Σ. Παπαντωνίου
Έτσι μ΄ αστραπόβροντα
κατέβηκε
πύρινη στήλη αστραφτερή
λεβέντικα στάθη μπροστά
μας
χιλιάδες μάτια δακρυσμένα
στη σιωπή τα βλέφαρα
κλειστά
να φτερακίζει γύρω
η ανασεμιά της κρύσταλλο
μια κόρη Αφροδίτη
Παναγιά Κυκκώτισσα
μια Ροδαφνού
Παρθένα Μαχαιριώτισσα
Ρήγαινα του Βουνού
«Αντρειωθείτε» λέγοντας
εδώ μπροστά
μας περιμένουν να μας
θάψουν
άνοιξαν λάκκους,
μπομπάρδες στον αγέρα ν΄
ακουστούν
να πέσουμε
με στρατιωτικές τιμές
δεμένα χέρια τυφλά μάτια
να μας θάψουν
ενώ τα έθνη θα
χειροκροτούν
μικρά μεγάλα.
Μα εμείς
δε θέλουμε το θάνατό μας
να τον συντροφεύει
ούτε ξένος ούτε δικός.
Θέλουμε να πάμε με τα
πόδια τα δικά μας
στο κοιμητήρι του χωριού μας
ν’ απλώσουμε τα χέρια
ν’ αγκαλιάσουμε το χώμα
ν’ ανοίξουμε τους τάφους
των γονιών μας
να βγάλουμε τα κόκαλά
τους να τα πλύνουμε
να μεταλάβουμε με το
κρασί τους
κι ύστερα ν’ απλώσουμε
απάνω μας το νεκροσέντονο
από ανατολή ως δύση
βορρά και νότο
να ’ρθουν ο Απόστολος
Ανδρέας
με τα πόδια μόλις
βγαλμένα από τη θάλασσα
ο ΄Αγιος Επίκτητος με τ’
αλάτι απ’ τις γούβες των βράχων
ο ΄Αϊς Γιώργης του Βουνού
κι ο ΄Αϊ Μάμας
μιαν άκρη το σεντόνι να
κρατεί ο ένας
μιαν άκρη το σεντόνι να
κρατεί ο άλλος
να προσκαλέσουν
τ’ αγέρι της πορνής
τ’ άστρον του μεσανύχτου
διάφανο χρυσοστόλιστο
ιστορημένο τούλι
να ’χει το χώμα κόκκινο,
τον ουρανό γαλάζιο.
Τότε ας σημάνουν οι
καμπάνες
να πουν πως διπλωθήκαν οι
άκρες
πως μας αγκάλιασεν η γη
μας όλη,
το κύμα κι ο αγέρας, τα
βουνά,
και θέλουν ας ρίξουν πάνω
μας χώμα
θέλουν πέτρες θέλουν λούλουδα
εμείς πήγαμε περπατητοί
στον τάφο μας
θαμμένοι στο χωριό μας.