Σάββατο 25 Μαΐου 2024

ελευθερίου συνέχεια

 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Στη γειτονιά μας, στον άγιο Κασσιανό, έμεναν τρεις αδελφές, η γιαγιά Ελεγκού, μάνα της μάνας μου, της θείας Μαρούλας, του τατά μου Αντρέα, των θείων Κόκου και Τάκη.

Δεύτερη ήταν η Αθηνά, παιδιά δεν είχε, με σπίτι στην οδό Τσιμισκή, κοντά στο ιατρείο Πρωτοπαπά, το δώρισε στην εκκλησία, το έφαγαν οι τούρκοι.

Τρίτη η γιαγιά Μαρίτσα, ένα αδύνατο πλάσμα, ακίνητη και μαυροφορεμένη την θυμάμαι να κάθεται στο κρεβάτι, την περιποιούνταν η κόρη της Αντιγόνη, γυναίκα του Λευτέρη, ράφτη, σιωπηλού και σοβαρού.

Το σπίτι τους ήταν από τα παλιά εκείνα, μεγάλη πόρτα, μεγάλος ηλιακός, δεξιά και αριστερά μεγάλες κάμαρες, μεγάλα παράθυρα μεγάλες πόρτες και στο βάθος κήπος, με όλα τα λαχανικά.

Τρεις σκηνές αξέχαστες, η μια να με στέλλει η γιαγιά στη θεία Αντιγόνη να μου κόψει μαϊντανό για να κάμει η γιαγιά κεφτέδες. Ένας κήπος με τα όλα του.

Η δεύτερη, όταν θα έφευγε για την Αυστραλία η μεγάλη κόρη, η Μαρούλα, στρώθηκαν τραπέζια στον ηλιακό και τραγουδήσαν τότε “Το πλοίο που σαλπάρει μακριά μου θα σε πάρει..” συγκινητικότατο για την περίσταση.

Η τρίτη σκηνή, νύχτα των αποκριών κι έπρεπε να περάσουμε και από της θείας Αντιγόνης, μασκαράδες της εποχής, μάλλον πριν από το 1955, του δημοτικού εμείς. Στον ηλιακό συγκεντρωμένοι όλοι, κρασοκατάνυξη .

Η Μαρούλα έφυγε, δεν την ξαναείδα, η Ειρήνη ήταν η μικρή, ο Χρίστος ο μεγάλος, όταν επέστρεψε στο σπίτι από τα αντάρτικα και τις κρατήσεις, πήγαμε να τον υποδεχτούμε, μ’ ένα πικρό χαμόγελο, “τόσα χρόνια ίσως να πήγαν άδικα”, μας είπε. Ύστερα νομίζω πως έπιασε δουλειά στην Κόκα κόλα, έφυγε, πήγε Αγγλία, ήρθε με τη Φρόσω και βρεθήκαμε στη Λεμύθου, καθηγητής εκείνος των Αγγλικών.

Ο Δώρος βρήκε το δρόμο του με τα τυπογραφεία, στη Μάχη, κι ύστερα το δικό του, δεν εγκαταλείπει τον άγιο Κασσιανό, επίτροπος, ταμίας, στο ιερό, την Μεγάλη Πέμπτη με τον φίλο του Αντρέα τον αγγειοπλάστη θα πάνε στο βουνά, κοντά στο Σταυροβούνι, να φέρουν μυροφόρες για τη Μεγάλη Παρασκευή και μυρσίνη, αν βρουν. Πάντως θα το παλέψουν.

Τον Δημητράκη τον θυμάμαι να εργάζεται σ’ ένα υφασματέμπορο, κοντά τον παντοπωλείο της οδού Ερμού, για λίγο, ύστερα τον χάσαμε, στην Ελλάδα είχα ανοίξει φροντιστήριο Αγγλικών, στη Λιβαδειά αν δεν απατώμαι. Χαρακτηριστικό του το μαύρο μεγάλο μαλλί, με πολλή περιποίηση.

Ο Αλέκος, ο πιο λεπτοκαμωμένος, μας έφυγε νωρίς σε αυτοκινητικό δυστύχημα, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, πρώτος φόρεσε πουκάμισο λευκό νάιλον, του το έστειλε η Μαρούλα από το εξωτερικό, κι εμείς θαυμάζαμε το διάφανο του υλικού.

Για την Ειρήνη δεν έχω να πω, ήταν η μικρή, χαθήκαμε, μεγάλη χαρά όταν έρχεται στην εκκλησιά μας και την βλέπω, στον άγιο Κασσιανό.