Του αρραβώνα
Στέλιος Παπαντωνίου
‘Εστω ότι βρίσκεσαι σε περίοδο αρραβώνα. Ο αρραβωνιαστικός
σου συμπεριφέρεται ακκιντζίδικα. ‘Αλλον σου εδείξαν. Σιγά σιγά όμως τ’ αφτιά
του άκουσαν τι λέει το στόμα του. Κατάλαβες εσύ. Παρ’ όλο τον πόθο σου, παρ’
όλα τα ψάρια που δεν έφαγες στο Βόσπορο αλλά σου ψήνονται στα χείλη, παρά τους καφέδες
και τα μπαλόνια στη Λήδρας, παρά τις ζιβανίες και τους σιουτζιούκκους, εσύ τι
κάνεις; Σπεύδεις να τον πάρεις; Τούρκος να’ ναι κι ό τι να’ ναι; Άντρα θέλω,
τώρα τονε θέλω; Κι ας είν ξύλινος; Κι ας είναι αυτό που τώρα βλέπεις; (αν
βλέπεις!)
Κι η μάνα κι ο πατέρας του να σου ζητούν προικιά που δεν έχεις
να δώσεις, οικόπεδα, θαλασσόπεδα, στρατόπεδα, Πύργους και πορτοκάλια; Εσύ εκεί;
Ε, παρ’ τον να ησυχάσεις! Αμ δε! Αρχίζει τα ζόρια: Μιλούσες για τα μαθητικά σου
χρόνια, άρπαξε μια λέξη τ’ αφτί του, κάποιος
από το περιβάλλον σου την είπε. Ζήτα συγγνώμη! Να πάρει το λόν του πίσω! Κι
αυτό δεν πάει πολύ; Δεν σου δειξε η κωλοσυρμή της κουφής; Από το νύχι δεν
κατάλαβες το λιοντάρι; (εξάλλου σε κατέφαγε: το ξέχασες!)
Κρίμα στις σπουδές σου, στα μαστορλίκια και στα δοκτοράτα
σου, κρίμα.
Αλλ’ ημείς οι πτωχοί δεν κατέουμε πράμα από πολτιτζιή. Πάλι
κρίμα!