ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΥΠΡΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
Ζήνων ο Κιτιεύς
ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2010
ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΥΠΡΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
Το ίδρυμα Αναστάσιος Γ. Λεβέντης με τις εκδόσεις του Αρχαία Κυπριακή Γραμματεία πρόσφερε στους ενδιαφερόμενους για τη φιλοσοφία την ευκαιρία να έχουν συγκεντρωμένα σε δυο τόμους τα σχετικά με τους κύπριους φιλοσόφους.
Ο τόμος με αριθμό 5 Φιλοσοφία, Ζήνων ο Κιτιεύς, είναι καρπός του σύγχρονου κύπριου φιλοσόφου και πανεπιστημιακού Κώστα Π. Μιχαηλίδη, με συνεργάτες τον Ανδρέα Λουκά και την Έφη Χατζηαντωνίου- Δημοσθένους. Ο τόμος με αριθμό 6 Φιλοσοφία, Κλέαρχος, Περσαίος, Δημώναξ και άλλοι κύπριοι φιλόσοφοι, είναι έργο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου Ιωάννου Ταϊφάκου. Τη γενική εποπτεία είχε ο Πάτροκλος Σταύρου.
Η παρούσα εργασία, στηριζόμενη εν πολλοίς στους δυο αυτούς τόμους, αποβλέπει στο να φέρει κοντά στο σύγχρονο αναγνώστη το έργο των κυπρίων φιλοσόφων της αρχαιότητας και πρώτα του Ζήνωνα Κιτιέα.
ΖΗΝΩΝ Ο ΚΙΤΙΕΥΣ
Ζήνων Κιτιεύς. Ο θεμελιωτής της Στωικής φιλοσοφίας. Στη φιλοσοφία του περιέλαβε στοιχεία παλαιών και συγχρόνων του φιλοσόφων, ώστε στη φιλοσοφία του να βρίσκονται νήματα της προσωκρατικής φιλοσοφίας, του Σωκράτη και Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των συγχρόνων του Περιπατητικών, Ακαδημεικών, Μεγαρικών, Κυνικών, Σκεπτικών και Επικουρείων, χωρίς τούτο να σημαίνει πως η φιλοσοφία του δεν έχει συνέπεια και ενότητα λογική.
Βίος
Ο Ζήνων, (Διογ.Λαερτ.7.1 ισχνός, υπομήκης, μελάγχρως, όθεν τις αυτόν είπεν Αιγυπτίαν κλιματίδα) ο Κιτιέας όπως απαιτούσε να λέγεται - περήφανος για την πόλη του- (Διογ. Λαερτ.7.12 σε στήλη γράφτηκε «Ζήνωνος του φιλοσόφου» κι αυτός ζήτησε να προστεθεί και το Κιτιέας) γεννήθηκε περί το 352 π. Χ. στο Κίτιο της Κύπρου, πόλη ελληνική, με φοίνικες έποικους, γι’ αυτό και μερικοί τον θεωρούν φοινικικής καταγωγής (ο Τίμων στους Σίλλους γράφει: και Φοίνισσαν ίδον λιχνόγραυν...), από πατέρα τον πλούσιο έμπορο Μνασέα ή Δημέα. Περί το 331 πηγαίνει στην Αθήνα. Ο πατέρας του προηγουμένως ως έμπορος είχε επισκεφτεί πολλές φορές το άστυ, (Διογ. Λαερτ. 7.31) από όπου και του έφερνε βιβλία της σωκρατικής φιλοσοφίας. Ιδιαίτερα αγαπούσε την Απολογία του Σωκράτους. Ο Ζήνων, με πλοίο φορτωμένο πορφύρα, πήγαινε στην Αθήνα. Το πλοίο όμως ναυάγησε, γι’ αυτό έλεγε πως έτσι έκαμε το καλύτερό του ταξίδι, γιατί τούτο στάθηκε αφορμή να οδηγηθεί στη φιλοσοφία. («Νυν ευπλόηκα, ότε νεναυάγηκα» Διογ. Λαερτ. 7.2-4) Μετά το ναυάγιο κάθισε σ’ ένα βιβλιοπωλείο και διάβαζε τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντος. Τα χάρηκε πολύ και ρώτησε πού βρίσκει κανείς τέτοιους άνδρες. Εκείνη την ώρα περνούσε από κει ο κυνικός φιλόσοφος Κράτης κι ο βιβλιοπώλης του είπε να τον ακολουθήσει. Ο Κράτης ήταν μαθητής του Διογένη, μαθητή του Αντισθένη, μαθητή του Σωκράτη. Ο Αντισθένης έκαμε σχολή στο Κυνόσαργες, εξου και κυνικοί, με έννοια παρεξηγημένη αργότερα, όταν διαδέχτηκε τον Αντισθένη ο Διογένης. Ο Αντισθένης δίδασκε πως σκοπός του βίου είναι το κατ’ αρετήν ζην.
Ο Ζήνων ήταν ντροπαλός και δεν ανεχόταν την κυνική αναισχυντία. Γι’ αυτό ο Κράτης προσπαθούσε να τον απαλλάξει από την ντροπή του. Μια μέρα του έδωσε μια χύτρα φακή να την περάσει μέσα από τον Κεραμεικό και βλέποντάς τον να ντρέπεται του την έσπασε φωνάζοντας: Τι φεύγεις μικρέ Φοίνικα; Δεν έπαθες κανένα κακό. (Διογένης Λαέρτιος 7. 2-4 τι φεύγεις φοινικίδιον; ουδέν δεινόν πέπονθας) Πιστός στο χρησμό του μαντείου των Δελφών, να συγχρωτίζεται με τους νεκρούς, δηλαδή να μελετά τα βιβλία τους (Σουίδας: Ζήνων «εχρήσθη δε αυτώ πυνθανομένω περί βίου συγχρωτίζεσθαι τοις νεκροίς, όπερ ήν τοις αρχαίοις δια των βιβλίων») έθεσε τις βάσεις μιας φιλοσοφίας με γνώρισμά της την ενότητα διαφόρων φιλοσοφικών συλλήψεων.
Ενώ μαθήτευε στον μεγαρικό Στίλπωνα, ο κυνικός Κράτης τον τραβούσε από το ιμάτιο για να τον αποσπάσει από το δάσκαλό του. «Κράτη, του λέει τότε ο Ζήνων,
η επιδέξια λαβή για τους φιλοσόφους είναι στα αφτιά. Αν με πείσεις λοιπόν τραβηξέ με σ’ αυτό το δρόμο. Αν όμως με αναγκάζεις με τη βία, το σώμα μου θα είναι κοντά σου, η ψυχή μου όμως κοντά στο Στίλπωνα.» Η «Πολιτεία», που συνέγραψε, δείχνει την επίδραση των κυνικών στις αντιλήψεις του. (Όπως έλεγαν την έγραψε «επί της του κυνός ουράν») Στη μεγαρική διαλεκτική ενεβάθυνε με τον μεγαρικό Διόδωρο τον Κρόνο, σχετίστηκε με τον Ακαδημικό Ξενοκράτη, που διαίρεσε τη φιλοσοφία σε διαλεκτική, φυσική και ηθική, και με τον Πολέμωνα, προϊστάμενο της πλατωνικής Ακαδημίας. Από τους παλαιότερους φιλοσόφους, αγαπούσε ιδιαίτερα τον Ηράκλειτο.
Σ’ όλους τους πιο πάνω μαθήτευσε είκοσι χρόνια. (Διογ. Λαερτ.7.2-4 Οπόταν λένε ότι είπε «τώρα έχω κάνει καλό ταξίδι, που έχω ναυαγήσει». Άλλοι όμως λένε ότι, όταν άκουσε για το ναυάγιο διέμενε στην Αθήνα και είπε «καλά κάνει η τύχη και με σπρώχνει ορμητικά στη φιλοσοφία- ευ γε ποιεί η τύχη προσελαύνουσα ημάς φιλοσοφία»)
Έδρα της διδασκαλίας του είχε την Ποικίλη Στοά των Αθηνών, πεποικιλμένη με τις ζωγραφιές του Πολύγνωτου, εξ ης και το όνομα Στωικοί, ενώ στην αρχή οι μαθητές του ονομάζονταν Ζηνώνειοι. (Διογ. Λαερτ. 7.5) Δίδασκε νύχτα μέρα ολόψυχα δοσμένος στο έργο του. Το Ζήνωνα στη διεύθυνση της Σχολής διαδέχτηκε ο Κλεάνθης από την Άσσο και ύστερα ο Χρύσιππος ο Σολέας. (Στράβων, Γεωγραφικά 8.1,57;C610)
Κύπριος μαθητής του Ζήνωνα ήταν ο Περσαίος ο Κιτιεύς, στενά δεμένος με το δάσκαλό του. Θαυμαστής του Ζήνωνα ήταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος, που τον προσκάλεσε στη Μακεδονία να αναλάβει την παίδευσή του και κατ’ επέκταση την παίδευση των Μακεδόνων, όπως γράφει στην επιστολή του (Διογ.Λαερτ. 7. 6-9) αφού διδάσκοντας και καθοδηγώντας τον άρχοντα στην αρετή, διδάσκει και τους υπηκόους του να γίνουν άξιοι. Μη μπορώντας λόγω σωματικής αδυναμίας και γηρατειών ο Ζήνων να μεταβεί στη Μακεδονία εισηγήθηκε στον Αντίγονο να δεχτεί τον Περσαίο, ο οποίος μετέβη εκεί και διετέλεσε σύμβουλος του Αντίγονου και δάσκαλος του γιου του. Άλλοι μαθητές του Ζήνωνα είχαν σχέσεις με άλλους ηγεμόνες και πολιτικές παρατάξεις του αρχαίου ελληνισμού, με κατάληξη επί Παναιτίου ο στωικισμός να γίνει η φιλοσοφία των ρωμαίων αρχόντων.
Ο Ζήνων ήταν ξακουστός για τον απλό και αυστηρό τρόπο ζωής του, αυτάρκης, μακριά από κενόδοξα πλούτη, εγκρατής (γι’ αυτό υπήρχε και η παροιμία Ζήνωνος εγκρατέστερος) σεμνός, καρτερικός. Τιμήθηκε από τους Αθηναίους και εν ζωή – του παρέδωσαν τα κλειδιά των τειχών, τον στεφάνωσαν με χρυσό στεφάνι και του φιλοτέχνησαν χάλκινο ανδριάντα- (Διογ.Λαερτ. 7. 6) και μετά θάνατον, παρόλο που δεν ήθελε να γίνει Αθηναίος, μη φανεί πως αδικεί την πατρίδα του. Πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία, στα ενενήντα οχτώ του χρόνια, είτε με το να μη δέχεται τροφή είτε γιατί χτύπησε. Ο Διογένης ο Λαέρτιος λέει πως φεύγοντας από τη σχολή έπεσε κι έσπασε το δάχτυλο. Τότε κτύπησε τη γη με το χέρι κι απάγγειλε το στίχο από τη Νιόβη: « Έρχομαι. Τι με φωνάζεις;» Κι έπνιξε αμέσως τον εαυτό του και πέθανε. Τούτο ονόμαζε ο Ζήνων «εύλογον εξαγωγήν». Το τιμητικό γι’ αυτόν ψήφισμα των Αθηναίων (Διογ.Λαερτ. 7. 10-12) αναφέρει ότι τον τιμούν γιατί επιδόθηκε στη φιλοσοφία, διετέλεσε άνδρας αγαθός και προέτρεπε τους νέους στην αρετή και στην εγκράτεια προβάλλοντας το βίο του ως παράδειγμα. Του έκτισαν τάφο στον Κεραμεικό με δημόσια δαπάνη.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΖΗΝΩΝΟΣ
Συγγράμματα (κατά Διογένη Λαέρτιο 7.166)
Πολιτεία: Η ιδανική πολιτεία, η κοσμόπολις, των σπουδαίων, σοφών, φίλων και ελεύθερων ανθρώπων
Περί του κατά φύσιν βίου
Περί παθών: διακρίνονται κατηγορίες παθών
Περί του καθήκοντος: καθήκον, το ακόλουθον εν ζωή και για ανθρώπους και για ζώα
Περί νόμου
Περί της ελληνικής παιδείας
Περί όψεως
Περί του όλου: η κοσμογονία του, στο οποίο υπάγονταν τα πιο κάτω δύο:
Περί ορμής ή περί ανθρώπου φύσεως και
Περί φύσεως
Περί σημείων
Πυθαγορικά
Καθολικά
Περί λέξεων
Προβλημάτων ομηρικών πέντε: σχόλια στα έργα του Ομήρου
Περί ποιητικής ακροάσεως
Τέχνη
Λύσεις δύο
Απομνημονεύματα Κράτητος
Ηθικά
Διατριβαί (μιλά για την αγωγή των παιδιών, κατά Σέξτο Εμπειρικό, Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις 3.245)
Εις Ησιόδου Θεογονίαν: σχόλια στη Θεογονία
Περί λόγου: σύγγραμμα λογικής. Ο λόγος της φιλοσοφίας διακρίνεται σε τρία μέρη, το φυσικόν, το ηθικόν και το λογικόν. (Διογ. Λαερτ.7.39)
Περί ουσίας: ο λόγος ως ενεργητική μορφοποιητική αρχή και η ύλη ως παθητική.
Χρείαι
Από ό, τι φαίνεται από τους τίτλους των βιβλίων του, ο Ζήνων έθεσε πράγματι τις βάσεις της Στωικής φιλοσοφίας και στα τρία μέλη της διαίρεσής της, στο φυσικό, στο λογικό και στο ηθικό.
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ
Ο Κικέρων (De finibus bonorum et malorum 3.5) λέει για τους Στωικούς και ειδικά για το Ζήνωνα πως «έχει εισαγάγει τους περισσότερους νεοτερισμούς. Δεν υπήρξε επινοητής τόσο πολύ νέων πραγμάτων όσο νέων λόγων».
Παρά το θεωρητικό της υπόβαθρο, η φιλοσοφία του Ζήνωνος έδωσε έμφαση στον πρακτικό βίο του ανθρώπου, μπροστά στον οποίο προβάλλει το πρότυπο του σπουδαίου, ελεύθερου από τα γύρω του αλλά ενταγμένου στην πολιτεία του κόσμου.
Κατά Διογένη Λαέρτιο, ο φιλοσοφικός λόγος χωρίστηκε από το Ζήνωνα σε τρία μέρη, στο φυσικό, στο ηθικό και στο λογικό που υποδιαιρείται στη ρητορική και στη διαλεκτική. Ο Ζήνων έβαζε στη σειρά πρώτη τη λογική, ύστερα τη φυσική και τέλος την ηθική, ενώ οι άλλοι στωικοί δε τα ξεχώριζαν και έκαναν τη διδασκαλία τους ανάμικτη. Οι Στωικοί τη φιλοσοφία παρομοίαζαν με ζωντανό οργανισμό, το λογικό ήταν τα οστά και τα νεύρα, το πιο σαρκώδες ήταν το ηθικό, ενώ όμοιο με την ψυχή ήταν το φυσικό. Ή με αυγό, το εξωτερικό το λογικό, το ασπράδι το ηθικό και ο κρόκος το φυσικό. Ή με αγρό, ο φραγμός το λογικό, ο καρπός το ηθικό ενώ η γη και τα δέντρα το φυσικό. (7.40)
ΤΟ ΛΟΓΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Στόχος της φιλοσοφίας είναι, κατά Ζήνωνα, το ορθόν έχειν τον λόγον, η ορθότητα των στοιχείων του λόγου, των μερών του και της ακολουθίας των. Επειδή όμως πρώτα λόγος είναι η πρόταση, που εκφράζει ένα νόημα, η φιλοσοφία αφορμάται από την κατανόηση του λόγου, της πρότασης, («φωνή σημαντική από διανοίας εκπεμπομένη, οίον “ημέρα εστί”»)
και προχωρεί να γνωρίσει τα στοιχεία της, το είδος τους και τη σύνταξή τους (Αρριανός, Επικτήτου Διατριβαί 4.8,12 «Αλλά μάλλον ά Ζήνων λέγει, γνώναι τα του λόγου στοιχεία, ποίόν τι έκαστον αυτών εστι και πώς αρμόττεται προς άλληλα και όσα τούτοις ακόλουθά εστι.»)
Το λογικό μέρος διαιρείται σε δύο επιστήμες, (Διογ.Λαερτ. 7.41) στη ρητορική και στη διαλεκτική, την «επιστήμη αληθών και ψευδών και ουδετέρων».
Όπως παραδίδει ο Σέξτος Εμπειρικός (Προς Μαθηματικούς 2.7) για να δείξει ο Ζήνων τη διαφορά διαλεκτικής- ρητορικής, έκλεινε το χέρι και πάλι το άνοιγε λέγοντας: «ως προς αυτό», εννοώντας με την κλειστή παλάμη το στρογγύλο και βραχύ της διαλεκτικής, ενώ με το άπλωμα και το τέντωμα των δακτύλων το πλατύ της ρητορικής.
Μέσα στο λόγο, το σημαίνον (το φωνητικό σημείο),
το σημαινόμενο (το λεκτό νόημα) και
το τυγχάνον (το πράγμα)
φανερώνει τη συνύφανση γλώσσας, σκέψης και κόσμου.
Ο δημιουργικός λόγος διαπερνά τη φύση και ως πρακτικός κανόνας ρυθμίζει τον ανθρώπινο βίο.
φαντασία
Κατά Διογένη Λαέρτιο (7.45, 49-51) «στους στωικούς αρέσει να προτάσσουν το λόγο, που αναφέρεται στην παράσταση και την αίσθηση, γιατί
το κριτήριο με το οποίο γνωρίζεται η αλήθεια των πραγμάτων είναι γενικά η παράσταση (φαντασία, λατινικά: visum) και γιατί
ο λόγος που αφορά τη συγκατάθεση και την κατάληψη και τη νόηση, επειδή προηγείται των άλλων, δεν μπορεί να συσταθεί χωρίς την παράσταση.
Γιατί προηγείται η παράσταση,
κι έπειτα η διάνοια- έχοντας τη δύναμη της έναρθρης έκφρασης-
εκφέρει διά του λόγου αυτό που πάσχει από τη φαντασία (από την παράσταση)».
Η φαντασία είναι απεικόνιση στην ψυχή του περιεχομένου της αίσθησης που προέρχεται από το αντικείμενό της.
Η φαντασία σχετίζεται με το κατ’ αίσθηση πραγματικό αντικείμενό της και προέρχεται από κάτι υπαρκτό.
Η φαντασία είναι αποτύπωση στην ψυχή όπως την αποτύπωση που γίνεται μέσα στο κερί από τη σφραγίδα (κατά Κλεάνθη) ή – καλύτερα-
μια αλλοίωση της ψυχής (στο ηγεμονικό της μέρος) όπως ο αέρας δέχεται ταυτόχρονα διάφορες φωνές (κατά Χρύσιππο.)
Άλλο όμως φάντασμα και άλλο φαντασία. (Διογ.Λαερτ.7.50 «Διαφέρει δε φαντασία και φάντασμα• φάντασμα μεν γαρ εστι δόκησις διανοίας οία γίνεται κατά τους ύπνους, φαντασία δε εστι τύπωσις εν τη ψυχή, τουτέστιν αλλοίωσις.»)
Από τις φαντασίες (παραστάσεις) άλλες είναι κατ’αίσθηση, λαμβάνονται από ένα αισθητήριο όργανο,
άλλες μη κατ’ αίσθηση, συλλαμβανόμενες διά της διανοίας, όπως των ασωμάτων.
Ό,τι γίνεται γνωστό με την αίσθηση ονομάζεται αίσθηση,
κι αν είναι βεβαιότατο (ώστε διά του λόγου να μην μπορεί να κλονισθεί) ονομάζεται γνώση ή αν δεν είναι κάτι βέβαιο (δίνεται στη φαντασία ασθενής συγκατάθεση) ονομάζεται μη γνώση, γνώμη, συγγενής προς το ψεύδος. (Κικέρων Acad. post.1.11, 40-42) Αυτά χωρίζονται από την αρετή και τη σοφία.
καταληπτική φαντασία
Πέραν της φαντασίας ο Ζήνων προχωρεί στην καταληπτική φαντασία και
στην κατάληψη, λέξη που θυμίζει τα πράγματα που καταλαμβάνονται με το χέρι. Όπως γράφει ο Ευσέβιος, (Προπαρασκευή ευαγγελική 14.6)
την καταληπτική φαντασία πρώτος τη βρήκε ο Ζήνων κι αυτή είχε μεγάλη ευδοκίμηση στην Αθήνα.
Παράσταση καταληπτική είναι εκείνη που προέρχεται από το πραγματικό αντικείμενο, συμφωνεί με το αντικείμενο αυτό και είναι τυπωμένη και σφραγισμένη στην ψυχή (στο ηγεμονικό της) κατά τρόπο που δε θα μπορούσε να γίνει από ένα μη πραγματικά υπάρχον αντικείμενο.
Δεν πρόκειται δηλαδή για μια παθητική τύπωση αλλά
για ενεργητική της ψυχής κατάληψη ως πραγματικού αντικειμένου. (Σεξτ. Εμπειρ. Προς Μαθ. 7.248
«Φαντασία καταληπτική εστιν η από του υπάρχοντος κατ’ αυτό το υπάρχον εναπομεμαγμένη και εναπεσφραγισμένη, οποία ούκ αν γένοιτο από μη υπάρχοντος.»)
Η καταληπτική φαντασία είναι κριτήριο της αλήθειας.
(Κατά τον Αρκεσίλαο -της μέσης Ακαδημίας-
οτιδήποτε προερχόταν από τις αισθήσεις ήταν σφαλερό,
κατά τον Επίκουρο κάθε αισθητό ήταν βέβαιο,
κατά το Δημόκριτο κάθε αισθητή πραγματικότητα ήταν απορριπτέα,
ενώ κατά Ζήνωνα γινόταν η διάκριση
άλλων παραστάσεων ως αληθών άλλων ως ψευδών.)
κατάληψη
Κατάληψη, γνώση, (λατ. comprehensio) χαρακτηρίζεται η καταληπτική φαντασία (παράσταση) που έγινε αποδεκτή και πήρε τη συγκατάθεση.
Καταληπτόν είναι το δυνάμενο να κατανοηθεί και ακατάληπτο το ακατανόητο
συγκατάθεση
Με τον όρο συγκατάθεση (του πνεύματος, animorum) ο Ζήνων δηλώνει πως
η στάση του ανθρώπου στις ψυχικές εικόνες των πραγμάτων δεν είναι μόνο παθητική,
αφού δέχεται αθέλητα κάποιος την εμπειρία μιας εικόνας, αλλά προπάντων
ενεργητική, αφού την κατανοεί ως εικόνα
και συγκατατίθεται ότι προέρχεται από υπαρκτό πράγμα
και δεν είναι κάτι φανταστικό.
Μια ξαφνική εικόνα που πέφτει στην αντίληψη μπορεί να ταράξει τον φαύλο και να την θεωρήσει αληθή. Ο σοφός όμως δεν θα σπεύσει να δώσει τη συγκατάθεσή του σ’ αυτήν ως αληθή, αλλά θα μείνει ατάραχος και θα κρίνει.
Η συγκατάθεση εξαρτάται από τη θέληση του ανθρώπου.
Όλα τα πιο πάνω αποδίδονται με μια χειρονομία:
«" Εκτός από το σοφό, κανείς δεν ξέρει τίποτε, γράφει ο Κικέρων.( Cicero Academica pr.47.144sq) Κι αυτό ο Ζήνων το έδειχνε με μια χειρονομία:
έδειχνε το χέρι του με τα δάχτυλα ανοιχτά. Αυτό είναι η φαντασία, έλεγε.
Ύστερα δίπλωνε λίγο τα δάχτυλα. Αυτό είναι η συγκατάθεση.
Έπειτα, όταν πια είχε κλείσει ολότελα το χέρι κι έδειχνε τη γροθιά του,
έλεγε πως αυτό είναι η κατάληψη, με την κυριολεκτική έννοια, λέξη
που δεν είχε χρησιμοποιηθεί πριν από αυτόν.
Ύστερα πλησίαζε το αριστερό χέρι στην κλειστή γροθιά και την έσφιγγε με δύναμη, λέγοντας πως αυτό είναι η επιστήμη, που κανένας άλλος, εκτός από το σοφό, δεν κατέχει.
Η επιστήμη είναι εκείνο που μπορεί να επιτρέψει στον άνθρωπο να δώσει τη συγκατάθεσή του στην κατασκευή του κόσμου μέσα στον οποίο ζει και,
με μια τέτοια ενέργεια, εναρμονίζεται, κατά κάποιο τρόπο, με τον ίδιο το Θεό, γιατί, γράφει ο Σενέκας,
"το λογικό δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα κομμάτι του θεϊκού πνεύματος κρυμμένο μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα."
Για να ζήσει κανείς σε αρμονία με τη φύση, πρέπει να συμφωνεί μαζί της
κι η συμφωνία αυτή προϋποθέτει μιαν απήχηση αυτού που είναι η φύση μέσα στον άνθρωπο, ένα είδος συμπάθειας.
Αλλά ο κόσμος δεν είναι ένα πράγμα σε αδράνεια, είναι κάτι ζωντανό και μάλιστα ένας ζωντανός Θεός,
γι’ αυτό και η σοφία προϋποθέτει μια συναίνεση στη ζωή του κόσμου,
στην εξέλιξη των γεγονότων, που να στηρίζεται στο λογικό.
(Βλέπε: Στέλιου Παπαντωνίου, Στωική Φιλοσοφία, Λευκωσία 2006)
Σημαντικό στο τέλος είναι να καταλάβουμε την ενότητα του στωικού συστήματος, αφού η συγκατάθεση δεν αναφέρεται μόνο στην παράσταση
και κατ’ επέκταση στην αληθινή γνώση,
αλλά και στην ηθική, γιατί
ο άνθρωπος πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή του στην αρετή, στην ορθή πράξη, και ακόμα να μετάσχει του λόγου του σύμπαντος
κι έτσι να ευδαιμονεί.
Όπως γράφει ο Φίλων (Περί φυτουργίας Νώε 73)
της κακίας και της αρετής μοιάζει να είναι σαν σπίτι τους ο νους και ο λόγος,
μέσα στον οποίο εκ φύσεως κατοικούν.
Κατά τον Γέλλιο (Noctes Atticae 19.1,4.14-21) «Οι παραστάσεις της ψυχής που οι φιλόσοφοι τις καλούν φαντασίες και διά των οποίων το ανθρώπινο πνεύμα ήδη με την πρώτη εμφάνιση του συμβαίνοντος πράγματος στην ψυχή προσβάλλεται, δεν υπόκεινται στη βούληση και δεν υποτάσσονται στην προαίρεσή μας, αλλά ωθούνται με την εκάστοτε δύναμή τους πάνω στους ανθρώπους για λήψη γνώσης. Οι συγκαταθέσεις όμως με τις οποίες οι παραστάσεις μας γίνονται καταληπτές και τίθενται υπό την κρίση μας, είναι κατά βούληση και γίνονται με την ελεύθερη προαίρεση των ανθρώπων. Όταν λοιπόν από τον ουρανό ή από μια κατακρήμνιση εκπέμπεται ένας τρομερός θόρυβος, όταν ξαφνικα φθάνει η είδηση για ένα οποιοδήποτε κίνδυνο ή όταν έχει συμβεί κάτι άλλο αυτού του είδους, τότε αναπόφευκτα και η ψυχή του σοφού θα μεταπέσει για μια στιγμή σε ταραχή, θα αγχωθεί και θα ωχριάσει, αυτό όμως όχι γιατί ήταν προκατειλημμένος με μια γνώση για κάτι κακό, αλλ’ εξαιτίας ορισμένων ξαφνικών και απροσδόκητων διεγέρσεων που προλαμβάνουν το καθήκον του νου και της σκέψης. Ωστόσο σε λίγο αποποιείται ο σοφός τη συγκατάθεσή του σε τέτοιες φαντασίες- δηλαδή σ’ εκείνες τις παραστάσεις που μεταθέτουν την ψυχή σε κατάσταση τρόμου- δεν συναινεί, δεν συγκατατίθεται, μάλλον τις απορρίπτει και τις απωθεί και έχει τη γνώμη ότι σ’ αυτές τις παραστάσεις δεν υπάρχει τίποτε που θα είχε να φοβηθεί. Ο μωρός πιστεύει ότι όλα είναι σκαιά και απαίσια• ο σοφός διατηρεί τη σταθερότητα και τη δύναμη του δόγματός του, που είχε πάντα μπροστά σε τέτοιες παραστάσεις, ότι δηλαδή δεν πρέπει να τις φοβόμαστε, αλλά εμπνέουν τρόμο απλώς με τις ψευδείς των εικόνες και με το μάταιο φόβητρό τους.»
Ότι η ορθή χρήση των παραστάσεων σχετίζεται και με την ηθική και το αγαθό και την ευδαιμονία φαίνεται και στο απόσπασμα που παραθέτουμε και παρακάτω, από τον Αρριανό ( Επικτήτου Διατριβαί 1.20, 14-15) «τελικός σκοπός είναι να ακολουθεί κανείς τους θεούς, η ουσία δε του αγαθού είναι η χρήση, τέτοια που πρέπει, των παραστάσεων».
Η επιστήμη- τέχνη κατά Σέξτο Εμπειρικό (Πυρρώνειοι υποτυπώσεις 3.241) είναι ένα σύστημα από γνώσεις (καταλήψεις) έτσι και η κατάληψη είναι η συγκατάθεση στην καταληπτική παράσταση. Ο ίδιος (Προς Μαθηματικούς 11,182) γράφει ότι η τέχνη- επιστήμη είναι σύστημα από γνώσεις (καταλήψεις) και η κατάληψη είναι η συγκατάθεση σε μια καταληπτική παράσταση. Η τέχνη- επιστήμη αποτελεί κατάληψιν ασφαλή και αμετακίνητον υπό λόγου. Η αληθινή γνώση κατακτάται μόνο από το σοφό. « Ο Ζήνων λέει ότι η τέχνη (επιστήμη) είναι σύστημα από γνώσεις (καταλήψεις) που τις γυμνάζουμε από κοινού προς κάποιο σκοπό εύχρηστο στην καθημερινή μας ζωή.» (Ολυμπιόδωρος, Σχόλια εις Γοργίαν 12. 1, p. 69sq) «Η τέχνη (επιστήμη) είναι έξη που δημιουργεί σύμφωνα με μια οδό, δηλαδή με μια οδό και μια μέθοδο φέρνει κάτι σε φως.» (Σχόλια εις Διονύσιον τον Θράκα, p.118, 13-16)
Εννοήματα (κατά Πλάτωνα: ιδέες) υπάρχουν στη συνείδησή μας και
μοιάζουν με όντα ενώ δεν είναι, γιατί
πραγματικά όντα είναι μόνο τα άτομα.
Κατά Διογένη Λαέρτιο (7.61) «εννόημα είναι μια παράσταση της διάνοιας, που δεν είναι κάτι που υπάρχει, ούτε κάτι που έχει ατομικό προσδιορισμό, αλλά είναι ως εάν να υπάρχει και ως εάν να έχει ατομικό προσδιορισμό, όπως γίνεται η εντύπωση ενός ίππου κι όταν αυτός δεν είναι παρών»
Η φαντασία είναι η κατ’ αίσθησιν παράσταση.
Άλλο φάντασμα κατά Αριστοτέλη και άλλο
φάντασμα κατά Ζήνωνα, που εννοεί δύο τινά, ή
παράσταση ονείρου ή
εννόημα, δηλαδή γενική παραστατική εικόνα, φάντασμα διανοίας, έννοια (mental picture) περίπου γενικές έννοιες, σχεδόν
προλήψεις, δηλαδή εκ φύσεως καταβολές που
αναπτύσσονται με την εμπειρία και το λόγο σε γενικές έννοιες.
Η πρόληψη είναι έννοια φυσική των καθόλου,
όχι ιδίου απόδοσις, όχι χαρακτηριστική ιδιότητα, όχι ειδοποιός διαφορά.
Οι έμφυτες προλήψεις αναπτύσσονται εκ φύσεως.
Ο ορισμός συλλαμβάνεται με το λόγο ενώ η πρόληψη είναι μια προ-έννοια.
λογική φαντασία είναι αυτή που μπορεί να λεχθεί, είναι λεκτόν.
«Φασί δε το λεκτόν είναι το κατά φαντασίαν λογικήν υφιστάμενον.»
αίσθηση, φαντασία, εμπειρία, πρόληψη, έννοια
Όπως αναφέρει ο Αέτιος (Περί αρεσκόντων 4.2,1-4) Οι Στωικοί λένε πως όταν γεννηθεί ο άνθρωπος, έχει το ηγεμονικό μέρος της ψυχής του σαν ένα χαρτί άγραφο για καταγραφή• πάνω σ’ αυτό γράφει κάθε μια από τις έννοιές του. Πρώτος τρόπος αναγραφής είναι δια μέσου των αισθήσεων. Γιατί, όταν αισθανόμαστε κάτι ως λευκό, όταν αυτό φύγει, έχουμε τη μνήμη του• όταν όμως γίνουν πολλές ομοειδείς μνήμες, τότε λέμε πως έχουμε εμπειρία• γιατί ένα πλήθος από ομοειδείς παραστάσεις είναι η εμπειρία. Από τις έννοιες, άλλες μεν γεννιούνται φυσικά κατά τους τρόπους που έχουμε πει, και απροσχεδίαστα, άλλες όμως ήδη με τη δική μας διδασκαλία και επιμέλεια• κι αυτές μόνο είναι που ονομάζονται έννοιες, ενώ οι άλλες ονομάζονται και προλήψεις. Ο δε λόγος για τον οποίο καλούμαστε λογικοί, λέγεται ότι συμπληρώνεται από τις προλήψεις μας κατά τα πρώτα επτά χρόνια.
ψυχή
Κατά Διογένη Λαέρτιο (7.156,157) οι στωικοί λεν πως η φύση είναι φωτιά, που δρα με τέχνη, προχωρώντας με μέθοδο στη γέννηση• είναι μια τεχνίτρα, πυρόμορφη πνοή (πνεύμα)• η ψυχή όμως είναι (φύση) ικανή να αισθάνεται. Κι αυτή είναι το έμφυτο σε μας πνεύμα (πνοή)• γι’ αυτό είναι και σώμα και παραμένει μετά το θάνατο• εξάλλου είναι φθαρτή, ενώ η ψυχή των όλων, της οποίας μέρη είναι οι ψυχές στα ζώα, είναι άφθαρτη. Ο Ζήνων ο Κιτιεύς και ο Αντίπατρος στα βιβλία «Περί Ψυχής» και ο Ποσειδώνιος λένε ότι η ψυχή είναι ένθερμη πνοή (πνεύμα)• γιατί μ’ αυτή ανασαίνουμε ζώντας και χάρη σ’ αυτή κινούμαστε.
Κατά Ευσέβιο (Προπαρασκευή ευαγγελική 15. 20, 2-3) ο Ζήνων ισχυρίζεται ότι η ψυχή είναι μια αναθυμίαση προικισμένη με αίσθηση, όπως λέει ο Ηράκλειτος. Οι ψυχές καθώς ανασαίνουν αναθυμιάσεις γίνονται νοήμονες. Όπως τα ποτάμια. Σ’ αυτούς που μπαίνουν στα ίδια ποτάμια άλλα κι άλλα νερά συρρέουν• και οι ψυχές παίρνουν τις αναθυμιάσεις των από τα υγρά. Η ψυχή έχει τη δύναμη να αισθάνεται γι’ αυτό το λόγο, διότι το ηγεμονικό της μέρος δύναται να εντυπώνεται απ’ όσα είναι και υπάρχουν διά μέσου των αισθητηρίων οργάνων και να αποδέχεται τις εντυπώσεις αυτές. Διότι αυτά είναι ιδιαιτερότητες της ψυχής.
Κατά Τερτυλλιανό (De anima 5.1-6) ο Ζήνων όριζε την ψυχή ως την έμφυτη μέσα μας πνοή, που είναι σώμα. «Ο Ζήνων ο Στωικός λέει ότι είναι οκταμερής η ψυχή, διαιρώντας την και στο ηγεμονικό και στις πέντε αισθήσεις και στο φωνητικό και στο σπερματικό» (Νεμέσιος, Περί φύσεως ανθρώπου 15, p.212) Το ηγεμονικό είναι το κυριότατο μέρος της ψυχής, μέσα στο οποίο γεννιούνται και οι παραστάσεις και οι ορμές και απ’ όπου εκπέμπεται ο λόγος, που βρίσκεται στην καρδιά. (Διογ.Λαερτ. 7.110,157,159) Στο ηγεμονικό ενυπάρχουν η παράσταση, η συγκατάθεση, η ορμή και ο λόγος (Στοβαίος, Εκλογαί 1.49,34, p.369) Τα μέρη της ψυχής από το ηγεμονικό απλώνονται και εκτείνονται στο σώμα διά μέσου των οικείων των οργάνων (των αισθήσεων, του γλωσσικού και του γεννητικού- σπερματικού) παρόμοια με τις πλεκτάνες του πολύποδα. Κάθε αίσθηση αρχίζει από το ηγεμονικό, είναι ρεύμα πνοής, που φτάνει ως το αισθητήριο όργανό της. (Αέτιος, Περί αρεσκόντων 4.)
γλώσσα
Η φωνή, κατά Ζήνωνα είναι «αήρ πεπληγμένος», αέρας που πλήττεται. Κατά Αέτιο (Περί αρεσκόντων 4.21,4 ) η φωνή είναι πνοή αέρα που εκτείνεται από το ηγεμονικό έως το φάρυγγα κα τη γλώσσα και τα ειδικά όργανα. «Και του ζώου η φωνή είναι αέρας που πλήττεται από την ορμή, ενώ του ανθρώπου είναι έναρθρη και εκπέμπεται από τη διάνοια. Αυτή τελειοποιείται από την ηλικία των δεκατεσσάρων» (Διογ.Λαερτ. 7.55) Η φωνή είναι κάτι σωματικό• γιατί κάθε τι που δρα ή ενεργεί είναι σωματικό, η δε φωνή ενεργεί και δρα• γιατί την ακούμε και την αισθανόμαστε, όταν προσπίπτει στην ακοή μας, όπως μια δακτυλιδένια σφραγίδα πάνω στο κερί.» (Αέτιος, Περί αρεσκόντων 4.20,2) Ο Ζήνων έλεγε ότι η φωνή προχωρεί διαμέσου του φάρυγγος. Αν περνούσε από τον εγκέφαλο, δε θα περνούσε από το φάρυγγα. Απ’ όπου όμως ο λόγος, από εκεί και η φωνή προχωρεί. Ο λόγος όμως προέρχεται από τη διάνοια, ώστε η διάνοια δε βρίσκεται στον εγκέφαλο.» (Γαληνός, Περί των καθ’ Ιπποκράτη 2.5) Κατά Γαληνό (18 Β) διάνοια, νους, φρένα, λόγος, ενδιάθετος λόγος είναι διάφορα ονόματα του ιδίου πράγματος. Ο άνθρωπος δεν διαφέρει από τα ζώα με τον προφορικό λόγο, γιατί και τα ζώα προφέρουν έναρθρες φωνές, αλλά με τον ενδιάθετο. (Σέξτος Εμπειρικός, Προς Μαθηματικούς 8.275)
Ενώ ο «λόγος» σημαίνει πάντα κάτι, (είναι ημέρα-πρόταση)
η «λέξη» μπορεί να μην έχει σημασία π.χ. «βλίτυρι».
Περαιτέρω διαφέρει το να λέγει κανείς από του να βγάζει φωνές• διότι οι φωνές προφέρονται, ενώ τα πράγματα λέγονται, αυτά που ονομάζουμε λεκτά (Διογ Λαερτ. 7.56-57)
Ο λόγος δε φυτρώνει ευθύς με τη γέννηση μέσα μας, αλλά συγκροτείται αργότερα από τις αισθήσεις και τις παραστάσεις γύρω στα δεκατέσσερα χρόνια. (Στοβαίος, Εκλογαί, 1.48, 8, p.317)
Τα μέρη του λόγου ή στοιχεία του λόγου είναι πέντε: όνομα κύριο που σημαίνει ατομική ιδιότητα (Διογένης), προσηγορικό, που σημαίνει κοινή ιδιότητα (άνθρωπος, ίππος), ρήμα, σύνδεσμος και άρθρο, ενώ συνοδευτικά γνωρίσματα του λόγου είναι πέντε: τα γνήσια ελληνικά, η σαφήνεια, η συντομία, η πρέπουσα έκφραση και η σωστή διαμόρφωση. (Θεοδόσιος, Περί γραμματικής p.17, 17-31)
Επίσης διακρίνονται του ρήματος χρόνοι ορισμένοι (παρατατικοί και συντελικοί) και αόριστοι (μέλλων αόριστος και παρωχημένος αόριστος)
Πρόταση ή αξίωμα (γιατί αυτός που τη λέει αξιώνει να είναι αληθές) είναι αυτό που είναι αληθινό ή ψευδές ή μια αυτοτελής κατάσταση που μπορεί να βεβαιωθεί σ’ ότι αφορά τον εαυτό της, όπως π.χ. είναι ημέρα, ο Δίων περπατεί. (Διογ.Λαερτ.7.65)
Ερώτημα είναι αυτοτελής έκφραση που απαιτεί απάντηση π.χ. είναι άραγε ημέρα; Αυτό δεν είναι ούτε αληθές ούτε ψευδές. Άλλες οι αγγελίες, οι προστακτικές προτάσεις (εσύ βάδιζε στις ροές του Ινάχου..), οι ορκικές, οι προσαγορευτικές (Δοξασμένε Ατρείδη...)κτλ.
Τα απλά αξιώματα είναι αρνητικά, αρνητικά βεβαιωτικά, στερητικά, κατηγορικά (Ο Δίων βαδίζει), δεικτικά (αυτός εδώ βαδίζει), αόριστα (κάποιος βαδίζει)
Από τα μη απλά αξιώματα άλλα είναι υποθετικά (αν είναι ημέρα, είναι φως) συμπερασματικά (εφ’ όσον είναι ημέρα, είναι φως) συμπλεκτικά (και ημέρα είναι και είναι φως) διαζευκτικά (ή είναι ημέρα ή είναι νύκτα) αιτιολογικά (επειδή είναι μέρα, υπάρχει φως) (Διογ. Λαερτ. 7.71-72)
Κατά Σέξτο Εμπειρικό, (Προς μαθηματικούς 8.11-12) Τρία πράγματα βρίσκονται μεταξύ τους σε συζυγία το σημαινόμενο, (το πράγμα που δηλώνεται από τη λέξη και το καταλαβαίνουμε καθώς υφίσταται στη διάνοιά μας και εφόσον ξέρουμε τη γλώσσα, οι ξενόγλωσσοι δεν το καταλαβαίνουν αν και ακούουν τη φωνή) το σημαίνον ( η φωνητική διατύπωση, η λέξη π.χ. Δίων) και το υπάρχον (το εξωτερικό αντικείμενο, π.χ. ο ίδιος ο Δίων.)
Το σημαίνον (η φωνητική διατύπωση) και το τυγχάνον (το υπάρχον αντικείμενο) είναι σώματα ενώ το σημαινόμενο που είναι και λεκτόν, το οποίο είναι αληθές ή ψευδές είναι ασώματο.
Και πάλι, ως πραγματικό, αναγνωρίζεται ότι έχει συγκεκριμένη υπόσταση.
Το λεκτόν είναι το ενδιάμεσο ανάμεσα στη λογική εικόνα και στο αντικείμενό της. Είναι αυτό με το οποίο καθίσταται δυνατή η ανακοίνωση των πραγμάτων,
γι’αυτό και η δυνατότητα επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους,
αφού μετέχουν του λόγου.
Τα λεκτά αποτελούν ατομικές και όχι γενικές προτάσεις,
διότι τους στωικούς ενδιαφέρουν τα ατομικά όντα, (αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο ίππος) που είναι πραγματικά,
και όχι οι γενικές έννοιες που μοιάζουν με όντα.
Τα λεκτά δηλώνουν υπόθεση, αιτία, σύμπλεξη, π.χ.
αν είναι α- τότε β, αν είναι μέρα- υπάρχει φως.
Περί ποιήσεως
Ανάμεσα στα βιβλία του Ζήνωνος περιλαμβάνονται και αναφερόμενα στην ποίηση και σε ποιητές, όπως π.χ. Προβλημάτων ομηρικών πέντε, Περί ποιητικής ακροάσεως,
Εις Ησιόδου Θεογονίαν
Ο Κικέρων (De natura deorum 3.24.,63) αναφέρει ότι ο Ζήνων προσπάθησε να δώσει σε ποιητικούς μύθους επιστημονική αιτιολογία και για κάθε λέξη να εξηγήσει τις αιτίες, γιατί αυτό να καλείται έτσι. Ότι ο Ζήνων έγραψε για τα έργα του Ομήρου αναφέρεται και από το Δίωνα τον Χρυσόστομο (Λόγοι 53, 4) Άλλα έργα ο Όμηρος τα έγραψε «κατά δόξαν και άλλα κατά αλήθειαν» άλλα κατά τις αντιλήψεις της εποχής κι άλλα σύμφωνα με την αλήθεια για να μη φαίνεται ότι αντιφάσκει. Μια αλλαγή των στίχων του Ησιόδου
«ούτος μεν πανάριστος ος αυτός πάντα νοήση,
εσθλός δ’ αυ κακείνος ος ευ ειπόντι πείθηται»
αναφέρει ο Πρόκλος (Σχόλια εις Ησιόδου ΄Εργα και Ημέρας, 291 –εκ του Πλουτάρχου)
«κι εκείνος πάνω απ’ όλους άριστος που πείθεται σ’ όποιον μιλά σωστά,
λαμπρός όμως κι αυτός που μόνος του τα πάντα θα εννοήσει»
δίνοντας τα πρωτεία στην ευπείθεια και στη φρόνηση τα δευτερεία.
Ο Ζήνων κατά Κικέρωνα (De natura deorum 2. 63-64) ασχολήθηκε και με τους μύθους για τους θεούς και προσπάθησε να φανερώσει τις αλήθειες για τη φύση που κρύβονται πίσω από αυτούς, π.χ. για τον Ουρανό που ευνουχίστηκε από τον Κρόνο που ρίχτηκε στα δεσμά από το γιο του, τον Δία. «Εδώ έχει κλείσει κανείς μια έξυπνη σκέψη της φιλοσοφίας της φύσης μέσα σε αποτρόπαιους μύθους. Γιατί ήθελε το ουράνιο, ύψιστο και αιθέριο, δηλ. το πύρινο στοιχείο της φύσης, που γεννά από μέσα του τα πάντα, να είναι ελεύθερο από το σωματικό μέλος, που για τον πολλαπλασιασμό χρειάζεται την ένωση με κάτι άλλο. Με τον Κρόνο ωστόσο θα πρέπει να νοείται ο θεός, που κυριαρχεί πάνω στην πορεία και την αλλαγή των εποχών του έτους. Ακριβώς αυτό το όνομα έχει ο θεός στα ελληνικά• ονομάζεται Κρόνος, που είναι το ίδιο όπως χρόνος, δηλ. χρονικό διάστημα. Στα λατινικά Saturnus σημαίνει αυτόν που χορταίνει το στομάχι του με τα παρελθόντα χρόνια. Ο Δίας όμως τον έβαλε στα δεσμά, για να βάλει τάξη στο χρόνο με τα δεσμά των αστρικών περιόδων.
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Κέντρο της φυσικής, όπως και της λογικής, είναι ο λόγος.
Η ακολουθία, που συναντούμε στα λεκτά,
έχει το αντίστοιχό της στη φυσική, αφού κάθε αποτέλεσμα έχει την αιτία του κ.ο.κ.
ουσία: θεός και ύλη
Ο Ζήνων στο έργο του «Περί ουσίας» όπως παραδίδει ο Διογένης Λαέρτιος (7.134) υποστηρίζει ότι αρχές των όλων είναι δύο, το ποιούν και το πάσχον. Το πάσχον είναι η χωρίς ποιότητα ουσία, η ύλη, το δε ποιούν είναι ο λόγος μέσα της, ο θεός• αυτός δηλαδή όντας αιώνιος δημιουργεί το κάθε τι στην όλη περιοχή της ύλης. Οι αρχές είναι αγέννητες και άφθαρτες, είναι σώματα και άμορφες. Κανένα πράγμα που είναι ασώματο δε θα μπορούσε να επενεργήσει σε κάτι άλλο. Κάτι που προκαλεί ή δέχεται μια ενέργεια είναι σώμα (Κικέρων Acad. post 1.11.39)
Ο Calcidius (In Platonis Timaeum c.290) γράφει ότι η ουσία είναι η πρώτη ύλη όλων των πραγμάτων, ή το πραγματικό τους θεμέλιο, ή η αιτία της ύπαρξης.
Αφού ο λόγος ταυτίζεται με το θεό,
άρα και ο κόσμος είναι λογικός και έμψυχος,
ώστε έχουμε ένα σύστημα πανθεϊστικό.
Κατά Ευσέβιο (Προπαρασκευή ευαγγελική 15.14) στοιχείο των όντων είναι η φωτιά, όπως ο Ηράκλειτος ...με το πέρασμα ορισμένων χρόνων, σύμφωνα με το πεπρωμένο, όλος ο κόσμος θα γίνει φωτιά κι ύστερα πάλι θα ξαναγίνει η τάξη του κόσμου. Η πρώτη όμως φωτιά είναι σαν ένα κάποιο σπέρμα των όλων που περιέχει μέσα του τους λόγους και τις αιτίες αυτών που έχουν γίνει, αυτών που γίνονται και αυτών που θα γίνουν• η δε μεταξύ τους συμπλοκή και ακολυθία είναι η ειμαρμένη και η γνώση και η αλήθεια και ο νόμος των όντων ο αναπόδραστος και αναπόφευκτος. Και σύμφωνα μ’ αυτήν (την ειμαρμένη) διοικούνται όσο είναι στον κόσμο υπεράριστα, όπως σε μια πολιτεία ευνομώτατη.
Ο Αέτιος (Περί αρεσκόντων 1.7.33) γράφει για τους στωικούς πως θεωρούν τον θεό πως έχει νόηση, είναι μια τεχνίτρα φωτιά (πυρ τεχνικόν) που πορεύεται στη γένεση του κόσμου περιλαμβάνοντας μέσα του όλους τους σπερματικύς λόγους, σύμφωνα με τους οποίους όλα γίνονται ακολουθώντας την ειμαρμένη, και πνεύμα, που περνά διά μέσου όλου του κόσμου και παίρνει τις ονομασίες του σύμφωνα με τις παραλλαγές της ύλης, δια της οποίας προχωρεί.
Θεός
Κατά Διογένη Λαέρτιο (7.148) ο Ζήνων λέει ότι ουσία του θεού είναι όλος ο κόσμος και ο ουρανός. Κατά Στοβαίο (Εκλογαί 1.1,29d) ο Ζήνων ο Στωικός είπε ότι ο θεός είναι νους πύρινος του κόσμου. Κατά Φιλόδημο (Περί ευσεβείας 10. 10-15) ο Ζήνων και οι οπαδοί του λένε ότι ο θεός είναι ένας• κι ότι και το παν έγινε έμψυχο. Κατά Θεμίστιο (Περί Ψυχής 1.5) ο θεός κατοικεί μέσα σε όλη την ουσία και κάπου εδώ είναι νους, κάπου ψυχή, κάπου συνεκτική δύναμη. Η ψυχή είναι αναμεμειγμένη με κάθε ον και διέρχεται μέα από όλο τον κόσμο και κάθε μόριο του κόσμου είναι έμψυχο.
Κατά Ιππόλυτο (Έλεγχοι 1,21) αρχή των πάντων είναι ο θεός, που είναι σώμα καθαρώτατο και η πρόνοιά του διέρχεται μέσα από όλα.
στοιχεία: πυρ, ύδωρ, αήρ, γη
Ο λόγος ως σπέρμα γονιμοποιεί την ύλη και γεννά τα
τέσσερα στοιχεία,
το πυρ, (που διακρίνεται σε τεχνικό και άτεχνο
«δύο γαρ γένη πυρός, το μεν άτεχνον και μεταβάλλον εις εαυτώ την τροφήν,
το δε τεχνικόν αυξητικόν τε και τηρητικόν»)
το ύδωρ,
τον αέρα, και
τη γη.
Η μετατροπή από το ένα στο άλλο και
η μίξη τους γεννούν τον κόσμο και τις διάφορες μορφές των όντων,
τα φυτά, τα ζώα και τα άλλα είδη.
Κατά Διογένη Λαέρτιο (7.135 και 7. 142) Ο Ζήνων στην πραγματεία του Περί του Όλου, γράφει ότι ο θεός, νους, ειμαρμένη, Δίας, στην αρχή όντας με τον εαυτό του μετέτρεψε την ουσία όλη δια του αέρα σε νερό• κι όπως περιέχεται το σπέρμα στη γονιμοποίηση, έτσι κι αυτός, όντας σπερματικός λόγος του κόσμου, ως τέτοιος μένει πίσω μέσα στο υγρό και καθιστά την ύλη εύπλαστη στον εαυτό του αποβλέποντας στην επόμενη γένεση. Έπειτα γέννησε τα πρώτα τέσσερα στοιχεία, τη φωτιά, το νερό, τον αέρα, τη γη. Και «Γίνεται ο κόσμος όταν από τη φωτιά η ουσία μετατραπεί με τον αέρα σε υγρό στοιχείο, ύστερα, όταν το παχύ μέρος (του υγρού) αφού συμπυκνωθεί, αποτελεσθεί η γη, το δε λεπτό μέρος εξαερωθεί και αυτό όταν λεπτύνει ακόμα περισσότερο γεννήσει φωτιά. Έπειτα με την ανάμιξη απ’ αυτά γίνονται τα φυτά και τα ζώα κα τα άλλα είδη.»
Όλα τα μέρη του κόσμου έχουν μια φορά,
τείνουν προς το μέσον του κόσμου
και μάλιστα όσα έχουν βάρος
και γι’ αυτό ο κόσμος μένει μέσα στο άπειρο κενό
και η γη εγκαθιδρυμένη μέσα στο κέντρο του ισόρροπα.
Όπως παραδίδει ο Στοβαίος (Εκλογαί 1.19.4, p.166,4)
«Τα μέρη όλων που είναι μέσα στον κόσμο
με τη σύσταση που έχουν κατά τη δική τους έξη
έχουν μια φορά κινούμενα προς το κέντρο του όλου
και με όμοιο τρόπο προς το κέντρο αυτού του κόσμου•
γι’αυτό σωστά λέγεται ότι όλα τα μέρη του κόσμου
έχουν μια φορά προς το κέντρο του κόσμου
και μάλιστα όσα έχουν βάρος•
κι αυτή είναι η αιτία της παραμονής του κόσμου μέσα στο άπειρο κενό
και παρόμοια μέσα στον κόσμο της γης,
που είναι εγκαθιδρυμένη ισόρροπα γύρω από το κέντρο του.
Και δεν έχουν όλα τα σώματα βάρος, αλλά είναι αβαρή ο αέρας και η φωτιά•
κι αυτά τείνουν κατά κάποιο τρόπο προς το κέντρο της όλης σφαίρας του κόσμου, ενώ κατά τη σύστασή τους θα έπρεπε να στρέφονται προς την περιφέρειά του•
γιατί από τη φύση τους αυτά ωθούνται προς τα επάνω, αφού δεν έχουν κανένα βάρος. Και παρόμοια μ’ αυτά λένε, ότι ούτε κι ο ίδιος ο κόσμος δεν έχει βάρος, εξαιτίας της σύστασής του από εκείνα τα στοιχεία που έχουν βάρος και από τα αβαρή. Ενώ όλη η γη από μόνη της θεωρούν ότι έχει βάρος• και παρά τη θέση της, γιατί βρίσκεται στο κέντρο (και προς το κέντρο είναι η φορά των τέτοιων σωμάτων) μένει σ’ αυτό τον τόπο.
ψυχή -πνεύμα
Η ψυχή ή το πνεύμα, είναι ένας τέτοιος συγκερασμός, ένθερμη πνοή,
που προέρχεται από τη μίξη του αέρα με το ενεργητικό πυρ.
Αυτό το πνεύμα ή ο τόνος ενώνει και συνέχει τον κόσμο σ’ ένα σύνολο έμψυχο. Μέρος του είναι η ανθρώπινη ψυχή.
Το ατομικό ον το συνιστά ο πνευματικός τόνος που γίνεται συνεκτικός τόνος,
γιατί με την έντασή του δίνει συνοχή στο κάθε τι.
Διάφορα πνεύματα εισδύουν το ένα στο άλλο και
συναποτελούν το σύνολο των ποιοτήτων του,
κρατώντας ισορροπία ανάμεσα σε μια κίνηση προς τα έξω και μια προς τα μέσα.
Την ατομικότητα, το ιδίως ποιόν του κάθε όντος,
την αποτελεί η εκάστοτε σύνθεση του πνεύματος,
που δεν συμπίπτει με τη σύνθεση κανενός άλλου.
Αυτό το πνεύμα διασφαλίζει το χαρακτήρα των διαφόρων κατηγοριών των όντων,
των αψύχων με την υπόσταση (έξιν),
των φυτών με την ανάπτυξη (φύσιν),
των ζώων με την ενστικτώδη φύση (ψυχήν) και
των ανθρώπων με τη λογική (νουν).
Ο συγκερασμός των ποιοτήτων (των ενεργητικών δυνάμεων)
με τις ουσίες (την πρώτη ύλη) μέσα σε όλα παίρνει
από τη μια την όψη ενεργειών και τόνων πνευματικών και
από την άλλη την όψη υλικών υποστρωμάτων
που κινούνται από μια κατάσταση αοριστίας σε καθορισμένες μορφές και σώματα.
Ίσως έτσι μπορεί να εξηγηθεί και ο χαρακτηρισμός των αρχών ως ασωμάτων,
αφού δεν έχουν ακόμα συγκεκριμένη μορφή και υπόσταση.
ειμαρμένη
Ο λόγος καθώς πορεύεται γεννώντας εκ των έσω,
όχι πλαστικά όπως ο γλύπτης,
τον κόσμο κι ό, τι συμβαίνει μέσα σ’ αυτόν σε μια άλυση από αιτίες (αιτία ειρομένη) συνιστά στην πορεία του μια αναγκαιότητα,
ειναι η ειμαρμένη, «αιτία των όντων ειρομένη» ή
ο «λόγος καθ’ όν ο κόσμος διαξάγεται».
Η ειμαρμένη είναι συνάρτηση αιτίων που
οδηγούν σ’ ένα ενυπάρχοντα μέσα της σκοπό,
έχει δηλαδή ένα τελεολογικό χαρακτήρα.
Γι’ αυτό η ειμαρμένη είναι η ίδια η θεϊκή πρόνοια που
διαγράφει μια σκόπιμη πορεία από την αρχή έως το τέλος του κόσμου
για να επανέλθει και πάλι κατά την επόμενη περίοδο.
Η ακολουθία αυτή και πλοκή των αιτίων είναι ένας κόσμος αναπόφευκτος
σύμφωνα με τον οποίο διοικείται ο κόσμος,
όπως μια πολιτεία που ευνομείται κατά τον άριστο τρόπο.
Αναλυτικότερα ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς (Περί ειμαρμένης 191, 30-192, 28) γράφει ότι, εφ’ όσον ο κόσμος είναι μια ενότητα που περιλαμβάνει όλα τα υπάρχοντα πράγματα μέσα της και διοικείται από μια ζώσα, λογική νοήμονα φύση, η διοίκηση των υπαρχόντων πραγμάτων, που είναι υπό της εξουσία της, είναι μια διαιώνια πορεία ακολουθίας και τάξης. Τα πράγματα, που συμβαίνουν πρώτα, γίνονται αιτίες γι’ αυτά που θα συμβούν μετά απ’ αυτά. Με τον τρόπον αυτόν όλα τα πράγματα συμπλέκονται, και ούτε συμβαίνει οτιδήποτε στον κόσμο τέτοιο, που να μην ακολουθεί άνευ όρων κάτι άλλο απ’ αυτό και να συνάπτεται αιτιακά προς αυτό, ούτε μπορεί οποιοδήποτε από τα μεταγενέστερα συμβαίνοντα να χωρισθεί από τα προηγούμενα γεγονότα, έτσι ώστε να μην ακολουθεί από έναν απ’ αυτά, ως εάν να ήταν στέρεα συνδεδεμένο μαζί του. Αλλά από κάθε τι, που συνέβη, ακολουθεί κάτι άλλο, με μια αναγκαία αιτιώδη εξάρτηση απ’ αυτό, και κάθε τι, που συμβαίνει έχει κάτι προηγούμενο απ’ αυτό, με το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς.
Κατά Διογένη Λαέρτιο (7.149) η ειμαρμένη είναι αιτία που συμπλέκει σε ειρμό τα όντα ή λόγος σύμφωνα με τον οποίο κινείται σε τάξη ο κόσμος.
Κατά Στοβαίο (Εκλογαί 1.5,15) ο Ζήνων ονομάζει στο βιβλίο του Περί φύσεως την ειμαρμένη δύναμη κινητική της ύλης, που δεν διαφέρει από την πρόνοια και την φύση.
ειμαρμένη- ελευθερία
Πρόβλημα συνάντησαν οι στωικοί με το συμβιβασμό
ειμαρμένης και ελευθερίας της ανθρώπινης βούλησης.
Η απάντηση του Ζήνωνα μοιάζει με του Κλεάνθη στον « Ύμνο εις Δίαν».
Όλα γίνονται σύμφωνα με το λόγο,
εκτός από όσα πράττουν οι κακοί στην τρέλλα τους.
Όμως κι αυτά ο θεός τα επανορθώνει
και τα εναρμονίζει με την τάξη του κόσμου
και τα συνταιριάζει στον ένα ανώτατο λόγο.
Ο κακός αναγκάζεται να ακολουθήσει τη θεία τάξη
όσο κι αν δε θέλει,
κι όταν αντιτίθεται σ’ αυτήν
δεν μπορεί τελικά να την διαταράξει
αλλά καθιστά τον εαυτό του άθλιο και δύσμοιρο.
Γράφοντας για την ειμαρμένη ο Ιππόλυτος (Έλεγχοι 1.21) λέει ότι οι Στωικοί φέρνουν το παράδειγμα του σκύλου και της άμαξας, δηλαδή όπως αν ένας σκύλος είναι δεμένος σ’ ένα αμάξι, αν μεν θέλει να το ακολουθήσει, και έλκεται και ακολουθεί, κάνοντας και το αυτεξούσιο μαζί με τον εξαναγκασμό, που είναι τρόπον τινά η ειμαρμένη• εάν όμως δεν θέλει να ακολουθεί, οπωδήποτε θα εξαναγκασθεί• το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους• κι όταν δηλαδή δεν θέλουν να ακολουθούν, θα εξαναγκασθούν οπωσδήποτε να μπουν μέσα στο πεπρωμένο.
Η συμμόρφωση ή μη του ανθρώπου στο λόγο
δεν μπορεί να ανατρέψει την τάξη του λόγου.
εκπύρωση –παλιγγενεσία
Ο κόσμος, έχοντας την αρχή του στο σπερματικό λόγο,
έχει αρχή αλλά και τέλος, δηλαδή σκοπό, την ανάπτυξή του,
και τέλος, δηλαδή τέρμα, την περιοδική εκπύρωση
την οποία ακολουθεί η παλιγγενεσία,
κατά την οποία ο κόσμος θα ξαναγίνει ο ίδιος και απαράλλαχτος,
με τους ίδιους ανθρώπους και ίδια τα πάντα.
Ο κόσμος του Ζήνωνα περιβάλλεται από ένα άπειρο κενό,
το οποίο ορίζει ως απουσία σώματος.
Άλλο το κενό, άλλο ο τόπος και άλλο ο χώρος.
Ο τόπος είναι αυτό που κατέχει ένα σώμα.
Ο χώρος αυτό που μερικώς κατέχεται από ένα σώμα,
όπως το περιβάλλον που το περικλείει.
Ο σπερματικός λόγος απογεννά τέσσερα στοιχεία, πυρ, ύδωρ, αέρα, γη,
από τη μείξη των οποίων γεννάται ο κόσμος ύστερα από μετατροπές του πυρός. Βασικά από το πυρ προήλθαν τα πάντα και εις αυτό θα διαλυθούν.
Κατά Νεμέσιο (Περί φύσεως ανθρώπου 309.5-311,2) Οι Στωικοί λένε ότι, όταν οι πλανήτες ξαναγυρίζουν στο ίδιο σημείο και κατά το μήκος και κατά το πλάτος, όπου ήταν ο καθένας στην αρχή, όταν πρωτοσυστάθηκε ο κόσμος, σε καθορισμένες περιόδους χρόνου προκαλούν την εκπύρωση και τη φθορά των όντων. Και πάλι από την αρχή ο κόσμος αποκαθίσταται στην πρώτη του κατάσταση• κι όταν τ’ αστέρια ακολουθούν την ίδια φορά και πάλι, το κάθε τι θα ξαναγίνει απαράλλακτα όπως κατά την προηγούμενη περίοδο. Ότι πρώτος δίδαξε για την εκπύρωση και παλιγγενεσία του κόσμου παραδίδει ο Ευσέβιος (Προπαρασκευή ευαγγελική 15.18.3) και ο Τατιανός (Προς ΄Ελληνας c.3).
Από τα τέσσερα στοιχεία αποτελείται και το ανθρώπινο σώμα,
ενώ η ψυχή είναι μια αναθυμίαση αισθητική, ή ένα ένθερμο φύσημα,
κι ως τέτοιο είναι κάτι σωματικό κι όμως αθάνατο,
δηλαδή πολύχρονο, που θα φθαρεί με την εκπύρωση.
οκτώ μέρη ψυχής
Η ψυχή αποτελείται από οκτώ μέρη,
το ηγεμονικό,
τις πέντε αισθήσεις,
το φωνητικό,
και το σπερματικό, μέσω του οποίου το παιδί κληρονομεί τις ιδιότητες των γονιών.
Το ηγεμονικό κινεί όλα τα άλλα μέρη της ψυχής.
ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Η διαίρεση του ηθικού μέρους
Παρόλο που ο Ζήνων δεν προέβη σε διαίρεση του ηθικού μέρους αλλά πραγματεύθηκε τα θέματα πιο απλά, όπως παραδίδει ο Διογένης Λαέρτιος (7.84) η διαίρεση μας βοηθά να βάλουμε σε μια τάξη τη μελέτη του ηθικού μέρους. Γράφει λοιπόν ο Διογένης ο Λαέρτιος ότι το ηθικό μέρος της φιλοσοφίας το διαιρούν σε μέρη, στο περί ορμής, περί αγαθών και κακών, και στο περι παθών και περί αρετής και περί το τελικού σκοπού της ζωής καθώς και περί της πρώτης αξίας και των πράξεων και περί των καθηκόντων και των προτροπών και αποτροπών.
Ο Σενέκας (Ep.89.14) γράφει για την τριπλή διαίρεση του ηθικού μέρους, το πρώτο μέρος ασχολείται με τη συγκατάθεση της αξίας του καθενός πράγματος, το δεύτερο με την αποδοχή μιας ελεγχόμενης και ισορροπημένης ορμής προς αυτά και το ρίτο με την επίτευξη μιας συμφωνίας μεταξύ της ορμής και της πράξης, ώστε ό άνθρωπος να είναι συνεπής με τον εαυτό του σε όλα.
Περί του τελικού αγαθού
Κατά Διογένη Λαέρτιο (7.87) ο Ζήνων στο Περί της ανθρωπίνης φύσεως είπε ότι τελικός σκοπός είναι να ζει κανείς σύμφωνα με τη φύση, πράγμα που σημαίνει να ζει σύμφωνα με την αρετή• γιατί προς αυτή μας οδηγεί το φυσικό μας.
Κατά Στοβαίο (Εκλογαί 2.7,6 α) τον τελικό σκοπό (το ύψιστο αγαθό ο Ζήνων το καθόριζε ως εξής: «να ζει κανείς σε ομοφωνία με το λόγο»• κι αυτό σημαίνει να ζει σε συμφωνία με τον ένα λόγο, γιατί, όποιοι ζουν σε διαμάχη με τον εαυτό τους είναι δυστυχισμένοι.
Κατά Στοβαίο (Εκλογαί 2.77,16-27) τελικός σκοπός είναι να ευδαιμονεί κανείς, για χάρη του οποίου όλα πράττονται, αυτό όμως δεν πράττεται για κανένα άλλο• αυτό βρίσκεται στο να ζει κανείς σύμφωνα με την αρετή, το λόγο, τη φύση. Την ευδαιμονία ο Ζήνων την όρισε ως εύροια βίου, καλή ροή του βίου.
Γι’ αυτό απαραίτητο είναι το γνώθι σαυτόν, γιατί όποιος αγνοεί τι είδους άνθρωπος είναι από τη φύση του δεν μπορεί να επιτύχει το κατά φύσιν (Ιουλιανός, Εις απαιδεύτους κύνας 186 Α)
Κατά Αρριανό ( Επικτήτου Διατριβαί 1.20, 14-15) τελικός σκοπός είναι να ακολουθεί κανείς τους θεούς, η ουσία δε του αγαθού είναι η χρήση, τέτοια που πρέπει, των παραστάσεων.
Ανάμεσα στον άνθρωπο και στον κόσμο υπάρχει η κοινότητα του λόγου,
υπάρχει μια ομολογία, στην οποία και στηρίζεται η ηθική του Ζήνωνος. «Ομολογουμένως τη φύσει ζην» ή «ομολογουμένως τω λόγω ζην».
Το ομολογουμένως ζην εξασφαλίζει την εύροια βίου,
την ευχάριστη ροή του βίου, την ευδαιμονία.
Όσοι μάχονται το λόγο δυστυχούν.
Το ομολογουμένως τω λόγω και τη φύσει ζην σημαίνει κατ’ αρετήν ζην.
ορμή και οικείωση
Την πρώτη ορμή του το ζώο τη στρέφει προς την αυτοσυντήρηση, γιατί η φύση αυτό το εξοικειώνει εξ αρχής. Το πρώτο οικείο είναι για κάθε ζώο η ιδιοσυστασία του και η συνείδησή της• πλάθοντάς το η φύση το ζώο, το οικειώνει με τον εαυτό του• κι έτσι απωθεί όσα το βλάφτουν και προσελκύει τα οικεία. Έτσι, τα ζώα διοικούνται σύμφωνα με την ορμή τους. Εφόσον ο λόγος έχει δοθεί στα λογικά όντα για μια τελειότερη προστασία, το να ζουν ορθά σύμφωνα με το λόγο είναι φυσικό γι’ αυτά• γιατί ο λόγος γίνεται ο τεχνίτης που επιβλέπει την ορμή. (Διογένης Λαέρτιος 7. 85-86) Αρχή κάθε οικείωσης και αλλοτρίωσης είναι το αισθάνεσθαι. Την οικείωση ο Ζήνων και οι οπαδοί του την θεωρούν αρχή της δικαιοσύνης. (Πορφύριος, Περί αποχής εμψύχων 3.19)
αγαθά, κακά, αδιάφορα
Από τα όντα, από τα πράγματα άλλα είναι αγαθά, άλλα κακά και άλλα αδιάφορα. Αγαθά είναι οι αρετές, η φρόνηση, η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η ανδρεία και κάθε τι που είναι αρετή ήμετέχει αρετής• κακά δε είναι τα αντίθετα, η αφροσύνη, η ακολασία, η αδικία, η δειλία και κάθε τι που είναι κακό ή μετέχει της κακίας• αδιάφορα ή ουδέτερα είναι όσα ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν, όπως η ζωή ο θάνατος, η δόξα η ασημότητα, ο πόνος η ηδονή, ο πλούτος η πενία, η υγεία η νόσος και τα παρόμοια. (Στοβαίος, Εκλογαί 2.7 και Διογένης Λαέρτιος 7.101-103) Ο πλούτος, η υγεία, δεν είναι αγαθά, γιατί εξαρτώνται από τον τρόπο χρήσης τους.
Από τα αδιάφορα άλλα είναι προηγμένα, που έχουν αξία, ή αποπροηγμένα, που έχουν απαξία. Αξία έχουν όσα συμβάλλουν στο βίο που είναι σύμφωνος με το λόγο, όπως ψυχικά η ευφυϊα, η τέχνη, η προκοπή, ενώ εξωτερικά ο πλούτος, η δόξα, η ευγενική καταγωγή• σωματικά η ζωή, υγεία, δύναμη ευεξία, αρτιότητα, ομορφιά. Αποπροηγμένα τα αντίθετα. (Διογένης Λαέρτιος 7.105-106)
Οι λέξεις προηγμένα και αποπροηγμένα ανήκουν στους νεολογισμούς του Ζήνωνος, γνωστού για τη γλωσσοπλασία του, όπως αναφέρει ο Κικέρων(De finibus bonorum et malorum 3. 51-52)
αρετή (φρόνηση, δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ανδρεία) και ευδαιμονία
Κατά Διογένη Λαέρτιο (7.89) η αρετή είναι διάθεση σύμφωνη με το λόγο και αυτή την εκλέγουμε για χάρη της ίδιας όχι εξ αιτίας φόβου ή ελπίδας ή κάποιου εξωτερικού πράγματος• σ’ αυτήν βρίσκεται η ευδαιμονία, αφού είναι μέσα σε ψυχή πλασμένη να είναι σύμφωνη με το λόγο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Η αρετή είναι αυτάρκης για την ευδαιμονία. Ευδαιμονία ορίστηκε από το Ζήνωνα η εύροια βίου, η καλή ροή της ζωής. (Στοβαίος, Εκλογαί 2.7.6)
Η αρετή είναι το ίδιο το αγαθό, το μόνο αγαθό, είναι μία, τοποθετείται στο λόγο, (Κικέρων Acad.post. 1.10.38) είναι γνώση και πράξη, αλλά διαφέρει ως προς τα πράγματα και τις ενέργειες. Γι’ αυτό διακρίνεται σε
φρόνηση, επιστήμη σε πράγματα που ενεργούμε
δικαιοσύνη, φρόνηση σε πράγματα που που πρέπει να διαμοιράζει κανείς
σωφροσύνη, φρόνηση σε πράγματα που εκλέγουμε, προτιμούμε, αποφεύγουμε
ανδρεία, φρόνηση σε πράγματα που πρέπει να αντέχει κανείς, γνώση των φοβερών και μη. (Πλούταρχος, Περί Στωικών εναντιωμάτων 1034C-E και Στοβαίος, Εκλογαί 2.7)
κακά είναι
η αφροσύνη, άγνοια των αγαθών, των κακών και των ουδετέρων
η ακολασία, άγνοια των αξιών που προτιμώνται και αποφεύγονται και των ουδετέρων
η αδικία, άγνοια που δεν απονέμει αυτό που αξίζει στον καθένα
η δειλία, άγνοια των φοβερών και των μη φοβερών και των ουδετέρων. (Στοβαίος, Εκλογαί 2.7)
Εκτός από τα καλά και τα κακά υπάρχουν και τα αδιάφορα, ούτε αγαθά ούτε κακά, τα ζεύγη ζωή- θάνατος, δόξα- αδοξία, ηδονή- πόνος, πλούτος- πενία, υγεία- νόσος κ.α
Αφού δεν συνδέονται τα καλά με την ηδονή και τα άλλα αδιάφορα
δίνεται έμφαση μόνο στο διανοητικό χαρακτήρα της αρετής.
Οι αρετές είναι φρονήσεις, όχι επιστήμες, είναι γνώση και πράξη μαζί.
Η αρετή είναι
«του ηγεμονικού της ψυχής διάθεσις και δύναμις γεγενημένη υπό λόγου»,
δηλαδή ικανότητα πρακτική που προέρχεται από το λόγο και δεν διαταράσσεται κατά τη διάρκεια του βίου, άρα ο στωικός δεν προαιρείται δεν εκλέγει την αρετή, αλλ’ είναι απλά ενάρετος. Κατά τον Αυγουστίνο, (Contra Acad. 3.7,16) «κραυγάζει ο Ζήνων και όλη η Στοά μαζί του βοά ότι ο άνθρωπος δεν γεννιέται για τίποτε άλλο παρά για την αρετή.»
σοφός- φαύλος
Οι άνθρωποι διακρίνονται σε
σπουδαίους σοφούς και σε
φαύλους μη σοφούς, που βρίσκονται σε πλάνη πράττοντας κακά.
Ανάμεσα στα δύο άκρα υπάρχουν διαβαθμίσεις.
Ο σπουδαίος είναι ο τέλειος. «O σοφός δεν σχηματίζει γνώμες, δεν μετανιώνει για τίποτε, δεν εξαπατάται από τίποτε, δεν αλλάζει ποτέ την αντίληψή του» (Cicero, Oratio pro Murena, 29, 61) δε θα δώσει τη συγκατάθεσή του σε κανένα ψεύδος (Διογ.Λαερτ. 7.121) Oύτε εξαναγκάζεται ούτε εξαναγκάζει,
ούτε εμποδίζεται ούτε εμποδίζει, ούτε εκβιάζεται ούτε εκβιάζει,
ούτε εξουσιάζεται ούτε εξουσιάζει, ούτε εξαπατάται, ούτε εξαπατά.
Είναι ευδαίμων, φρόνιμος σ’ όλους τους τομείς, στρατηγικό, πολιτικό, οικονομικό.
Το αντίθετο συμβαίνει με τους φαύλους.
απάθεια
Ο σοφός είναι απαθής, δεν έχει πάθη, δεν πάσχει από άλογες κινήσεις της ψυχής.
Ο λόγος είναι άσχετος με την άλογη έκφραση της ψυχής που χαρακτηρίζει το φαύλο.
πάθη
Το πάθος κατά Ζήνωνα (Διογένης Λαέρτιος 7.110-111) είναι η άλογη και παρά φύση κίνηση της ψυχής ή μια ορμή πλεονεκτική, υπερβολική.
Αν και προέρχονται από μια πλανερή κρίση του λόγου, είναι συστολές, διαχύσεις, επάρσεις, μεταπτώσεις της ψυχής.
Το πάθος είναι πέταγμα (πτοιά) της ψυχής, μια δηλαδή ταραχή και έξαψη, που μοιάζει με το πέταγμα πουλιού. (Στοβαίος, Εκκλ.2.7)
Ο Γαληνός γράφει πως ο Ζήνων (Περί των καθ’ Ιπποκράτη 5.1) θεωρούσε ότι τα πάθη της ψυχής δεν είναι οι ίδιες οι κρίσεις αλλά οι προκαλούμενες από αυτές συστολές και χαλαρώσεις, επάρσεις και καταπτώσεις της ψυχής.
Ο Ζήνων στο Περί Παθών έργο του (Διογένης Λαέρτιος 7.110-111) διακρίνει τα πάθη σε τέσσερα είδη, τη λύπη, το φόβο, την επιθυμία και την ηδονή.
Ο Ανδρόνικος στο Περί παθών (1) αναφέρει ότι η λύπη είναι άλογη συστολή ή πρόσφατη γνώμη για την παρουσία ενός κακού, για το οποίο νομίζουν ότι πρέπει να νιώθουν συστολή. Ο φόβος είναι μια άλογη απόκλιση ή φυγή μπροστά σ’ ένα αναμενόμενο δεινό. Η επιθυμία είναι μια άλογη όρεξη ή επιδίωξη ενός προσδοκώμενου καλού. Η ηδονή είναι μια άλογη έξαρση ή μια πρόσφατη γνώμη για την παρουσία ενός καλού, για το οποίο νομίζουν ότι πρέπει να επαίρονται.
Τα πάθη είναι έκφραση της ψυχής, που φέρεται σαν μια πλεονάζουσα φορά προς κάτι άτοπο «παρά τον αιρούντα λόγον».
Αποτελούν διαστροφή του ηγεμονικού, που υπερβαίνει τα μέτρα του αστοχώντας.
Η ψυχή με τα πάθη της πάσχει, παθαίνεται, παραφέρεται, παραβαίνει τη φύση της.
ευπάθεια
Ανάμεσα στο σπουδαίο και στο φαύλο υπάρχουν διαβαθμίσεις,
οι προκόπτοντες.
Ανάμεσα στην απάθεια και στα πάθη υπάρχει η ευπάθεια
η αποδοχή της ευχαρίστησης, που συνδέεται με το λόγο.
Τα καλά πάθη (ευπάθειαι) είναι η χαρά, το δέος και η θέληση. Και η μεν χαρά λένε ότι είναι αντίθετη της ηδονής, γιατί είναι μια έλλογη έξαρση• το δέος είναι αντίθετο στο φόβο, όντας μια έλλογη απόκλιση, γιατί ο σοφός δε θα φοβηθεί καθόλου,θα νιώσει όμως δέος. Και προς την επιθυμία αντίθετη είναι η θέληση, γιατί είναι έλλογη όρεξη. (Διογένης Λαέρτιος 7. 116)
Αλλά και τα αδιάφορα, αφού δεν είναι ούτε αρετές ούτε κακίες
έχουν μια κάποια αξία ή απαξία σε σχέση με το καθαυτό αγαθό.
προηγμένα -αποπροηγμένα
Τα αδιάφορα διαφοροποιούνται με βάση την αξία ή την απαξία σε
«προηγμένα», εκείνα δηλαδή που έχουν πολλήν αξία
όντας προχωρημένα προς το αγαθό και σε
«αποπροηγμένα», εκείνα που έχουν πολλήν απαξία
όντας απομακρυσμένα από το αγαθό.
Τα προηγμένα δεν είναι βέβαια, αλλά πλησιάζουν κάπως τη φύση των αγαθών.
Τα «προηγμένα» δεν σχετίζονται με την ευδαιμονία, αλλά
τα προτιμούμε γιατί είναι σύμφωνα με τη φύση (κατά φύσιν),
ενώ τα αποπροηγμένα είναι αντίθετα προς τη φύση (παρά φύσιν).
Τα αληθινά αγαθά τα εκλέγουμε, γιατί είναι «αιρετά»,
ενώ τα «προηγμένα»,
όπως η υγεία, η καλή μνήμη, ο πλούτος
«ευλογίστως εκλεγόμεθα», τα επιλέγουμε με το λόγο.
Ακόμα, ανάμεσα στα κατορθώματα και τα αμαρτήματα είναι τα μέσα καθήκοντα.
καθήκον: κατόρθωμα, μέσα καθήκοντα, αμάρτημα
Κατά Διογένη Λαέρτιο (7. 107-109) καθήκον είναι αυτό που, όταν πραχθεί, έχει μια εύλογη δικαιολογία, όπως είναι η συνέπεια στη ζωή, αυτό ακριβώς που εκτείνεται και στα φυτά και στα ζώα• γιατί βλέπουμε και σ’ αυτά καθήκοντα. Το καθήκον –λέξη του Ζήνωνα- προέρχεται από το «κατά τινας ήκειν» Και είναι αυτό αποτέλεσμα ενέργειας οικείο προς τα δημιουργήματα που γίνονται σύμφωνα με τη φύση.
Καθήκοντα είναι όσα ο λόγος εκλέγει να κάνουμε, όπως το να τιμούμε τους γονείς, αδελφούς, πατρίδα, φίλους. Αντίθετα προς το καθήκον είναι όσα δεν εκλέγει ο λόγος, τα αντίθετα των προηγούμενων. Ούτε καθήκοντα ούτε αντίθετα προς το καθήκον όσα ούτε εκλέγει ο λόγος ούτε απαγορεύει, όπως το να μαζεύουμε ξηρά κλαδιά κλπ.
Καθήκον είναι αυτό, που είναι σύμφωνο με την τάξη της φύσης,
«το ακόλουθον εν ζωή», η συνέπεια στη ζωή, που,
όταν το πράττουμε εύλογα, το δικαιολογούμε.
Τα καθήκοντα επεκτείνονται και στα άλογα ζώα,
γιατί κι αυτά ενεργούν σύμφωνα με τη φύση τους και
ονομάζονται «μέσα καθήκοντα» σε αντίθεση με το
«τέλειον καθήκον», που ονομάζεται «κατόρθωμα»
και σημαίνει το «κατ’ αρετήν ενέργημα».
Τα μέσα καθήκοντα παρεμβάλλονται έτσι
μεταξύ των κατορθωμάτων και των αμαρτημάτων.
Ο σπουδαίος, ζώντας κατ’ αρετήν, πράττει σύμφωνα με τον λόγο,
οι πράξεις του επομένως αποτελούν κατορθώματα.
Πράττοντας όμως σωστά ανταποκρίνεται και στα μέσα καθήκοντά του,
αυτά που είναι σύμφωνα με τη φύση,
όπως ακριβώς εκλέγει ανάμεσα στα αδιάφορα τα προηγμένα.
οι προκόπτοντες
Ανάμεσα στους σπουδαίους και τους φαύλους είναι
οι προκόπτοντες, που νιώθουν
όχι μόνο κατά την εγρήγορση αλλά και κατά τον ύπνο τους,
ότι δεν πράττουν αισχρά.
Ιδιαίτερη θέση έχει η προκοπή των ανθρώπων
στα παιδαγωγικά συγγράμματα του Ζήνωνος, που αναφέρονται στο
πώς πρέπει να συμπεριφέρονται οι νέοι.
Σχετικό είναι εδώ το Φίλωνος (Περί του πάντα σπουδαίον ελεύθερον είναι 160) «ενσταλάζοντας στην αρχή αντί γάλα απαλές τροφές, τις αφηγήσεις της ερκύκλιας παιδείας, κι ύστερα πάλι τις ισχυρότερες, που δημιούργησε η φιλοσοφία, από τις οποίες, όταν ανδρωθούν οι ψυχές και αποκτήσουν ευεξία, θα φθάσουν σ’ ένα αίσιο τέλος, όχι τόσο Ζηνώνειο όσο θεόπνευστο, το να ζει κανείς ακολουθώντας τη φύση.»
ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Η διάκριση ανάμεσα στους σπουδαίους και στους φαύλους
είναι βασική για τη σύσταση της πολιτείας του Ζήνωνος.
Στα πρώτα του ήδη έργα εκφράζει ο Ζήνων τις πολιτικές του ιδέες
αφορμώμενος από τις σχετικές αντιλήψεις των Κυνικών
για μια κατά φύσιν πολιτεία του κόσμου.
Ο Ζήνων περιγράφοντας τη δική του πολιτεία, κηρύσσει πως σ’ αυτήν
συμπολίτες μπορεί να είναι μόνο οι σπουδαίοι,
γιατί είναι πραγματικοί φίλοι και συγγενείς και ελεύθεροι,
ενώ οι φαύλοι είναι εχθροί και δούλοι και ξένοι ανάμεσά τους.
Η πολιτεία του δεν είναι συγκεκριμένη μέσα στα όρια της πόλεως,
αλλά είναι κοσμόπολις,
μέσα στην οποία όλοι οι άνθρωποι είναι συμπολίτες και υπάρχει
«εις βίος και κόσμος»,
που συντρέφεται από έναν κοινό νόμο, όπως μια αγέλη.
Ο Ζήνων θεμελιώνει την Πολιτεία του πάνω στην
αρετή των ανθρώπων και τη φιλία ανάμεσά τους,
που είναι η πηγή της κοινωνίας και της δικαιοσύνης.
Γιατί, όπως λέει, ο έρως είναι ο θεός της φιλίας και της ελευθερίας,
που προετοιμάζει την ομόνοια,
και πρέπει να τιμάται ως σωτήρας της πόλεως.
Μέσα στο πνεύμα της οικείωσης και της ισότητας
δεν θα υπάρχει καμιά εσωτερική ή εξωτερική διαφορά (πχ στην ένδυση)
ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες.
Οι ερωτικές σχέσεις θα είναι ελεύθερες τόσο προς τις γυναίκες, που θα είναι κοινές, όσο και προς τους νέους.
Ο θεσμός του γάμου θα υπάρχει και
ο σπουδαίος θα παντρευτεί και θα τεκνοποιήσει.
Για τους θεούς δεν χρειάζεται να κατασκευάζει κανείς ναούς
ούτε αγάλματα στην πολιτεία,
γιατί το ιερό είναι κάτι πολύ πιο άξιο και άγιο από τις οικοδομές,
τις οποίες δεν πρέπει να κοσμεί με αφιερώματα αλλά με τις αρετές των πολιτών.
Στην πολιτεία δεν θα κτίζονται ούτε δικαστήρια, ούτε γυμναστήρια,
αφού οι πολίτες δεν θα αδικούν,
ούτε τα παιδιά θα έχουν ανάγκη της εγκύκλιας παιδείας,
αφού οι σπουδαίοι με το παράδειγμά τους θα παιδεύουν τους νέους.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Ο Ζήνων ο Κιτιεύς, θεμελιωτής της στωικής φιλοσοφίας,
επέδρασε αποφασιστικά στην πολιτική και πνευματική ζωή των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων.
Η επικοινωνία του Ζήνωνα με την ελληνική φιλοσοφική παράδοση, με τους Κυνικούς, την Ακαδημία, και τη Μεγαρική Σχολή, αλλά και με τον Ηράκλειτο,
τη σωκρατική και πλατωνική φιλοσοφία και τον Αριστοτέλη ήταν ζωντανή.
Στοιχεία όλων των πιο πάνω βρίσκουμε στο έργο του,
κατόρθωσε όμως να δώσει μια σφαιρική θεωρία της ζωής και του κόσμου
στη φυσική, τη λογική και την ηθική.
Ο Ζήνων πρόσφερε μέσα σ’ ένα συγχυσμένο κόσμο μια σταθερή σχεδία βίου. Στηριγμένος και αυτός και οι μετέπειτα στωικοί σε στέρεες αρχές και σ’ ένα θαυμαστό ήθος εσωτερικής πειθαρχίας, κατόρθωσαν έμπρακτα να πραγματοποιήσουν με το παράδειγμα της ζωής τους τον τύπο του στωικού, που θαυμάζεται, ιδιαίτερα για την ηθική του στάση, ως σήμερα.
Η επίδραση της στωικής φιλοσοφίας κράτησε και κατά την Αλεξανδρινή περίοδο και κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Η ζηνώνεια πολιτεία ως όραμα μιας κοσμόπολης, στην οποία οι άνθρωποι,
με μόνο την αρετή τους, χωρίς άλλη διάκριση, μπορούν να ανήκουν ως πολίτες,
συνέβαλε στη σύλληψη και πραγμάτωση του οικουμενικού κράτους του Μ. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του.
Αλλά και στον κοσμοπολιτικό χώρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
η στωική θεωρία της πειθαρχίας στο λόγο μέσα σε μια πολιτεία οικουμενική,
απαλλαγμένη από τις συμβάσεις, που χωρίζουν τα έθνη και τους ανθρώπους,
βρήκε πρόσφορο έδαφος και καρποφόρησε, εμπνέοντας εξέχοντες άνδρες, που αναδείχθηκαν ως φιλόσοφοι και πνευματικοί ή πολιτικοί ηγέτες.
Παράδειγμα ο Μάρκος Αυρήλιος, ο εστεμμένος φιλόσοφος,
που με το έργο του «Τα εις εαυτόν» υπήρξε ο θεωρητικός απολογητής της Στοάς.
( Κ. Μιχαηλίδης, Εισαγωγή)