Και μένει και μαγιά
Του Στέλιου Παπαντωνίου
Με τους γείτονές μου στην παλιά μου
γειτονιά συνομιλούσαμε, φιλικές σχέσεις είχαμε, ακόμα και με το γείτονα Τούρκο
παπλωματά, «αννέ, αννέ» τα κορίτσια του όλη μέρα, φώναζαν της μάνας τους. Τώρα
το σπίτι του, τρία επί δύο, το φτιάχνουν, μπορεί, λένε οι ειδικοί του Τμήματος, να ρθουν
τα κορίτσια και θα πρέπει να βρουν το σπίτι του πατέρα τους και των παιδικών τους
χρόνων, όχι σαν τους δικούς μας που νομίζουν πως αν πεθάνουμε οι πρόσφυγες δε
θα υπάρχει κανένας κληρονόμος μας, αυτά λέγαμε τις προάλλες.
Τώρα στην καινούργια γειτονιά, ύστερα από την Μορφοπροσφυγιά, δεν
ξέρω και πολλούς. Κάπως έτσι, λέω, είναι κι οι σχέσεις μας με το σύνοικο: έπαθε τέτοιες μεταλλαγές, υπέστη τόσες
μεταλλάξεις, τροποποιημένοι πολύ κατάντησαν, με τόσους έποικους, που περιμένουν
να τους κατακυρωθεί το ξένο τους σπίτι μου, η περιουσία μου, όλων των
προσφύγων, γιατί με το νερό, λέει, που έφεραν από την Τουρκία, θα πάρουν τ’
απάνω τους και ποιος τους πιάνει, θα βρεθούν και με οκέλλες και περβόλια τα
τιτσίρια.
Μη μου πολυθλίβεσαι, πάω να πω, και
δε μου βγαίνει, κατάμαυρα φορά η ψυχή
μου, νιώθει το σωλήνα του νερού από την Τουρκία να πνίγει το λαιμό, τη φωνή,
τον σύμπαντά μου κόσμο, το νερό, αυτό το ζωηφόρο δώρο του Θεού, για μας ένα
δηλητήριο, δεν ξέρω για άλλους κι ούτε με νοιάζει.
Στα Πάναγρα κατέβαινα με την τρίτη ή
και τη δευτέρα ακόμα, η μεγάλη κατηφόρα από τη Λευκωσία, μόλις έβρισκα την
πρώτη θάλασσα κατέβαινα κι έδινα μέσα, χογλακόρουτσους γεμάτη, μια δυο τέτοιες
μεγάλες πέτρες έβαλα στα παλιά παραθύρια που χτυπούσαν με τον αέρα, να
συγκρατιούνται στον τοίχο ανοιχτά, όπως χώμα της πατρίδας που λέμε, χώμα
ελληνικό, πέτρες των Πανάγρων, πολύτιμες σήμερα, καρφωμένες στη μνήμη με όλο το
βάρος τους, κινδυνεύουν να μου πέσουν από το κεφάλι. Μα, δύναμη!
Λέω για νερό και πνίγομαι, η λερναία
ύδρα, η πολυκέφαλη, η σαρανταποδαρούσα κι όλα τα ερπετά και όρνεα της γης δεν
την ξεπερνούν, μια τεράστια στρατιωτική δύναμη, απόγονος, λέει, του Μωάμεθ του
πορθητή, πολεμιστές, μια ζωή στην Ιστορία να κατατρών τους άλλους, και τώρα
νιώθω τη σειρά μου, κι αν είναι κάτι που
δεν ανέχομαι είναι τα γιουσουφάκια που
χαριεντίζονται και παίρνουν ύφος: εμείς σας
τα λέγαμε, ή ο άλλος, αρχηγός κόμματος, να βιαζόμαστε λέει, να το λύσουμε,
ωσάν να εξαρτάται από μας κι έμεινε τόσα χρόνια άλυτο…
Κατακτητές αυτοί, κι εμείς στη
μικρότητά μας σοφιζόμαστε χίλια δυο, αναξιοπρεπή, κάτι λειτουργίες στις εκκλησιές
και στα τεμένη, κάτι θέατρα και φαγοπότια, κάτι συνθήματα για ειρήνη κι
αδελφοσύνη και παρόμοια, ενώ εκείνοι τη δουλειά τους, όταν κατορθώνουν και
κατατρών τις σάρκες μας, ζητούν ειρήνη για επιδόρπιο, εγώ έτσι τα καταλαβαίνω.
Αλλά, τι μας μένει εκτός από την ψυχή
μας; Χάνουμε εδάφη, αλλά δεν πρέπει να χάσουμε και την ελληνική ψυχή μας. Αυτά,
λέω, τώρα που θα ρθει κι ο Υπουργός των Εξωτερικών της Μητέρας Πατρίδας
Ελλάδας, να τ’ ακούσει ή να του τα πούν ή να του τα διαβάσουν- πού τέτοια τύχη!
Εμείς λοιπόν, κύριε Υπουργέ μας, «πολεμήσαμε για ένωση με την Ελλάδα και τώρα
βρισκόμαστε ένα σκαλοπάτι πριν από την ένωση με την Τουρκία.» Μόνο αυτή η φράση
αν σας λέει κάτι. Αναπτύξτε την στο μυαλό σας να γεμίσει από ελληνική Κύπρο.
Τι τα γράφεις όλα αυτά; θα μου πείτε. Για να παρηγοριέσαι; Ε, ναι.
Κατά που είπε κι ο πατριάρχης μας ο Μακρυγιάννης «Κι αν είμαστε ολίγοι εις
το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ' ένα τρόπον, ότι η τύχη μας
έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. .. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά.
.» Γι’ αυτή τη μαγιά είναι καιρός να πολεμήσουμε, να την πλάσουμε ψωμί για τα
παιδιά μας, τα δηλητηριασμένα με τα μεταλλαγμένα.