Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ


ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Θουκυδίδης Αθηναίος ξυγγραφεάρας, όχι Αλιμούσιος, ποιος ξέρει τώρα τον Ταχτακαλά, λες από τη Λευκωσία μια κι έξω, κι ήταν λέει καιροί που δεν υπήρχε το όνομα «Έλληνες» για όλους τους, κι έτσι δεν υπήρχαν ούτε «βάρβαροι», κλεψιά όμως μεγάλη και τρανή, τότε, και μάλιστα την είχαν περί πολλού, περήφανοι κλέφτες, κι ο Κολοκοτρώνης, να κάμουμε λέει και καμιά καλή πράξη, να λευτερώσουμε τα κοπέλια που κουβαλούν τώρα οι Τούρκοι, να πάμε με καθαρή καρδιά, της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής oι κλέφτες, ολονυχτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμώνται, κοιμώνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ίσκιους. Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα, κι έτσι κι έγινε, γιούργια και λευτερώνουν τα παιδιά, μα οι παλιοί μη έχοντας βαρβάρους, όπως οι βάρβαροι που έχουν τώρα εμάς,  έκλεβε ο ένας τον άλλο, κι έτσι οπλοφορούσαν όλοι, όπως το εξήντα τρία όχι όμως το πενήντα πέντε, λίγα και μέιτ ιν σάιπρους, κάτι παλιοσωλήνες και πόμπες που κατασκεύαζε ο Σέρβος πάνω στο ανώι του, απέναντι από τον Άι Κασσιανό μου, την τελευταία μέρα πριν παραδώσουν οπλισμό, να κάτσεις όλη νύχτα να φτιάχνεις πόμπες ήταν του Γρίβα η διαταγή, να παραδώσουμε πολλές, μη μας νομίσουν φτωχαδάκια, κι εμείς από το σπίτι ακούαμε τις σωλήνες και τα πριόνια.

Ευτυχώς ο Θουκυδίδης πέθανε, ύστερα εμφανίστηκαν κλέφτες και κλέφτες, ξένοι και δικοί, τούρκοι και ρωμιοί, πού να προλάβαινε ο άνθρωπος!!!

Στέλιος Παπαντωνίου