ΤΟ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΓΙΑ
ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΑΣΣΙΑΝΟ
Στο ιστολόγιό του με τίτλο «Κασσιανός» ο φιλόλογος
Στέλιος Παπαντωνίου δημοσιεύει τακτικά άρθρα πολιτικά, ιστορικά, φιλολογικά και
ποίηση. Η γειτονιά του στον Άγιο Κασσιανό της Λευκωσίας, που το μεγαλύτερο
μέρος της κατέχεται τώρα από τους Τούρκους, εμφωλεύει σε όλα σχεδόν τα
δημοσιεύματα. Σε κάποια αποτελεί το κύριο θέμα. Τελευταία θέλησε να την
αναδείξει περισσότερο γράφοντας ένα
τετραμερές ποίημα, το οποίο ακολούθησε άλλο συμπληρωμένο σε έντεκα μέρη και
τελικά κατέληξε, με ανάρτησή του στις 11 Αυγούστου, σε ένα τρίτο που συγχωνεύει
τα προηγούμενα και άλλα, και το οποίο παίρνει διάταξη και περιεχόμενο
εκκλησιαστικής λειτουργίας, με την ονομασία «Κασσιανού του Αγίου Λειτούργημα».
Το δραματικό Λειτούργημα διεξάγεται στην εκκλησία
του Αγίου Κασσιανού, που, μαζί με μια πολύ μικρή περιοχή, όπου και το σπίτι στο
οποίο μεγάλωσε ο ποιητής, ένα καλύκι, όπως λέει σε άλλο έργο του, δεν κατέχεται
από τους Τούρκους. Συμμετέχουν ένας ιερέας,
ένας διάκονος, δυο ψάλτες, ένας αναγνώστης και δυο χοροί. Η λειτουργία αρχίζει
με παράκληση του ιερέα προς τον Άγιο Κασσιανό να αποδώσει την ιστορία της
γειτονιάς, όπως την κλήση του Ομήρου προς τη Μούσα. Ακολουθεί ένας προοιμιακός
λόγος και υμνολογία της γειτονιάς από τους ψάλτες: «καρέκλες στο δρόμο», «το
κιούλι και τ’ αγιόκλημα, γιασεμιά περιδέραια», «το θυμιατό στην εκκλησιά». Ο Παπαντωνίου,
γνώστης προφανώς της εκκλησιαστικής μελωδίας, καθορίζει και το είδος του ήχου. Ο
Αναγνώστης θυμίζει την αντιμετώπιση των επιθέσεων των Τούρκων της Κύπρου: «πιστόλι
στα χέρια, σκοπιές στα φυλάκια, νυχτομιλήματα στα κεραμίδια», ενώ ο διάκονος
καλεί ν’ αναμνηστούμε αντίθετα την ειρηνική εποχή, τις οδούς, τις εκκλησιές, τα καταστήματα,
τους τεχνίτες, τις ταβέρνες, ακόμη και τις ιέρειες της Αφροδίτης.
Η λειτουργία συνεχίζεται
με ένα δεύτερο, όπως φαίνεται από το περιεχόμενο, μεγάλο μέρος του έργου, το
οποίο είναι αφιερωμένο στον απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ. Αρχίζει με επικές και υμνητικές «καταβασίες»,
που λειτουργούν ωσάν δόγμα. Έξι από τις επτά καταβασίες έχουν τίτλους τις πρώτες λέξεις ή
φράσεις ειρμών έξι ωδών (α΄, γ΄, ε΄,
στ΄, ζ΄ και η΄) του κανόνα του Ιωσήφ, ο
οποίος ψάλλεται κατά την ακολουθία των Χαιρετισμών της Παναγίας και ο οποίος
είναι γνωστός με τον τίτλο «Ανοίξω το στόμα μου». Σε μερικές περιπτώσεις κάποιες αρχικές φράσεις
ακολουθούν τη βυζαντινή ρυθμοτονική μετρική του ειρμού, με ισοσυλλαβία και
ομοτονία: «Ν’ ανοίξω τα μάτια μου να ξαναδώ τις σελίδες σου», κατά το «Ανοίξω
το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος». Ακολουθούν μεγαλυνάρια, ένα ρετσιτατίβο για τους νεκρούς του Αγώνα, με ιδιαίτερη
αναφορά στον Γρηγόρη Αυξεντίου, και η κατά παράδοση πανηγυρική ένατη ωδή του κανόνα,
«Άπας γηγενής», για να πανηγυρίσει ο ποιητής τη νίκη κατά των Άγγλων και την
επακόλουθη ειρηνική ζωή. Το δεύτερο μέρος τελειώνει με τον Αναγνώστη να
διαβάζει ανάγνωσμα για τη δράση των μαθητών στον Αγώνα, που τον έζησε ο ποιητής
μικρός, ακολουθούμενο από έμμετρα
δίστιχα και ένα ρετσιτατίβο των χορών.
Θα ονόμαζα τρίτο μέρος το υπόλοιπο Λειτούργημα.
Αρχίζει με ένα ανάγνωσμα που περιέχει κυρίως εικόνες πρωινού στη γειτονιά και
συνεχίζεται με «αναβαθμούς», στους οποίους περιέχεται φιλοσοφία της ζωής. Ακολουθεί «Εωθινόν Ευαγγέλιον» με αναφορές
στα Χριστούγεννα, στην Πρωτοχρονιά, στα δώρα, ανάμεσά τους και ποιήματα των
μεγάλων ποιητών, λες και πήρε από τότε ο ποιητής το δώρο της ποιητικής
δημιουργίας. Ένα ανάγνωσμα μάς θυμίζει
τις εθνικές γιορτές, τις φιλοξενίες, αλλά και τον εκκλησιασμό «Στους Χαιρετισμούς στ’ Απόδειπνα το Άσπιλε αμόλυντε
Και δος ημίν δέσποτα», που μας παραπέμπει στα βράδια των Χαιρετισμών της
Παναγίας τις Παρασκευές της Σαρακοστής, στα «κοντάτζια», όπως έλεγαν οι παλαιοί.
Ο ποιητής καταγράφει κι αυτός το δικό του συναισθηματικό κοντάκιον των
Χαιρετισμών σε εικοσιτέσσερεις οίκους, με τον καθένα να αρχίζει από ένα γράμμα
του αλφαβήτου κατά σειράν από το Α ως το Ω και να τελειώνει με ένα
διαφοροποιούμενο, όχι πάντα, εφύμνιο. Το κοντάκιον χαιρετίζει την παραδεισένια
ζωή στη γειτονιά και στους εκκλησιασμούς την Κυριακή της Ελιάς, στον Νυμφίο,
στο Ευχέλαιο, στα Πάθη, στον Επιτάφιο και στην Ανάσταση. Γι’ αυτό και το βασικό
εφύμνιο είναι «Χαίρουμε και δοξάζουμε ζωή παραδείσια».
Η μυσταγωγία φτάνει στο τέλος με «στιχηρά εσπέρια»
εναλλάξ από τους χορούς, που υμνούν τον Άγιο Κασσιανό και καταλήγουν
«Κασσιανέ,
άγιε προστάτη μας
Και
σωτηρία των γειτόνων σου
Μη
παραγνωρίζεις τους τιμώντας σε».
Αντί του
ιερέα οι δυο χοροί κάνουν απόλυση με το «Χριστός ανέστη εκ νεκρών...». Τέλος
των παθών, πόθος για το Πάσχα της γειτονιάς, για την ανάσταση της Κύπρου των
Ελλήνων.
Ο Στέλιος Παπαντωνίου με το Λειτούργημά του μας
συντάραξε με τα πάθη μας, με τα πάθη της κάθε κυπριακής γειτονιάς, με τη
νοσταλγία για τους παλιούς καιρούς, έχοντας γνώση όχι μόνο της ιστορίας, αλλά
και της ποίησης - της έμμετρης, της βυζαντινής και εκκλησιαστικής ρυθμοτονικής,
και της ελεύθερης- συνδυασμένης με τις
ανάγκες της θρησκευτικής λειτουργίας, ανάλογα με την περίπτωση. Μας
πρόσφερε ένα μοναδικό δραματικό, υμνητικό, παρακλητικό και επικό έργο, που, ως
σύλληψη και ως εκτέλεση, θα παραμείνει διαχρονικά αντιπροσωπευτικό του καιρού που ζήσαμε.
Δημήτρης Λεβέντης
27 Αυγούστου 2016