Στέλιος Παπαντωνίου
Ο ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟΣ
Περιορισμένο το στάδιο
το τέρμα ορατό
ένας θεόρατος γκρεμός
αλλά πρώτα να λέμε και ν’ αντηχούν
για την προδομένη γενιά
το λαό στα σεντούκια
τα πεινασμένα στόματα στ’ αντίσκηνα
και τώρα στις παντούφλες
ξεχαβαρλωμένες στο πεζοδρόμιο
του ετοιμόρροπου συνοικισμού.
Η ζωή μας σε μαύρο φόντο
τη διαφεντεύουν πολλοί
παίξαμε και χάσαμε
Οιδίποδες, τυφλοί διακονιαρέοι.
Αλλιώς κινήσαμε
το ταξίδι μελιχρό
το φως χάιδευε τα πανιά
οι καμπάνες των εκκλησιών
ροδοπέταλα στο δρόμο
με τα δικά μας χελιδόνια γάργαρα
τα δικά μας σκολιά, τις δικές μας εκκλησιές
στη γειτονιά που μύριζε μαγειρευτό
σαν μπαινοβγαίναμε στις πόρτες όλες δικές μας.
Μεγαλώσαν τα φρύδια
το χιόνι ανθηρό
στο κομμένο κεφάλι
εκεί στο βάθος όμως
σαν ψάχνουμε για Κείνον στις εικόνες
τις νύχτες στα έγκατα της γης μας
της ψυχής μας
Εκείνος εκεί,
στήριγμα, οδηγός,
άσφαλτο άστρο
της νέας Βηθλεέμ.