Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

Αλέξανδρου Ταπάκη, Στο παράθυρο του χρόνου

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Μακαριότατε, Σεβασμιότατε, σεβαστόν ιερατείον, κυρίες και κύριοι

Αλέξανδρος Ταπάκης, Στο Παράθυρο του Χρόνου, εκδόσεις Αιθρία, Λεμεσός 2024

Νους ορά και νους ακούει, τ΄άλλα δε πάντα τυφλά και κωφά. Ο νους βλέπει και ο νους ακούει, όλα τα άλλα είναι τυφλά και κωφά.

Τον Πενταδάχτυλο πολλοί αντικρύζουμε καθημερινά. Και τα τουρκικά μπαϊράκια. Η επανάληψη κι η συνήθεια όμως φαίνεται να είναι εδώ  κακός σύμβουλος. Το πολύ, να βλέπουμε έναν ορεινό όγκο μπροστά μας. Κατακάθαρο ύστερα από βροχή, όμως καιρού συνεργούντος με χαμένα μέσα στα σύννεφα τα εχθρικά φλάμπουρα.

Κι όμως ο Πενταδάκτυλος δεν είναι  μόνο ένας τόπος. Είναι και χρόνος και Ιστορία και παραδόσεις με θρύλους ολοζώντανους, με τα κάστρα και τις ρήγαινές του, τα μοναστήρια και τα χωριά του.

Κι αυτά τα χωριά ήταν ελληνορθόδοξοι ζωντανοί οργανισμοί, με την αγροτιά και την εργατιά, τους πνευματικούς ταγούς, δασκάλους και παπάδες.

‘Ολα αυτά ζοφερά για πολλούς με τη λησμονιά,

γι’ αυτό και το βιβλίο του Αλέξανδρου Ταπάκη «Στο Παράθυρο του Χρόνου» μπορεί να θεωρηθεί μια κολυμβήθρα αναβάπτισης στο φως της αλήθειας,

στα ιδανικά της φυλής,

στις αξίες της πατρίδας, θρησκείας, οικογένειας.

Γιατί αυτά υπηρέτησε και υπηρετεί με ζήλο ο συγγραφέας

και ως δάσκαλος και ως θεολόγος και ως οικογενειάρχης, πατέρας και παππούς.#######

Ο Αλέξανδρος Ταπάκης γεννήθηκε στο Βουνό της επαρχίας Κερύνειας το 1950.

Είναι πτυχιούχος Θεολογίας και μεταπτυχιακού τίτλου της Χριστιανικής Παιδαγωγικής καθώς και  πτυχίου παιδαγωγικών και μεταπτυχιακού. Εργάστηκε ως δάσκαλος.

Στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων συνέγραψε βιβλία Θρησκευτικών.

Υπηρέτησε ως επιθεωρητής δημοτικών σχολείων.

Στο πανεπιστήμιο Φρειδερίκου δίδαξε την Θρησκευτική Αγωγή. Συνεργάζεται τώρα με τη Μητρόπολη Ταμασού και Ορεινής στο γραφείο Πνευματικής Διακονίας.

Είναι νυμφευμένος με την Μαρία Ταπάκη, δασκάλα και ζωγράφο και έχουν 4 παιδιά και 7 εγγόνια.

Το βιβλίο χαιρετίζει ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Γεώργιος.

 

 

Ποιο το περιεχόμενο του παρουσιαζόμενου βιβλίου;

Το εισαγωγικό ποίημα Η περήφανη Ρήγαινα συμπυκνώνει όλη την Ιστορία της Κύπρου, τις επιδρομές που δέχεται και τους ξένους δυνάστες, επιβεβαιώνει όμως ταυτόχρονα και την πίστη που βαθύτατα όλοι τρέφουμε μέσα μας πως οι ξένοι θα φύγουν και η Κύπρος θα ζήσει ελεύθερη.

Όπως αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα, το 1989 εκδόθηκε το βιβλίο αυτό, «Στο παράθυρο του χρόνου», που βραβεύτηκε με έπαινο από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά Αθηνών. Η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε και τώρα παρουσιάζουμε την επανέκδοση.

Τα δώδεκα διηγήματα με τη σειρά είναι

1.       Το Σινιάλο. Με θέμα την προσπάθεια της μικρής Θεοδώρας να ανάψει τη φωτιά στο καμίνι, σημάδι πως έρχονται οι Σαρακηνοί.

 

2.       Ο γυρισμός. Αναφορά στη μετοικεσία στην Ιουστινιανή και την επιστροφή στην πατρίδα. Η προβολή του πόθου μας για επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους.

 

3.       Η Λάμψη. Η εύρεση της αγίας εικόνας της Οδηγήτριας σε σπήλαιο, κατά την εποχή της εικονομαχίας. Πρόκειται για την Αψινθιώτισσα, πάνω από το χωριό Βουνό.

 

4.       Η Αρχόντισσα της Κύπρου. Αναφορά στην Αλεξία. κόρη του Ισαάκιου Κομνηνού, τον καιρό της   κατάκτησης της Κύπρου από τον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο, με ιδιαίτερη μνεία στη  μάχη της Τρεμετουσιάς 17 Μαΐου 1191.

 

Χαράζονται στη μνήμη τα λόγια του Θεόδωρου, αξιωματικού,

Δύσκολη πράγματι είναι η θέση τούτου του νησιού. Εδώ στην εσχατιά του Νότου που βρίσκεται, πόσες φουρτούνες να αντέξει! Άραβες, Σαρακηνοί, Σταυροφόροι, κουρσάροι μας κυκλώνουν ολούθε και θέλουν να μας καταβροχθίσουν.

Και το επαναλαμβανόμενο, ο πόθος της λευτεριάς, από τότε και πάντα.

Στ΄ αλήθεια, σκεφτόταν, πότε θα φυσήξει κι ο άλλος αέρας, της Λευτεριάς; Ίσως περάσουν χρόνια, ίσως κι αιώνες ακόμα. Ποιος μπορούσε να ξέρει! Ως τότε όμως, το κάθε παλικάρι θα ΄πρεπε να οργώσει με υπομονή τούτη τη μάνα Γη. Βουτηγμένος στον ιδρώτα, θα ΄πρεπε να ονειρεύεται τα στάχυα μεστωμένα κι ολόχρυσα…

Δικά του κι όχι του ξένου αφέντη…

Κι η κάθε κοπελιά θα ΄πρεπε να κρατάει στο χέρι το βελονάκι με υπομονή και κρυφή ελπίδα. Τις ατέλειωτες, κρύες νύχτες του χειμώνα, στο χλωμό καντήλι. Θα κένταγε τη χρυσοκλωστή, προσμένοντας το ροδοχάραμα.

 

5.       Το Μαρτύριο των Δεκατριών ορθοδόξων μοναχών της Καντάρας του 1231

Από το Μαρτύριο των Δεκατριών απομονώνουμε το κτύπημα του σήμαντρου όπως το επινόησε ο Νεόφυτος, ένα καλογεροπαίδι, να ταιριάζει με την πίστη του και την αλήθεια πως «Όσο υπάρχει η Εκκλησιά μας δεν πεθαίνει η Λευτεριά μας.»                            Στο διήγημα επιβεβαιώνεται ο ρόλος που έπαιξε στην Κύπρο η Ορθόδοξη Εκκλησία στη συντήρηση της ορθής πίστης την ώρα που γράφονταν μαύρες σελίδες εκμετάλλευσης από τους Φράγκους και την παπική εκκλησία

 

6.       Η Ρήγαινα και το σκυλί. Αναφέρεται στη γνωστή παράδοση για το ιαματικό αγίασμα του αγίου Χρυσοστόμου, κοντά στον Κουτσοβέντη

 

7.       Το γενναίο βοσκόπουλο, μας μεταφέρει στον καιρό της τουρκοκρατίας και της 9ης Ιουλίου 1821, με τον πανελλήνιο αγώνα και πόθο για ελευθερία.

 

8.       Ο Κυπριανός της Κύπρου. Με το διήγημα αυτό εξερχόμαστε των ορίων της Κύπρου και παρακολουθούμε τη συμπαράσταση των Κυπρίων στους αγώνες του ελληνισμού, με ένα στρατιώτη μας, τον Κυπριανό Ταπάκη, στη μικρασιατική καταστροφή του 1922, σύμβολο των κοινών αγώνων των Ελλήνων όπου γης και των ακατάλυτων δεσμών Κύπρου Ελλάδας.

 

9.       Για τη Λευτεριά. Αναφορά στον αγώνα της ΕΟΚΑ, ιδιαίτερα στον Κυριάκο Μάτση, πεσόντα ηρωικά στο Δίκωμο, λίγα μίλια μακριά από το Βουνό.

 

10.   Η φυγή, αναφορά στην ελληνική  μεραρχία που στρατοπέδευε στην περιοχή Βουνού- 1964-67 στις φιλικές σχέσεις με τους κατοίκους και στην καταστροφική αναχώρησή της από το νησί

 

11.   Το Πικρό νερό. Της τουρκικής εισβολής. Ο Πετρής το βοσκόπουλο παρακολουθεί την τουρκική εισβολή.                       Κείνη τη μέρα το θεριό ξύπνησε και ξεφύσησε από τα ρουθούνια του το μεγάλο κακό. Πίκρανε στ’ αλήθεια το νερό, έγινε φαρμάκι και πότισε τόσες καρδιές. Η μάνα του και οι αδερφές του τον αναζητούν παντού, χτυπώντας πόρτες και κρατώντας τη φωτογραφία του.  

 

Τελευταίο

12.   Το σπίτι της γιαγιάς μου, με την επίσκεψη στο κατεχόμενο σπίτι της Μαρίας στον Καραβά, όταν ο Ντεκτάς επέτρεψε. Πόνος πολύς.

 

Το βιβλίο τελειώνει με Επίλογο: την πίστη στην επιστροφή στα πάτρια εδάφη: έχουμε παιδιά και εγγόνια.

 

Και το ποίημα: Στο παράθυρο του χρόνου,                                                                                                         Είσαι η απροσκύνητη Κόρη, είσαι η αδούλωτη ψυχή  το παλικαριού                                               Είσαι η Ρήγαινα Κύπρος.####

 

Τα διηγήματα είναι κατά ιστορική χρονολογική σειρά περιεχομένου ταξινομημένα.

Το κύριο μήνυμα μας αποκαλύπτει ο συγγραφέας γράφοντας στη διαφωτιστική του εισαγωγή:

Όλα τα διηγήματά μου έχουν επίκεντρο τη σκλαβωμένη επαρχία Κερύνειας, με δύο θρυλικές βουνοκορφές, τις μαγικές βουνοπλαγιές και τις δαντελένιες ακρογιαλιές της Κερύνειας μας.

Από την αρχή στόχος του βιβλίου αυτού ήταν και είναι να γνωρίσουν οι επόμενες γενιές την πικρή ιστορία αυτού του νησιού που δένεται με τους θρύλους και τις παραδόσεις μας και προπαντός με την πορεία της Ορθόδοξης μας Εκκλησίας.

 

Εμείς θα φύγουμε από τη ζωή με το όνειρο της επιστροφής μέσα στην ψυχή μας, όμως, θέλουμε να μεταλαμπαδεύσουμε αυτήν την αγάπη προς την Κύπρο μας και την μεγάλη προσδοκία της Ελευθερίας προς τα παιδιά και τα εγγόνια μας.

Εύχομαι, το χελιδόνι, το οποίο εμφανίζεται σχεδόν σε όλες τις εικόνες του βιβλίου, να φέρει την Άνοιξη στην πατρίδα μας και να λάμψει, επιτέλους, ο ήλιος της Ελευθερίας σε αυτό το πικρό και πονεμένο νησί.###

Εικονογράφηση των διηγημάτων και του εξωφύλλου από τη Μαρία Ταπάκη.####

######################################

Επειδή έχω άμεση σχέση με τον τόπο, μπορώ να ομολογήσω πως,            όταν ζει κανείς στο χωριό Βουνό, δεν νομίζει πως βρίσκεται και σε κανένα παράδεισο, γιατί έχει ακουστά άλλα μεγάλα χωριά, πλούσια, καταπράσινα, με πολύ κόσμο και κίνηση.                                                                                              Το Βουνό είναι φτωχικό.  Έχει όμως μια μαγεία, κι αυτή την συλλαμβάνουν αργά αργά και σταθερά τα παιδιά, γιατί ζουν σε μια αγκαλιά αγάπης, συνεργασίας, θρησκευτικής και οικογενειακής ζωής.                                                         Μιλούμε για τις δεκαετίες του πενήντα - εξήντα.   Tο περιβάλλον είναι εκεί και περιμένει υπομονετικά να το εξερευνήσεις. Ανεβαίνεις το βουνό, βρίσκεις εκκλησάκια, κι η εκκλησιά του χωριού έχεις την τύχη και την ευχή να την υπηρετεί ο παππούς ο Παπάντωνης.  Που σε περιμένει το απόγεμα του Σαββάτου να πας να διαβάσεις τον προοιμιακό, και να ψέλνεις μαζί του, εσύ, ο ένας ξάδελφος, ο άλλος ξάδελφος, κι οι καρδιές ανοίγουν.

Ανεβαίνεις στο σπίτι του παππού, η γιαγιά σίγουρα έχει έτοιμο το γλυκό του αθασιού με το δροσερό νερό να σε φιλέψει ή μόλις έχει ξεφουρνίσει ψωμί και ελιωτές.

Τις περισσότερες μέρες τα δειλινά μόλις έρχεται κι αυτή από το περβολούι με τις κατσίκες,

ενώ ο παππούς δούλευε όλη μέρα στο περβόλι στου Ματσάγγου, ενοικιασμένο από το μοναστήρι του αγίου Χρυσοστόμου.

Εκεί στο μοναστήρι στα νιάτα του τρεχάτος πήγαινε να διδαχτεί βυζαντινή μουσική.

Ωραία που εκτελεί τα δοξαστικά εωθινά!

Βγαίνει από το ιερό να τα ψάλλει μαζί με τα εγγόνια, ώσπου να μάθουν κι αυτά την τέχνη.####

Κάποτε είχε πεθάνει ο ιερέας του αγίου Επικτήτου.    Ο παππούς έπαιρνε το γαϊδουράκι, ανέβαινε το βουνό, κατέβαινε, λειτουργούσε. Πάντρεψε και μια κόρη του εκεί, γι΄αυτό και δεν είναι τυχαία η αναφορά του Αλέξανδρου στον άγιο Επίκτητο.   Η θάλασσα ήταν ο άλλος κόσμος της Κύπρου που δεν χόρταιναν οι ορεινοί βουνιώτες.

Χρόνος πολύς ελεύθερος τότε για τα παιδιά,  έστω κι αν πολλές μέρες βοηθούσαν στα αλώνια ή στο μάζεμα των ελιών.  Δεν είχε και πολλά τα χωριό, κι έτσι ανέβαιναν να προσκυνήσουν στις εκκλησιές εκεί κοντά, στην Αψινθιώτισσα και στον Προφήτη Ηλία. Eκεί ο παππούς έκαμνε τις δεήσεις του για βροχή, κι ώσπου να κατέβουν στο χωριό έπιανε το νεφικό.  Κι αν δεν προλάβαινε ο παππούς να πάει στο σπίτι, περίμενε να σταματήσει η βροχή στο σπίτι μιας από τις κόρες του, κάπου εκεί κοντά, στους πρόποδες του βουνού, κατεδαφισμένο τώρα από τους εισβολείς, όπως και του παππού και του Αλέξανδρου.                                                         Δεν είναι τα σπίτια.   Είναι η ίδια η ζωή μας η κατεδαφισμένη από τους εισβολείς.                                        Γι’ αυτό κι έχουμε ανάγκη τα πνευματικά αναστυλώματα, όπως το βιβλίο του Αλέξανδρου Ταπάκη.

Τα ήθη και τα έθιμα τα τηρούσαν με αυστηρή ευλάβεια.                                                                                    Οι φούρνοι μοσχομύριζαν, παιδιά πολλά η κάθε οικογένεια, «ένα παιδί- κανένα», έλεγε ο παππούς.                                                            Στο πανηγύρι του αγίου Χρυσοστόμου κόσμος πολύς,  γνωστός πάντα ο ηγούμενος, από τα Ιεροσόλυμα,                                            και ζωντανός ο θρύλος για το σκυλί της Ρήγαινας,   πώς γιατρεύτηκε από το αγίασμα, κι έτσι καθαρίστηκε κι η κυρά του από την αρρώστια.

Εκεί κοντά ο Κουτσοβέντης, πάνω τα σπίτια της Ρήγαινας,  η μάνα μου περηφανευόταν πως ανεβαίνοντας μέτρησε τα σκαλιά.

Τον καιρό της ΕΟΚΑ, λίγοι αλλά καλοί,    ένας ένας αναχωρούν για τον άλλο κόσμο.                                                             Το Δίκωμο πολύ κοντά κι ο Κυριάκος Μάτσης για χρόνια ύψωνε μέσα από το γκρεμισμένο κρησφύγετο- σπίτι την ελληνική σημαία.                                                                                                                                           Οι εκδρομείς μαθητές των Γυμνασίων γονατιστοί στον τόπο της θυσίας του.                                                                                                                           Ο κόσμος είχε μέσα του πολλή φιλοπατρία, ζέση, πόθο ελευθερίας. Αυτά έζησε ο Αλέξανδρος, αυτά ομολογεί.

Κι ύστερα το 1964 το χωριό έγινε σχεδόν ένα στρατόπεδο.                                                                                  Οι εξ Ελλάδος αδελφοί ήρθαν να υπερασπιστούν τον τόπο, ανεβασμένοι στο βουνό, κοντά στις εκκλησιές.  Κατέβαιναν στο χωριό στα καφενεία, να πιουν καμιά, να ξεχάσουν τον πόνο τους, μακριά από τους δικούς τους.

Η φυγή της μεραρχίας το 1967 άφησε τη σφραγίδα της έλλειψης στο χωριό και στο νησί,                                                                                        στους φίλους και στην πατρίδα,     γιατί στάθηκε το προοίμιο της μεγάλης τουρκικής επιδρομής.####

Το 1974 κοντά το Συγχαρί, οι μεγάλες και άνισες μάχες.                                                                                       Τον παππού και τη γιαγιά τους έφεραν στη Λευκωσία κι ύστερα τους πήραν Λεμεσό,                                                                                                        το ίδιο κι οι άλλοι συγγενείς, θείοι και θείες και ξαδέλφια.###

Και τέλος η μεγάλη ατιμία:

να χαράξουν στο βουνό με τις μπογιές τα τουρκικά μπαϊράκια                                                                                   και να διαλαλούν την περηφάνια του κλέφτη,                                                                                                         να τα ηλεκτροφωτίζουν τα βράδια,   και να υψώνουν στο κέντρο του χωριού τον μιναρέ.

Καλά λέει ο συγγραφέας:

 Όλα τα έζησε εκεί στον ευλογημένο και προδομένο Πενταδάχτυλο.                                                                          Κι είναι γραμμένα έτσι,     ώστε να συλλαμβάνει κι ο μικρός αναγνώστης τις μεγάλες ιστορικές αλήθειες,                                                                                                                    να αντιλαμβάνεται πως η ιστορία επαναλαμβάνεται,                                         

γιατί ο συγγραφέας

αναφερόμενος στο παρελθόν                                                                                                                                έχει μπροστά του την εικόνα του παρόντος,    τι Σαρακηνοί κουρσάροι, τι Τούρκοι του 1821 ή του 1974.

Ο λαός μας υπομένει,   αγωνίζεται να ελευθερωθεί, ελπίζει,                                                                 στηρίζεται στη θρησκεία,  αλλά το κακό ξανάρχεται                                                                                              κι η ελπίδα ξαναγεννιέται.

Ο Αλέξανδρος Ταπάκης έγραψε

Η Μαρία ζωγράφισε

Αναμένεται το δυσκολότερο:

Τα παιδιά και τα εγγόνια μας να διαβάσουν το βιβλίο.

Εύχεσθε.

Ευχαριστώ