρώην του Κάουρα, να διαβάσει την εφημερίδα, να πιει τον καφέ του, κι ύστερα στο σπίτι να ξαπλώσει.

 

Τα σαρανταλείτουργα, κάθε μέρα μνημόνευε στην αγία πρόθεση, φέρναμε ψωμιά από το φούρνο του Πιτζιολή, έκοβε μερίδες, τις κεντούσε, γεμίζαμε δυο τρία παιδιά  από μια λευκή μαξιλαροθήκη μερίδες και τις μοιράζαμε στη γειτονιά, πρωινό ξύπνημα πριν πάμε σχολείο, τα σπιτάκια να μυρίζουν χνώτα, τσάι γλυκάνισσο και καπήρα στον αμίαντο στο πύραυνο.

 

Όταν τέλειωνε το σαρανταλείτουργο, στις 5 Ιανουαρίου μετά τον αγιασμό, γέμιζα το χάλκινο δοχείο με αγιασμό, σικλί αναγράφεται στον κώδικα, ή καλαντιστήρι, και μαζί με τον Παπακωνσταντίνο επισκεπτόμασταν τα σπίτια που είχαν κάμει σαρανταλείτουργο, μια τεράστια ενορία, τα σύνορά της γραπτώς καθόρισε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ως τον Χάντακα του Καϊμακλιού, καλάντιζε ο ιερέας, γέμιζαν οι τσέπες του κεραστικά, και βέβαια πληρωνόταν για τις γιορτές, έριχναν και καμιά εικοσάρα ή γρόσι στο χάλκινο. Φτωχός άνθρωπος ο παπάς μας με μεγάλη φαμίλια.

 

Μαζί στους γάμους, στο ευαγγέλιο, βρισκόμουν κοντά στο ποτήρι, «γεμίσατε τας υδρίας ύδατος και εγέμισαν αυτάς έως άνω», έβαζα νερό στο ποτήρι κι ύστερα γίνεται το θάμα, γέρνω κρασί στο νερό, «το ύδωρ οίνον γεγενημένον», όλα αυτά να παρουσιάζονται και το θάμα να ξαναγίνεται σε κάθε γάμο, τώρα χάθηκαν.

 

Την Καθαρά Δευτέρα συνηθίζαμε να προσκυνούμε σε εφτά εκκλησιές, και τότε επιβεβαίωνα πως η δική μας ήταν πολύ όμορφη, γεμάτη, γιατί είχε μερακλήδες ενορίτες. Εδώ έρχονταν πολλοί για να τους διαβάσει την σκούφια του αγίου Κασσιανού ο ιερέας, θαυματουργή για τους πονοκεφάλους.

 

Ο Παπακωνσταντίνος μας έφυγε μια μεγάλη βδομάδα όταν τον ειδοποίησαν πως θα έρχονταν μαθητές για θεία κοινωνία, ετοιμάστηκε, δεν ήρθαν, αναγκάστηκε να καταλύσει, δεν τον πρόλαβα.

 

Ήρθε η εισβολή, διάδοχός του για λίγο καιρό

ο Παπαπολύκαρπος Βρυώνης, ιερέας στη Αγία Άννα Κυθρέας,

ο Παπαευτύχιος αδελφός του ψάλτη Αλέξανδρου,

ύστερα ο Παπακωνστατίνος Θεοφάνους, αγαπούσε την μεγαλοπρέπεια, παρόλο που  ήταν καιρός που η ιερατική σχολή δίδασκε και γεωπονική, γιατί πολλοί ιερωμένοι ασχολούνταν με τη γεωργία. Μαζί του για λίγο στο τέλος ο Θεοφάνης Κωνσταντίνου, το 2005, ο οποίος και τον διαδέχτηκε, ήρθε με τον ιερέα πατέρα του από την Αγγλία στην Κύπρο για εγκατάσταση, προσπάθησα να τον εισαγάγω στα της ημετέρας παραδόσεως, αλλιώς μαθημένοι, δεν τα βρήκαμε,  μια μέρα έδωσαν και οι δυο την παύση τους, πατέρας και γιος,  στον τότε υπεύθυνο νυν μητροπολίτη Κωνσταντίας  Βασίλειο, ο οποίος όντως βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία.

Εκείνη την ώρα μπαίνει στο γραφέιο ο τότε διάκονος του μακαριστού Χρυσοστόμου Α΄, Γεώργιος Μελέτης, τον άρπαξε ως θεόσταλτο ο Βασίλειος, να σε χειροτονήσουμε ιερέα στον άγιο Κασσιανό, μου τηλεφωνεί, ποιος Μελέτης, συγγενής του διακόνου; Ο ίδιος ο διάκονος. Μεγάλη τιμή! Έγινε συγκινητικότατη η χειροτονία, του παπα Δημήτρη ψάλλοντος το ωραίο εκείνο κύριε ελέησον ...

Με τον Παπαγεώργη πολλές φορές συμψάλλαμε, λειτουργήσαμε, κάμαμε εσπερινά και προηγιασμένες με τον Περατόπουλο, τα χρόνια περνούν, ήλθε για λίγο ο πατήρ Γαβριήλ, και

σήμερα ο πατήρ Ιωάννης Σπανός να είναι καλά, να συνεχίσει το θεάρεστο έργο.

 

ΨΑΛΤΕΣ ΔΕΞΙΟΙ

1854, 1954 ήμουν δέκα ετών, και είχα ήδη υπηρεσία δυο χρόνων στην εκκλησία,

στο ψαλτήρι με έβαλε ο παππούς Στυλλής, μόλις είχε έλθει ο νέος μας ψάλτης Αλέξανδρος Παπαχριστοδούλου από το Έξω Μετόχι,

έψαλλε για εξήντα χρόνια στον άγιο μας,

προηγουμένως θυμάμαι αμυδρά τον δάσκαλό του Νικολάτζιη Νικολαΐδη από τη Βώνη.

Ο Αλέξανδρος ως δεξιός ψάλτης ήταν μοναδικός για μας, δεκαπέντε ετών ανέβηκε σε ψαλτήρι, στη Βώνη ή Κυθρέα,

δάσκαλός του ο Νικολάτζιης Νικολαΐδης από τη Βώνη, αλλά πήγε και στον Χουρμούζιο, αν χρειαζόταν να συνεχίσει, ο Χουρμούζιος του έδωσε την ευχή του. Προσπαθούσε να αποδώσει νοηματικά τους ψαλμούς, πειραματιζόταν, μόλις τέλειωνε από τον άγιο Κασσιανό πήγαινε στη Φανερωμένη και σε άλλες εκκλησιές να ακούσει άλλους ψάλτες, απομνημόνευε  μουσικές θέσεις τους.

Κάποτε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος έφερε μαζί του τον Θεόδουλο Καλλίνικο, έδωσε τη θέση του ο Αλέξανδρος αλλά πήγε αμέσως στο ιερό, “ακούστε Μακαριότατε, εδώ εγώ είμαι ο ψάλτης και δεν δέχομαι κανένα άλλο να με αντικαθιστά”, το θυμόταν κι ο μακαριστός Αραούζος και μου το έλεγε.

Στην αρχή έψαλλε Χουρμούζιο, ήρθαν όμως τα βιβλία της Ζωής, πάντα Φωκαέα τα χερουβικά, τα σιγοψιθύριζε την ώρα του ευαγγελίου, πάντα Χουρμούζιο   δοξολογίες, δοξολογία του πλαγίου πρώτου του Αρτεμίδη, που του σύστησε ο αριστερός Νίκος Σακκάς. Καλλίνικο δοξαστικά αγίων και αργό το εκ νεότητός μου. Μεγάλη βδομάδα είχαμε του Καουρή, Μεγάλη Τρίτη της Κασσιανής Σακελλαρίδη.

 

Την Κυριακή του Πάσχα ήθελε να βρίσκεται στο χωριό του, Έξω Μετόχι, πατέρας του ο ιερέας Παπαχριστόδουλος, ο αδελφός του ιερέας ο Παπαευτύχιος, πήγαινε με το ποδήλατο στο χωριό κι εμείς μικροί αρχίζαμε τον κανόνα μέχρι να έρθει και ήταν στην ώρα του.

 

Δεξιός ένας, ο Αλέξανδρος, και αργότερα

ο Γιάννης Περατόπουλος, ακούραστος υπηρέτης στο στασίδι

τώρα ο φίλτατος Ανδρέας Ησαΐας ο οποίος μας εισήγαγε στους Πρίγγο, Ταλιαδώρο, Καραμάνη, τρισάγιο κατά ήχο με τα δύναμις του Κυριακού Ιωαννίδου Καλογήρου, του Νηλέως Καμαράδου, του Παναγιώτη Νεοχωρίτη, μαθαίνουμε γηράσκοντες και ευχαριστούμε.

 

ΨΑΛΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ

Αριστερά πρώτον θυμάμαι τον Παναγή Τσαλδάρη για λίγο,

τον Παντελή από τον άγιο Βασίλειο κοντά στη Σκυλλούρα, μεγάλη Παρασκευή πρωί ήρθε ο πατέρας του από το χωριό, πρώτη φορά παρακολουθούσε αποκαθήλωση, όταν μας κάλεσε στο χωριό, “να ανοίξω την καρδιά μου να δείτε τη μεγάλη μου χαρά που πρώτη φορά παρακολούθησα τέτοια ιεροτελεστία”.

Ο δάσκαλος Σωκράτης,

ύστερα ήταν τρία αδέλφια, το σπίτι τους δίπλα από την εκκλησία, θείοι του Θάσου Κατσουρίδη που για χρονια διεύθυνε τη χορωδία στα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής, Κόκος Μιχαηλίδης, Σωτήρης, Μίκης, ο Μίκης έψαλλε στην Αγγλία, όταν επαναπατρίσθηκε ήρθε κοντά μας, ο Σωτήρης, επιθεωρητής δημοτικής εκπαιδεύσεως ,  έψαλλε μόνο το Μεγάλο Σάββατο, όλη η οικογένειά του μαζί του, “τον Κύριον υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας” αλλά σε ήχο δεύτερο και ρυθμικά χορωδιακά. Ο απόστολος του Μεγάλου Σαββάτου ήταν δικός μου, σήμα μόλις τέλειωνε πως θα χτυπούσαν τους σκάμνους.

 

Ύστερα ήταν ο Λουκής ο Ψαράς, άφησε τα βιβλία του στην εκκλησία, βοήθησε τον καιρό της εισβολής να μεταφερθούν οι εικόνες μας στην αρχιεπισκοπή και ύστερα όπου αλλού, διά τον φόβον των εισβολέων, όπως και συνέβαλε με το βαν του στην επαναφορά τους στην εκκλησία, το ίδιο και η Μαρούλα Οικονομίδου με το δικό της αυτοκίνητο.

Ο Ανδρέας Γαβριηλίδης,

ο Νίκος Σακκάς,

ο Κωνσταντίνος Παπαθωμάς, νυν Κυρηνείας Χρυσόστομος, του οποίου η μητέρα ως μαθήτρια διέμενε σε σπίτι στη γειτονιά, οικείο περιβάλλον, πόρτες ανοιχτές.

Ο Χρήστος Διάκος, ένας μοναδικός άνθρωπος, μια μέρα κατεβαίνω από το αυτοκίνητο, τον βλέπω από το βορεινό παράθυρο στη θέση του να ψάχνει τα βιβλία, μπαίνω από το ιερό στην εκκλησιά, δεν τον βλέπω, δεν είχε έρθει, σε πέντε λεπτά έρχεται, “καλά δεν ήσουν εδώ πριν πέντε λεπτά; Είχα μεγάλη αγωνία, μου λέει, να δω τι θα ψάλλουμε σήμερα!”  Ήρθε ο εαυτός του πριν από τον ίδιο;;;

Ύστερα ο Περατόπουλος αριστερά και μετά Αλέξανδρον δεξιός,

Τελευταία ο Γιάννης Μάρκου,

και τώρα ο φέρελπις Μάριος Κασσιανίδης.

 

ΝΕΩΚΟΡΟΙ

Στο ιερό υπηρέτησα για χρόνια, αφού καντηλανάφτης ήταν ο θείος Κόκος, αδελφός της μάνας μου, είχε όμως νυμφευτεί στη Λακατάμια, δεν ερχόταν κάθε μέρα, τον αντικαθιστούσα. Αυτός βοηθούσε και τον Παπάκωστα στις προηγιασμένες, δεν υπήρχαν τότε τα βιβλία με την ευκολία που έχει σήμερα ο ψάλτης, ήταν αλλού τα Προς Κύριον αλλού τα λοιπά, κι όμως τα κατάφερνε. Όταν έφυγε έκαμε στην εκκλησιά μια δωρεά, ένα τρίπατο με γυαλί και αλουμίνιο για τα κόλλυβα, τον μνημονεύω, όπως και την Λάλλα του Φρίξου που δώρισε ένα αναλόγιο ευαγγελίου, με ανάλογο υλικό, εκείνα τα μεταλλικά επιχρυσα.  

 

ΑΛΛΟΙ ΔΩΡΗΤΕΣ ΕΥΕΡΓΕΤΕς

 

Τρία σπίτια στις κατεχόμενες οδούς της ενορίας μας έχουν δωρίσει η Αθηνά Σπύρου στην οδό Ιωάννη Τσιμισκή,  η Αναστασία και Αγαμέμνων Κιμωνίδιου, δύο σπίτια, Αυτοκρατείρας θεοδώρας και Ιωάννη Τσιμισκή και η Παναγιώτα Μάκη απέναντι από τον άγιο Ιάκωβο..

Μεγάλος ευεργέτης ο Όθων Κυριακίδης Μαύρος, με την πρώτη μεγαφωνική εγκατάσταση το 1984

 

Ο Ντίνος Σαμουήλ, την περιουσία της 800 λίρες η Κατινού Χαμπή, ο Νικολής τυφλός το ρολόι, γι΄αυτόν  έγραψε ο Γιάννης Περδίος «Τό παράπονο τοῦ τυφλοῦ ὀρφανοῦ» που τραγουδούσε επαιτώντας, η Αναστασία Χατζημιχαήλ, η Αριάδνη ιεροδιακόνου, οι Φιλόπτωχοι αδελφότητες της περιοχής μας και άλλοι  

 

ΝΕΩΚΟΡΟΙ

Ο καντηλανάφτης, ή καστελλάνος, ή Χαράλαμπος, ήταν τρία ονοματα αλληλένδετα και ανταλλάσσονταν το ένα με το άλλο, ο Χαράλαμπός μας ίσον ο καντηλανάφτης μας, με ένα μικρό καφενεδάκι εκεί που τώρα αποκαλείται Λοκματζί, τέρμα Ληδρας, η γυναίκα του μικρασιάτισσα, όταν οι καμπάνες δεν ήξεραν από ηλεκτρισμό κι όταν η εκκλησιά γέμιζε μικράκια της γειτονιάς, κόσμος πολύς, φουριόζικη η ατμόσφαιρα, όταν μοίραζε κόλλυβα άκουες τα παιδιά, “δώσε κι εμένα θκειε”, “αθκιάτζιν”

 

Μεγάλο Σάββατο η εκκλησιά να μυρίζει μερσίνη στο πάτωμα, κι ο δίσκος για τον νεωκόρο στην είσοδο της εκκλησίας, σε τραπεζάκι, δεν ξέρω να υπήρχαν δέκατοι τρίτοι και άλλα, τα τυχερά λεγόμενα ήταν βασικό έσοδο της εποχής.

 

Άλλους καστελλάνους – το νεωκόρος ήταν άγνωστος όπως και το καντηλανάφτης εθεωρείτο καθαρευουσιάνικο- θυμάμαι

τον Στέλιο Κακουρή,

τον Γιαννακό Βουνιώτη,

τον Τάκη, τον Χαμπή, τον Ευτύχιο, στρατιώτη της περιοχής,

τον Ξενή Σοφού,

τον Σύμη, την Ευδοκία για πολλά χρόνια, όταν μάλιστα αναπαλαιωνόταν η εκκλησία, είχαν κλείσει το δεξιό κλείτος και λειτουργούσαμε στο αριστερό με την μικρή αγία τράπεζα, αυτό γύρω στο 2000,

τον Φοίβο, από μικρό στο ιερό,

τον Χριστάκη για κανένα χρόνο, να βοηθά   μια το ιερό μια στο παγκάρι και να εξυπηρετεί τους πάντες, τον Θεόδωρο,

τώρα τον Χρίστο,

και τον αγγειοπλάστη Ανδρέα πάντα πρώτο στο ιερό, πριν χτυπήσει η καμπάνα, τον Πανίκο, τον Λοϊζο, τον Σωτήρη.

 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Ο άγιος Κασσιανός είναι βέβαιος για τα παιδιά του. Ξέρει ο καθένας το καθήκον του, όπου κι αν είναι θα φανεί, ιδιαίτερα τη μεγάλη βδομάδα. Πριν εμφανιστούν τα ανθοπωλεία τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ είχαμε εξόρμηση στους κήπους της περιοχής, να κλέψουμε αν θέλετε λουλούδια για τον επιτάφιο. Το Μεγάλο Σάββαρο βράδυ ετοιμάζαμε τη λαμπρατζιά και αλοίμονο στον εργολάβο που έκτιζε στην περιοχή, ή καλύτερα, αλίμονο στους δικούς μας, γιατί μας άρπαζε η αστυνομία και ανάγκαζε τους δικούς μας να πληρώσουν τα δοκάρια.

Κατά τα άλλα, ξέρουμε πώς μερσίνια και μυροφόρες θα φέρει ο Δώρος, ο Αντρέας, ο Μιχαλάκης, η διαδοχή ετοιμάζεται, ξέραμε πως ο μακαριστός Φοίβος και ο γιος του Αντρέας θα βάλουν τα μαύρα,

τώρα με τον Νίκο Κουτσοπέταλο, πρόεδρο και επιμελητή ευταξίας και ευμορφίας του ναού, πρωτοστάτη και στο στολισμό του επιταφίου με την Κυπρούλα και τη Γεωργία Καραγιάννη,

ύστερα από παρασκήνια το μεγάλο Σάββατο ποιος θα κρατά σημαία, εξαπτέρυγα,

ποιος θα διευθύνει τη χορωδία μεγάλη Παρασκευή, για χρόνια ο Θάσος Κατσουρίδης,

για λίγα χρόνια εγώ,

και τώρα η μουσικός πρεσβυτέρα κυρία Ελένη Σπανού, έκαστος εφ ω ετάχθη. 

 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΟΚΑ

Τον καιρό της ΕΟΚΑ ήταν για καλά οργανωμένος ο Ολυμπιακός, εξ ου και τον έκαψαν οι Τούρκοι  1958, ως προπύργιο της εθνικοφροσύνης, εκεί συγκεντρωνόμασταν, είχαμε τη χορωδία μας, με τον νυν άρχοντα πρωτοψάλτη Ανδρέα Κουκκίδη, που διέμενε ως μαθητής σε διπλανό σπίτι, τ

ον Ιούνιο του 58 με τις τουρκικές επιθέσεις η καμπάνα της εκκλησίας μας και της Χρυσαλινιώτισσας συγκέντρωναν αμέσως τους κατοίκους έτοιμους για άμυνα.

 

Τις Κυριακές, όταν υπήρχε μνημόσυνο ηρώων οι μαθήτριες ανέβαιναν στα κατηχούμενα, άπλωναν σημαίες και εκτελούσαν ολόκληρο πρόγραμμα με πατριωτικά τραγούδια και ομιλίες, παντού σημαίες και δάφνες και μυρσίνια.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ 1963

Το 1963 η περιοχή ήταν γεμάτη μέρα νύχτα από παιδιά από όλη τη Λευκωσία που τοποθετούνταν σκοποί στα διάφορα αυτοσχέδια φυλάκια της περιοχής, με κέντρο τροφοδοσίας την οικία Γιώργου και Κατίνας Ρούσου,

ΙΣΤΟΡΙΚΑ 1974

ενώ το 1974 πολλοί φαντάροι ενθυμούνται τον αγώνα τους στην περιοχή, η οποία υπέστη και το μεγάλο πλήγμα, με αποτέλεσμα να μένει η ενορία με ελάχιστους πλέον κατοίκους ενοριάτες.

 

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ

Και αργότερα, μετά την εισβολή, από εδώ ξεκίνησε και η πορεία προς τον άγιο Γεώργιο στις 19 Ιουλίου 1989 με τις γυναίκες να περνούν τα συρματοπλέγματα της κατοχής με σκοπό να μπουν στο κατεχόμενο σχολείο του αγίου Κασσιανού. Τότε συνελήφθη από τους εισβολείς και ο νυν αρχιεπίσκοπος Γεώργιος και φυλακίστηκε.

 

Ο άγιος Κασσιανός σωζόταν γιατί ήξερε πότε να κλείσει και να μην κινδυνεύσει από τις τουρκικές επιθέσεις, όλοι όμως οι ενδιαφερόμενοι ήταν έτοιμοι αμέσως να επαναφέρουν εικόνες και να αρχίσουν τις θείες λειτουργίες.

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΙ

Τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β΄ θυμάμαι νεκρό, καθισμένο σε θρονί στον καθεδρικό του αγίου Ιωάννη, 1950, με πήρε από το χέρι η γιαγιά να φιλήσουμε το χέρι του, στα ψαλτήρια και στην αγίαν πόρτα ιερείς να διαβάζουν, κόσμος πολύς με τη σειρά.

 

Όταν ερχόταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος τον καιρό του αγώνα σε εσπερινό του αγίου μας κόσμος πολύς, χειροκροτήματα και συνθήματα για την ένωση. Για λίγο κράτησε το έθιμο της πρώτης του χρόνου να λειτουργεί εδώ, με την άνοδό του στο θρόνο ερχόταν ο πατέρας, επίτροπος τότε, με δίσκο και μέσα ένα λαμπάδι, έβαζε μια λίρα στο δίσκο ο δεσπότης, ο επίτροπος άναβε το κερί στο μανουάλι, παλιά συνήθεια. Τον Μακάριο έντυναν στο κέντρο του ναού, ουδεμία περιττή κίνηση, ακίνητος και αυστηρός, τα πάντα στην εντέλεια, θυμάμαι διάκονό του τον Αδάμο, μια στρογγυλή φωνή.

 

Ύστερα ο Χρυσόστομος Α΄, ο Χρυσόστομος Β΄ πολλά συνεισέφερε για να αναστηλωθεί το γκρεμισμένο αρχονταρίκι και να στρωθεί ο περίβολος με πλάκες, πρώτα ήταν χώμα ύστερα τσακίλια, ύστερα τσιμέντο και τέλος οι πλάκες  το 2000 όταν έριψαν το σπριτς και φάνηκε πετρόχτιστη η εκκλησία μας.

ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ

Επιτρόπους θυμάμαι τον γιατρό Σάββα Σαββίδη,

τον γιατρό Δημήτρη Πρωτοπαπά με ιατρείο πρώτα κοντά στο παρθεναγωγείο αγίου Κασσιανού και αργότερα στο δημοτικό Φανερωμένης,

τη Μαρία Παπαδοπούλου με φιλανθρωπική δράση, το δεσμείν και το λύειν για χρόνια στην εκκλησιά, με βοηθό της σε πολλά τον θεολόγο Γεώργιο Χριστοδούλου, νυν αρχιμανδρίτη Γραμματέα της Ιεράς Συνόδου,

τον πατέρα, τον αδελφό,

τον Ρούσο ταμία,

Σπύρο Αντωνίου, τον υαλοπώλη Πουαγκαρέ,

ήταν εποχή που υπήρχαν αντίπαλοι συνδυασμοί με πολύν ανταγωνισμό στις εκλογές, σε αντίθεση με το σήμερα.

Τα εικοσιπεντάχρονά μου στην προεδρία της επιτροπής πέρασαν με αναπαλαίωση του ναού που κινδύνευε λόγω μεγάλης ρωγμής, ακολούθησε η  αναστήλωση των γκρεμισμένων δωματίων δυτικά του ναού, καθαρισμό τέμπλου θρόνου και εικόνων, με πολλές ευχαριστίες στον άγιό μας.

 

Να ναι καλά οι νέοι επίτροποι, ο Νίκος από μικρός μπασμένος στο ιερό και στη γειτονιά, όπως ο Χριστάκης και ο Δώρος, και οι γυναίκες επίτροποι η Μαρούλα, η Κυπρούλα, η Γιώτα, τέλος ο Μιχαλάκης, με τις ευχές του αγίου μας να κρατήσουν την εκκλησιά, μεγάλος αγώνας.

Ευχαριστώ