Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

προσωπικό παραμύθι

 Προσωπικό παραμύθι

Με τους τούρκους γείτονες ως το 1956 δεν είχαμε και καμιά διαφορά, περνούσαν από το σπίτι, χαιρετούσαν, πηγαίναμε στο κέντρο τους έξω από τα τείχη, στου Τσακλαγιάν, μια μοναδική ταχίνη, σουβλάκια μοσκομύριζαν, μαζί με τα γιασεμιά, ήταν μια μικρούλα ξανθούλα τουρκούδα, γαλανομάτα, κι όμως ήταν κόρη του αντίγραφου του Ντενκτάς χασάπη στο κεντρικό παντοπωλείο της Λευκωσίας, μια μέρα τα έκαψαν, χάθηκε η Ερμού, χτύπημα στην καρδιά του εμπορίου, πόσες οικογένειες θα έκλαψαν, στη γειτονιά περνούσαν ομάδες ημίγυμνοι με στουπί βουτηγμένο στο πετρέλαιο, να μας κάψουν, πάλες και μαχαίρια και ρόπαλα, μια και δυο, τις νύχτες οι γείτονες που κινδύνευαν γιατί ήταν κοντά τα σπίτια τους στον τουρκομαχαλά έρχονταν να μείνουν μαζί μας, κι ύστερα ο Ολυμπιακός που κάηκε μια νύχτα κι ο άης Λουκάς και το 58 και το 63 στα φυλάκια της γειτονιάς και το 74, με τον στύλο της ηλεκτρικής ριγμένο στο απέναντι σπίτι, κατατεμαχίστηκε η γειτονιά, κάτι απομεινάρια τα έφαγε το σχέδιο για αναζωογόνηση της γειτονιάς, κάτι σχέδια, ξένα λεφτά στο μάστερ πλαν, από Αττίλες η Κύπρος γεμάτη, Τούρκους και Έλληνες.
Νυν απολύοις τον δούλον σου…και δόξαν λαού σου Ισραήλ, κάθε νύχτα στον εσπερινό, κι ο Ισραήλ και το Ισραήλ, κάποτε δούλευα τα καλοκαίρια σ’ ένα υφασματέμπορο, τότε έρχονταν στην Κύπρο πολλοί Ισραηλίτες, ήταν τα υφάσματα ΝΙΝΟ ωραιότατα για πουκάμισα του ζιετ, και συμμαθητές στο Ισραήλ για σπουδές, κάτι γεωπονικά και τέτοια, μια μέρα τους παρατήσαμε, ήταν η Παλαιστίνη και τα παιδιά του Λυσσαρίδη έπαιρναν και έφερναν αγωνιστικότητα στους συνοικισμούς, εμείς με τον τρίτο κόσμο, κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη, και τα ξαναβρήκαμε τελευταία και με τους Ισραηλίτες και με την Αμερική, Νάτο, Σία προδοσία, τα θυμούνται μερικοί όταν έρθει το καλοκαίρι Ιούλιο μεριά. Άντε να πας στο Ισραήλ για καμιά θεραπεία, άντε να δεις τους αγίους Τόπους, ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, τότε καταλαβαίνεις πολλά και νιώθεις περισσότερα, όπως τότε στο αρχαιολογικό μουσείο με τη γαλήνη των αγαλμάτων, και την επίσκεψη στην Πάρο, εκείνη η αρχαιότατη γαλήνη.
Με τη Ρωσία δεν είχα καμιά επαφή, άλλοι σπούδασαν, έγιναν δόκτορες, ήρθαν, τίποτε δεν είπαν, ζούσαν στον κόσμο τους, άλλη η Αμερική, πήγες εκεί; είδες τον κόσμο όλο, καταλαβαίνεις τι σημαίνει το απέραντο, ανοίγουν οι ορίζοντες, να 'ναι καλά οι φίλοι μου συμμαθητές και στο Νιου Τζέρσυ και στο Μπάφαλο, Καναδά μεριά, με τους καταρράκτες και την ελληνική φωνή όπου πας, ο παγκόσμιος ελληνισμός.
Κι έτσι έδεσα, με τους Έλληνες πανταχού, από αρχαιοτάτων χρόνων, με τη φιλοσοφία, την τέχνη, τα γράμματα, αρχαία και νέα, με τους Ισραηλίτες μέσα μέσα και ξώπετσα αλλά βαθιά με την Παλαιά Διαθήκη και τα χριστιανικά, με τους Αμερικανούς επιφανειακά αλλά με ευγνωμοσύνη για τις σπουδές εκεί, στο βάθος μου όμως γεννήθηκα και μένω της γειτονιάς μου, της εκκλησιάς μου, που με έκαμαν αυτόν που είμαι.

σεφερικά

 Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους∙

ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο∙
χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν∙
σαν έρθει ο θέρος
προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι∙
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Ευτυχώς που τα είπε ο Σεφέρης τόσο ωραία κι επιτυχημένα, τώρα που διαβάζω τις εφημερίδες πριν πενήντα χρόνια, τέτοιες μέρες, και βλέπω τον αγώνα στην Κύπρο να κρατηθεί η δημοκρατία και τον Γκιζίκη να διαβάζει την επιστολή, και σε λίγο το πραξικόπημα, αυτό το ύστερα είναι το συνταρακτικό, άρχισαν να καταφθάνουν στο γραφείο του οκταημέρου τηλεγραφήματα από κάθε κατεύθυνση κι ευχαριστούσαν τον πραξικοπηματία, καλά τους τα είπε τότε ο Καραμανλής, μόλις είχε επανέλθει στην Ελλάδα κι άρχισαν να στέλλουν σ’ αυτόν τηλεγραφήματα, την ώρα που πριν λίγες μέρες υποδέχονταν μετά βαϊων και κλάδων τον Ιωαννίδη και τους συν αυτώ, «σταματήστε αυτό το παιχνίδι», τους είπε, «αφού χτες ακόμα στέλλατε στη χούντα τηλεγραφήματα»… Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο…

Ιπποδαμος

 

Δεν ξέρω πώς τα πάτε εσείς με τις κυβερνητικές υπηρεσίες που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, έχουν όλα μηχανογραφηθεί, πρέπει να εισέλθεις με την ταυτότητά σου, άντε κι αρχίζει το βάσανο, δεκαπέντε οδηγίες ακαταλαβίστικες, θέλει ένα ηλεκτρονικό σου ταχυδρομείο, βάζεις ένα, μα αυτό λέει το χρησιμοποιεί άλλος, βάζεις άλλο, κι αυτό το χρησιμοποιεί άλλος, τέσσερα ιμειλ τα απορρίπτει, δεν έχω πέμπτο ούτε θα κάμω, προχωρείς λιγάκι, άντε να ταυτοποιηθείς, να ενωθείς με την τράπεζά σου, λέει, να σε κρατώ χειροπόδαρα, ε ρε ηλεκτρονικά δεσμά που μας δένουν, όλες τις ψευδαισθήσεις τις έχουμε, η δικαιοσύνη παραπατεί, η παιδεία προβληματίζει, η άμυνα αέρας και σκόνη, μόνο οι φωτογραφικές στα φώτα τροχαίας δουλεύουν, κι αλοίμονό σου… Ηλεκτρονικό σύστημα να εξυπηρετεί τον πολίτη, λένε μετά στόμφου οι κυβερνώντες, όποιος μπαίνει στο σύστημα καταλαβαίνει τι σημαίνει κωλυσιεργία. Και δεν το λέω μόνο εγώ. Κι ο Ιππόδαμος!

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Πρώτα εποίησεν εν σοφία τα πάντα

 Πρώτα εποίησε εν σοφία τα πάντα

Μα ο άνθρωπος απομακρυνόταν από την πηγή και τη φύση του
Ζηλόφθονος και άρπαγας
Ποιος να βασιλέψει στα χώματα και στα σκουλήκια
Κι ο Κάιν πρώτος τα έβαλε με τον Άβελ,
Γιατί να αρέσει η θυσία του κτηνοτρόφου
Και τον σκότωσε στο θυμό και στη ζήλεια του
Κι ύστερα ήρθαν τα πλοία και τα αεροπλάνα
Οι βόμβες παντός είδους,
το ουράνιο και η εδάφους εδάφους
αέρος αέρος
ορολογία του διαβόλου
που έσταζε αίμα πανταχόθεν
κάτι ξέρουμε κι εμείς αλλά ξεχνιούνται
και τώρα θρηνούμε και βογγούμε
για τον άνθρωπο όπου γης
για τον πάσχοντα συνάνθρωπο
όποιος κι αν είναι
άνθρωπος που είναι και ζωντανό.

Καβαφικό

 Τόσο ωραία που τα είπε ο Καβάφης,

για κάθε περίσταση,
να τώρα, με ποιους να πας,
με την Αμερική αποκλείεται,
με το Ισραήλ το ίδιο,
άντε να ψάχνεις καλούς μουσουλμάνους
να πας μαζί τους,
κι αν είναι του Ιράν ή του Ιράκ,
ξέχασα τους Ρώσους,
χτυπούν στην Ουκρανία, φταιν οι Ουκρανοί,
για τρεις μέρες πήγαινε ο Πούτιν
και όλα θα τα κανόνιζε,
χάσαμε τον μπούσουλα
και με τον Ζελένσκι και με τον Τραμπ,
κι ο πρόεδρός μας,
να γυρίζει εδώ κι εκεί,
μα αν δεν τον είχαμε κι είχαμε τον Αβέρωφ
θα ‘ταν καλύτερα;
ή κανένα παιδί της αριστεράς,
τα είδαμε και τα πἀθαμε τότε,
ανέστιοι και πένητες.
Γιατί είναι και το φέιζπουκ,
εκεί τα ξέρουν καλύτερα,
τουλάχιστον καλύτερα από τους εφημεριδογράφους.
Με ποιους να πας!!!
Καλύτερα ανέστιος και πένης ή ας φρόντιζαν.
Ας φρόντιζαν
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τα ’φαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
5Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·
τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ό,τι κι αν πεις).
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
10κι έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κι είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παλιανθρωπιές, και τα λοιπά.
15Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα ενδεδειγμένος
για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα, την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος.
Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
20Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους
—τους ξέρουμε τους προκομμένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τί φταίω εγώ.
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
25θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κι είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
30για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τί φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
35να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.
[1930*]
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

προσωπικό παραμύθι

 

Προσωπικό παραμύθι

Με τους τούρκους γείτονες ως το 1956 δεν είχαμε και καμιά διαφορά, περνούσαν από το σπίτι, χαιρετούσαν, πηγαίναμε στο κέντρο τους έξω από τα τείχη, στου Τσακλαγιάν, μια μοναδική ταχίνη, σουβλάκια μοσκομύριζαν, μαζί με τα γιασεμιά, ήταν μια μικρούλα ξανθούλα τουρκούδα, γαλανομάτα, κι όμως ήταν κόρη του αντίγραφου του Ντενκτάς χασάπη στο κεντρικό παντοπωλείο της Λευκωσίας, μια μέρα τα έκαψαν, χάθηκε η Ερμού, χτύπημα στην καρδιά του εμπορίου, πόσες οικογένειες θα έκλαψαν, στη γειτονιά περνούσαν ομάδες ημίγυμνοι με στουπί βουτηγμένο στο πετρέλαιο, να μας κάψουν, πάλες και μαχαίρια και ρόπαλα, μια και δυο, τις νύχτες οι γείτονες που κινδύνευαν γιατί ήταν κοντά τα σπίτια τους στον τουρκομαχαλά έρχονταν να μείνουν μαζί μας, κι ύστερα ο Ολυμπιακός που κάηκε μια νύχτα κι ο άης Λουκάς και το 58 και το 63 στα φυλάκια της γειτοινιάς και το 74, με τον στύλο της ηλεκτρικής ριγμένο στο απέναντι σπίτι,  κατατεμαχίστηκε η γειτονιά, κάτι απομεινάρια τα έφαγε το σχέδιο για αναζωογόνηση της γειτονιάς, κάτι σχέδια, ξένα λεφτά στο μάστερ πλαν,  από Αττίλες η Κύπρος γεμάτη, Τούρκους και Έλληνες.

Νυν απολύοις τον δούλον σου…και δόξαν λαού σου Ισραήλ, κάθε νύχτα στον εσπερινό, κι ο Ισραήλ και το Ισραήλ, κάποτε δούλευα τα καλοκαίρια σ’ ένα υφασματέμπορο, τότε έρχονταν στην Κύπρο πολλοί Ισραηλίτες, ήταν τα υφάσματα ΝΙΝΟ ωραιότατα για πουκάμισα του ζιετ, και συμμαθητές στο Ισραήλ για σπουδές, κάτι γεωπονικά και τέτοια, μια μέρα τους παρατήσαμε, ήταν η Παλαιστίνη και τα παιδιά του Λυσσαρίδη έπαιρναν και έφερναν αγωνιστικότητα στους συνοικισμούς, εμείς με τον τρίτο κόσμο, κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη, και τα ξαναβρήκαμε τελευταία και με τους Ισραηλίτες και με την Αμερική, Νάτο, Σία προδοσία, τα θυμούνται μερικοί όταν έρθει το καλοκαίρι Ιούλιο μεριά. Άντε να πας στο Ισραήλ για καμιά θεραπεία, άντε να δεις τους αγίους Τόπους, ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, τότε καταλαβαίνεις πολλά και νιώθεις περισσότερα, όπως τότε στο αρχαιολογικό μουσείο με τη γαλήνη των αγαλμάτων, και την επίσκεψη στην Πάρο, εκείνη η αρχαιότατη γαλήνη.

Με τη Ρωσία δεν είχα καμιά επαφή, άλλοι σπούδασαν, έγιναν δόκτορες, ήρθαν, τίποτε δεν είπαν, ζούσαν στον κόσμο τους, άλλη η Αμερική, πήγες εκεί; είδες τον κόσμο όλο, καταλαβαίνεις τι σημαίνει το απέραντο, ανοίγουν οι ορίζοντες, να ]ναι καλά οι φίλοι μου συμμαθητές και στο Νιου Τζέρσυ και στο Μπάφαλο, Καναδά μεριά, με τους καταρράκτες και την ελληνική φωνή όπου πας, ο παγκόσμιος ελληνισμός.

Κι έτσι έδεσα, με τους Έλληνες πανταχού, από αρχαιοτάτων χρόνων, με τη φιλοσοφία, την τέχνη, τα γράμματα, αρχαία και νέα, με τους Ισραηλίτες μέσα μέσα και ξώπετσα αλλά βαθιά με την Παλαιά Διαθήκη και τα χριστιανικά, με τους Αμερικανούς επιφανειακά αλλά με ευγνωμοσύνη για τις σπουδές εκεί, στο βάθος μου όμως γεννήθηκα και μένω της γειτονιάς μου, της εκκλησιάς  μου, που με έκαμαν αυτόν που είμαι.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

πιτσίκλα

 

Ήταν και το καλάμι στα μικράτα μας ένα δώρο της φύσης, μάθαμε κάποτε να ανοίγουμε με το σουβλί -  βαλμένο προηγουμένως στη φωτιά- τρύπες στο καλάμι και να φτιάχουμε το πιδκιάβλι μας, τον αυλό, μα τέτοια μέρα θυμόμαστε βέβαια την πιτσίκλα, να καταβρέξουμε ο ένας τον άλλο, παρά πόδας και η σίκλα -κουβάς-γεμάτη νερό, σε τελευταία ανάλυση αν τα βρίσκαμε σκούρα, ρίχναμε από τον κουβά, τη σίκλα, καμωμένη από τους τενεκετζήδες τότε, πλαστικά δεν είχαν βγει.

Πιτσίκλα λοιπόν, κάποτε χρησιμοποιούσαμε και την πόμπα -τρόμπα αλλιώς -του ποδηλάτου, έκαμνε κι αυτή τη δουλειά της, το καλάμι κομμένο στις άκρες, από τον ένα «κόμπον» μέχρι τον άλλο, ανοίγαμε πλήρως το πίσω μέρος, μπροστά μια μικρή οπή, έμβολο μια μικρή βέργα, στην άκρη της τυλιγμένο ρούχο, η βέργα μέσα στο καλάμι, τραβούσαμε τη βέργα, γέμιζε νερό το καλάμι και πιτσικλιάζαμε, φωνές και χαρές κάποτε στον τόπον τούτον που έκτοτε δεν είδε ούτε δροσιά ούτε νερό επιτρέπεται σήμερα να χρησιμοποιείς να πιτσικλιάζεις, το νερό είναι ζωή κι όλα γύρα μας θυμίζουν ….καλά να περάσετε.