Προσωπικό παραμύθι
Με τους τούρκους
γείτονες ως το 1956 δεν είχαμε και καμιά διαφορά, περνούσαν από το σπίτι,
χαιρετούσαν, πηγαίναμε στο κέντρο τους έξω από τα τείχη, στου Τσακλαγιάν, μια
μοναδική ταχίνη, σουβλάκια μοσκομύριζαν, μαζί με τα γιασεμιά, ήταν μια μικρούλα
ξανθούλα τουρκούδα, γαλανομάτα, κι όμως ήταν κόρη του αντίγραφου του Ντενκτάς
χασάπη στο κεντρικό παντοπωλείο της Λευκωσίας, μια μέρα τα έκαψαν, χάθηκε η
Ερμού, χτύπημα στην καρδιά του εμπορίου, πόσες οικογένειες θα έκλαψαν, στη
γειτονιά περνούσαν ομάδες ημίγυμνοι με στουπί βουτηγμένο στο πετρέλαιο, να μας κάψουν,
πάλες και μαχαίρια και ρόπαλα, μια και δυο, τις νύχτες οι γείτονες που
κινδύνευαν γιατί ήταν κοντά τα σπίτια τους στον τουρκομαχαλά έρχονταν να μείνουν
μαζί μας, κι ύστερα ο Ολυμπιακός που κάηκε μια νύχτα κι ο άης Λουκάς και το 58
και το 63 στα φυλάκια της γειτοινιάς και το 74, με τον στύλο της ηλεκτρικής
ριγμένο στο απέναντι σπίτι, κατατεμαχίστηκε η γειτονιά, κάτι απομεινάρια
τα έφαγε το σχέδιο για αναζωογόνηση της γειτονιάς, κάτι σχέδια, ξένα λεφτά στο
μάστερ πλαν, από Αττίλες η Κύπρος γεμάτη,
Τούρκους και Έλληνες.
Νυν απολύοις τον
δούλον σου…και δόξαν λαού σου Ισραήλ, κάθε νύχτα στον εσπερινό, κι ο Ισραήλ και
το Ισραήλ, κάποτε δούλευα τα καλοκαίρια σ’ ένα υφασματέμπορο, τότε έρχονταν
στην Κύπρο πολλοί Ισραηλίτες, ήταν τα υφάσματα ΝΙΝΟ ωραιότατα για πουκάμισα του
ζιετ, και συμμαθητές στο Ισραήλ για σπουδές, κάτι γεωπονικά και τέτοια, μια
μέρα τους παρατήσαμε, ήταν η Παλαιστίνη και τα παιδιά του Λυσσαρίδη έπαιρναν
και έφερναν αγωνιστικότητα στους συνοικισμούς, εμείς με τον τρίτο κόσμο, κάλλιο
πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη, και τα ξαναβρήκαμε τελευταία και με τους
Ισραηλίτες και με την Αμερική, Νάτο, Σία προδοσία, τα θυμούνται μερικοί όταν έρθει
το καλοκαίρι Ιούλιο μεριά. Άντε να πας στο Ισραήλ για καμιά θεραπεία, άντε να
δεις τους αγίους Τόπους, ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, τότε καταλαβαίνεις
πολλά και νιώθεις περισσότερα, όπως τότε στο αρχαιολογικό μουσείο με τη γαλήνη
των αγαλμάτων, και την επίσκεψη στην Πάρο, εκείνη η αρχαιότατη γαλήνη.
Με τη Ρωσία δεν
είχα καμιά επαφή, άλλοι σπούδασαν, έγιναν δόκτορες, ήρθαν, τίποτε δεν είπαν,
ζούσαν στον κόσμο τους, άλλη η Αμερική, πήγες εκεί; είδες τον κόσμο όλο,
καταλαβαίνεις τι σημαίνει το απέραντο, ανοίγουν οι ορίζοντες, να ]ναι καλά οι
φίλοι μου συμμαθητές και στο Νιου Τζέρσυ και στο Μπάφαλο, Καναδά μεριά, με τους
καταρράκτες και την ελληνική φωνή όπου πας, ο παγκόσμιος ελληνισμός.
Κι έτσι έδεσα, με
τους Έλληνες πανταχού, από αρχαιοτάτων χρόνων, με τη φιλοσοφία, την τέχνη, τα
γράμματα, αρχαία και νέα, με τους Ισραηλίτες μέσα μέσα και ξώπετσα αλλά βαθιά
με την Παλαιά Διαθήκη και τα χριστιανικά, με τους Αμερικανούς επιφανειακά αλλά
με ευγνωμοσύνη για τις σπουδές εκεί, στο βάθος μου όμως γεννήθηκα και μένω της γειτονιάς
μου, της εκκλησιάς μου, που με έκαμαν αυτόν
που είμαι.