Περί του συγχρόνου συγχυστικού
λεξιλογίου
του Στέλιου Παπαντωνίου
Το είπε κι ο παππούς ο Θουκυδίδης κι από
τότε το επιβεβαιώνουν όσοι τον διαβάζουν και παρακολουθούν τον αιώνιο άνθρωπο,
που παραμένει ο αυτός στις ίδιες περιστάσεις. Κι ο παππούς λέει πως οι άνθρωποι
στις μέρες των πολέμων, εμφυλίων ή άλλων, αλλάζουν τη σημασία των λέξεων, τις παραποιούν,
για να κερδίσουν κομματικά ή άλλα οφέλη. Για μας αυτές τις μέρες, ή καλύτερα
από το 1974 και εξής, δυο λέξεις που κακοπάσχουν είναι ο «πόλεμος» και η «ειρήνη».
Δεν ξέρω κανένα που να διάβασε σε
σύγχρονη Ιστορία για τον Κυπριακο-τουρκικό πόλεμο ή καλύτερα για τον Ελληνοκυπριακο-τουρκικό
πόλεμο ή για τον Τουρκο-ελληνοκυπριακό πόλεμο του 1974. Αν δεν διάβασε, μάλλον
δεν πρόλαβαν να του αλλάξουν το όνομα, γι’ αυτό και τον ξέρουμε όλοι οι Έλληνες
ως «βάρβαρη τουρκική εισβολή», την ώρα
που οι Τούρκοι –και πόσοι Τουρκοκύπριοι- τον ονομάζουν «ειρηνευτική επιχείρηση».
Για να θυμίσουμε πολύ αδρομερώς τα
γεγονότα, γίνεται πραξικόπημα από τη χούντα των Αθηνών εναντίον του Μακαρίου το
1974 και όχι εναντίον των Τουρκοκυπρίων ή της Τουρκίας, βρίσκουν την ευκαιρία
που περίμεναν χρόνια οι Τούρκοι και για την οποία προετοιμάζονταν στρατιωτικά
ναυπηγώντας αποβατικά σκάφη, και εισβάλλουν στην Κύπρο με απαίτηση το
γεωγραφικό διαχωρισμό τουρκοκυπρίων - ελληνοκυπρίων με τη βίαιη μετακίνηση
πληθυσμών, επιδιδόμενοι σε βαρβαρότητες
εναντίον του άμαχου πληθυσμού μας και των ελαχίστων και άοπλων σχεδόν
στρατιωτών μας, εγκλήματα τα οποία δε βρέθηκε ακόμα «Μουσείο Τουρκικής Εισβολής»
να στεγάσει.
Από όλα τα πιο πάνω συνάγεται πως δεν
ήταν πόλεμος αυτό που έγινε, ήταν εισβολή και κατάληψη και κατοχή εδάφους μιας
άλλης χώρας με το πρόσχημα της διάσωσης των Τουρκοκυπρίων και με πάτημα τις συνθήκες
εγγυήσεως της… ανεξαρτησίας και
κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Τουρκία χωρίς να κηρύξει πόλεμο, χωρίς
να της κηρύξουμε πόλεμο, εισέβαλε, δίωξε, προσφυγοποίησε, θανάτωσε,
αιχμαλώτισε, κακοποίησε ανθρώπους και κατάστρεψε πολιτισμό, ατίμασε ζωντανούς
και νεκρούς. Αυτό δεν ήταν και δεν ονομάζεται πόλεμος αλλά παράνομη εισβολή
μιας τεράστιας χώρας - με τη συνέργεια άλλων μεγάλων- σε μια μικρότατη, πράγμα
που, όπου και όποτε κι αν επαναλαμβάνεται, επανάγει τις διεθνείς σχέσεις στο
νόμο της ζούγκλας.
Από τη στιγμή όμως που διάφοροι «σκεπτόμενοι»
φέρνουν το επιχείρημα πως έγινε «πόλεμος»
στην Κύπρο, αμέσως εκτρέπεται ο συλλογισμός και εξάγεται από το σόφισμα πλέον το
συμπέρασμα πως, αφού ο πόλεμος έχει νικητές και ηττημένους, οι Τούρκοι είναι
νικητές και επιβάλλουν τους όρους τους κι εμείς οι ηττημένοι που αναγκαστικά
πρέπει να αποδεχτούμε τη γιουσουφοποίηση. Ένα ερώτημα όμως αναπηδά και αιωρείται αναπάντητο:
αφού οι «εμπόλεμοι» ήταν η Τουρκία και οι Ελληνοκύπριοι, γιατί στις συνομιλίες
παρακάθονται οι «ηγέτες των δύο
κοινοτήτων»; Πού είναι ο νικητής του «πολέμου», η Τουρκία, στις συνομιλίες; Κι αυτά γράφονται από ελληνοκύπριους που προσπαθούν να μας πείσουν
πως η μόνη λύση είναι η τουρκοποίηση της Κύπρου, κάτι σαν την αλεπού με την ουρά
κομμένη, δεν το ομολογούν όμως ευθαρσώς, κρυβόμενοι πίσω από απελευθερωτικές
και επανενωτικές κορόνες της συγκαλυμμένης διχοτομικής διζωνικής δικοινοτικής.
Είναι όμως κι η «ειρήνη» κακοποιημένη
παλαιόθεν. Η τουρκική εισβολή ονομάστηκε από τους Τούρκους «ειρηνευτική
επιχείρηση» που μας οδηγεί στη δεύτερη συγχυστική λέξη, την «ειρήνη». «Ειρηνευτική»
η επιχείρηση των Τούρκων, το νερό ή πικρονέρι που καταφθάνει- και μερικοί εξ
ημών χαριεντιζόμενοι το χαιρετίζουν- το
ονομάζουν αναλογικά με την εισβολή «νερό της ειρήνης». Γίνονται συναντήσεις δικοινοτικές «εις μνήμην
των κατεχομένων δήμων» με χορούς «της
ειρήνης», κουβαλούν στη Σαλαμίνα- ελληνοθρεμμένοι του αρχαίου θεάτρου- κλάδους
ελιάς, αιτούμενοι ειρήνη, οργανώνονται φεστιβάλ ειρήνης, εκδρομές ειρήνης, μετονομάζονται
αλάνες σε πλατείες ειρήνης κι άλλα
τέτοια συγχυστικά εδώ και χρόνια, ενώ τα
Κατεχόμενα συνεχίζουν να είναι κατεχόμενα, ο τουρκικός στρατός κατοχής επισείει
τη χαντζάρα του επιτηρώντας τις συνομιλίες των «ίσων» κοινοτήτων, η γεωγραφική
ομοσπονδία που απαιτήθηκε από τον Ντεκτάς το 1974 στη Γενεύη μεταλλάχθηκε σε διζωνική
δικοινοτική ομοσπονδία, λάβαρο του αγώνα πολλών (ομνύω πίστιν) κι
εμείς προσπαθούμε να είμαστε νηφάλιοι, βασανίζοντας έννοιες. Κάτι τέτοιο έκαμνε κι ο παππούς ο
Σωκράτης.
«Ο δρόμος της Ειρήνης πρέπει να έπεται
της λεωφόρου της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης», έγραφε στο μονόστηλό του
άλλος φίλος παππούς. Νέος αυτός!