Ένας
αγγλικός ύμνος στον Ευαγόρα
του
Στέλιου Παπαντωνίου
Συγκροτημένος,
ψυχικά προετοιμασμένος , χωρίς μεγάλες ή μικρές διαταραχές, έτοιμος για το
αναπόφευκτο, τον τιμημένο θάνατο στην κρεμάλα, στάθηκε στις τελευταίες του
στιγμές ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, σύμφωνα με έκθεση του διευθυντή των υπηρεσιών
υγείας της βρετανικής διοίκησης τον καιρό της αγγλοκρατίας στην Κύπρο.
Ποιος
φούρνος έψησε τα ψωμιά που’ φαγε ο Ευαγόρας, ποια νεροπηγή τον πότισε και περπατούσε μέτρα πάνω από τα κεφάλια των
συμμαθητών και των δασκάλων του, κι ατένιζε εκεί ψηλά σαν αετός τις βουνοκορφές
της λευτεριάς, ήδη ελεύθερος από το φόβο του θανάτου; Σε ποια κομματικά σεμινάρια ποιας νεολαίας τα
έμαθε αυτά , πώς ο άνθρωπος θέτει στη ζωή του στόχους υψηλούς, πώς αγωνίζεται
γι’ αυτούς, πώς ανεβαίνει τα σκαλοπάτια να βρει τη λευτεριά; Τον γαλούχησε η Οικογένεια
που λειτουργούσε, τον γαλβάνισε το Σκολειό που δίδασκε Ελληνικά Γράμματα και Ιστορία
και ανέβαζε το ήθος των ανθρώπων, τον βάφτισε στα νάματά της η Εκκλησία που ήταν όχι μόνο η Ορθόδοξη
αλλά κι Ελληνική, που δεν έβρισκε τίποτε
πιο φυσικό για την κόρη Κύπρο από του να είναι ενωμένη με τη μάνα της Ελλάδα.
Τα άλλα ήταν λόγια και σκέψεις του διαβόλου και της πολιτικής, άσχετης με τη
συνείδηση των ανθρώπων.
Ο
διευθυντής των υπηρεσιών υγείας δεν ήξερε, όταν έγραφε την αναφορά του για την
ψυχική κατάσταση του Παλληκαρίδη μετά την καταδίκη του σε θάνατο, πως θα ’γραφε
μια δοξολογία για τον ήρωα και για τον ελληνικό κυπριακό λαό που ανέβαινε με
τις θυσίες του στο δίχτυ του ήλιου. Νόμιζε πως θα ’βρισκε έναν τρομοκρατημένο
νέο, φοβισμένο και καταρρακωμένο, βυθισμένο στη μαύρη κόλαση, να κλαίει και να
θρηνάται. Κι όμως οι προβλέψεις κι οι γνώσεις του μάταιες και ψευδείς.
Όλα
αυτά τα θαυμαστά ζήσαμε τότε, αυτά μας διέπλασαν, γι’ αυτό και δεν ξεχνούμε
τους καιρούς και τα ήθη, τους αγώνες και τις θυσίες. Μόνο και μόνο γιατί
ανέβασε τον άνθρωπο σ’ αυτά τα ύψη, να ατενίζει άφοβος το θάνατο και να θεωρεί
την ώρα του θανάτου την πιο καλή του ώρα, αξίζει το σεβασμό και τη διδασκαλία της
η ιστορική περίοδος του αγώνα της ΕΟΚΑ. Αξίζει τη μελέτη του και την εξαγωγή
συμπερασμάτων και διδαγμάτων ο ιερός εκείνος αγώνας του ελληνικού κυπριακού
λαού. Είναι όμως απαράδεχτο να διαγράφεται ή να χλευάζεται ο αγώνας ή να
θεωρούνται εθνικιστές οι αγωνιστές, οι θαυμαστές του και οι προσκολλημένοι στα
ιδανικά της μοναδικά ηρωικής εκείνης εποχής.
«Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη
μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν
λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω
χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια
μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο
όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
Τέτοια λόγια δεν γράφονται από τον καθένα που βρίσκεται στο
δεκαοχτώ του χρόνια και μπροστά στο θάνατο. Η θυσία του πολυτιμότερου αγαθού,
της ζωής, δεν ήταν για τον Ευαγόρα θεωρία
αλλά πράξη ευθύνης και ανάληψη της
ευθύνης για την εκλογή, επίγνωση της θυσίας, ελεύθερη αποδοχή της, εξ ου και η ευδαιμονία
του εύψυχου νέου, όπως πιο πάνω αναγράφεται από τον ίδιο. Το εύδαιμον το
ελεύθερον, το δε ελεύθερον το εύψυχον.
Το
«Δεν Ξεχνώ» λοιπόν, κύριε υπουργέ της Παιδείας, αρχίζει από τον αγώνα του 1955,
περνά μέσα από το ΄63 κι έρχεται στο ΄74 και στο 2013, γιατί η Κύπρος δεν είναι
μόνο τόπος αλλά και ιστορικός χρόνος, γεμάτος ιδέες που πραγματοποιούνται με
θυσίες, ιδανικά που αγκάλιασε ο λαός μας και του έδωσαν το σθένος να συνεχίσει
να υπάρχει ως σήμερα, άσχετα αν πραγματοποιήθηκαν ή όχι. Τα συμπεράσματα μπορεί
να είναι ιστορικά, μπορεί να είναι όμως και ηθικά. Και το μεγαλείο ενός νέου
μπροστά στο θάνατο είναι και ιστορικό γεγονός, όπως αποδεικνύουν και σήμερα τα
έγγραφα των Άγγλων, είναι όμως προπάντων ηθικό.
Κι
αυτό το ηθικό έχουμε περισσότερη ανάγκη σήμερα, για να ορθοποδήσουμε και να
επιβιώσουμε στον τόπο μας απ’ άκρου εις άκρον.