Ο έρως της Εξουσίας κι η δασκάλα Διοτίμα
του Στέλιου Παπαντωνίου
Ο Έρως είναι γιος της Πενίας και του Πόρου, της φτώχιας και του πλούτου. Πήρε πολλά από τη μάνα του, ενώ θέλει να μοιάσει του πατέρα του. Αγαπά αυτά που δεν έχει, την ομορφιά, τον πλούτο, την Eξουσία -αν είναι κόμμα. Η Εξουσία είναι πλούσια, όμορφη, ηθική, στο θησαυροφυλάκιό της διαφυλάσσει ήθη και έθιμα, ιδανικά της πατρίδας. Μη έχοντας λοιπόν την Eξουσία ο εραστής την περιτριγυρίζει, βρίσκει άπειρους τρόπους να την πλησιάσει, κάποτε μόνος, κάποτε με συνέμπορο –κόμμα- που την εποφθαλμιά επίσης, «εν τη ενώσει η ισχύς».
Όταν την πολιορκήσει και την καταλάβει, τότε δεν ξεκολλάει. Μόλις την κάμει δική του, καλεί πρώτα τους συγγενείς κι ύστερα τα κομματόσκυλα, «ελάτε να χαρούμε την Εξουσία, φέρτε συγγενείς και φίλους, ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά, φάγε, πίε, ευφραίνου.» Οι συγγενείς βέβαια, χειροκροτήματα, σύγχυση αερολογίας και ιδεολογίας, άρθρα γραμμένα κατά παραγγελίαν, αντιγραφές. Το συνέμπορο κόμμα γλείφει κανένα κοκκαλάκι, πότε πότε γαυγίζει, σώψυχα ξέρει ποιος είναι ο ρόλος του, οι άλλοι διαβλέπουν.
Η Εξουσία είναι όλη δύναμη και σθένος, χάρη κι ομορφιά, έχει όμως κι απαιτήσεις, γι’ αυτό συνεχώς βάζει σε δοκιμασίες τον εραστή, αν της αξίζει. Ο εραστής της Εξουσίας πρέπει να αποδείξει τη δύναμή του στα «δοκίμια» της αγάπης, στη διαφύλαξη του θησαυροφυλακίου, στη λύση των προβλημάτων των πολιτών, στην επίλυση ακανθωδών προβλημάτων με το δύστροπο γείτονα.
Οι αντίπαλοι εραστές την περιτριγυρίζουν, οι ξένοι ορέγονται να την εκμεταλλευτούν. Συγχυσμένος κι ανίκανος ο εραστής παραμελεί τα ύψιστα, πλησιάζει το φοβερό γείτονα πρώτα, δεν ντρέπεται και του προτείνει να τη μοιράζεται καμιά νύχτα μαζί του, «εκ περιτροπής» ως λέγεται. Εκτός των άλλων απαράδεκτων δώρων που του προσφέρει, για να τα βρουν, ενώ εκείνος του ανοίγει νυχθημερόν το λάκκο. Ο εραστής στην κοσμάρα του!
Έρχεται όμως κάποτε κι άλλη δοκιμασία, να ληφθεί μια σοβαρή απόφαση για εκρηκτικά, περί ζωής και θανάτου πάλι, κι αυτή δε λαμβάνεται με καθαρό μυαλό, η σύγχυση επικρατεί, αφού οι μεγάλοι τρομοκρατούν τους μικρούς, οι μικροί θέλουν να το παίξουν μεγάλοι. Η Εξουσία βλέπει την απρονοησία και πριν προλάβει, συγκλονίζεται από έκρηξη μεγάλη. Σκοτώνονται αθώοι άνθρωποι. Κανένας τότε δε σώζει τον εραστή της Εξουσίας, ούτε το συνέμπορο ούτε τους συγγενείς. Ο κακός γείτονας τρίβει τα χέρια περιμένοντας κι άλλη νύχτα με πολλές σημασίες.
Όλοι ζητούν την κεφαλή του εραστή της Εξουσίας επί πίνακι. Τότε αναμένεται να δείξουν κι ο εραστής κι η οικογένειά του το ήθος τους, όπως κι ο συνέμπορος. Ή θα παραιτηθούν της Εξουσίας ως ανάξιοι, ή θα βρουν δικαιολογίες να την κρατούν, αν φύγει ο συνέμπορος - έστω και μόνοι- φυλακισμένη στο σπίτι, ενώ οι αθώοι αδικημένοι της έκρηξης κραυγάζουν, πορεύονται, καταριούνται. Μαζί τους κόσμος πολύς. Ο εραστής κι η οικογένειά του επικαλούνται προικοσύμφωνα, προσπαθούν να εμπλέξουν άλλους εμπόρους στη θλιβερή μοναξιά τους, για να κρατήσουν την Εξουσία, οι άλλοι όμως αρνούνται. Ο συνέμπορος λάκισε.
Ο λαός αγανακτεί, και προπάντων η μεγάλη μάνα και δασκάλα, η Διοτίμα, θρηνεί και οδύρεται, γιατί άλλα δίδασκε τον εραστή της Εξουσίας, κι άλλα αυτός κι η οικογένειά του με το συνέμπορο έπραξαν. Η μεγάλη δασκάλα και μάνα Διοτίμα δίδαξε πως ο εραστής της Εξουσίας πρέπει να μην την εκμεταλλεύεται κομματικά, αλλά να ανεβαίνει αναβαθμούς και να επιβλέπει από ψηλά το κοινωνικό καλό, την υλική, οικονομική και πνευματική ανάπτυξη όλων των πολιτών, να διαφυλάσσει το θησαυροφυλάκιο, την ταυτότητα της χώρας, άσχετα από οικογενειακές ή άλλες σχέσεις, αγκυλώσεις του κομματικού παρελθόντος του. Η μεγάλη δασκάλα και μάνα Διοτίμα δίδαξε την άνοδο στην πραγματική ιδέα του δικαίου, της γνώσης και της ηθικής, στη δημιουργία του ωραίου, στην πράξη του καλού και προπάντων στην ανάληψη ευθύνης.
Γι’ αυτό και τώρα η μεγάλη Διοτίμα θρηνεί κι οδύρεται και τα κλάηματά της δεν έχουν τελειωμό, ενώ η Εξουσία, ρημαγμένη, ολολύζει. Πού να ξέρει ακόμα τι την περιμένει!