Η Τρόικα της Τροίας
Του Στέλιου Παπαντωνίου
Όταν κατέβηκε ο Πάρις στο λιμάνι και τράβηξε για το παλάτι του Μενέλαου,
όλοι εντυπωσιάστηκαν με τα αχυρένια του άσπρα μαλλιά, όμοια με Μπρέζνιεφ, ήξεραν
πως ήταν μπλεγμένος με την Αλισαβού του, απ’ το χωριό ο έρωτας, όταν έβοσκε κι αυτός
γίδια στα χωράφια του Ακώμου, κοντά στο Σκάμανδρο, μα τώρα τον φιλοξενούσαν όπως
φιλοξενούν όλους τους επιβήτορες των θρόνων και των θώκων. Φιλοξενούμενος κι αυτός
για μια πενταετία, όλοι, ξένοι και δικοί, τον προόριζαν για βραβείο Νόμπελ
ειρήνης, είχε κι ένα άλλο φιλαράκι, πολύ τουρκάκι, μαζί θα το μοιράζονταν, η
ιδεολογία θα νικούσε, γιατί θα έλυναν το μεγάλο πρόβλημα της πατρίδας τους, ανάμεσα
σε δυο καφέδες αυτή τη φορά, γιατί τις άλλες τα’ λυναν με ένα και μόνο.
Κανένας
δεν του’ πε πως ήταν ανέτοιμος, κανένας δεν του βρόντηξε πως δεν κάνει για τη
δουλειά, αυτός και το κόμμα του νόμιζαν πως ενηλικιώθηκαν και πως ήγγικεν η ώρα
να αναλάβουν μόνοι τη διακυβέρνηση, έστω κι αν προηγουμένως διέδιδαν πως ο περί
προστασίας φιλοξενουμένων νόμος απαγόρευε να ανέλθει στην εξουσία αριστερόχειρ,
μα τώρα βρέθηκαν πολλοί να τον στηρίζουν. Όλοι φταίνε, όλοι τον εγκατέλειψαν,
μα οι μπίλιες μπίλιες.
Μπαίνει λοιπόν στο παλάτι, βρίσκει άφθονους τους θησαυρούς που είχε αφήσει
ο Μενέλαος, Θεός σχωρέσ’ τον, κι αρχίζει
να σκορπά τήδε κακείσε, οι συνταξιούχοι που δεν τα χρειάζονταν διερωτιούνταν
γιατί τους τα δίνει, μα αφού δεν ήταν δικά του κι είχε να επιδείξει τι σημαίνει
λαϊκός ηγέτης και λαϊκή κυβέρνηση,
μοίραζε αβέρτα, άλλα σε πολιτικούς λεγόμενους πρόσφυγες κι άλλα σε κομματικά
όργανα, μέσω τραπεζών, με διάφορες διαγραφές, πού τα’ μαθε, κανείς δεν ξέρει
ακριβώς, ίσως όταν διέτριβε διδακτορικώς εις την ξένην και πολύ δική του.
Όταν μυρίστηκαν οι καημένοι οι Σπαρτιάτες πως το ταμείον είναι μείον,
άρχισαν να αναζητούν υπεύθυνο, τον επί του τραπεζικού συστήματος, τον
προηγούμενο φιλοξενούμενο, άλλους πολλούς και διάφορους εκ της ημεδαπής ή της παγκόσμιας
ανοικονόμητης κρίσης, ενώ ο Πάρις προσπαθούσε να τη βολέψει με δανεικά από την
ξένην και τέως πολύ δική του, γιατί κι εκεί τα πράματα άλλαξαν, οι χαντοί στον
κόσμο λιγόστευαν κι ανέτρεψαν το πολίτευμα.
Κι αφού είδαν κι απόειδαν οι Σπαρτιάτες, αποφάσισαν να απευθυνθούν στην
Τρωικανή Δημοκρατία της Τροίας, ίσως τους δανείσει τα όσα ο Πάρις κατεσπατάλησε
ως άλλος άσωτος υιός διάγων τον βίον και τα λοιπά και τα λοιπά. Κι οι Τρωικανοί
είχαν έναν αυστηρότατο στα οικονομικά, μόνο στα άρμα του μετακινούνταν, τον
ξακουστό Έκτορα, και τη σύζυγό του κυρία
Ανδρομάχη, με τον ίδιο χιτώνα σ’ όλες της τις εμφανίσεις, δείγμα οικονομικής
περισυλλογής.
Κι οι Τρωικανοί άρχισαν τις διαπραγματεύσεις, ενώ ο Πάρις κυκλοφορούσε
ανενόχλητος στα σαλόνια, στα πανεπιστήμια, στις τιμητικές γι’ αυτόν
συγκεντρώσεις του κόμματος, δέχονταν εδώ βραβεύσεις κι εκεί επιτιμητικά
δοκτοράτα, ποιος ξέρει ποιος δάκτυλος τα κανόνιζε εις δόξαν των αχάπαρων.
Στο μεταξύ άλλοι μνηστήρες της Ελένης άρχισαν να περικυκλώνουν το παλάτι,
κι όλοι έκαναν δηλώσεις, περιτυλιγμένες με κρέμα καραμελλέ. Κι όλοι μιλούσαν
για τους Τρωικανούς και τα δάνεια, αφού χωρίς αυτά η ζωή πια στη Σπάρτη δεν
κυλούσε. Κι όμως είχαν τόσα προβλήματα, τους εχθρούς μέσα στα τείχη, το δούρειο
ίππο, καταλήψεις πόλεων και χωριών, κοινωνικά προβλήματα θεριά, όλη όμως η
φαιδρά των ουσία αφιερωνόταν στο δάνειο, πώς να αποπληρωθεί, ποιους όρους θα
επέβαλλε η Τροία στην κατακλεμμένη Σπάρτη.
Μόνο κάποιοι γέροντες συμβούλευαν: υπομονή. Κι αν δεν μπορείτε να κάμετε τη
ζωή σας όπως θέλετε, τουλάχιστο μην την εξευτελίζετε, πιπιλίζοντας ολημέρα
ανέκδοτα τρωικά. Αρχίστε τη δουλειά, όπως την μάθατε μετά το 74. Τρεις δουλειές
ο καθένας, γιατί στη Σπάρτη δε βλέπουμε πια κανένα σπαρτιάτη να εργάζεται, όλοι
έγιναν μάστροι. Κι όμως οι είλωτες δεν είναι πάντα η καλύτερη λύση.