-Στα χαρτώσια της Κυπρουλλούς εν να ρτετε χαρώ σας;
-Τζιαι ποιον παίρνει θκεια Νικολού;
-Του Ακκιντζί την κόρην!
-Μα ντα, εν κόρες που χαρτώννετε; Ελείψαν τα κοπέλλια;
-Μα ν τζι εν τωρά που μάχουνται να μου την καταστρέψουν.
Που το πενήντα αρτζιέψασιν, εβάλαν την στ’ αμμάτιν.
Είν τα Κουτσιούκ, είν τα Ντεκτάς, είντα Ταλάτ τζι Ερόγλου
Τζι ήρτεν τωρά Λεμεσιανόν κοπέλλιν
Ήβρεν με μες στον καβενέν πο’ ψηννα τους καφέδες,
Τζιέρνα ποτζιεί τζιέρνα ποδά
Πάμεν τζιαι στον μακρύδρομον, πάμεν τη Σαλαμίνα
Πίννουμεν μιαν, πίννουμεν δκυο, πεντέξι ζιβανίες,
Εκάλαρεν με τζι έδωκα το λον μου (λον τ’ αδρώπου!!!)
Να ξεμπερτέφκω πκιον, κανεί, να δώσω όσα να δώσω
Γιατί με τους κουβαλητούς, με τους σιεπέττους, τες φωνές
Με όρνιθες κοτόπουλα, σημαίες τζι αγριάδες
Έκαμε με τζι εσιάστησα τζι αλλα λαλώ, άλλα κάμνω!
Εφέραν μου τζιαι προξενιά καμπόσοι αμερικάνοι
τζιαι οηέδες των αστρών, του φεγγαρκού της Κίνας,
έιντε ποτζιεί, έιντε ποδά, εσπάσαν τη κκελλέ μου.
Τζι όσοι με ξέρουν:
-Άλλαξε, λαλούν μου, το επάγγελμα
Κλείσε ολάν τον καβενέν
Άννοιξε κομμωτήριον, για παρπερκόν, κουρείον.
Κανεί ξιουρίσματα, ψευτιές, έλα στα σύγκαλά σου!
Τώρα που βάλλει μιαν μπουτσιάν
ο Ερτογάν ούλλην Τουρτζιάν
Εσού εν ν άψεις κάρβουνα
στη σούβλαν να σε ψήσει
Κοτόπουλλον νηστήσιμον, για σιοιρινόν αρνίσιον;
Εν ώρα τωρά να χαρτωθεί η μιτσιά
Οξά ακούς του φούλλι!
Άτε σιόρ
Αν είσιες στην κκελλέν πελάν, ούτε ππαράν, με πππούλλιν!
Φιρί φιρί με υπογραφήν, την κόρην σου τουρτζιεύκεις!
Φέρε στην τζιεφαλήν σου νουν. Σκέφτου την κοπελλούαν!
Στέλιος Παπαντωνίου
-Τζιαι ποιον παίρνει θκεια Νικολού;
-Του Ακκιντζί την κόρην!
-Μα ντα, εν κόρες που χαρτώννετε; Ελείψαν τα κοπέλλια;
-Μα ν τζι εν τωρά που μάχουνται να μου την καταστρέψουν.
Που το πενήντα αρτζιέψασιν, εβάλαν την στ’ αμμάτιν.
Είν τα Κουτσιούκ, είν τα Ντεκτάς, είντα Ταλάτ τζι Ερόγλου
Τζι ήρτεν τωρά Λεμεσιανόν κοπέλλιν
Ήβρεν με μες στον καβενέν πο’ ψηννα τους καφέδες,
Τζιέρνα ποτζιεί τζιέρνα ποδά
Πάμεν τζιαι στον μακρύδρομον, πάμεν τη Σαλαμίνα
Πίννουμεν μιαν, πίννουμεν δκυο, πεντέξι ζιβανίες,
Εκάλαρεν με τζι έδωκα το λον μου (λον τ’ αδρώπου!!!)
Να ξεμπερτέφκω πκιον, κανεί, να δώσω όσα να δώσω
Γιατί με τους κουβαλητούς, με τους σιεπέττους, τες φωνές
Με όρνιθες κοτόπουλα, σημαίες τζι αγριάδες
Έκαμε με τζι εσιάστησα τζι αλλα λαλώ, άλλα κάμνω!
Εφέραν μου τζιαι προξενιά καμπόσοι αμερικάνοι
τζιαι οηέδες των αστρών, του φεγγαρκού της Κίνας,
έιντε ποτζιεί, έιντε ποδά, εσπάσαν τη κκελλέ μου.
Τζι όσοι με ξέρουν:
-Άλλαξε, λαλούν μου, το επάγγελμα
Κλείσε ολάν τον καβενέν
Άννοιξε κομμωτήριον, για παρπερκόν, κουρείον.
Κανεί ξιουρίσματα, ψευτιές, έλα στα σύγκαλά σου!
Τώρα που βάλλει μιαν μπουτσιάν
ο Ερτογάν ούλλην Τουρτζιάν
Εσού εν ν άψεις κάρβουνα
στη σούβλαν να σε ψήσει
Κοτόπουλλον νηστήσιμον, για σιοιρινόν αρνίσιον;
Εν ώρα τωρά να χαρτωθεί η μιτσιά
Οξά ακούς του φούλλι!
Άτε σιόρ
Αν είσιες στην κκελλέν πελάν, ούτε ππαράν, με πππούλλιν!
Φιρί φιρί με υπογραφήν, την κόρην σου τουρτζιεύκεις!
Φέρε στην τζιεφαλήν σου νουν. Σκέφτου την κοπελλούαν!
Στέλιος Παπαντωνίου