Για το έργο του Αντώνη Πιλλά
του Στέλιου Παπαντωνίου
Αν δεν υπήρχαν οι ελάσσονες ποιητές, δεν θα υπήρχαν οι
μείζονες. Αν δεν υπήρχαν οι αοιδοί και οι ραψωδοί, δε θα υπήρχε ο Όμηρος. Αν
δεν υπήρχαν τα δημοτικά μας τραγούδια, δε θα ΄βρισκε βάση να ανυψωθεί ο
Σολωμός.
Ο Αντώνης Πιλλάς με το έργο του μας βυθίζει στις ρίζες της
ποίησης, ως αοιδός εμπνέεται από τους ήρωες της πατρίδας και της θρησκείας μας,
χειρίζεται τον παλαιό δεκαπεντασύλλαβο και μας διχτυώνει με νεότερους μεγάλους,
το Σολωμό, το Ρίτσο. Η ποίησή του οδοιπορεί την αιματηράν, για να ενωθεί με τον
Θεό κι ο άρρητος και άρρηκτος δεσμός του έργου του με τα πνευματικά
δημιουργήματα της θρησκείας μας φανερώνουν τη γνήσια και βαθιά του πίστη. Ο
ανθρώπινος λόγος στην προσπάθειά του να συλλάβει τον Θείο Λόγο δημιουργεί έργα
πνεύματος, άρα όλο το φανέρωμα των ανθρωπίνων λόγων στην προσπάθεια σύζευξής
τους με το Θείο δεν είναι παρά πνευματικά χνάρια του ανθρώπου στο χώρο και στο
χρόνο, είτε επιτυχημένα είτε αποτυχημένα, πάντως εργώδεις προσπάθειες έκφρασης του
αρρήτου.
Από αυτή την άποψη ο Αντώνης Πιλλάς δημιουργεί με συνέπεια έργο
πνευματικό μέσα στο οποίο αποτυπώνει κατά τις ποιητικές του δυνάμεις τον αγώνα
του ανθρώπου να πλησιάσει με το λόγο, το συναίσθημα, την πίστη και ευαισθησία
του το Θεό, με το βάθος και πλάτος της έννοιας όσο βαθύτερο και πλατύτερο.
Μελετώντας- το κατά δύναμη- το έργο του Αντώνη Πιλλά θαυμάζω
την επιμονή, υπομονή, συνέπεια, εργατικότητα, το εξολοκλήρου δόσιμο του
ανθρώπου στο δημιούργημά του. Ο αγώνας
είναι εμφανής, η προσπάθεια συνεχής και εν πολλοίς συνεπής. Ο άνθρωπος θαυμάζει
τη φύση, τους συνανθρώπους του, τα παιδιά του προπάντων, προσλαμβάνει από τις
πλούσιες πηγές των ελληνικών και χριστιανικών γραμμάτων και συντηρεί την
πνευματική του ομοιογένεια και ταυτότητα, όλο απλώνοντας στον ελληνικό και
χριστιανικό μας κόσμο και όλο εμβαθύνοντας σε συλλήψεις θεολογίας και
φιλοσοφίας ως την ενότητα των πάντων, θεμελιώδες πρόβλημα της θεολογίας και
φιλοσοφίας.
Όντας ως δάσκαλος κοντά στα παιδιά αλλά και ως πατέρας, με
την ποιητική του γραφίδα κατέλιπε σε μικρούς και σε μεγάλους ποιήματα
βραβευθέντα και καταξιωθέντα από σώματα της κοινωνίας μας.
Η επιμονή του στο δεκαπεντασύλλαβο και τα θεμέλιά του στους
μεγάλους ποιητές του νέου ελληνισμού είναι πειστήρια της γνώσης και
καλλιέργειας του ταλέντου του, που πετυχαίνει με μόχθο και πείσμα
προσκολλημένος στη στέρεη παράδοση.
Όταν όμως αποφασίσει να εκφραστεί σε ελεύθερο στίχο, ο
αναγνώστης νιώθει πως ελευθερώθηκαν πουλιά μέσα από τα κλουβιά τους και
κελαηδούν συμφώνως, με παράλληλους χαιρετισμούς σε νεοτερικούς ποιητές, έστω ο
Καβάφης.
Στο μεγαλύτερο όμως μέρος του έργου του ακούμε μέτρα του
Ερωτόκριτου, της Θυσίας του Αβραάμ, του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου, σε ένα
πλούσιο λεξιλόγιο και εικονοστάσι από τούτα τα γερά αγκωνάρια της νεοελληνικής
ποίησης.
Αν ο Αντώνης Πιλλάς ανέβασε τους αοιδούς στην ενατένιση του
Χριστού και της χριστιανικής θεολογίας, αν ανέβασε τον ποιητάρη στον ποιητή,
είναι γιατί θέλησε να παραμείνει πιστός στις γνήσιες πηγές της νεοελληνικής
λογοτεχνίας και με αυτή τη γερή αρματωσιά να ανέβει ως τη θέα και έκφραση του
αρρήτου.
Δε θα προβώ σε αισθητική ανάλυση του έργου του Αντώνη, γιατί
ξέρω πως υπάρχουν ευαίσθητες κεραίες που μπορούν να ανιχνεύσουν την ποιητική
του, δεν μπορώ όμως παρά να θαυμάσω τον άθλο και ποιητικό αγώνα ενός ανθρώπου
να παλέψει με τα υψηλά και να καταθέσει με ειλικρίνεια το αποτέλεσμα του μόχθου
του.
Ο Αντώνης Πιλλάς πιστός στον εαυτό του έδωσε έργο θαυμαστό.
Από όλα όμως όσα διάβασα ένα μόνο να έγραφε, το «Στην κόρη
μου», θα κατατασσόταν από τους ανθολόγους στους ποιητές, γιατί εκεί μέσα κρύβει
και αποκαλύπτει τις σχέσεις των ανθρώπων, το πρόβλημα της εν κόσμω παρουσίας
και απουσίας από τον κόσμο, της μνήμης και λήθης των ανθρώπων, την πεμπτουσία
της φιλοσοφίας και της ζωής. Για να γραφτεί όμως ένα τέτοιο ποίημα χρειάζεται
να χυθούν σε χιλιάδες στίχους τα συναισθήματα και οι πόθοι των ανθρώπων.
Βυθισμένος στην ιστορία και
παράδοσή μας εμπνεύστηκε από το μαρτύριο των μοναχών της Καντάρας και ανέπλασε
ποιητικά σε δεκαπεντασύλλαβο την εποχή και την κρατούσα τάξη, προπάντων όμως με
σεβασμό και συγκίνηση αποτύπωσε το μαρτύριο και τη μαρτυρία των μοναχών που
θυσιάστηκαν για την αλήθεια της πίστης μας.
Το έργο του αυτό μπορεί να απηχεί
την 9η Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη πολύ απόμακρα και αχνά, μπορεί
όμως να σταθεί επάξια δίπλα του στην Ιστορία της Λογοτεχνίας, γιατί είναι
περισσότερο έργο φαντασίας και πνευματικής σύλληψης, αφού οι ιστορικές πληροφορίες για το γεγονός είναι
ελάχιστες, πέντε έξι γραμμές. Ο ποιητής όμως έπλασε ένα ολόκληρο κόσμο ζωντανό,
μέσα στο πάθος και στην πίστη, ανάμεσα στο μίσος και τη μισαλλοδοξία του
δυτικού Αντρέα και την ακράδαντη και στερεά πέτρα των ορθοδόξων αληθειών των
μαρτύρων μοναχών.
Μέσα στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και
η σύνθεσή του «Φυλακισμένα Μνήματα», στηριγμένη σε ιστορικά γεγονότα και
περισσότερες μαρτυρίες, εδώ μάλιστα ο Αντώνης Πιλλάς προβαίνει σε μια
πειραματική σύνθεση σε πεζό και ποιητικό λόγο, ελεύθερη δομή και στίχο, με
ποικιλία διαλεκτικού λόγου, που παραπέμπει στους χρονογράφους μας της
Φραγκοκρατίας, κι έτσι δένεται ιδεολογικά και γλωσσικά το μαρτύριο των μοναχών
της Καντάρας με τους ήρωές μας του 1955-59, που ενταφιάστηκαν στις Κεντρικές
Φυλακές, ιδιαίτερα τους απαγχονισθέντες.
Ο Αντώνης Πιλλάς μπορεί κάλλιστα
να χαρακτηριστεί θρησκευτικός ποιητής, γιατί ένα μεγάλο μέρος του έργου του
συνάπτεται με τη θρησκευτική ζωή και πίστη των ορθοδόξων χριστιανών, μπορεί
όμως να θεωρηθεί και ως ποιητής στραμμένος στο επέκεινα, κι αυτό ίσως να είναι
το κυριότερο γνώρισμά του, γιατί σπάνια να βρεθεί ποίημά του που να μην
ανεβάζει στον ουρανό, επί πτερύγων αγγέλων, να μην είναι έκφραση προσευχής και
συνομιλία με τον Κύριο, με την Παναγία, την αγία Τριάδα, ίνα πάντες έν εσμέν,
την ενότητα που οραματίζεται και εκφράζει. Μια συλλογή των στίχων και εικόνων,
που παραπέμπουν κι ανεβάζουν στο επέκεινα θα αποδείξει του λόγου το αληθές. Ο
ποιητής μας είναι ο ταπεινός άνθρωπος που συγκινείται με τα εν σοφία ποιηθέντα
έργα του Θεού, που βρίσκει παρηγοριά στα ξωκλήσια και μοναστήρια, που νιώθει
διαρκώς να τον παρακολουθεί ο άλλος κόσμος, που τον αίρει από τον παρόντα και
τον λυτρώνει. Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν.
Όπως προαναφέρθηκε, ο Αντώνης Πιλλάς μας έδωσε πλήθος στίχων
δεκαπεντασυλλάβων με απόηχους της Κρητικής Σχολής, του Σολωμού και του Ρίτσου.
Πλήθος των είναι επιτυχημένα χυμένοι στίχοι, μόνο η χασμωδία σε μερικούς είναι ενοχλητική. Οι ελεύθεροι στίχοι του,
μακριά από τα αναγκαστικά μεθόρια των
δεκαπεντασυλλάβων αφήνουν ανθρώπινη τη φωνή σε διάφορους ρυθμούς να ηχεί πιο
κοντά στο σύγχρονο αίσθημα της στιχοποιίας. Στα ποιήματα χυμένα στα παλαιά
μέτρα, οι εικόνες είναι αναγκαία πλατιές και ξεδιπλώνονται όπως στον Όμηρο και
στον Ερωτόκριτο. Στον ελεύθερο στίχο των ποιημάτων του οι αρμοί των λέξεων
είναι πιο επιτυχημένοι, με πρόσθεση πολύπτυχων διαστάσεων των σημαινομένων μέσω
πλουσιότερων εκφραστικών τρόπων, γι’ αυτά όμως θα πρέπει να γίνει ειδική
αναφορά και ειδική μελέτη με παράθεση αντίστοιχων χωρίων από το πολυσέλιδο έργο
του ποιητή.
Όλα όσα ως τώρα αναφέρθηκαν
αποτελούν μια πρώτη αντίδραση σ’ ένα έργο που γνώρισα εδώ και χρόνια να
γεννιέται και να αναπτύσσεται.
Πάντα όμως υπάρχει εκείνο το
άληπτο της ποιήσεως που δεν συνελήφθη και δεν εκφράστηκε από τον αναγνώστη του
έργου του Αντώνη Πιλλά, γιατί απαιτείται εμβάθυνση και σκάψιμο στις μυστικές
φλέβες. Προς το παρόν ας αρκεστούμε στο κατά δύναμιν.