ΑΝΔΡΕΑΝΗ ΗΛΙΟΦΩΤΟΥ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΚΑΙ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Έκδοση Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων
Λογοτεχνών Κύπρου
Κυρίες και κύριοι,
Χωρίς κανένα ενδοιασμό ανέλαβα να
παρουσιάσω το βιβλίο της Ανδρεανής Ηλιοφώτου «Φιλοσοφικά και Λογοτεχνικά
Δρώμενα», γιατί τη συγγραφέα γνωρίζω χρόνια πολλά, αφού υπήρξαμε συνάδελφοι
φιλόλογοι στο Γυμνάσιο Παλουριώτισσας, και από τότε χωρίς καμιά προσπάθεια
-γιατί ήταν ολοφάνερη- αναγνώρισα την αξία της ως φιλολόγου, φιλοσοφούσης,
λογοτέχνιδας, ανθρώπου συνελόντι ειπείν με πνευματικά ενδιαφέροντα και
προπάντων ευθυκρισία και παρρησία.
Όπως γράφει στο εισαγωγικό της
σημείωμα, «Το περιεχόμενο του βιβλίου είναι φύσεως συλλεκτικής: μια επιλογή
εργασιών που έχουν προκύψει πρωτίστως από τις δραστηριότητες της Εθνικής
Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου και δευτερευόντως από την ενεργό συμμετοχή
στις εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις της Φιλοσοφικής Εταιρείας Κύπρου.» Το βιβλίο
προβάλλει Κύπριους δημιουργούς, φιλοσόφους και λογοτέχνες, κριτικές
παρουσιάσεις αξιόλογων λογοτεχνικών έργων, ενώ το τελευταίο μέρος με την
επιγραφή «Σύντομες Μαρτυρίες σε Μεγάλα Θέματα» περιέχει έξι δοκίμια και δυο
άρθρα.
Περαίνει γράφοντας: Επειδή όλες οι
εργασίες υπήρξαν αποτέλεσμα συστηματικής μελέτης που απαίτησε χρόνο και κόπο,
κρίναμε άξιο να τις συγκεντρώσουμε σ’ αυτό τον τόμο, προσφορά στους Κύπριους
δημιουργούς αλλά και τους μελετητές της Λογοτεχνίας μας.»
Αυτό το βιβλίο της ήταν για μένα εν
πρώτοις διδακτικό της μεθόδου σύλληψης και παρουσίασης της ουσίας των μελετωμένων
βιβλίων. Η ανασκαφή και εμβάθυνση στο περιεχόμενο, η διάκριση των θεμελιωδών
νοημάτων και η αποτύπωση σχεδόν λακωνική, συνιστά συγγραφική της αρετή, δείγμα
του φιλοσοφικού και επιστημονικού της ήθους. Γιατί εδώ είναι αναγκαία η διεισδυτική
κριτική δύναμη, συμπτυγμένη με τη γνώση και την κατανόηση και προπάντων την
αισθητική συγκίνηση, που δεν χαρίζεται , αλλά καλλιεργείται με τη μελέτη. Η
συγγραφέας των κειμένων για τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία με καθαρά και
αυστηρά πνευματικά κριτήρια μελισσοειδώς συλλέγει και καλολογικώς αποδίδει τα
καίρια.
Ως επί το πλείστον η Ηλιοφώτου έχει
μπροστά της ακροατήριο, το οποίο λαμβάνει υπόψη, σέβεται, και προπάντων διά του
καλλιεργημένου λόγου της ανάγει εις ύψος. Επικοινωνεί άνετα, κοινωνός και του
βιβλίου που παρουσιάζει και των ερωτηματικών των ακροατών ή αναγνωστών της.
Η συγγραφέας, με επικεντρωμένη την
προσοχή αφορμάται από το υπό εξέταση βιβλίο, και αποτυλίγει σκέψεις και κρίσεις.
Η σοβαρότης της μελέτης της και η αγάπη και σεβασμός προς το έργο και τον
αναγνώστη ή ακροατή είναι και η σφραγίδα της σημαντικότητας και γνησιότητας του
έργου της.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται
μελετήματα σε φιλοσοφικά και λογοτεχνικά θέματα. Σκέφτομαι μόνο πως η δική μου
παρουσίαση θα είναι κατά το πλατωνικό όχι «τρίτον τι από της αληθείας» αλλά
τέταρτον, αφού θα είναι παρουσίαση παρουσιάσεων. Θυμίζω πως « Το μίμημα που
κατασκευάζει ο ζωγράφος είναι απομίμηση ενός αντικειμένου, το οποίο, με τη
σειρά του, μιμείται την Ιδέα στην οποία μετέχει. Η διπλή απόσταση που απέχει το
μίμημα του ζωγράφου από την αλήθεια είναι τρίτον τι.» Οπότε, για την περίπτωσή
μας, πρώτον η ιδέα, δεύτερον το μελετώμενο
έργο, τρίτον οι κρίσεις της Ηλιοφώτου και τέταρτον οι δικές μου κρίσεις επί των
κρίσεων.
Η κριτική αποτίμηση του έργου ενός
λογοτέχνη ή φιλοσόφου είναι μια
δημιουργική πράξη, αφού ο μελετητής προϋποτίθεται πως είναι πλήρης γνώσεων και
έχει εξασκηθεί στη σύλληψη του πυρήνα του έργου, περιεχομένου και τρόπου έκφρασής
του, ώστε να μεταδίδει και στον αναγνώστη του τα κύρια και να βοηθά τον άπειρο στο
πείραν λαμβάνειν του έργου. Με την περιουσία
και την ευαισθησία της η Ηλιοφώτου διακρίνει τις φωτεινές ατραπούς του έργου
που μελετά και τις ακολουθεί, για να τις διανοίξει και στους άλλους.
Ως πρώτα μελετήματά της ταξινομεί
τα φιλοσοφικά. Θα παρουσιάσω πολύ σύντομα
τέσσερα.
Στο πρώτο δοκίμιό της «Η ζήτηση του
Αγαθού στον Πλάτωνα, το σωκρατικό πρότυπο»
επιτέλεσε τον άθλο. Μεθοδικά, με γνώση και επίγνωση , με τη φιλοσοφική
της σκευή, την υπομονή και το οργανωτικό της πνεύμα συνέλαβε την ουσία της πλατωνικής
φιλοσοφίας και την συνέπτυξε σε λίγες σελίδες.
Εδώ θαυμάζουμε ένα πνεύμα που μπορεί πυρηνικά να περιλάβει την ουσία της
πλατωνικής φιλοσοφίας, πράγμα όχι μόνο θαυμαστό αλλά και σπάνιο. Και μόνο τούτο
το δοκίμιο να συνέγραφε, θα ήταν θεοδώρητο.
Στο δεύτερο κείμενο του τόμου
«Μνήμη Γιάννη Κουτσάκου: Πνευματοκρατία και Μετριοφροσύνη» συναρτά το σύγχρονο
δάσκαλο Γιάννη Κουτσάκο με το πρότυπο του Σωκράτη. Στις σελίδες εκτίθενται χαρακτηριστικά
του μακαριστού Κουτσάκου εις θεωρίαν και πράξη, σημάδια της ζωής του στην
πνευματική ζωή του τόπου, ως ζωντανού φιλοσόφου και δασκάλου. Η Ηλιοφώτου
παραθέτει δειγματοληπτικά ψηφίδες του έργου του, ως η διδακτορική του διατριβή.
Άλλο έργο είναι το μνημειώδες «Η Αποξένωση στη σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη». Εκεί
η Ηλιοφώτου όχι μόνο επιμένει στα κύρια σημεία αλλά μετέχει και η ίδια του
προβληματισμού. Η αναφορά του Κουτσάκου στους μεγάλους Κάντιο και Σαίρεν
Κήρκεγκαρτ επαναφέρει στο νοητικό μας προσκήνιο το μέγεθος των συλλήψεων και
καταθέσεών τους στην Παγκόσμια Πνευματική Τράπεζα.
Το τρίτο κείμενο του βιβλίου
αποτελεί παρουσίαση του βιβλίου «Αυτός έφα! Πυθαγόρας ο Σάμιος» της Βέρας
Κορφιώτη. Αρχίζει με γενική θεώρηση και αξιολόγηση του έργου, που χαρακτηρίζει
ως μνημειώδη μυθιστορηματική πραγματεία, προχωρεί στις φιλοσοφικές αναζητήσεις
της Βέρας Κορφιώτου και στην αναμέτρησή της με τον ισόθεο Πυθαγόρα.
Τέταρτον, στο δοκίμιο με τον τίτλο
«Λογοτεχνία, Γλώσσα και Σύγχρονη Επιστήμη» φιλοσοφεί με τη γλώσσα ως έκφραση
της ανθρώπινης πνευματικότητας και τη σχέση της με τον άνθρωπο δημιουργό, αφού
«το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος». Με τον Βίτγκενστάιν «τα όρια του κόσμου
μου είναι τα όρια της γλώσσας και της
λογικής μου» συμπεραίνει πως η φιλοσοφία μετατρέπεται σε γλωσσική ανάλυση.
Κυρίως παρατηρεί πως, παρά τη γλωσσική σύγχρονη πενία, άλλες διεθνείς
προσπάθειες για εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ενισχύουν την πίστη στην αξία
της, ιδιαίτερα η χρήση της στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και η διαπίστωση ξένων
πως πρόκειται για νοηματική άνευ ορίων γλώσσα.
Η Ανδρεανή Ηλιοφώτου μπορεί να
ασχολείται και να παρουσιάζει τέτοια βιβλία γιατί έχει το φιλοσοφικό υπόβαθρο
και την κλασσική παιδεία, δεινή φιλόλογος, διαπλέει τη θάλασσα της γνώσης,
εξαγνιζόμενη και εξαγνίζουσα, γιατί κάθε εμβάπτιση στα νάματα του αρχαίου
ελληνικού πολιτισμού αποτελεί και του συγγραφέα και δική μας αναβάπτιση και
εξαγνισμό.
Είδα τέσσερα δοκίμιά της ως τώρα
και αναφέρθηκα σ’ αυτά ως φιλοσοφικά. Θα σταθώ όμως παρακάτω σε ορισμένους περιεκτικούς
και εκπληκτικούς προλόγους της, για να καταδείξω τη σημασία της γενικής
θεμελίωσης ενός μελετήματος από την αρχή, πώς κατορθώνει δηλαδή να εισαγάγει
πνευματικά και να καθοδηγήσει τον αναγνώστη από τα γενικώς ισχύοντα στα ειδικά.
Στο κείμενό της «Η αφηγηματική
δημιουργία του Γιώργου Χαριτωνίδη» γράφει
«Ο άνθρωπος ριζώνει στον τόπο κι ο
τόπος αναπλάθει το άνθρωπο` τούτο το
αδιάσπαστο δέσιμο συνιστά τον χωρόχρονο που περιέχει, ορίζει και κατέχει την
ύπαρξή μας. Κι όταν το περιέχον, ο χωρόχρονός μας, βρεθεί στη δίνη της Ιστορίας,
τότε το περιεχόμενο, η ψυχή, ζει καταστάσεις οριακές: την ανάγκη και τη βία του
πολέμου, τον τρόμο, το αδόκητο και το ανόητο της απειλής του θανάτου, το βάσανο
του μαρτυρικού πόνου, τον εξευτελισμό του ανθρώπου αλλά και τη λυσσαλέα
ενστικτώδη αντίδραση της επιβίωσης. Πιστεύουμε
πως αυτά τα λίγα δίνουν το στίγμα της αφηγηματικής δημιουργίας του Γιώργου Χαριτωνίδη.»
Πρόκειται για έναn εμπλουτισμένο παραγωγικό
συλλογισμό, από το γενικό στο μερικό, που βοηθά τη συγγραφέα να καταθέσει τις
σκέψεις της περιβεβλημένες με την πραγματικότητα
κι εμάς να τοποθετηθούμε λογικά. Μπορούμε να πούμε μάλιστα πως οι πρόλογοι
αποτελούν και τον προϊδεασμό για το τι θα ακολουθήσει.
Ένας από τους εντυπωσιακούς προλόγους
της είναι ο απτόμενος του έργου των Γ. Κεχαγιόγλου-Λ. Παπαλεοντίου «Ιστορία της
Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας», που αρχίζει με το «Προκειμένου να χαρακτηρίσει
κανείς την Ιστορία της νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας αρκούν δύο λέξεις:
σύγχυση και αυθαιρεσία.» Και παρακάτω ακολουθεί κάτι αποκαλυπτικό της
προσωπικότητας και της ριζικής της λογικής ανάπτυξης, όταν μεταλαμβάνει έργων άλλων,
αλλά και της σθεναρής θέσης της ως
προέδρου της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου.
Γράφει: «Εμείς φυσικά δεν είμαστε
πανεπιστημιακοί θεωρητικοί της Τέχνης, βασιζόμαστε μόνο σε κάποιες αυτονόητες
αρχές κρίσης κι αξιολόγησης της λογοτεχνίας
α) ότι το όλον προηγείται του μέρους και β) ότι η Τέχνη- η τέχνη του
λόγου στην περίπτωσή μας- ως ελεύθερη
πνευματική δημιουργία δεν υπείκει ούτε στην ιδεολογία ούτε στην πολιτική ούτε
στη στράτευση. Γιατί αν υποταχθεί σ’
αυτές τις συμβατικότητες, προδίδει τον εαυτό της και μεταλλάσσεται σε
προπαγάνδα.»
Υπερασπιζόμενη τους Έλληνες της
Κύπρου λογοτέχνες γράφει: «Ως Πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Κύπρου προβαίνω σ’ αυτές τις γενικές παρατηρήσεις
για ένα σύγγραμμα που έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής κι επιβράβευσης, δείγμα κι
αυτό της παραποίησης των καιρών μας και της άκριτης αποδοχής της όποιας
αυθεντίας.»
Τι φανερώνουν όσα προηγήθηκαν; Πως
και τη δύναμη και το θάρρος της γνώμης είχε να υπερασπιστεί την ελληνικότητα
των λογοτεχνών που παραμελήθηκαν από το υπό κρίση βιβλίο, αλλά και να εκφράσει τις
σκέψεις της μη πτοούμενη από τίτλους και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Μια άλλη εισαγωγή, υπομιμνήσκει και
το φιλοσοφικώς θεάσθαι της Ηλιοφώτου. Γράφει για την Ποιητική Δημιουργία της
Ιουλίας Παχνιώτου: «Στον τόπο μας, όπου η Ιστορία τα τελευταία πενήντα χρόνια
έχει καταγράψει τρομερές απώλειες- εδαφικός ακρωτηριασμός, απώλειες ανθρώπων,
οικονομική κατάρρευση- αφθονεί η
ποιητική δημιουργία. Από τον αυτοσχέδιο
λαϊκό ποιητή ως τον συγκροτημένο πνευματικό δημιουργό, πολλοί επιχειρούν να
δώσουν σε λόγο ποιητικό ιδιότυπο, όλα όσα βιώνουν και νιώθουν μέσα στην
καθημερινότητά τους, την προσωπική του ο καθένας αλήθεια, αν θέλετε. Και
συνεχίζει παραθέτοντας τον κλασικό, ολοκληρωμένο και διαχρονικό ορισμό του
Αριστοτέλη για την ποίηση. Έτσι συμπεραίνει: «Η ποίηση, λοιπόν, ανασυνθέτοντας
και μεταστοιχειώνοντας την πραγματικότητα, την ανάγει στην περιοχή του πρέποντος
και του δέοντος, που είναι εκφάνσεις του μέτρου, υπερβαίνοντας έτσι το απτό και
συγκεκριμένο προς το ιδεατό, το τέλειο και αιώνιο με απώτερο στόχο να οδηγήσει
τις ψυχές των ανθρώπων στην αρετή.»
Τόπος, χρόνος, πρόσωπα, έργα, πάθη
της φυλής, αναγωγή από τα κάτω προς τα άνω, συγχώνευση του νέου με το φιλοσοφείν
των αρχαίων επιτυγχάνουν την αναρρίχηση στις βαθμίδες του πνεύματος και την
καθοδηγημένη συμπόρευση των μετεχόντων.
Συμπληρώνω το σχετικό με τους
προλόγους της μέρος της ομιλίας μου με το Αριστοτελικό μέρος του αποσπάσματος για το βιβλίο της
Αντιγόνης Μοδέστου «Το κόστος της ζωής», μυθιστόρημα. Γράφει: «Δεν δεχόμαστε ως
σκοπό της τέχνης ούτε τη διδαχή ούτε τη στράτευση’ η τέχνη είναι ο χώρος της ατέρμονης
ελευθερίας. Ισχύει πιστεύουμε ακόμη ο κλασικός ορισμός περί ποιητικής τέχνης
του Αριστοτέλη: η κάθαρση των παθημάτων της ψυχής, διά φόβου και ελέου και πιο
απλά η αισθητική απόλαυση του τερπνού μετά του ωφελίμου.» Όπου η επίκληση στην
Ποιητική του Αριστοτέλους οπλίζει την κριτικό με τη διαυγή ματιά του κλασσικού.
Δειγματοληψία των προλόγων της
Ανδρεανής Ηλιοφώτου έδειξε τη γλαφυρότητα του λόγου και τη συνεκτική δύναμή
της, βαθιά φιλοσοφικός λόγος μετά κάλλους και αρμονίας, αδάμαντες αισθητικής
θεμελίωσης των κρίσεών της.
Από μια άλλη οπτική γωνία, μια ανθολόγηση
μόνο των φιλοσοφικών αναφορών στα δοκίμιά της αποδεικνύει πως η Ηλιοφώτου είναι
άριστη γνώστης της φιλοσοφίας και όχι μόνο της αρχαίας ελληνικής. Για
παράδειγμα βρίσκουμε αναφορές στο Διογένη το Λαέρτιο, τον Πλάτωνα και το
Σωκράτη, ως προελέχθη, τον Πυθαγόρα και τους σοφιστές, τον Αριστοτέλη και
ιδιαίτερα στην Ποιητική του, όπως και στο Λογγίνο, με το Περί ύψους έργο του
αισθητικής, τον Έγελο και τον Κήρκεγκαρντ, τον Καντ και τον Χουάιτχεντ, τον
Βίτγκενστάιν αλλά και τους τραγικούς, αρχαίους και νεότερους, ως και στο
Θουκυδίδη και τη σύγχρονη Ιστορία ’ μια
βαθιά και πλατιά αναφορά των διδαγμάτων ή παρατηρήσεών τους με γνώση, κατανόηση
και εφαρμογή στη σύγχρονη λογοτεχνική ή φιλοσοφική παραγωγή.
Μια άλλη πτυχή που δεν μπορεί να
μείνει απαρατήρητη είναι η τοποθέτησή της στα πολιτικά δρώμενα και η έκφραση
της αγωνίας της για την τύχη αυτού του τόπου, κάτι όμως που θα μας έπαιρνε
μακριά. Η Ηλιοφώτου είναι ενεργός πολίτης μετέχουσα των κοινών, χρηστή και όχι
απράγμων, κατά το Θουκυδίδειον.
Το μέρος του βιβλίου που επιγράφεται «Σύντομες
μαρτυρίες σε μεγάλα θέματα» περιλαμβάνει δοκίμια για τις αξίες του ελληνισμού
και την παγκοσμιοποίηση, τον ανελέητο αυτοκαταστροφικό μας κόσμο, την
κατάρρευση των θεσμών και τη θεσμοθετημένη ειρήνη, τη χρεοκοπία των ιμπεριαλιστικών
ιδεολογημάτων του 20 ου αιώνα και τη σύγχρονη αμφισβήτηση, τη στάθμη του
διαλόγου, την υπανάπτυξη της κυπριακής κοινωνίας των πολιτών και το πλαίσιο
συντήρησης, και τέλος, τη διεθνή πολιτική.
Περιεκτικότατοι οι τίτλοι,
ομολογούν το σοβαρό ενδιαφέρον και τη μέριμνα της Ηλιοφώτου για τη σύγχρονη
πραγματικότητα, κοινωνική και πολιτική, που εδράζεται δυστυχώς στην ανυπαρξία
των αρχών που ο πνευματικός άνθρωπος αναμένει να λειτουργούν στον κόσμο.
Με ερείσματα σε μεγάλους
ιστορικούς, φιλοσόφους, αποστόλους, υποστηρίζει τους διαλογισμούς της που
καταλήγουν πάντοτε στην ομολογημένη μετά πάθους αγάπη της στην αιώνια Ελλάδα,
στον κόσμο των αρχών, των αξιών, των Ιδεών, γι’ αυτό και βδελύσσεται τα
ενάντια, την παγκόσμια και εντόπια σήψη.
Τελειώνω με έναν επίλογό της που
συμπυκνώνει μέγα μέρος της ουσίας της αλλά και εκφράζει πολλούς από μας.
Γράφει: «Προσπάθησα στο σύντομο
χρονικό διάστημα που μου δινόταν, να δώσω μια συνοπτική εικόνα των πραγμάτων.
Το βιβλίο δεν είναι σύγγραμμα μιας ανάγνωσης, είναι βιβλίο αναφοράς. Προσωπικά
νιώθω περηφάνια και χαρά μεγάλη που ανήκω όπως όλοι μας στο ευλογημένο γένος
των Ελλήνων, αφού έχει καταθέσει τέτοιους αδαπάνητους πνευματικούς θησαυρούς
στην ανά τους αιώνες περιπέτεια του ανθρώπου. Η της φιλοσοφίας παραμυθία
στάθηκε στη ζωή μου επαγγελία ουράνια και ιατρεία ψυχής και συνείδησης.»
Ευχαριστώ