Ι
ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ
του Στέλιου Παπαντωνίου
(δημοσιευμένο στο περιοδικό Ακτή, εδώ και
χρόνια)
΄Ηταν καιροί που οι άνθρωποι έβλεπαν τις νύχτες
άγιο φως να περιτρέχει την εκκλησιά μας, ή άλλοι, μόλις έσβηνε η καντήλα τ’ άι
Κασσιανού, ξυπνούσαν, γιατί παρακολουθούσαν απ’ το παράθυρό τους κι έτρεχαν μες
στη νύχτα να την ανάψουν πάλι, ή ακόμα ταμπουρώνονταν στα γύρω απ’ την εκκλησιά
σπίτια μην τύχει και τολμήσει άνθρωπος, ιερωμένος ή λαϊκός, να πατήσει το πόδι
στη γειτονιά ν’ αρπάξει τις πολύτιμες εικόνες να τις πάει σε άλλους χώρους,
μουσεία και τέτοια, γιατί τις εικόνες αυτές τις είχε φέρει απ’ τον
τουρκομαχαλά, απ’ την ίδια την αγιά Σοφιά της Χώρας, ο πατέρας ή ο θείος τους,
γιοφύρι να περνούν τις είχαν οι Τούρκοι κι οι Τουρκάλες, κι όποιος Τούρκος
ήξερε Ρωμιό, του ΄λεγε την κουβέντα, κι αν είχαν θάρρος έφερναν μες στη νύχτα
τις εικόνες, φτάνει να ΄ταν παλικάρια να
τις πάρουν με τ’ αμάξι μια νυχτιά, και βρέθηκαν οι αϊκασσιανίτες.
΄Ηταν καιροί που ο περίβολος του ναού ήταν
γεμάτος σπιτάκια μικρά και ταπεινά, το σπίτι του παπά Κωστα, το σπίτι του
καστελλάνου του Χαράλαμπου με την κόρη που ΄βλεπε τη νύχτα το φως, κάμαρες με
το Μακρή και τα παιδιά του, φίλους παιδικούς, οι νοτάδες της εκκλησιάς, που ΄λεγε η γιαγιά, ένας κόσμος με τις μυρουδιές
και τα χνώτα τους, με τη φτώχια μιας εποχής χαμένης στ’ αυλάκια της μνήμης, μα
γιομάτης χρώματα γαλάζια και ρόδινα.
Κι ύστερα όλα ισοπεδώθηκαν, δεν μπορούσαμε λέει
να τα συντηρήσουμε, πλινθόκτιστα, άλλα με ντολμά, σα σκηνικά.
Εσπερινά κι όρθρους, δεν έπαυσε ποτέ να λειτουργεί, σαρανταλούτουργα και σαρακοστές, κάθε Κυριακή στα γιορτινά της, μα πιότερο από όλα ο κάθε χριστιανός που πέρασε από τη γειτονιά ξέρει πόσο θαυματουργός είσαι, άγιέ μου, και παραγκωνισμένε απ’ το ημερολόγιο, αφού μαζεύεις κάτω απ’ τις φτερούγες τη μεγάλη βδομάδα όλα τα παιδιά σου, από Αμερική ως Αγγλία, από Ελλάδα ως Αυστραλία και βάλε.
Δεν είναι νιος ή νια που να ΄ζησε τα παιδικάτα στον άϊ Κασσιανό και να μη θυμάται το χαμένο παράδεισο, που αναζητά κάθε μεγάλη Παρασκευή στον επιτάφιο, να ψάλλει όλη η γειτονιά, νεολαία των πενήντα χρόνων, εκεί για χρόνια, την ίδια νύχτα, την ίδια μέρα, ο καθένας και το λειτούργημά του, ο Φοίβος για τα μαύρα, ο Θάσος τη χορωδία, και ποιος να πει το «Σήμερον κρεμάται», σημαντικό και συζητημένο γεγονός κάθε χρονιάς, το στόλισμα του επιταφίου για τη Γεωργία και την Κυπρούλα, και το βράδυ στον επιτάφιο οι ψάλτες της μιάς νυχτός κι ύστερα της άλλης ημέρας, «Εκστηθι φρίττων ουρανέ», να οδεύουν προς την αγία πύλη, τα ξαφτέρουγα να τρέμουν στα χέρια του Άντρου και του Αντρίκκου, του Χριστάκη και του Δώρου και να χτυπιούνται για το θάνατο του θεανθρώπου.
Πρωί του Σαββάτου να πέφτουν τα μαύρα, να χτυπούν οι σκάμνοι, τα ξαπτέρυγα κι η ανάσταση κι η ελληνική σημαία να τρέχουν στο ναό, δυο και τρεις φορές, ο Ζήνωνας κι ο Τάκης απ’ το εξωτερικό, να εμφανίζεται μια μέρα το χρόνο Μεγάλο Σάββατο ο Κωστάκης, να μετρούν στο παγκάρι λεφτά και να συγκρίνουν τη μια χρονιά με την άλλη, να χαίρονται γιατί η γειτονιά ανθίζει και πάλι τέτοιες μέρες και νύχτες, να μη λησμονούν, ν’ αγάλλονται και να ξαναζούν τα νιάτα τους όλοι ανεξαίρετα, κι η μάνα μου κι η θειά μου κι η κυρία Μαρία.
΄Ηταν καιροί που ο περίβολος της εκκλησιάς ήταν
ο παιχνιδότοπος, με το πιριλί, τις μπίλιες, το βασιλέα, το βεζίρι, τα ξεφωνητά
των παιδιών, φτου σε είδα, φτου Χρυσούλης, κι η μπάλα να φεύγει στο δρόμο, να
φωνάζουν οι μανάδες, να θυμώνουν οι γριές, η Ιουλία κι η Κατινού, θα μας
σπάσουν κάνα τζάμι κι αλίμονό τους, και δυο ματάκια ψηλά απ’ τα μπαλκόνια να
κρύβονται πίσω απ’ τις κουρτίνες ταξιδεύοντας στ’ όνειρο.
Παλιό προνόμιο χαμένο με τα νέα χρόνια ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου να
λειτουργεί την πρωτοχρονιά στον άγιο Κασσιανό, ο πατέρας να του παίρνει
κερί στο θρόνο ν’ ανάψει, το ζήσαμε λίγα χρόνια, ύστερα σβήστηκε.
Μια μεγάλη ενορία, να πιάνει Χάντακα Καϊμακλί,
άϊ Ιάκωβο ως άϊ Λουκά,
κι άϊ Γιώργη, εκκλησάκι σχολικό μας, ο παπάς να μην προλαβαίνει τα κάλαντα
στα σπίτια και να ΄ρχεται, γεμάτα τα ράσα λουκούμια και κεραστικά.
κι άϊ Γιώργη, εκκλησάκι σχολικό μας, ο παπάς να μην προλαβαίνει τα κάλαντα
στα σπίτια και να ΄ρχεται, γεμάτα τα ράσα λουκούμια και κεραστικά.
Γάμοι, κηδείες βαφτίσια σε μια εκκλησιά που ΄χει
χρόνια να ζήσει τέτοιες
δόξες, κι όμως ακόμα να λειτουργεί και να γεμίζει τις Κυριακές, το θάμα σου,
άϊ Κασσιανέ μου, μετά το ΄74.
δόξες, κι όμως ακόμα να λειτουργεί και να γεμίζει τις Κυριακές, το θάμα σου,
άϊ Κασσιανέ μου, μετά το ΄74.
Οι γιαγιάδες ν’ απλώνουν τη μαλλίνα στους
σκάμνους, να κρατούν θέσεις, θα ΄ρθει κι η νύφη μας κι η συμπεθερά, έρχονται
όλοι να ζήσουν μαζί με τους γείτονες έθιμα μιας ζωής, κάποτε, λέει, έκαιαν τον
Ιούδα στα κάγκελλα της εκκλησιάς και δεν ήταν ψαθάκι της εποχής που να έλειπε,
όλη η Λευκωσία κατέβαινε στην πλατεία, εκεί το κιρίζι του νερού, κατεδαφισμένη
χρόνια κι η βρύση, να δουν τον Ιούδα και να μυρίζει η γειτονιά καουρμά.
Αλλά λεν ακόμα και για τους άριστους του μαχαλά, εφέτες και δικηγόρους και γιατρούς, ο Σέλτσιος κι ο Σαββίδης κι ο Πρωτοπαπάς, μικρός τότε, ο Χατζηιωάννου, ο Μαρκίδης κι ο Κωνσταντινίδης, διευθυντές εφημερίδων, ποιητές, και το μεγάλο ρολόι στην εκκλησία δωρεά του Νικολή του τυφλού, αθανατισμένου απ’ τον Περδίο.
Πέρασαν απ’ την εκκλησιά κι ο παπά Κωστας,
μερακλής παπάς. «Οι δε πορευΘέντες ησφαλίσαντο τον τάφον σφραγίσαντες τον λίθον
μετά της κουστωδίας», πάντα μια οκτάβα ψηλότερα απ’ τα δώδεκα ευαγγέλια, ο
παπάς σας καλά κρατεί, κι ύστερα ο παπα Πολύκαρπος, ο παπα Ευτύχιος, ο παπα
Κωνσταντίνος, κι ο αθάνατος Αλέξαντρος, μισό αιώνα ψάλτης με την ίδια φωνή, με το ίδιο αγέρωχο ύφος, υπογραμμός στην
εκτέλεση και στην ανάγνωση, να τον ακούς Μεγάλη Πέμπτη στο δοξαστικό, «Εξέδυσάν
με τα ιμάτιά μου» ή «Σε τον αναβαλλόμενον το φως», Μεγάλη Παρασκευή πρωί, τόσα
χρόνια και να δακρύζεις.
΄Ηταν καιροί που οι Τούρκοι λιμπίστηκαν τη γειτονιά, να μας τη φάνε, μα δε λογάριαζαν τα παιδιά που ταμπουρώνονταν τα βράδια στα σπίτια με τα όπλα, ο Μιχαλάκης, ο Δημήτρης, ο Αντρέας, μια στου Ρούσου, μια στου Σταυρινάκη, και του Σέρβου κατασκευαστήριο βομβών, το σπίτι με το ανώι, κι η μάνα μου ν΄ ανοίγει την πόρτα και να βλέπει αναμμένο το στουπί να μας κάψουν, μέσα στο σπίτι μια ντουζίνα ψυχές, η Καλλιόπη κι η Ξένια, το σπίτι τους πρώτο δεχόταν τις επιθέσεις, τάπια Μεσολογγιού, κι ύστερα το ΄74 στου Καπαρτή να ΄ν’ καλά ο Άντρος κι ο Σταυρής κι η Κατινού κι ο Αντρέας.
Και παρέκει τα Δημοτικά τ’ Άϊ Κασσιανού, παρθεναγωγείο κι αρρεναγωγείο, κάποτε παράρτημα του Παγκυπρίου Γυμνασίου και οικοτροφείο του, τώρα αδιάψευστα μνημεία της τουρκικής βαρβαρότητας, μα οι τοίχοι ακόμα βοούν τα ονόματα μαθητών και μαθητριών, καθηγητριών και καθηγητών, βοηθών διευθυντών και παιδονόμων, δασκάλων και δασκαλισσών. Τι επιδείξεις στην τάπια, τι χορωδίες και σκετσάκια και παιχνίδια στην αυλή.
Η γειτονιά μας κάποτε ήταν μελίσσι ή η γειτονιά μας είναι γειτονιά των αγγέλων που ψάλλουν μεγαλοβδομαδιάτικα ή στη γειτονιά μας το θάμα λειτουργεί ακόμα, γιατί έχουμε άγιο και θαυματουργό τον άγνωστο στους πολλούς άγιο Κασσιανό, τον πολύ δικό μας κι αγαπητό μας.