Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

ΠΑΙΔΕΣ

 ΠΑΙΔΕΣ

Φεύγουμε, αποχαιρετούμε, η κατάσταση όπως την ζήσαμε πριν πενήντα χρόνια, ούτε και να χαρούμε μια φωνή , ένα ξέσπασμα, δεν μας επιτρέπουν οι λογικοφανείς συλλογισμοί, οι κεκλιμένοι και γονυπετείς, οι παντογνώστες των ιστορικών υποκειμένων, άφετε τα παιδία ελθείν προς με, είναι στιγμές που τα παιδιά ξεπετιούνται και φωνάζουν, βοούν, αντιλαλούν οι γειτονιές από τις φωνές τους, αυτές που είδαν τον οχτρό με το γιαταγάνι, με το στουπί να καίει, με τις πόρτες μας να φλέγονται, τις εκκλησιές να γκρεμίζονται, άφετε τα παιδία, κι αν το θες από τον Ηρόδοτο, Έλληνες αεί παίδες, γιατί να μη χαρούν την παιδικότητά τους;

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗς ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩς

 ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, φιλόλογος

Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως

Τὸ Τριώδιον ἀρχίζει μὲ τὴν Κυριάκη τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, ἀκολουθεῖ ἡ Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου, ἡ Κυριακή της Ἀπόκρεω, τῆς Τυρινῆς καὶ εἰσερχόμαστε στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ μὲ τὶς πέντε Κυριακὲς τῶν Νηστειῶν, ἡ πρώτη, τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, δεύτερη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου του Παλαμᾶ, τρίτη τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, τετάρτη τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰὠάννου τοῦ συγγραφέως τῆς Κλίμακος, πέμπτη Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας πὸὺ ὁδηγεῖ στὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Ἑβδομάδα.

Τρίτη Κυριακὴ, τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Στὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς διαβάζουμε τἀ ἑξῆς ἐνδιαφέροντα:

«Ἐπειδὴ μὲ τὴ σαρανταήμερη Νηστεία, τρόπον τινά, κι ἐμεῖς σταυρωνόμαστε νεκρωνόμενοι ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ νιώθουμε πίκρα, βαριεστημάρα καὶ κατάπτωση, ὑψώνεται μπροστά μας ὁ τίμιος καὶ ζωοποιὸς Σταυρός, ἐμψυχώνοντάς μας καὶ στηρίζοντας, ἀφοῦ μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρηγορώντας μας. Ἂν ὁ Θεός μας ἔχει σταυρωθεῖ γιά μᾶς, πόσα πρέπει νὰ πράττουμε ἐμεῖς γι’ αὐτόν; Ἀνακουφίζει τοὺς πόνους μας μὲ τὴν παράθεση τῶν δεσποτικῶν θλίψεων καὶ μὲ τὴν ὑπενθύμιση καὶ ἐλπίδα τῆς δόξας διὰ τοῦ Σταυροῦ. Ὅπως ὁ Σωτήρας μας ἀνέβη στὸ σταυρὸ καὶ δοξάστηκε μέσῳ τῆς πίκρας καὶ τῆς ἄτιμης ἀνατροπῆς, ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νὰ πράττουμε, γιὰ νὰ δοξαστοῦμε μαζί του, μολονότι γιὰ λίγο χρόνο πάσχουμε ἄσχημα. Καὶ ἄλλως΄ ὅπως ὅσοι διανύουν μακρὺ δρόμο καὶ κουράζονται, ἂν εὕρουν κανένα δένδρο εὐσκιόφυλλο, κάθονται καὶ ἀναπαύονται καὶ ἀνανεωμένοι διανύουν τὸ ὑπόλοιπο τοῦ δρόμου, ἔτσι καὶ τώρα μὲ τὴ νηστεία καὶ τὶς δυσκολίες της, φυτεύθηκε ἀπὸ τοὺς ἅγιους Πατέρες στὸ μέσον τῆς ὁδοῦ ὁ ζωηφόρος Σταυρός, παρέχοντάς μας ἄνεση καὶ ἀναψυχὴ καὶ ἑτοιμάζοντάς μας εὐσταλεῖς καὶ ἀνάλαφρους γιὰ τὸν ὑπόλοιπο κάματο.

Ἢ ὅπως στὴν παρουσία τοῦ Βασιλέως προπορεύονται σημαῖες καὶ σκῆπτρα καὶ ἀκολούθως ἐμφανίζεται χαρούμενος γιὰ τὴ νίκη καὶ μαζὶ του χαίρουν καὶ ἀγάλλονται οἱ ὑπήκοοι, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μέλλοντας νὰ μᾶς φανερώσει τὸ τρόπαιο κατὰ τοῦ θανάτου καὶ μὲ τὴν ἀναστάσιμη μέρα νὰ ἐμφανιστεῖ ἔνδοξος, ὡς προπομπὸ παρουσιάζει τὸ σκῆπτρο του, τὴ βασιλικὴ Σημαία, τὸν ζωοποιὸν Σταυρόν, καὶ μᾶς γεμίζει μὲ χαρὰ ἑτοιμάζοντάς μας νὰ ὑποδεχτοῦμε τὸν βασιλέα καὶ νὰ τὸν χαιρετήσουμε ἀφοῦ θὰ θριαμβεύσει ὁλοφάνερα...»

Ἡ Ἐκκλησία μας δίνει διαφορετικὸ τόνο στὴν κάθε Κυριακή, ἰδιαίτερα τῶν Νηστειῶν, ἑλκύοντας τοὺς φιλακόλουθους πιστοὺς μὲ τὴν τυπική της διάταξη, λαμπρύνοντας τὴν κάθε ἡμέρα.

Το Τυπικόν της Εκκλησίας μας διαλαμβάνει: Δοξολογία: Μεγάλη εἰς ἦχον δ΄ (ἅγια). Εἰς τὸ ἀσματικὸν «Ἅγιος ὁ Θεός», οἱ Χοροὶ μεταβαίνουσιν εἰς τὴν βόρειον (ἀριστερὰν) πύλην τοῦ Ἱεροῦ καὶ ἄρχονται ψάλλειν τοῦτο. Ὁ λειτουργῶν Ἱερεὺς θυμιᾷ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν καὶ τὸν Τίμιον Σταυρὸν κείμενον ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἐπὶ δίσκου ηὐτρεπισμένου μετὰ βασιλικῶν καὶ εὐόσμων ἀνθέων καὶ τριῶν κηρίων, αἴρει τὸν δίσκον εἰς τὸ ὕψος τῆς κεφαλῆς του καὶ ἐξέρχεται διὰ τῆς βορείου πύλης, λιτανεύων τοῦτον ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, προπορευομένων λαμπαδούχων, Ἑξαπτερύγων, ἀκολουθούντων τῶν Ψαλτῶν, καὶ εἶτα τοῦ Διακόνου θυμιῶντος. Ἐλθὼν εἰς τὸ μέσον τοῦ Ναοῦ, ὅπου ὑπάρχει τετραπόδιον ηὐτρεπισμένον, καί, περιελθὼν τοῦτο τρίς, ἵσταται πρὸ αὐτοῦ καί, βλέπων πρὸς ἀνατολάς, ἐκφωνεῖ τὸ «Σοφία· ὀρθοί». Εἶτα ἀποθέτει ἐπὶ τοῦ τετραποδίου τὸν δίσκον μετὰ τοῦ Σταυροῦ καί, θυμιῶν σταυροειδῶς, ψάλλει τό «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν σου». Τὸ αὐτὸ ἐπαναλαμβάνουσι καὶ οἱ Χοροί. Εἶτα ὁ Ἱερεὺς (ἢ ὁ Ἀρχιερεὺς ἐὰν χοροστατῇ κατέρχεται τοῦ Θρόνου) λαμβάνει ἐκ τοῦ δίσκου τὸν Τίμιον Σταυρόν καὶ προσκυνήσας ὑψώνει τοῦτον, ψάλλων: «Τὸν Σταυρὸν σου προσκυνοῦμεν...». Τὸ αὐτὸ ἐπαναλαμβάνουσι καὶ οἱ Χοροί. (Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς εὐλογήσας τὸν λαόν, τῶν Χορῶν ψαλλόντων τὸ «Εἰς πολλὰ ἔτη...», ἀνέρχεται αὖθις εἰς τὸν θρόνον). Ἀκολούθως διανέμονται τὰ ἄνθη εἰς τοὺς προσκυνοῦντας τὸν Σταυρὸν ἐκκλησιαζομένους, τῶν Χορῶν ψαλλόντων τὰ Ἰδιόμελα «Δεῦτε πιστοὶ τὸ ζωοποιόν...». Μετὰ ταῦτα ψάλλεται τό «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου...» καὶ ἄρχεται ἡ Θεία Λειτουργία

Ἀντί τρισαγίου ψάλλεται τό «Τόν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα, καί τήν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν» ὅπου καί πάλιν λακωνικῶς συνυπάρχουν ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάστασις.

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸν Σταυρὸ ποὺ καλεῖται ὁ καθένας νὰ ἄρει καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, ἀπαρνούμενος τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ σώσει τὸ πολυτιμότερο, τὴν ψυχή του, ἀφοῦ ἡ σωτηρία κεῖται πέραν παντὸς ἐγωισμοῦ, στὴν ταπείνωση καὶ αὐταπάρνηση.  Μἐ πρώτη προϋπόθεση, τἠν Ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου: ὅστις θέλει.

Εὐαγγέλιο Κυριακῆς, Κατὰ Μάρκο Η'(8) 34-38

«Καὶ τότε προσκάλεσε τὸ πλῆθος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του καὶ τοὺς εἶπε: «Ἂν κάποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθεῖ , ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ ἂς σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθεῖ.

Γιατί ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴ ζωή του θὰ τὴ χάσει. Ὅποιος ὅμως χάσει τὴ ζωή του ἐξ αἰτίας μου καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ εὐαγγελίου θὰ τὴ σώσει. Γιατί τί ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ κερδίσει ὅλο τὸν κόσμο ἀλλὰ νὰ ζημιωθεῖ τὴν ψυχή του; Γιατί τί μπορεῖ νὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν ψυχή του;

Γιατί ὅποιος ντραπεῖ ἐμένα καὶ τοὺς δικούς μου λόγους μέσα σ’ αὐτὴν τὴ γενιὰ τὴ μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλή, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ αἰσθανθεῖ ντροπὴ γι’ αὐτόν, ὅταν θὰ ἔρθει μέσα στὴ δόξα τοῦ Πατέρα του μαζὶ μὲ τοὺς ἅγιους ἀγγέλους». Καὶ τοὺς ἔλεγε: «Ἀλήθεια σας λέω ὅτι ὑπάρχουν μερικοὶ ἐδῶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν σταθεῖ οἱ ὁποῖοι δὲ θὰ γευτοῦν θάνατο, ὡς ὅτου δοῦν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχει ἔρθει μὲ δύναμη.»

Ὁ χριστιανικὸς κόσμος κατὰ τόπους γιορτάζει τὴν ἡμέρα αὐτὴ διαφοροτρόπως, μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στον Σταυρό καί  στὰ λουλούδια ποὺ προσφέρονται στοὺς πιστούς. Εἴκοσι ὀκτώ μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα, Κυριακή μεσονηστήσιμη ή μεσοσαράκοστο.

Τῆ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ σου, Χριστέ ὁ Θεός, καί ἡμᾶς τῶν τοῦ πονηροῦ διαφύλαξον ἐπηρειῶν, καί τά  θεῖα σου Πάθη, καἰ τἠν ζωηφόρον Ἀνάστασιν προσκυνῆσαι ἀξίωσον, τὀ τεσσαρακονθήμερον εὐμαρῶς διανύσαντες στάδιον΄ καἰ ἐλέησον ἡμᾶς ὡς μόνος ἀγαθός και φιλάνθρωπος.  

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, φιλόλογος

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

των νεκροταφείων

 Των νεκροταφείων

Μην ενοχλείτε τους νεκρούς μας, έτσι κι αλλιώς δεν είναι στα νεκροταφεία στα Κατεχόμενα, τους φέραμε μαζί μας, στην καρδιά και στο νου μας. Έστω κι αν δεν κάμαμε όπως τους Παργινούς τότε, που τους πούλησε ο εγγλέζος στον αλή πασά, Μεγάλη Παρασκεή ήτονε, σκάψαν τους τάφους των γονιών τους, πήραν τα κόκκαλα, τα έβαλαν στην πλατεία, τα έκαψαν και πήραν μαζί τους στη στάχτη, εκεί στα Εφτάνησα. Η  Πάργα στάθηκε μοναδική. Εμείς είμαστε άλλη περίπτωση. Κατεβαίνουμε σκαλοπάτια από καιρό.

Αφήστε λοιπόν τους νεκρούς. Από τους ζωντανούς να φοβάστε, τους έποικους που αριθμούνται σε αναρίθμητους, μέγα μυστικό ο ακριβής αριθμός τους, εργάτες είναι, προσωρινοί είναι, ψέματα είναι, κι όμως έχουν λόγο στις ψηφοφορίες, που αφορούν κι εμάς,  γι’ αυτούς όμως δεν έγινε καθόλου λόγος στις τελευταίες συνομιλίες, άτυπες ή τυποποιημένες, τυπικές ή εγκάρδιες, κροκοδείλιες.

Οι έποικοι μάς αντικαθιστούν στον τόπο μας, στα σπίτια, στα χωράφια και στις δουλειές, στα χωριά και στις πόλεις μας, αυξάνονται και πληθύνονται, θα το κάνουμε της Αλεξανδρέττας, είπαν οι Τούρκοι από το 1950, θα ρθει ώρα, ένα δημοψήφισμα κι έξω, αυτοί θα νικήσουν ως πλειοψηφία, έχουν σχέδια, τα καταστρώνουν τα εισάγουν εντέχνως, κι εμείς χάβουμε ως η αδύνατη πλευρά, αλλά τουλάχιστον να τα λέμε, να φωνάξουμε να κραυγάσουμε να αρχίσουμε τους βρυχηθμούς, τα μουκανητά έστω.

Η γενιά μου φεύγει και μαζί της όσοι έζησαν τα γεγονότα από το τέλος του β΄παγκοσμίου πολέμου. Είδαμε την Αγγλία από προστάτιδα των ελευθέρων λαών να γίνεται προστάτιδα μόνο των βάσεων και των συμφερόντων της, να αγκαλιάζει την Τουρκία, να διαιρεί και να βασιλεύει, κατά δύναμη.

Η Κύπρος διχοτομημένη από το 1974,  μια τεράστια πληγή, κουβεντιάζει μη μπορώντας να κάμει κάτι άλλο, κι οι προσποιούμενοι τους ζωντανούς συζητούν για τα κατεχόμενα νεκροταφεία μας...

Στέλιος Παπαντωνίου

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

κράτα παππού

 

Στέλιος Παπαντωνίου,  Κράτα παππού

“Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι”. Κάπως έτσι άρχιζε ένα ωραίο τραγούδι της εποχής μας, και τώρα το ζούμε εδώ και πενήντα χρόνια, η εκκλησία του αγίου Γεωργίου γκρεμίστηκε, την άφησαν να γκρεμιστεί οι κάτοικοι του χωριού τούρκοι, μπορεί στην αρχή να άρπαξαν εικόνες και ιερά σκεύη, ίσως κεραμίδια αν είχαν ανάγκη, ο χρόνος όμως το ήξεραν και το ξέρουν πως φέρνει την καταστροφή, υπομονή πολλή έχουν, ξέρουν πως αργά γρήγορα χωρίς να τους κατηγορήσει κανένας θα εξαλειφθεί το ελληνικό χριστιανικό στοιχείο, έστω κι αν κάτι μας λέει πως το χώμα έχει μιλιά και μιλά και θα μιλά στους ευαίσθητους.

Η εκκλησία του αγίου Γεωργίου στο Βουνό είχε ιερέα τα τελευταία χρόνια προ του 1974 τον παππού Παπάντωνη, ομολογημένα σεβάσμιο γέροντα, εκεί λειτουργούσαν μαζί του τα ξαδέλφια, ο Κώστας της Αλεξάντρας, ο Κώστας κι ο Αλέκος της Ξενούς, και άλλοι βέβαια, ο Τζώρζης ο Γιαννακός.

Το σπίτι του παππού γκρεμίστηκε από τους πρώτους μήνες της εισβολής, πιο πάνω από την εκκλησία, με το φούρνο και τις καμάρες, τη μεγάλη κάμαρα, τη νηστειά της γιαγιάς παπαδιάς, με τα κάτσαρα να μας τηγανίζει αυγά και χαλλούμι, φρέσκο ψωμί ή ελιωτή από το φούρνο. Από ψηλά βλέπαμε τα φωτάκια της Λευκωσίας, ένα χαλί να τρεμοπαίζει στην ανοιξιάτικη άπλα. Το ευαγγέλιο της Απόκρεω είναι συνδεδεμένο με το Βουνό, πάντα εκεί βρισκόμασταν, αγάπη πολλή είχε ο πατέρας στους δικούς του.

Και τώρα άλλοι θα μιλούν για τους δικούς τους παππούδες, εμάς, που η τύχη το έφερε να συνταιριάσουμε τη ζωή μας με τον τόπο μας, που βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση όσο καιρό τον θυμόμαστε, 55, 63, 74.

Και τώρα, πενήντα και χρόνια από την εισβολή και περιμένουμε να λυθεί ένα πρόβλημα που σχεδιάστηκε να λυθεί με διχοτόμηση της πατρίδας μας από το 1950. Και τώρα που πέτυχαν οι μεγάλοι κι η Τουρκία (για να μην πω και η Ελλάδα) αυτή την κατάρα της διαίρεσης, της έξωσης των κατοίκων από τα χωριά και τις πόλεις τους, την καταστροφή παντός χριστιανικού και ελληνικού, την ψευδαίσθηση πως θα βρεθεί άλλη λύση που θα είναι κάτι άλλο εκτός από την παρούσα, όλα αυτά θα τα συζητούν κάποτε τα εγγόνια μας και θα μας οικτίρουν, τόση γνώση της πολιτικής και της παγκόσμιας κατάστασης είχαμε, τόση σύλληψη των διεθνών δεδομένων, των στρατηγικών και τακτικών των χωρών που μας είχαν στο χέρι και μας εκμεταλλεύονταν, κι εμείς με την καθαρή καρδιά ως πρόβατα επί σφαγήν, πρόβατα επί σφαγήν.

Το χειρότερο πως έχω έναν κουφιοκέφαλο να με κοροϊδεύει, να ζητά να του αναγνωρίσω κρατική υπόσταση, να του χαρίσω όσα με τη βία των όπλων κατέλαβε, να νομίζει πως αποφασίζει ενώ εκτελεί εντολές, να τρώγομαι από το κακό μου το αχώνευτο.

Αν δεν έχω τίποτε άλλο να κάμω, διαβάζω εφημερίδες ή ακούω ειδήσεις ή βλέπω τηλεόραση, δήθεν ενδιαφερόμενος για τα τεκταινόμενα, την ώρα που ξέρω πως τίποτε δεν αφήνουν να γίνει, μας περιμένουν να γκρεμιστούμε, όπως η εκκλησιά του αγίου Γεωργίου στο Βουνό.

Τέτοιες ώρες είναι που ανοίγουν στόμα τα σωθικά μου και φωνάζουν, “κράτα παππού”!

 

Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΖΙΥΡΚΩΤΟΥ

 

Η Τζιυρκωτού

«Μέστωναν, δοκίμαζαν φτερά, μετροφυλλούσαν φιγουρίνια,

τα δάχτυλα έτσουζαν στη δαχτυλήθρα.

«Τις πόρτες ανοίξτε, ανοίξτε τα παράθυρα»

έλεγε η γιαγιά στο αργαστήρι.

Η κυρία Ελένη, χαμογέλιο χαραγμένο,

μια μακρά βελόνα στην καρδιά, της ατεκνίας.

Ο Παπαγαβρίλης Αντζιουλής χτένιζε τα θεριεμένα λευκά γένια,

ο Θεός δεν έδωσε, η αδελφή σού δίνει βασιλικούλα να χαρείς

στη γλάστρα φυτεμένη.

Στη γειτονιά μου χόρευαν κοπελούδες το βελόνι

το ψαλίδι και τη ραπτομηχανή, μεγάλωναν παιδιά,

νοικοκυρές νοικοκυρεύτηκαν.

Τα ψυχοσάββατα στην εκκλησιά, μακαρίζουν την Ελένη την Τζιυρκωτού,

τη δασκάλα ράφταινα.»

 

Όπως επεξηγεί η εκδότης του περιοδικού «Ελεύθερη Κυθρέα» στο οποίο είναι δημοσιευμένο το ποίημα, πρόκειται για την Ελένη Παπαγαβριήλ από τη Συρκανιά και κάτοικο ενορίας αγίου Κασσιανού, σύζυγο του Κώστα Παρπέρη.

 

Κι όλοι καταλαβαίνουμε πως μιλά για την Ελένη την Τζιυρκωτού κόρη του Παπαγαβρίλη από την Κυθρέα, τη ράφταινα, που έφερε κοντά της τη Βασιλική σαν κόρη της, κόρη της αδελφής της Μαρίτσας.

Και από τώρα θα μνημονεύουμε και τη Βασιλική, μαζί με την Ελένη και τον Κώστα και τον Ανδρέα και τη Λένια.

Πριν εξήντα εβδομήντα χρόνια το σπίτι τους ήταν διδασκαλείο κοπτικής ραπτικής, αφού η μακαριστή Ελένη ήταν ξακουστή, έρχονταν και από τα χωριά της περιοχής να μάθουν κοντά της την τέχνη, κόσμος πολύς μπαινόβγαινε,

Έμαθε τέχνη κοντά στην Ελένη η Βασιλική, βοηθούσε και της κρατούσε το σπίτι, όλοι μαζί στη δουλειά και στο τραπέζι. Ήταν κάποτε και μαγαζάτορας, κοντά στο σημερινό Δημαρχείο, όταν πέθανε ο άντρας της ο Αντρέας, ράφτης επίσης, κι άνοιξε μαγαζί με στρατιωτικά είδη. Αυτή στάθηκε στο κατάστημα να το διευθύνει, είχε παιδιά να αναθρέψει.

Μεγάλο πόνο έδωσε στη Βασιλική ο θάνατος της πρωτότοκης κόρης της, της Λένιας. Ευτυχώς είχε συνεχώς μαζί της την Αργυρούλα, προστάτη και παραστάτη της, μαζί με τον Κωστάκη.

Τους δίδαξε ήθος και αγάπη και φιλοξενία. Αυτά έζησε στη φιλόξενη ατμόσφαιρα του σπιτιού της και δεν έπαυσε να την έχει στο σπίτι και να την φανερώνει σε όλους μας με την ευκαιρία των μνημοσύνων των δικών της, αφού μας καλούσε για καφέ μετά την εκκλησία, περήφανη για τα χειροποίητα γλυκά ή αλμυρά της.

Η Βασιλική ευλογήθηκε από το Θεό με βαθιά γηρατειά. Τακτική στην εκκλησία, πάντα να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι, κάθε Κυριακή να κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων και στο τέλος, όταν αδυνατούσε, πήγαινε ο ιερέας στο σπίτι της, ούτε εκατό μέτρα μακριά από την εκκλησία.

Ζώντας η Βασιλική σ’ αυτή τη γειτονιά, γνώρισε και έκαμε φίλες αξέχαστες, αγαπητή και σεβαστή, είδε όμως κι έμαθε πολλά από τους αγώνες της περιοχής για ελευθερία, έζησε τις περιπέτειες της γειτονιάς, το 55, το 63, το 74, κι όλα αυτά δεν τα ξεχνούσε.

Λιγομίλητη, ήσυχη, καλοκάγαθη, να ευγνωμονεί τους ευεργέτες της, να θυμάται τα καλά στη ζωή της και να διαγράφει την ανθρώπινη αδυναμία.

Η Βασιλική, η τελευταία των παλαιών κατοίκων της ενορίας μας, οδηγείται  σήμερα στην τελευταία της κατοικία με τις ευχές μας. Πάει να συναντήσει τους δικούς της και τους φίλους και φίλες της γειτονιάς. Αιωνία να είναι η μνήμη της και ελαφρύ το χώμα που θα την σκεπάσει.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2025

η ουρσουλα

 

Η ΟΥΡΣΟΥΛΑ

Στις 3 Μαρτίου 2025 στο Λονδίνο η Ούρσουλα ερωτηθείσα για το μήνυμά της προς τις ΗΠΑ, είπε: «Είμαστε έτοιμοι, μαζί με εσάς, να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία και την αρχή ότι υπάρχει κράτος δικαίου, ότι δεν μπορείτε να εισβάλλετε και να εκφοβίζετε τον γείτονά σας, δεν μπορείτε να αλλάζετε τα σύνορα με βία».

Να  τα πάρουμε ένα ένα, μια κι εμείς ευρωπαίοι είμαστε, και πρέπει πρώτα πρώτα αυτά να ισχύουν και για μας. Κι εκεί που νομίζεις πως μπορείς πλήρως να τα αξιοποιήσεις, έρχονται δεύτερες σκέψεις.

Να  υπερασπιστούμε τη δημοκρατία. Δημοκρατία είναι η δύναμη του λαού να κυβερνά, ένας πολίτης μια ψήφος, ένας πολίτης -όχι μια κοινότητα. Ισότητα πολιτών, άσχετα από χρώμα θρησκεία γλώσσα, που καθένας δικαιούται στο κράτος του να έχει διαφορετική, ενώ, για παράδειγμα, ο Ερτογάν που δεν είναι ευρωπαίος, θέλει για το κράτος του μια γλώσσα ένα λαό μια θρησκεία μια εθνότητα, ισοπεδώνοντας τους πάντες. Κι όπου δεν υπάρχει η ανοχή του άλλου, ξέρουμε ιστορικά πως υπάρχουν και οι διωγμοί, Αρμεναίων, Κούρδων και Ελλήνων από τη Μικρασία και τον Πόντο.

Δυστυχώς αυτή τη δημοκρατία κατέλυσε και στην Ελλάδα και στην Κύπρο η χούντα και μια δράκα ανθρώπων, να γίνει το δικό τους, κι έφεραν την καταστροφή με τον εγωισμό τους. Πώς να την επικαλεστούμε οι αμαρτωλοί;

Να υπάρχει κράτος δικαίου. Ένα είναι εδώ το αναγνωρισμένο διεθνώς κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία. Ως κράτος δικαίου όμως υστερεί, λόγω της αναξιότητας των κυβερνώντων. Πάνω από όλα και όλους δεν τίθεται ο νόμος αλλά προσωπικά συμφέροντα και προπάντων κομματικά.  Και το χειρότερο,  ξεπετάγεται το ψευδοκρατίδιο των τουρκοκυπρίων να απαιτεί αναγνώριση κυριαρχίας, το άδικο να επικρατήσει διεθνώς, έξω από κάθε ψήφισμα ή απόφαση του ΟΗΕ, του Συμβουλίου Ασφαλείας, της Ενωμένης Ευρώπης. Θα ’ταν καλή η ρήση και για μας, αν ήμαστε δίκαιοι.

Δεν μπορείτε να εισβάλλετε και να εκφοβίζετε τον γείτονά σας. Αυτό είναι εξολοκλήρου κομμένο ραμμένο για μας. Η Τουρκία έχει εισβάλει, εκφοβίζει καθημερινά από το 1958 τους Έλληνες της Κύπρου, επί πεντηκονταετία κατέχει εδάφη μας, κτίζει αυθαίρετα, με χιλιάδες σταθμευμένα εδώ στρατεύματά της, αλλάζοντας ονόματα, τουρκοποιώντας πόλεις και χωριά ελληνικά, εκθεμελιώνοντας τον πολιτισμό μας, και ό τι άλλο ανήκουστο πράττει, κατά παράβαση αποφάσεων και νόμων.

Και το τελευταίο της Ούρσουλας

Δεν μπορείτε να αλλάζετε τα σύνορα με βία. Ποια ήταν η Κύπρος προ του 1974 και πώς έχει καταντήσει, ύστερα από την εισβολή της Τουρκίας που έγινε με πρόσχημα την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης που διασαλεύθηκε με το πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών; Πλήρης αλλαγή, διχοτόμηση, προσφυγοποίηση των Ελλήνων του νησιού.

Καλά τα είπε η κυρία Ούρσουλα, φαίνεται όμως πως ούτε και αυτά δεν μπορούμε εξολοκλήρου και με παρρησία να τα απαιτήσουμε. Αφεθήκαμε στον κατήφορο από δημιουργίας του κράτους μας, συντελούντων βέβαια και των άσπονδων φίλων, των διαιρούντων και βασιλευόντων. Κάποτε τα περιμέναμε όλα από την παιδεία, τώρα εκμοντερνίζεται κι αυτή!

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

καθαρά δευτέρα

 

ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

Κι αν δεν καταφέρναμε το πετάσι, ήθελε τέχνη, να ισοζυγίζεις το σκελετό, να δέσεις γερά με σπάγγο, να επιτύχεις την ουρά, και αν δεν πετύχαινε, τις περισσότερες φορές αυτό γινόταν, γι’ αυτό καταφεύγαμε και στην ψαλίδα, ένα χαρτί τσακισμένο τριγωνικά, δέναμε την μια άκρη με σπάγγο να τραβούμε, και με λίγη ουρά ή με καθόλου, τα καταφέρναμε να πετά, ας ήταν και στο καντούνι, δεν ήταν ανάγκη να πάμε στο τεισιό, εκεί κοντά στον Ορφέα, κόσμος πολύς πάντα ερχόταν Καθαρή Δευτέρα στην εκκλησιά, τόσες εκκλησιές εκεί κοντά, Χρυσαλινιώτισσα, άγιος Ιάκωβος, άις Γιώργης, παλιά ο άις Λουκάς, και πολύ κοντά ο άις Γιάννης, κι ο άις Αντώνης, κι ο Τρυπιώτης με τον άι Σάββα, ένα γύρο να έδινες τις έβρισκες όλες ανοιχτές, ερχόταν λοιπόν ο κόσμος, να προσκυνήσει τις εικόνες, να βάλει τη σκούφια του αγίου Κασσιανού στο κεφάλι, καθόταν κι ο παπάς, να βγάλει καμιά μπακκίρα, φτωχός άνθρωπος, τόσα στόματα είχε να θρέψει, κι ύστερα οι περισσότεροι συγγενείς περνούσαν από το σπίτι, πάντα η μάνα μου είχε τραπέζι στρωμένο με όλα τα αγαθά της ημέρας, άλλο που φούρνιζε κι η ίδια ένα κουλούρι μοναδικό σε γεύση, με τις μυρουδιές και το μέχλεπι και τη μαστίχα, καλό που ξεχνώ τα ονόματα των υλικών, η γεύση όμως εκεί, στον ουρανίσκο. Έρχονταν οι ξαδέλφες της “οι κοπελλούδες” από το Στρόβολο, ο παππούς Στυλλής είχε αδελφό το θείο Γιωρκή, Ψιμολοφίτες, σκαρπάρηδες κι οι δυο, ταχίνη, χόρτα, κουλούρια, ελιές μαύρες και τσακιστές, πλούσια τα ελέη σου, δεν ήθελε και πολλά κανείς να ευχαριστεί το Θεό και τον άνθρωπο που καθόρισε τις γιορτάρες μέρες. Πέθαναν οι γονιοί, πέθανε ένας ολόκληρος κόσμος, μας μένει η στιφή γεύση από τα χαμένα έθιμα, τον αέρα των ημερών, μια γειτονιά μελίσσι, στράγγισε, ερημώθηκε, ένα μικρό δείγμα της μένει, ας είναι κι αυτό, να θυμίζει γωνιά παραδείσου.