Στέλιου Παπαντωνίου
Κασσιανού του αγίου
ΙΕΡΕΑΣ
Κύριε και Δέσποτα, και άγιε Κασσιανέ πρεσβύτη,
δώσε στους δούλους την ευχή, φώτισε τη διάνοια,
το λόγο ν’ αρχινίσουν
τις δόξες και τα πάθη σου με σέβος να ιστορήσουν.
Τον πλούτο και την αρχοντιά της φτωχογειτονιάς σου
Του πενήντα οκτώ καταστροφές
Μάχες του εξήντα τρία
Του εβδομηντατέσσερα φωτιές, καταστροφές, εκρήξεις,
Στους δρόμους σου και στα σκολειά,
Εσύ του κόσμου βασιλιά
Δώσε και την ανάσταση κι από την τέφρα γέννηση
Μελίσσι γύρω στο κερί
Ξανά της γειτονιάς σου.
ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΟΣ
Και εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην,
Ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού
με πορφυρές ξανθές αχτίδες κι ανταύγειες,
ενώ στον ουρανό σκαρφάλωνε
του φεγγαριού μεγάλος κύκλος πάνω από το τειχιό,
της Χώρας πέτρινο στοιχειό
-Πού πας, φώναζε η Λητώ, έτοιμο το δείπνο.
Αναμμένο λυχνάρι, ν’ αναπαυτεί απ’ τη δουλειά κι από τα βάσανα
πολύμοχθος ο γιος του ανθρώπου,
μοναχικός ο άγιος Κασσιανός με το δικό του φίλο Γερμανό.
Και είπεν ο δούλος του Θεού: Ποιήσωμεν τόπο να κατοικήσεις, να γίνεις
άνθρωπος
κι ο Γερμανός χάιδεψε τις βουνοκορφές, σαράντα πρωτομάστοροι τον άγιο
Ιλαρίωνα,
σαράντα μάστοροι το κάστρο της Καντάρας,
σαράντα μαθητάδες τα σπίτια της Ρήγαινας
ν’ ανεβαίνει ο πατέρας κι η μάνα μου, να ζωγραφίζουν τη γειτονιά
κάτω στης χώρας τα στενά, στης χώρας τα καντούνια.
Τη μέρα να διαβαίνουν δουλευτάδες και παιδιά,
τη νύχτα όνειρα, νεράιδες και ξωτικά.
-Άγιε μου Κασσιανέ, είσαι
επιεικής και πολυέλεος,
ξέρεις από τους πόθους των ανθρώπων,
λιτοδίαιτοι είμαστε, το απλό και ταπεινό στη σκέπη σου.
Όλα σου τα χρωστάμε.
ΨΑΛΤΗΣ Α΄
ΗΧΟΣ Α Της ερήμου πολίτης
Στη γειτονιά σου, είπε, στο δρόμο καρέκλες,
στα μαλλιά μαύρες κορδέλες, καλοκαιριάτικα.
Να δροσίζει τα στενά, το κιούλι και τ’ αγιόκλημα,
να περνά το μεγάλο βυτίο να ραντίζει τα δρομάκια,
να ποτίζει ταπεινά τα λουλούδια,
τα μικρά μικρά ζουζούνια.
Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού,
και τις γλάστρες της μάνας μου.
ΨΑΛΤΗΣ Β΄
Στίχος Είπε και εγένετο στην αγάπη ατελεύτητη.
-Άπλωσε τα χέρια, τώρα, είπε,
ν’ αγκαλιάσεις τo
άυλo.
Μυρουδιές τυλίγουνταν στην κλωστή
γιασεμιά περιδέραια, μικρά μικρά ρόδινα τριαντάφυλλα,
της λεμονιάς κιτρομηλιάς, ανθοί στην περβόλα.
Μικροί μεγάλοι δοξολογούσαν,
το θυμιατό στην εκκλησιά,
το μύρο της βάφτισης, τα μύρα της ταφής σου Κύριε,
το ροδόσταμο στη μερέχα, ευωδιά της Παναγιάς.
Με το λάδι της καντήλας και το αγίασμα,
μεγάλες φιάλες κάτω από την Τράπεζα,
για την κρίσιμη ώρα.
ΨΑΛΤΗΣ Α΄
Στίχος -Άκουσε, τώρα σήματα της γειτονιάς, γράφε
στο πεντάγραμμο κι απομνημόνευε.
-Κι αν τις αποδιώχνουμε ΄μείς, ξέρεις εσύ καλύτερα,
τις μυστικές φωνές, την έκσταση σ΄ όποια θρησκεία.
Κι έτσι τον άκουσα να βγαίνει κάθε βραδιά,
ο μουεζίνης, στα ρολόγια τα θερινά και χειμερινά,
στου μιναρέ τα σκαλιά της αγια Σοφιάς.
Γοτθικές αψίδες, ξένου ρυθμού σφραγίδες,
να καλεί τους πιστούς του.
ΨΑΛΤΗΣ Β΄
Στίχος Κι εμείς σ’ ήχους πλάγιους και κύριους,
εν τυμπάνω και χορώ αινείτε Αυτόν εν χορδαίς
και οργάνω.
Με χυμώδεις ύμνους, της ερήμου
πολίτης,
στον Άδωνη της άνοιξης στο
Χριστό,
το Χρήστο που ΄φευγε φαντάρος, ενάμισι
χρόνο στ’ άρβυλα,
στην άγνοια σαράντα, τυλιγμένος στα σκοτάδια.
Χωρίς τραγούδια και φόρμιγγες
Με την ελπίδα να φυτρώνει, της νεκρανάστασης.
ΨΑΛΤΗΣ Α΄
Στίχος Αινείτε το παιδί της Περσεφόνης, π΄ αναζητεί
στα σκοτάδια την Ευρυδίκη του, Κασσιανέ στη χάρη σου.
-Δε θα σου στείλω μαγικά, μου είπε και θύμωσε.
Σου ’δωσε νου και νοσταλγία ο Κύριος,
να αστράφτει φως και να γίνεται.
Ένα σωρό κεραίες, γράμματα σχήματα χρώματα.
Τα βραδάκια φυσούσε πεφταστέρι, τετράχορδης λύρας,
λεμονάδα τουρκί, παγωμένη στη ράχη,
πίσωθέ του στιλπνό, μεταλλικό αγγειό με το ωτίο του,
χίλιες και μια νύχτες στον αργαλειό
αϊράνι, ξινόγαλο με δυόσμο.
Με το ποδήλατο γυρνώ, να γνωρίσω
τον κόσμο.
ΨΑΛΤΗΣ Β΄
Στίχος Χειμωνιάτικα βράδια με το μαγκάλι στα
πόδια κρύα και χάδια
Ζεστό λευκό σαλέπι στο λαιμό, ζιζίμπρι κροκοτό.
Τρέχαμε στα δάχτυλα το φλιτζάνι,
στη γεύση και στη φωνή χορευτική
της γιαγιά και του παππού
τις ρόδινες γλώσσες, τα μάγουλα των παιδιών.
Ευχαριστώ σε, άγιέ μου Κασσιανέ, ευχαριστώ.
ΑΝΤΙ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΥ Ήχος πλ.δ΄
Ευτυχισμένοι που αναγιωθήκαμε στη γειτονιά σου.
Έφερνε μεγάλους τσέστους η μάνα,
απλωμένους στις καρέκλες,
στο κέντρο η εκκλησιά ο περίβολος, να παίζουμε μπάλα πιριλί χωστό και
βασιλέα. Γύρω δρομάκια μικρά σπιτάκια, τ’ αρχοντικά της γειτονιάς με τα
μπαλκόνια,
τα δημοτικά σκολειά, τον άι Γιώργη, με το δράκοντα στο περιβόλι,
κι έξω το τείχος, οι κυκλώπειες πέτρες.
Σε κάνιστρα μεγάλη λύρα να κόβει φιδέ για τις αρκόντισσες,
να κελαδούν τις φήμες της γειτονιάς, κάτω από τη λάμπα της ηλεκτρικής,
κάποτε με λάμπα πετρελαίου, με
τα λευκά κεριά του επιταφίου στ΄ αστραπόβροντα.
-Και ν’ ανάβεις κερί στην εκκλησιά, μην ξεχνάς τον άγιό μας.
ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΑΝΤΙ ΚΑΙ ΝΥΝ Ήχος ως ανωτέρω
Ο Θεός να ευλογήσει να βυθιστούμε πάλι στις
σελίδες σου
Λευκώλενες μάνες κεντημένες το
σμιλί, χρυσοδάχτυλες μέριμνες στ’ άσπρο πανί,
καρδιές καλλιπλόκαμες, περιστέρια και κύκνους, κροσιέδες,
σταυροβελονιές.
Η θεια που κελαδούσε θλιβερά τραγούδια, Πέρα στους πέρα κάμπους οπού’
ναι οι ελιές, να θρηνεί το μικρό, να γελούν οι μεγάλοι.
Στη ραπτομηχανή μερόνυχτα, στο κέντημα ξημέρωμα, στα στέφανα τα βράδια,
Τρέξε γρήγορα μικρέ να τελειώσει ευθύς το εργόχειρο.
Δεξί χέρι της δουλειάς, βοήθειά σου άγιε.
ΙΕΡΕΑΣ (Κατά το Σοφία ορθοί)
Μεγάλες πόρτες ορθάνοιχτες κάτω από ένα
κομμάτιν ουρανό,
σπαρμένα κεραμίδια πρασινάδα. Αυτά σας φτάνουν,
είπε.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Μνήμης το ανάγνωσμα
Ν’ αναμνηστείς τώρα, μαζί τα πόσα δύστυχα ζήσαμε:
Τα τουρκιά, ξεγυμνωμένα στήθη, ξαγριεμένη χαίτη, μάχαιρες κρεών,
στίφη, ορδές, ρόπαλα και στουπί βενζίνη στα βαριά ξωπόρτια, το πενήντα
οκτώ,
κεφάλια, τζάμια, πόρτες του λαγού μισοκαμένες, δαγκωμένη η γειτονιά,
στενό το στενό , σπίτι το σπίτι, ρημοκλήσι ρημοκλήσι, κι εσύ,
τετράπλευρος, εκεί, Μνήσθητι και ημών, σωτήρ.
Επαναλήψεις του εξήντα τρία και εβδομήντα τέσσερα.
Η μάνα καθηγουμένη, στο χόγλο το νερό, στο τηγάνι λάδι,
να περιλούσει τη λιτάνευση απ’ το φονέα.
Θώρακας στη γειτονιά η αγκαλιά σου, κοριτσιών εφταπύργι, παιδιών προπύργι,
πιο κοντά τα σπίτια στον τουρκομαχαλά, κι όπου κοντά στην εκκλησιά σου,
δικό μας καταφύγι και φωλιά.
Τη νύχτα δε νυστάζαμε, μερόνυχτα πλέκαμε κουβέντα και μαλλί,
στο δαμάτορα ύπνο, στο ξαγρυπνισμένο ξύπνιο,
με την αιγίδα πάγχρυση και πορφυρή της Αθηνάς,
της Ποϋριστιτζιής αγκάλιασμα, Κασσιανού
το καύχημα.
-Γερμανέ, το φίλο τον ξέρεις, μαζί ταξιδευτής της ερήμου, θαυματουργός
στη σκούφια του αγαθός παραστάτης μας, άγνωστε των αγνώστων.
Σ’ αρπάζω καμιά νύχτα στο μεσονυχτικό να ξαγρυπνάς με τα παιδιά,
πιστόλι στα χέρια, σκοπιές στα φυλάκια, νυχτομιλήματα στα κεραμίδια
στου νυχτοκόρακα τα νύχια.
Η Αθηνά κατέβαινε τα δώματα, μεγαλόπρεπη ασπίδα,
περικεφαλαία ελληνική κι η Ποϋριστιτζιή στο τέμπλο τρεμοσβήνει το
καντήλι,
στα μεγάλα βλέφαρα, στα ξόμπλια βένετα.
-Στην ειρήνη και στον πόλεμο μαζί Σου. Άγιε του Θεού,
μη μας αποστέλλεις πίσω κενούς.
Κι όταν μας κλείδωναν αγάλματα μερόνυχτα, στους δρόμους κάτι αγένεια
παιδιά,
ξανθό μαλλί γαλανομάτικο, ξεμύτιζαν κλωνιά ροδιάς στο καλντερίμι,
κατέβαιναν απ΄ τα χωριά τέθριππα τ’ αυτοκίνητα λασπωμένα,
κατασκήνωναν έξω από τη Χώρα
κι ύστερα νέμονταν μαζί μας δώρημα το ζεστό ψωμί,
να ορθρίζουμε τον επιούσιον ορθοί,
στ΄όνειρο κολύμπι ένα νησί,
ψυχές λαμπηδόνες, χριστιανών πανάρχαιων ευχές.
-Μόνο Εσύ, Κασσιανέ μου, τα ΄ζησες και ξέρεις να ξεδιαλύνεις τη
δοκιμασία και την κάκωση του λαού Σου.
Και δεόμεθά Σου, μη εγκαταλείπεις ημάς.
ΔΙΑΚΟΝΟΣ (Κατά τα ειρηνικά)
Με του αγίου μας αρωγή ας αναμνηστούμε, κι ό, τι λησμονήθηκε ας το ανασκάψουμε
στις χαρακιές της μνήμης θαμμένο, με το θάμβος του αγίου μας ας θυμηθούμε.
Ν’ αναμνηστούμε τις εκκλησιές της γειτονιάς, τη Χρυσαλινιώτισσα, τον
άγιο Λουκά, τον άη Ιάκωβο, τον άη Νικόλα, τον άη Γιώργη κι όσα άλλα εκκλησάκια
θαμμένα στη γη μας βρίσκονται ας θυμηθούμε.
Ν΄αναμνηστούμε σεβάσμιους ιερείς, διακόνους, ιερομόναχους, ψαλτάδες,
νεωκόρους, επιτρόπους των ναών, ας θυμηθούμε.
Ν’ αναμνηστούμε τα δημοτικά σκολειά, παρθεναγωγείο αρρεναγωγείο, τα
παραρτήματα του Παγκυπρίου, νηπιαγωγεία στις αυλές των εκκλησιών και
οικοτροφεία, ας θυμηθούμε.
Ν’ αναμνηστούμε τους δασκάλους και τις δασκάλες τους διευθυντές και
διευθύντριες των σχολείων μας, όλες κι όλους τους βοηθούς κι επιστάτες στα
υπόγεια, ας θυμηθούμε.
Ν’ αναμνηστούμε τους κατοίκους όλων των οδών της γειτονιάς, Μεγάλου
Κωνσταντίνου, Ιωάννη Τσιμισκή, Αγίου Σπυρίδωνα, αγίου Κασσιανού, αγίου
Γεωργίου, Αυτοκρατείρας Θεοδώρας, Αραχώβης, Μίνωος, Αξιοθέας, όλα τα δρομάκια
ως το τείχος, ως το Χάντακα, ως την Ερμού με ονόματα τουρκικά ή ελληνικά ας
θυμηθούμε.
Ν’ αναμνηστούμε τους γιατρούς, οδοντογιατρούς, φαρμακοποιούς,
αστυνομικούς, υπαλλήλους τραπεζικούς, κυβερνητικούς, δημοτικούς, τους μαγαζάτορες
της γειτονιάς, τους μπακάληδες, τους καφετζήδες, τους ραφτάδες, παπουτσήδες, τενεκετζήδες,
καζαντζήδες, ξυλουργούς, επιπλοποιούς, ξυλέμπορους, χτίστες, υδραυλικούς,
ηλεκτρολόγους, καρβουνιάρηδες, οινοποιούς, ζυθοποιούς, γιαουρτάρηδες,
αγγειοπλάστες, χρυσοχούς, τυπογράφους, εκδότες, δημοσιογράφους, φουρνάρηδες,
ζαχαροπλάστες, τους παγωτάρηδες με το παγωτό τριαντάφυλλο στο αμαξάκι, τους
μαχαλεπάρηδες, τους κουλουρτζήδες, το αϊράνι, το λεμονατζή, το σαλεπιτζή, τον
καστανά, το χαλουβατζή, ας θυμηθούμε.
Ν’ αναμνηστούμε τον Ολυμπιακό, τον Ορφέα, τον Παλλευκωσιάτικο, τα
Φτωχοκομεία του Δήμου, ας θυμηθούμε.
Ν΄αναμνηστούμε τις ιέρειες της Αφροδίτης στην Ηλεκτρική, τους ιερείς του
Άδωνη, ας θυμηθούμε ένα γύρο τα λουτρά και του Ταντή.
Ν’ αναμνηστούμε το παντοπωλείο στην Ερμού, τους μαγαζάτορες Ερμού και
παρόδων, τα μαγειρεία, τα παπουτσίδικα, δερματοπωλεία, τους σουβλιτζήδες, τους
ταβερνιάρηδες, τους καφετζήδες με τα γκαρσόνια τους, ας θυμηθούμε.
Κι όποιον αγαπά η μνήμη, ας ανάψουμε λαμπάδα της αγάπης μας στις εσοχές
της καρδιάς, με τη βοήθεια του αγίου μας, ας θυμηθούμε.
ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΝΟΙΞΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ
Ν’ ανοίξω τα μάτια μου να ξαναδώ τις σελίδες σου
Κοράκια μαύρα στον ουρανό πενταγάλανο
σεντούκια παλικαριών στην εκκλησιά,
μαυροφόρες ψυχές πενθοφορούσες
τα δάφνινα στεφάνια γαλανόλευκα,
ο Ύμνος, και λεβέντικες φωνές της άνοιξης.
ΤΟΥΣ ΣΟΥΣ ΥΜΝΟΛΟΓΟΥΣ
Κολλήθηκε η ψυχή μας στο χώμα μη μας φύγει
κι αυτός πετούσε στα ουράνια
σαν περήφανος αητός.
Εμείς ψηλά τα χέρια, αιωνία η μνήμη
των αοιδίμων κτιτόρων
της ιεράς ελευθερίας μας.
ΤΗΝ ΑΝΕΞΙΧΝΙΑΣΤΟΝ
Ο αρχηγός Διγενής, φτερούγιζε η Οργάνωση
Πυρωμένα λόγια
στους τοίχους ζωγραφίζαμε της ένωσης
γαλάζια μάτια, με τη γαλανόλευκη.
Απ’ το γυναικωνίτη σου, Άγιε Κασσιανέ
Χελιδόνια τα τραγούδια και φυλλάδια.
ΕΞΕΣΤΗ ΤΑ ΣΥΜΠΑΝΤΑ
Δε χωρούσε πια, η Αγγλιτέρα στο
νησί
Σαν καπνός να εκλείψει.
Στη ροή των ημερών, έξοδοι από τις τάξεις,
το σκολειό με τη σημαία ηρωική
στη ράχη την απόφαση
Ριζωμένη στα φυλλοκάρδια μας.
ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΤΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΠΑΝΤΙΜΟΝ
Τοιχάρια με πλιθάρι που μας σώσατε,
στη γειτονιά του αγίου εφαλτήρια
δακρυγόνες επικουρικές,
χάναμε τα μάτια μας
ματωμένα κεφάλια,
χεροπόδαρα πληγές
κι εσύ λυχνάρι στα πόδια μας
Στην άγρια δράκαινα μπροστά,
Προστάτης και σωτήρας άγιε.
ΟΥΚ ΕΛΑΤΡΕΥΣΑΝ
Δε γυρίσαμε, στο θρήνο δεν στραφήκαμε ούτε στα γόνατα,
Περήφανη νιότη, στις φυλακές σχοινιά δεμένοι,
Στα σγουρά βουνά και στα πέρατα της γης
Οπές εν τοις όρεσι, εκρηκτικά κρησφύγετα.
ΠΑΙΔΑΣ ΕΥΑΓΕΙΣ
Παιδιά μόλις μια χούφτα στο καμίνι,
Η χάρη του πάντα μαζί μας.
Στην πλατιά του αγκαλιά
μας έδενε τον δέναμε
με τα χέρια, τα πόδια, τα ποδήλατα,
το βιβλίο, τις πάλλευκες φτερούγες του.
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ
ΉΧΟΣ πλάγιος β΄ Απορεί πάσα γλώσσα
Μεγάλυνον ψυχή μου τους εν ταις αγχόναις το
βάπτισμα λαβόντας.
Χτυπημένη στα κύτταρα η νυχτιά του ζόφου
που πορευτήκαμε στις φυλακές, έμπαινε το νερό στις καρδιές
θα απαγχόνιζαν τον πιο μικρό μας.
Στριμώχνονταν τα κορμιά, τυφλά τα μάτια, τυφλά και τα βήματα
κι ακολουθούσαμε. Κάποτε σταθήκαμε κι ανοίξαμε,
τεράστια σημαία τον Ύμνο.
Να ανοίξει τα πλεμόνια η Χώρα και τα περίχωρα.
Μεγάλυνον ψυχή μου τους εν ταις αγχόναις φως
ελευθερίας αναμέλποντας.
Οι φυλακές και τα μπουντρούμια,
Μαζί του στο βηματισμό, μαζί στην αγχόνη και στο θάνατο.
Σε γνωρίζω από την κόψη, Σε γνωρίζω από την όψη , βράχνιαζε ο λάρυγγας.
Σκυμμένοι στην επιστροφή, κατάμαυρο πανί στο στήθος,
στην καρδιά και στα γόνατα.
Μην ξεχνάς τη δική μας, ο γλυκασμός των αγγέλων
Μεγάλυνον ψυχή μου τον ηρώων πρώτο Γρηγόρη
Αυξεντίου
Πενήντα μέρες προ του δείπνου μυστικού
κι ο Γρηγόρης στη φωτιά,
χτυπούσε μια μια τις πόρτες της γειτονιάς στις εφτάμιση.
Το βράδυ τραπέζια στη σήκωση,
ν’ αρχίσουμε νηστεία το στόμα πικρό,
με την μπουκιά το αλάτι, με τη θλίψη πεντάριζη
να φουντώνει και να πυρώνει,
μαζί του στα πέρατα.
Μεγάλυνον ψυχή μου τους εν όρεσι και σπηλαίοις
και ταις οπαίς της γης αθλήσαντας
Αητός που πετούσε, στις βουνοκορφές.
Κι ανοίγαμε πανιά να σαλπάρουμε,
για νέα ταξίδια, μικροί μεγάλοι στη φωτιά,
για θάνατο ή για λευτεριά.
Επ’ ελευθερία εγεννήθημεν.
ΡΕΤΣΙΤΑΤΙΒΟ
Α
Κατεβαίνεις απ' τα
νέφαλα πυρίνω άρματι,
Βάζεις πυρκαγιά στον
Πενταδάχτυλο
Κι ύστερα το κεράκι σου
στη Μαχαιριώτισσα
Β
Τρεις τρίτου χίλια εννιακόσια πενήντα εφτά
Βαριά
Ταφόπετρα Σήκωσες Γρηγόρη,
Κάμινος Δροσίζουσα
ΑΠΑΣ ΓΗΓΕΝΗΣ
Μεγάλη Μάνα, στα όνειρα γελαστή
αυγή,
στους γύρους τα ποδήλατα,
στους περιπάτους στη Λήδρας,
στα ζαχαροπλαστεία και στη Σεβέρειο.
Άδακρυς αιώνας, στους καιρούς
και τα χρόνια μας.
ΙΕΡΕΑΣ (κατά το Σοφία ορθοί)
΄Αγιε Κασσιανέ μου, στις προσευχές σου μνήσθητι
πάντων και πασών των επ’ ελευθερία μνημονευομένων, πατέρων, μητέρων και αδελφών ημών.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Μνήμης και πάλιν το ανάγνωσμα.
Η Ιστορία στη γωνιά, δεν προλάβαινε
-Φέρε κοντύλι, χαρτί και καλαμάρι, χρυσόδετες δέλτους στο σύμπαντα
χρόνο, στα Γήινα κι ουράνια σύμπαντα.
Και να θυμάσαι, τον καλυμμένο κίνδυνο, τα εγγλέζικα αυτοκίνητα, με τους
φίλους βενζίνη
Μέσα από τα μπλόκα, υψωμένα βλέφαρα, τις παγίδες, τις φλόγες που γλύφαν
τις ρόδες, τη μηχανή, αγώνα τον εύψυχο.
Είχες ευχή της μάνας σου, έλεγε ο άγιος. Καλά τα καταφέρνατε. Κι εμείς σε
ξέραμε, τον άγρυπνο υπασπιστή μας.
Απαγορεμένη κυκλοφορία, τυρωμένοι σαν γάλα οι συμμαθητές πιο μεγάλοι,
δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν διαταγές, φυλλάδια, μπογιές, να σταθούν μπροστά
στα καταστήματα,
-Απαγορεύεται η είσοδος, Παθητική αντίσταση, Εδώ πωλούνται αγγλικά
προϊόντα.
Κι εσύ, ο μικρότερος…
Στις δύσκολες στιγμές όποια πόρτα χτυπούσες ήταν το σπίτι σου.
Ντυμένοι στην αλατζιά, στο σκολειό στην εκκλησιά χειραψία στο πενιχρό
έργο των χειρών μας. Μνημονεύετε δικαίως. Μη αμνημονείτε.
ΧΟΡΟΣ
ΑΝΤΙΚΡΙΣΤΟΣ Α΄
Τα κορίτσια το’ ξεραν στα όνειρα γυρνούσαν (2)
Κάθονταν στο παράθυρο και ψιλοκεντούσαν.
Διάβαζαν και ρέμβαζαν χαμηλοβλεπούσες (2)
Παπαρούνες ντροπαλές καμαροφρυδούσες.
-Πού γυρίζεις κόρη μου τι κάνεις τι γυρεύεις (2)
Ματιές και φτερουγίσματα στο γιόκα που λατρεύεις.
Χαιρετούρες μάνα μου με βλέπεις πως δεν ξέρω (2)
Ουδέ χειροφιλήματα γι’ αυτό και υποφέρω.
ΧΟΡΟΣ Β΄Αν το’ ξερεν η μάνα μου
Η τάπια μας το γήπεδο σκίζαμε τα κεφάλια
Κάθε φορά που παίζαμε τουρκόπουλα στη μπάλα.
Και στο σκολειό στο σκολείο
Και στο σκολειό χειρότερα
Και στο σκολειό χειρότερα
Μια βίτσα μες στη χούφτα. .
Χώρια κορούδες χώρια νιοί τοιχάρι
ανάμεσό μας
Ξύλο που κρυφοκοίταζες, ξύλο που βλαστημούσες,
Στο διευθυντή που αγκρίστηκες Στο δάσκαλο μιλούσες.
Και στο σκολειό, στο σκολείο
Και στο σκολειό χειρότερα
Και στο σκολειό χειρότερα
Μια βίτσα μες στη χούφτα.
Ο ΧΟΡΟΣ Α ΟΜΑΔΑ ΚΑΙ Β΄ΟΜΑΔΑ
(ρετσιτατίβο)
Α-Άιντε καλή γιαγιά, τι φταιν οι φίλοι
Β-Δεν ξέρεις τα παλιόπαιδα και μη μιλάς.
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Αλήστου μνήμης το ανάγνωσμα
Ο παππούς, χαράματα στο σκαρπάρικο, Ξενοφώντος, πάροδος Ερμού, ο παράδεισος
με το μεσιίνι, το βάρτουλο, τις σόλες, με τα τσιράκια, τους μαστόρους , το
μακενίστρι
«κίττα κελ , τσιαπουκ τσιαπουκ».
Ένα αρμενάκι, το καρότσι με τα κάρβουνα, σουβλάκια, σουτζούκια, το
σουμάτζι τσούζει μύτη, ψιλοκομμένο κρεμμύδι, κι ένα γύρω μικρά μαγέρικα, μια
χώρα της πεινασμένης μυρουδιάς, της
ταπεινής ομορφιάς, λευκή ποδιά κι ο Παναής ο μάγειρας πρώτος στον πατσά κι ο
Ηρακλής το συκωτάκι, το σουβλάκι, τα φασόλια, το χαλλούμι και τη σιεφταλιά.
Ο βουβός σαν τα φύκια, βιαστικός στο μαγειρείο, πώς το λέγανε; Πονεμένη
μορφή καλοκάγαθη ψυχή να εκραγεί, το θυμό και την πίκρα, την αδικία, θρηνωδός Μούσα,
θλιβερή μια Σειρήνα. Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων.
ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ
δ΄ήχος Εκ νεότητός μου
Τι’ ναι ο χρόνος, ο κύκλος του ενιαυτού, με τις γιορτές και τα σημάδια
του, βάνει τάξη στο χάος, δίνει νόημα.
Ξέρουμε τώρα με τις γιορτές, τη γέννηση, τη βάφτιση, τα πάθη, το θάνατο
και την ανάσταση, την ανάληψη με το σώμα μας.
Κι ύστερα ήρθε το Μελτέμι, να ΄χουμε βοηθό, παραστάτη και προστάτη
Πνεύμα το Άγιον.
Πόσο μεγάλος ο πόθος μας, να σκηνώσει στις καρδιές μας, το δικό του φωτισμό!
Α και Β΄χορός
Και αναπαυόμαστε, εν πίστει στις φτερούγες του.
ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Δώσε Κύριε στη μνήμη μια χούφτα ελιές και ψωμί
για τα τέκνα της
Τω καιρώ εκείνω, στα σαρανταλείτουργα μοιράζαμε μερίδες, μνημόσυνα των
πεθαμένων, ευχές των ζώντων, μυρουδιά από τσάι, τα χνώτα των ανθρώπων, μικρές
πορτούλες, στενές καμαρούλες, σφιχτοδεμένο πλήθος στις περβόλες.
Με τα Χριστούγεννα στη Λήδρας, σεργιάνι με τα πακέτα στο χέρι, κι ας
είναι κενά, Ποιος το ξέρει! Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός.
Κι ο άι Βασίλης, ένα κόκκινο τραγούδι στους δρόμους, δε μας καταδέχεται
φτωχούς εμάς, ποιος, δε μας καταδέχεται ασπρογένειος ο άγιος των φτωχών με τη
χλαμύδα και τον κουμπαρά.
Μη θυμώνεις , άγιέ μου, την εκκλησιά προνομιούχα, μεγαλόπρεπο σκήπτρο,
στο μέσο ιεραρχών η κεφαλή, Άνωθεν οι προφήται, πρωτοχρονιά κι αρχιμηνιά, παλιά
τα χρέη, σκισμένο δεφτέρι.
Τυλιγμένα πακέτα, μια Ανθοδέσμη λουλούδια, κόκκινα σε στίχους,
μυριστικά και αγγελικά μ΄ότρυνε ο θυμός γάργαρο νερό να πιω. Περιδιαβάζαμε στους
κήπους, στον ψυχρό βοριά, στη ζεστή γωνιά, με τους μεγάλους οι ανάξιοι μικροί, ο
ποιητής και λυτρωτής σου, Πάναγνε, Σολωμός, Καβάφης, Παλαμάς, Σικελιανός.
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κατά το Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι)
Κρεμασμένα μπαλκόνια στον Ολυμπιακό, παντελόνι γκρίζο, πουκάμισο λευκό,
σημαιοφόρα σπίτια να πλαταγίζουν στον αέρα φωνές παιδιών στον ουρανό χρώματα γαλανόλευκα χοροί κι
αγγέλων ύμνοι, Αποστολές στις εκκλησιές και στα μνημόσυνα ως τω Απόλλωνι ες
Δήλον.
Κιθάρες δεν είχαμε, στα μαντολίνα απλώναμε χορδές, να τους χαϊδεύουμε την
κοιλιά, ν’ ακούμε τα γουργουρητά, να
υμνούν και να ψάλλουν φρένες γαλαζόπλωρες.
Η μανάδες, την καθαρή γνώμη θρεμμένες, μελετούσαν από μικρές τραπέζια
φιλόξενα
χάλκινα κροντήρια και κατσαρολικά, δυο τρία πινάκια παραπάνω καθημερινά.
Κάποιος θα’ ρθει στο σπίτι συνδαιτημόνας, φίλοι, κουμπάροι, συγγενείς,
να ευχαριστηθεί κι η ψυχή, να ευφρανθεί το σώμα τους.
Στους Χαιρετισμούς στ’ Απόδειπνα το Άσπιλε αμόλυντε Και δος ημίν
δέσποτα
Μπροστά στις εικόνες, του Χριστού την αργυρή, της Παναγίας φοινικόκροκη
ζώνη,
μικρά παιδιά, μικρός στο ψαλτήρι,
στο Μεγαλέξαντρο της ψαλτικής.
Ο ιερέας για χρόνια, της μέλισσας κερί στην άγια τράπεζα, στο ξύλινο
ψαλτήρι τα πάντα εν σοφία εποίησε και τα δίδαξε, γάμους βαφτίσια και κηδείες, όρθρους,
απόδειπνα, εσπερινά.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Άγγελλε με το χέρι στην καρδιά κι ανιστόρα
τις σφραγίδες στα σωθικά των πιστών του,
Εκκλησιά και γειτονιά, Κασσιανέ μου άγιε.
Καθαρά Δευτέρα στη χάρη του
προσπέφτουν παλιοί γειτόνοι
της χώρας φίλοι και γνωστοί,
να ευλογηθούν τη σκούφια του,
να προσκυνήσουν τη χάρη του,
δύναμη ν’ αρχίσει το στάδιο,
εφτά εκκλησιές, εφτά ευλογίες,
κι η μάνα στο τραπέζι τα νηστίσιμα,
κουλούρι ζυμωμένο με τα χέρια της,
ελιές ντομάτα, ταχίνι σκόρδο και μαϊντανό,
στο σπίτι δεύτερο προσκύνημα φίλων συγγενών.
Χαίρουμε και δοξολογούμε τη γωνιά παραδείσια.
Χορός Χαίρουμε και δοξολογούμε τη γωνιά παραδείσια
Βλέποντας τις γριούλες στην εκκλησιά κάθε βράδυ
Στο Κύριε των δυνάμεων να λυγίζουν τα γόνατα
Εξίσταται ο νους κι η καρδιά χορεύει αντικριστό.
Χαίρετε εκεί που βρίσκεστε, παππούδες και γιαγιάδες
Πατέρες και μανάδες
Θείες και θείοι
Της γειτονιάς καλές κυράδες και νοικοκύρηδες
Χαίρετε που με την πίστη ασάλευτη στήσατε τείχος
Χαίρετε που με την πίστη ακλόνητη κρατήσατε ήθος.
Χαίρετε μνήμης αποτυπώματα.
Χαίρετε ιερείς και ψαλτάδες στις προηγιασμένες
Χαίρετε νιοί και νιές στ’ απόδειπνα, στους χαιρετισμούς.
Χαίρουμε και δοξάζουμε φυτά παραδείσια
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε φυτά παραδείσια
Γράμματα να μην ξέρεις στην καρδιά να δακρύζεις
την Κυριακή της ελιάς,
κλώνους από τη γέρικη ελιά στο νικητή στεφάνι,
να γεμίσουμε μαξιλαροθήκη, στην εκκλησιά ως την ανάληψη,
να καπνίζουμε το σπίτι, τα τρυφερά μαλλιά,
ψηλά στα νέφη ο καπνός και το πάσα κακό.
Χαίρουμε και δοξάζουμε φτερά παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε φτερά παραδείσια
Δεν ξεγράφονται δέλτοι, στη λιτανεία κλωνάρι ελιάς,
με το Έκοβον κλάδους,
να στρώννουμε στη γη να διαβεί νικηφόρος
ο επί πώλου όνου καθεσθείς, ψάλλοντάς σοι αλληλούια.
Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια
‘Εψαλλαν στα στασίδια μελιστάλακτους ύμνους
Ψαλτάδες κλυκόφωνοι και παιδάκια.
Μεγαλοβδομαδιάτικα, οι μεγάλες ουρανόθεν μελωδίες
ο θεσπέσιος στέφανος, άρπες και λύρες θεϊκές,
θαύμα της πίστης, ένα κερί στη χάρη τους.
Χαίρουμε και δοξάζουμε τη γωνιά παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε τη γωνιά
παραδείσια
Ζωή παραδείσια ζήσαμε στη γειτονιά
Ο Νυμφίος, του Παρθένιου ζωγραφιά,
θλιμμένη μορφή, στο χέρι ο κάλαμος,
στο κεφάλι στεφάνι, ένας χιτώνας πορφυρός στη μέση της εκκλησιάς,
μελίφθογγος, Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός,
σβηστά τα φώτα, μαβί το πέπλο της θλίψης
να κατεβαίνει να τυλίγει το εκκλησίασμα ιεροπρεπώς.
Χαίρουμε και δοξάζουμε μύρα παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε μύρα παραδείσια
Η εν πολλαίς αμαρτίαις Κύριε, δεν είναι ο χρόνος,
είναι η τέχνη κι η σύλληψη κι η ριγηλή συγκίνηση,
η επιβεβαίωση στις παλάμες, το φτεροκόπημα της εκτέλεσης,
η ανύψωση της κεφαλής στην αναμέτρηση,
τα ιδεώδη, τα συναισθήματα νήματα στα παρόντα,
στα παρελθόντα και στα μέλλοντα λαμπάδες.
Μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα.
Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια
Θεσπέσιες μυσταγωγίες, στο ευχέλαιο, μεγάλη Τετάρτη,
Με σκυμμένο κεφάλι στο ευαγγέλιο, αφέονταί σοι αι αμαρτίαι
Το σημείο του σταυρού με λάδι στο μέτωπο,
έτοιμοι την άλλη μέρα για το βήμα το φοβερό,
Του δείπνου σου του μυστικού σήμερον Υιέ Θεού κοινωνόν με παράλαβε.
Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια
Ικετεύουμε τη χάρη σου, τα μαύρα κρέπια στο εικονοστάσι στον άμβωνα,
στους πολυελαίους στα τραπέζια και το βράδυ στη σταύρωση
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια
Κατά το έθος, το βράδυ το νεκρό δεν αφήνει η καρδούλα μας μόνο,
οι μυροφόρες της γειτονιάς, γυναίκες και παιδιά,
θα ξαγρυπνήσουν στα πόδια του, κρεμασμένος εκείνος, σταυρωμένος,
πληρώνει για όλους, κι εμείς δεν έχουμε παρά την αγρυπνισμένη προθυμία
να του διαβάζουμε τους ύμνους του σταυρού, να του ψάλλουμε σιγά,
κατανυκτικά
μέσα στο μαύρο σκοτάδι που τυλίγει ευγενικό τη γειτονιά,
μέσα στους αδιόρατους κινδύνους που γίνονταν τερατουργήματα
στους μικρούς μας καιρούς.
Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια
Λίγοι ξαγρυπνισμένοι, τυλιγμένο την ασάφεια μούτρο,
την άλλη μέρα θα συνεχίσουμε τις ακολουθίες,
ξημερώνει Παρασκευή πρωί, της αποκαθήλωσης, του επιταφίου.
Κι έτσι γράφεται η ιστορία των εκκλησιών, των μικρών ενοριών,
με τους φίλους θεόσταλτους του αγίου μας,
γείτονες πρωτοστάτες, τον άγιο και το φίλο Γερμανό,
αγγέλους κι ανθρώπους στον άλλο κόσμο, στις άλλες εποχές.
Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια
Μα ποιος είναι τόσο δυνατός να σε κατεβάσει απ’ το σταυρό,
Να ξεκαρφώσει το σώμα σου
ν’ αγκαλιαστεί το σώμα σου
Να πάρει από το χέρι τον Ιωάννη και τη μάνα σου,
να τους οδηγήσει στο ιερό με τη σεμνοπρεπή τους συγκατάβαση!
Μας δέχεται και μας ανέχεται, να τον τυλίγουμε στη σινδόνα,
να τον σέρνει τσακισμένα πόδια ο ιερέας στο ιερό
κι ύστερα, να τον λιτανεύσουμε από τη μια πόρτα στην άλλη
και να σταθούμε να του ψάλλουμε
Πώς σε κηδεύσω Θεέ μου ή ποία άσματα μέλψω τη ση εξόδω Χριστέ μου.
Ο ένδοξος εκείνος υμνογράφος, ο ένδοξος εκείνος μουσουργός,
θρηνεί μαζί του αιώνες η χριστιανοσύνη, ο άξιος.
Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια
Νέοι και νιές φτερουγίζουν, ο επιτάφιος στο σκοτάδι σιωπηλός περιμένει,
τίποτε γι’ αυτόν δεν αλλάζει, στη σιγή πεπλοφόρος, θρηνώδεις στύλοι,
στον τρούλο λευκά κεριά, σταυρός, τα λουλούδια ξαγρυπνούν την τιμητική
τους,
πηδάμε φράχτες και κάγκελα, όπου λουλούδι στο καλάθι και μυριστικό
Κι οι γείτονες, γνώριμα τ’ άγνωστα χέρια των παιδιών, οι βιολέτες, τα
κρίνα,
τα τριαντάφυλλα και γιψόφυλλο πολύ, να απλώνεται λευκό το μαγνάδι,
μυροφόρες στα κοφίνια μαβιά κεφάλια, γκρεμνά,
ποταμοσιές οι μυρσινιές στην αγκάλη, να ιστορούν ο καθένας την έξοδο,
τον επιτάφιο των κριτών.
Χαίρουμε και δοξάζουμε γωνιά της ζωής παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε γωνιά της ζωής
παραδείσια
Ξεχνά κάποτε η χώρα τους στεναγμούς των περιπατητών της Μεγάλης Μέρας,
γκρινιάζει ο δήμαρχος, η γειτονιά στεναχωριέται με τους τροχούς,
κι ο κόκορας με της αυγής το φως, Ποιος ο καλύτερος.
Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια
Ο χορός των ψαλτών της μιάς νυχτός από τον ουρανό και τη γη,
τη θάλασσα και τα βουνά ροβολούν στην εκκλησιά,
προσκαλεσμένοι της ταπείνωσής σου, άγιε Κασσιανέ μου,
γονατιστοί στη χάρη σου.
Καθένας κι ένας πόνος,
από την Ελλάδα, την Αυστραλία, την Αγγλία, την Αμερική, τον Καναδά,
μια χαρά, ένα ερμάρι αναμνήσεις
που σαλεύουν τέτοιες νύχτες,
που ανανεώνεις και αναβλασταίνεις,
που χτενίζεις μακριά και κοντά μαλλιά,
κεφαλάκια κάποτε μικρά κι υπάκουα,
τώρα στην πηγή της νιότης τους
στα νερά της χάριτός σου.
Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια
Περιμένουν να ψάλλουν, Κύματι θαλάσσης,
Έκστιθι φρίττων ουρανέ,
δεν είναι επίγεια τα φαινόμενα, είναι του αγίου τα δώρα,
της ταφής του Κυρίου η μυρωμένη χάρη,
του επιταφίου τα κεριά με τη δύναμη κι υπακοή τους,
τα εξαφτέρουγα ριγούν.
Η ζωή εν τάφω αλλά ζωή στα δεκατρία, στα δεκαέξι, στα είκοσι.
Άξιον εστί το προσκύνημα.
Αι γενεαί πάσαι στα γόνατα, δε χωρεί τη μοίρα σου ο τόπος,
δεν ανοίγεις τέτοια στιγμή τα επουράνια,
είναι ανοιχτά στα πουκάμισα, στων κοριτσιών τα μάτια,
στης γιαγιάς τη μαλλίνα, στο σκάμνο της μάνας μου.
Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια
Ρένουν με μύρα οι μυροφόρες τον Χριστό,
Ο παπάς μοιράζει ακόμα τις μυροφόρες.
Στη χούφτα ο καθένας τη μοίρα του, το
θάνατο και τη ζωή του.
Σήμερα κηδεύουμε τη νίκη της ζωής, το θάνατο του θανάτου,
εισέρχονται στο ιερό, κατατίθεται εν τάφω, στην αγία τράπεζα,
κι αρχίζει τη ριγηλή προφητεία,
τα κόκκαλα του Ιεζεκιήλ παίρνουν το σχήμα τους,
συνταιριάζονται, φύεται σάρκα και δέρμα,
εμφύσησον πνεύμα και εμψυχούνται κι εισήλθε σ΄ αυτά το Πνεύμα της ζωής
και έζησαν και εστάθηκαν όρθια πάνω στα πόδια τους.
Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια
Σήμερα λαός πάρα πολύς, εμείς οι χαμένοι της ελπίδας,
οι κεκονιαμένοι τάφοι, οι δούλοι της τουρκιάς και της αυταπάτης.
Θ’ ανοίξει τους τάφους, φωνάζει,
και θα μας ξαναπάρει στα χωριά και στις πόλεις μας,
στο μαραζωμένο Πενταδάχτυλο,
ν’ αποκτήσουμε ζωή,
και τότε να δεις τη χαρά να στεφανώνει τα βουνά και τους κάμπους,
τη σκελετωμένη ζωή μας, τις
αναστημένες εκκλησιές και τα νεκροταφεία μας,
ανθισμένα κι αναστάσιμα, λέγει Κύριος.
Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια.
Χορός: Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια
Το’ πε και εγένετο. Σάββατο πρωί, πριν ακόμα ξυπνήσουν οι καμπάνες,
ο κόσμος χτίζουν εκκλησιές, τέτοια κοσμοσυρροή, για τη μεγάλη νίκη,
τους σκάμνους που θα χτυπούν ενώ τα παιδιά θα τρέχουν
με την ελληνική σημαία, τα εξαφτέρουγα, την ανάσταση,
να πέφτουν τα μαύρα, να ανάβουν παντού φώτα με το ανάστα ο Θεός,
τον παπά να τρέχει με τα φύλλα της κιτρομηλιάς και τα λουλούδια στη
χάλκινη σινιά,
όλοι ξέρουν πως περιμένουν τον Απόστολο,
ψάλλουν μαζί τον Κύριον Υμνείτε και υπερυψούτε,
κανένας δεν ακούει προφητείες σήμερα,
«ζώντας δε τω Θεώ εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών»,
δεν προλαβαίνει το « ανάστα ο Θεός»,
αρχίζουν οι σκάμνοι να χτυπούν, οι θόλοι κλονίζονται ,
τρέμουν τα θεμέλια κι οι τοίχοι, σειέται το τέμπλο,
οι πολυέλαιοι χορεύουν, τα μαύρα εξαφανίζονται,
τέτοια δύναμη φωλιασμένη στο κάθε στήθος,
τόση χαρά κόκκος σινάπεως,
«ανάστα ο Θεός κρίνον την γην ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις
έθνεσι».
Κι ύστερα, «σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία». Τα πάντα εν σοφία εποίησεν.
Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
Κασσιανέ όσιε, στα δίπτυχα της αγάπης σου!
χορός Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
χορός Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
Κασσιανέ όσιε, στα δίπτυχα της αγάπης σου!
Υπερύμνητε κι υπερυψούμενε, η μέρα έξω ποιητική, φωτεινή,
πώς αλλάζουν τα σπίτια, τα στενοσόκακα, οι αυλές της εκκλησιάς,
ένα μικρό μοναστήρι με τη βουκεμβίλια, τα δωματιάκια, την κεντημένη
αυλή,
τη γέρικη ελιά, τα λουλούδια!
Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
Κασσιανέ όσιε, στα δίπτυχα της αγάπης σου!
χορός Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
χορός Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
Κασσιανέ όσιε, στα δίπτυχα της αγάπης σου!
Φωτάκια της μνήμης, παλιά, Σάββατο βράδυ, ευχέλαιο, κι ο δίσκος για τον
καντηλανάφτη, στο δάπεδο μυρσίνη, μοσχοβολά ο ναός σου, άγιε κι αγαπημένε
Κασσιανέ όσιε,
τη ροδιά που φύτεψες για όλα τα καλά, σε βλέπω να χαμογελάς στην εικόνα
τη χρυσή σου, ανοίγεις αγκάλες για το φτωχό, τον ταπεινό, τον άστεγο,
το διωγμένο από την οδό Μεγάλου Κωνσταντίνου,
τα καμένα σου δημοτικά σκολειά,
τους γείτονές σου περιμένεις να γιορτάσετε μαζί,
τον άγιο Ιάκωβο τον Πέρση, τον απόστολο Λουκά, τον άι Γιώργη με το
παρεκκλήσι του,
κι άλλοι θαμμένοι στα χώματά σου κι άλλοι γκρεμισμένοι.
Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
Κασσιανέ όσιε, στα δίπτυχα της αγάπης σου!
χορός Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
χορός Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
Κασσιανέ όσιε, στα δίπτυχα της αγάπης σου!
Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.
Πρώτα ο κανόνας, Κύματι θαλάσσης, ο ψάλτης με το ποδήλατο στο χωριό,
δεν αποκόπηκε ακόμα, ψάλλουν τα παιδιά ως τα μεσάνυχτα,
ο ιερέας λαμπροφορεί, Την ανάστασίν σου Χριστέ σωτήρ,
άγγελοι και άνθρωποι ψάλλουμε με καθαρή καρδιά,
στον περίβολο έτοιμο το βάθρο, το ευαγγέλιο.
Χριστός ανέστη ο νάρθηκας, τα χελιδόνια στα βολίκια ισοκρατούν,
η καμπάνα διαλαλεί, η λαμπρατζιά γλύφει τους τοίχους,
ζητά παράθυρο ουρανό,
οι κροτίδες βεγγαλικά, είναι ανοιχτά τέτοια νύχτα τα ουράνια,
ζητωκραυγάζουν και χειροκροτούν,
ένα αγγελούδι στην αυλή της εκκλησιάς,
λουλούδι καστανόξανθο, με το στόμα ανοιχτό, μην το κλείσεις, τόσο
χαριτωμένο.
Κι ύστερα Άρατε πύλας και στην τρίτη μια κλωτσιά
να μάθει ο δαίμονας ο σατανάς ποιος είναι ο βασιλεύς του κόσμου.
Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
Κασσιανέ όσιε, στα δίπτυχα της αγάπης σου!
χορός Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
χορός Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
Κασσιανέ όσιε, στα δίπτυχα της αγάπης σου!
Ψάλλουμε τον κανόνα, αναστάσεως ημέρα,
στη μέση της εκκλησιάς ο παπάς με την εικόνα της αναστάσεως,
βιάζουνται οι ψαλτάδες, ο κόσμος ένα φίλημα,
στη γυναίκα, στα παιδιά, συγγενείς και φίλους,
ο μεγάλος Διονύσιος Σολωμός στη δόξα του, ασύγκριτος.
Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
Κασσιανέ όσιε, στα δίπτυχα της αγάπης σου!
χορός Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
χορός Ποιος τη χάρη σου, μικρέ μου κι αδικημένε,
Κασσιανέ όσιε, στα δίπτυχα της αγάπης σου!
Ω, τέτοια μέρα, τέτοια χρόνια, τέτοιοι άνθρωποι στη γη,
σε μια γωνιά του αγνώστου κεντημένη όλη την ομορφιά και το νόημα.
Ο κόσμος διαλύεται, πέρασε η ώρα,
καιρός για κόκκινα αυγά και σούπα αυγολέμονο
με καουρμά και κόκκινο κρασάκι.
Ο Χρυσόστομος στις δόξες του με τον Κατηχητικό του,
άξιοι που τον ακούν.
Κι αύριο πάλι, στον εσπερινό της αγάπης, οι λίγοι που γίνονται πολλοί.
Χορός Κι αύριο πάλι, οι λίγοι που γίνονται
πολλοί, στη χάρη σου.
ΣΤΙΧΗΡΑ ΕΣΠΕΡΙΑ ΗΧΟΣ Β΄
ΧΟΡΟΣ Α΄
Τα σπίτια που σηκώνονται απ’ τον ύπνο
Τους κήπους της Χρυσαλινιώτισσας στο τείχος
Στη γωνιά της Χώρας γραφική
Διπλώνουμε λούλουδο στο πέτο
Μας μεγάλωσες τους φτωχούς
Ανάθρεψες ταπεινούς
Το δάγκωμα δέχτηκες του θεριού
Και ξαναβλάστησες χλοερός
Πέταξες κλώνους φύλλα και καρδιές
Πιστός στη μοίρα σου.
ΧΟΡΟΣ Β΄
Φυτρώνει κληματαριά στο καλντερίμι
Ποτίζει με κρασί το μερακλή
Σηκώνει στο χορό τον αχόρευτο
Μερακλώνει τον αμύητο
Απλώνει τη σκιά
στα παιδιά
Που παίζουν χωστό στην αυλή του
Κρύβει στους κόρφους του τυφλούς
Το Νικολή και το ρολόι του
Κάτω απ΄ το γένι του.
ΧΟΡΟΣ Α΄
Ανοίξαμε την πόρτα στον αδικημένο
Σταυροπροσκύνημα στην εικόνα τη χρυσή
Χριστοδούλου ιερέως
Και Μαρίας πρεσβυτέρας
Ανοίγω στόμα σε απίστους και πιστούς
Ελάτε να δείτε
Μια εκκλησιά ερημωμένη πώς ανασταίνεται
Ελάτε να δείτε
Μια γειτονιά δαγκωμένη
Πώς αναθρώσκει σαν καπνός Ιθάκης
Την αγέλη των πόνων νεφέλη
Γι΄ αυτό κρύβουμε στην καρδιά
Το γεροντάκι μας το όσιο.
ΧΟΡΟΣ Β΄
Με ποιο γαρύφαλλο στα χείλη
Να τραγουδήσω τη ζεστή σου αγκαλιά
Που μας κρατά σαν βρέφη
Το σιωπηρό χαμογέλιο
Την άμετρη αλυσίδα των χαρίτων
Τη σκέπη
Που απλώνει τις γαλάτες
Τη χάρη
Που γιατρεύει τις πληγές
Κασσιανέ μου όσιε.
ΧΟΡΟΣ Α΄
Ποια’ ναι τα ισάξια τραγούδια
Που τραγούδησα
Φίλε Γερμανέ
Συνοδέ και παραστάτη
Ταξιδευτή ερημικέ
Μ’ ένα σάκκο και μια ράβδο
Στις σκήτες ασκητών
Στα μοναστήρια οσίων
Κασσιανέ, άγιε προστάτη μας
Και σωτηρία των γειτόνων σου
Μη παραγνωρίζεις τους τιμώντας σε.
ΧΟΡΟΣ Α ΚΑΙ Β
Χριστός ανέστη εκ νεκρών
θανάτω θάνατος πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασι
ζωήν χαρισάμενος.
ΤΕΛΟΣ