Ελιές
στο Κάρμι
του
Στέλιου Παπαντωνίου
Κατά
που βλέπω στο Κατάστιχό σου, άγιε Κασσιανέ μου, είχες τον καιρό της πρώτης τουρκοκρατίας
ελιές στο Κάρμι, στο Τέμπλος, στο Συγχαρί, στον άγιο Γεώργιο, στον Καραβά.
Πλήρωνες τους φόρους σου, 12 γρόσια το 1853, καταγραμμένες λεπτομερώς επί
αρχιεπισκόπου Σωφρονίου το 1873. Πέρασαν εκατό σαράντα, εκατόν εξήντα χρόνια από τότε, ήλθαν οι Εγγλέζοι και
ρίζωσαν, εκεί στο Κάρμι έστησαν ολόκληρη παροικία, τις ελιές σου σίγουρα θα τις
ξερίζωσαν, όχι μόνο οι ξένοι μα κι οι δικοί κι οι Τούρκοι, που ίσως να τις
πούλησαν και μια και δυο και τρεις φορές ως τώρα, στις Παλαιόμανδρες, στην
Τζιπαρισιάν, στο Καγκέλι του Δράκου, στο Τέμπλος, στο Αγροτήρι, στον άγιο Μηνά
χώμα Καρμιού, στον ποταμόν της Φρακτής, στο Συγχαρί στην Πετουμένην
ονομαζομένην.
Ελπίζω
να κατάλαβες, από τα όσα σου λέω, πως εδώ στην Κύπρο οι Τούρκοι αγοράζουν κι οι
Έλληνες πουλούν. Δεν έχουμε δικαίωμα ν’ αγοράσουμε στην κατεχόμενη γη μας, ούτε
και συ να ζητήσεις τις ελιές σου, που
βέβαια δεν θέλεις να τις πουλήσεις στο τουρκικό κράτος, γιατί ξέρεις
καλύτερα. Από το 1958 κομματιάζουν την ενορία σου κι ίσως να έλπιζες πως θα
ξανάβλεπες τις δόξες σου. Μα πού! Οι Τούρκοι
εδώ, πολίτες πρώτης τάξεως, πωλούν κι αγοράζουν σ΄όλη την Κύπρο, εμείς μόνο για
να ξεπουλάμε πατρίδες καταντήσαμε. Η προηγούμενη κυβέρνηση μάλλον θα το’ βλεπε
σαν μια λύση στο πρόβλημα: ας τους να ξεπουλήσουν, να δούμε ποιος θα φωνάζει
εναντίον της διζωνικής δικοινοτικής. Οι σημερινοί γαυγίζουν σαν το σκυλί που δε
δαγκώνει. Απ’ αυτούς δεν περιμένει κανένας τίποτε. Κι ύστερα μας λεν πως
υποτιμούμε τους πολιτικούς και την πολιτική ζωή του τόπου! Σημασία έχει ποιος
κατευθύνει, ποιος κυβερνά: οι πολίτες ή η σιωπώσα σαν τη συμφέρει κυβέρνηση.
Τότες,
ακόμα κι οι ελιές είχαν όνομα, δεμένοι οι άνθρωποι με τη γη και τα δεντρά τους.
Ήταν στο χωράφι του Χατζηχαράλαμπου, του Ισαάκ, του Χατζηπετρή στην Κερύνεια,
ανθρώπων ριζωμένων εκεί, ανοιχτόκαρδων κι ανοιχτοχέρηδων, ήξεραν και τον φτωχό
και το ορφανό και τον άγιο. Εμείς
κοιμόμαστε- ξυπνούμε, στον μαμμωνά η καρδιά μας, αυτός ο θησαυρός μας.
Οι
ελιές σου τώρα, καταγραμμένες στα κατάστιχά σου, όπως στις καρδιές πολλών είναι
χαραγμένα τα σκλαβωμένα χώματά μας. Γιατί ευτυχώς δεν είναι μόνο οι ξεπουλητάδες. Είναι και πολλοί που σέβονται
και δε νομίζουν την περιουσία τους σαβούρα για πούλημα, μα φορέα ιστορίας και
χρέους στους γονιούς και προπάππους, στην πατρίδα που λέμε.
Στο
κάτω κάτω, πώς κρατήθηκαν εκείνοι στα χώματά τους; Δεν πλήρωναν χαράτσι, δεν
πεινούσαν δεν διψούσαν δε γυμνήτευαν, δεν κολαφίζονταν; «Ο καθένας θα
πίστευε πως οι Κύπριοι θα ήταν ευτυχισμένοι», γράφει ο περιηγητής Ρίτσαρντ
Πόκοκ, 1878. « Όμως ο μουσελλίμης σχεδόν αδιάκοπα επιβάλλει φορολογίες στους
Χριστιανούς οι οποίοι συχνά εγκαταλείπουν το νησί και μεταβαίνουν στις ακτές
της Κιλικίας. Αλλά πολύ συχνά επιστρέφουν, λόγω εκείνης της αγάπης που ο
καθένας αισθάνεται για την πατρίδα του.»
Άνοιξαν
κι εμάς τα συρματοπλέγματα, σπεύσαμε όσοι έσπευσαν να δουν τα σπίτια και τις
περιουσίες τους, να προσκυνήσουν στις εκκλησιές τους, ήρθαν άρρωστοι,
συνήθισαν, κι όταν μυρίστηκε ο Τούρκος πως ήρθε η ώρα, κουδούνισε το παραδάκι,
κι έτρεξαν πολλοί στο παζάρι της πατρίδας, παρόλο που κανενός τα σκλαβωμένα χώματα
δεν είναι δικά του.
Γι΄αυτό
σου λέω, φτωχέ κι άτυχε άγιέ μου, κι εσύ το ξέρεις καλύτερα: Η φτώχεια δεν
είναι εξωτερική υπόθεση. Είναι εσωτερική.