Οδυσσείας α-25
‘Ενθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν,
πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν, όλοι επέστρεψαν στο σπίτι, τέλειωσαν οι
μάχες, δεν ήταν πόλεμος, βαρβαρική επιδρομή, ποιος στάθηκεν Εφιάλτης στις
Θερμοπύλες. Το στράτευμα είχε πάθει στομαχικές διαταραχές, δυσεντερία,
υδρωπικία, γρίππη με τη μαλάρια και
περιπνευμονία, αστένειες που τραγουδούσαν κυπριακά δίστιχα στα τραπέζια, με τις
καρέτες ξεκίνησαν για το λόφο του προεδρικού, με τη χολή στο δισάκι κατακίτρινο
χνουδωτό, τα μάτια τους δεμένα, τυφλόμυγα
καττόμουγια, βγαλμένα αλλωνών, δεν τα κρατούσαν στα χέρια, πεταμένα στους
λάκκους, άλλοι μονόφθαλμοι Πολύφημοι, τους είχαμε ακουστά από το Πολυτεχνείο.
Στη γειτονιά παίζαμε μικροί τον καραγκιόζι, στεκόμασταν πίσω από το λευκοσέντονο,
τα παιδιά διπλοπόδι χάμω, πέντε σπίρτα είσοδος, και κινούσαμε αριστοτεχνικά τις
φιγούρες, εμείς νυχτιάτικα, εκείνοι πρωινοί πρωινοί, στο ραδιοσταθμό, στην
αρχιεπισκοπή, στο μετόχι, στο μέγαρο.
Οι ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν,
στα σπίτια γύρισαν, εκείνες τις μέρες ήταν μια χαρά, που κατέβαιναν από τ’ αντάρτικο, τους περιμέναμε στην αρχιεπισκοπή,
με τα τύμπανα και τις σάλπιγγες, δάφνες και βάγια, την άλλη μέρα μια λύπη ξεδιπλωνόταν βαριά μαύρη χλαίνα στα
σωθικά μας. Αφήνονταν ελεύθεροι οι αιχμάλωτοι, Άδανα λέγανε, κάτι μακριούς
διαδρόμους να τους γδέρνουν, κι έρχονταν αργά λεωφορεία με κλαδιά στα παραθύρια, κεφάλια χέρια
έξω, πετούμενοι, σφιγγόταν ο ένας
δίπλα στον άλλο στην ξενοδοχειακή, μια παλάμη στο στόμα μια στα μάτια, κι οι
δυο να γδέρνουν τα μάγουλα, τις κρατούσαν από τες αμασκάλες, που λύγιζαν τα
πόδια, σέρνονταν, κι ο Ποσειδώνας στους
Αιθίοπες, ἀντιόων ταύρων τε καὶ ἀρνειῶν ἑκατόμβης. ‘Ακουσε πως ήταν γλυκό το
κρασί στην Αραπιά, και του κρατούσε πείσμα, δεν τον άφηνε να φτάσει στην
πατρίδα, ο αγνοούμενος Οδυσσέας, ως ν’ αποφασίσουν στον Όλυμπο οι θεοί, στο
στρατιωτικό συμβούλιο, στην ΄Αγκυρα και στο Πεντάγωνο, οι νεφεληγερέτες.