Στέλιου
Παπαντωνίου
Η ΠΡΩΤΗ
ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ
ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Για
να γιορτάζουμε φέτος τα 200 χρόνια
παιδευτικής ζωής του Παγκυπρίου Γυμνασίου,
σημαίνει
πως τούτο έχει ταυτότητα, συνέχεια και συνέπεια, εθνική, κοινωνική, ηθική,
αισθητική, θρησκευτική.
Την
πορεία του σχολείου προδιέγραψε ο
εθνομάρτυρας Κυπριανός την 1
Ιανουαρίου του 1812 όταν ίδρυε την Ελληνική
Σχολή, αφιερωμένη στην αγία Τριάδα.
Η
Σχολή αυτή σκοπό είχε να μορφώνει τον ελληνικό κυπριακό λαό στην ελληνική γλώσσα.
Η
λειτουργία της όμως αναστάληκε λόγω της ελληνικής επανάστασης και του
αντίκτυπού της στην Κύπρο, που κορυφώθηκε με τον απαγχονισμό του εθνομάρτυρα.
Γι’
αυτό και δίκαια αλλά και υπεύθυνα περηφανευόμαστε πως το Παγκύπριο Γυμνάσιο,
που συνέχισε την πορεία της Ελληνικής Σχολής, είναι πράγματι θεμελιωμένο πάνω
στο ιερό νόημα
της
Κρύπτης των Φιλικών,
στο
αίμα και τη θυσία του μακαριστού εθνομάρτυρα Κυπριανού,
εξ
ου και η εθνική ευαισθησία των διευθυντών, καθηγητών και μαθητών του, που επιβεβαιώθηκε
και επισφραγίστηκε με τη θυσία αγνών νέων, μαθητών του σχολείου, πεσόντων σε όλους τους εθνικοαπελευθερωτικούς
αγώνες.
Οι
φετινοί γιορτασμοί είναι ευκαιρία για υπόμνηση προς όλους πως
το
Παγκύπριο Γυμνάσιο είναι σχολή με εθνική και θρησκευτική παράδοση
και
πνευματική συνέπεια, που οφείλει να συνεχίσει,
γιατί
στο σχολείο αυτό άναψε η δάδα της ελληνικής παιδείας στην Κύπρο και προπάντων
δημιουργήθηκε ό, τι ονομάζουμε παράδοση
και πνεύμα του σχολείου, που,
όπως
δήλωνε η μεγαλύτερη μορφή της νεότερης κυπριακής εκπαίδευσης,
ο
γυμνασιάρχης Κωνσταντίνος Σπυριδάκις,
στη μνήμη του οποίου αφιερώνω αυτή την ομιλία,
αυτό το πνεύμα
κατηύθυνε τα βήματα όλων, διευθυντή, βοηθών διευθυντών, καθηγητών και μαθητών
του σχολείου.
Ας
εγκύψουμε όμως στα καθοριστικά της πορείας του ιστορικά,
αλλά
και ταυτόχρονα στην εξέλιξη του σχολείου
και
στη διαμόρφωση του πνεύματός του.
Δεν
θα αναφερθώ στις πριν από την Ελληνική Σχολή εκπαιδευτικές προσπάθειες των
αρχιεπισκόπων Φιλοθέου, και Χρυσάνθου,
που
επιβεβαιώνουν πως η Εκκλησία της Κύπρου ήταν ο πρωτεργάτης της μόρφωσης των
ανθρώπων κατά τις σκοτεινές περιόδους της σκλαβιάς
είτε
στους Τούρκους είτε στους Άγγλους.
Μετά
το κλείσιμο της Ελληνικής Σχολής του αρχιεπισκόπου Κυπριανού και γύρω στο 1830
επαναλειτουργεί η σχολή με ενέργειες του Αρχιεπισκόπου Παναρέτου
που
συγκάλεσε γι’ αυτό ειδική συνέλευση στην Αρχιεπισκοπή
από
Μητροπολίτες και πρόκριτους του νησιού.
Ιδρύεται
τότε και Βιβλιοθήκη, απαραίτητο
συμπλήρωμα κάθε παιδευτικού λίκνου.
Η
Σχολή αυτή συνέχισε το έργο της όλο το
19 αιώνα και προόδευε.
Βαθμηδόν
προσαρμοζόταν προς τα ελλαδικά προγράμματα,
είχε
πέντε τάξεις, δηλαδή δυο λιγότερες από τα γυμνάσια της Ελλάδας
και
οι απόφοιτοι του, για να τελειώσουν τις σπουδές τους,
έπρεπε
να μεταβούν στην Ελλάδα και να καταταχτούν στα εκεί γυμνάσια.
Το 1878 με την
αγγλική πια κατοχή του νησιού,
οι άνθρωποι
αφυπνίζονται και ζητούν να ιδρυθεί πλήρες γυμνάσιο και στην Κύπρο, όμοιο με τα
ελλαδικά.
Η έλλειψή του
προκαλούσε ποικίλα προβλήματα, γιατί
οι νέοι έπρεπε να
μεταβούν στην Ελλάδα, για να περατώσουν τις γυμνασιακές τους σπουδές και
άλλοι κατέφευγαν
στα λεγόμενα πανεπιστήμια της Συρίας, ενώ
ελάχιστοι
φοιτούσαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπήρχε εξάλλου
σχολείο για να μορφώνει τους μελλοντικούς δασκάλους,
και, σε σύγκριση
με άλλα νησιά ή με τις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού,
η Κύπρος εκπαιδευτικά
υστερούσε.
Μάλιστα, το 1892 αγγλικός
νόμος προέβλεπεν ότι
κανένας δε θα
διοριζόταν δάσκαλος,
αν δεν είχε πτυχίο
Γυμνασίου ή των Ελληνικών Σχολείων,
κι έτσι η ανάγκη δημιουργίας πλήρους γυμνασίου
ήταν επιτακτική.
Εδώ πρέπει να
υπογραμμίσουμε το μεγάλο ρόλο που έπαιξαν
οι Κυπριακές
παροικίες του εξωτερικού, αφού για παράδειγμα,
στο Λονδίνο είχε
ιδρυθεί κομιτάτο για την προαγωγή της παιδείας στην Κύπρο.
Επίσης, η παροικία
μας στην Αίγυπτο
προσπαθούσε να
δημιουργηθεί πλήρες γυμνάσιο,
ενώ ιδιαίτερα
τονιζόταν η ανάγκη να ανυψωθεί το εθνικό φρόνημα
και να στραφούν οι
νέοι μας στο ελληνικό πανεπιστήμιο των Αθηνών.
Η Κυπριακή
Αδελφότητα της Αιγύπτου ύστερα από πολλά, επέβαλε την ίδρυση Γυμνασίου.
Σε γενική συνέλευσή
της το 1886 αποφάσισε τη σύστασή του,
αλλά υπήρχαν
οικονομικά προβλήματα,
αφού μόνη η
Αδελφότητα δεν μπορούσε να αναλάβει τη δαπάνη,
γιατί στο μεταξύ
συντηρούσε εδώ τρία δημοτικά σχολεία.
Το 1889, δέκα μέλη
της Κυπριακής Αδελφότητας Αιγύπτου πρότειναν,
αντί των δημοτικών σχολείων που συντηρούνταν από την
Αδελφότητα ,
να ιδρυθεί με την
υποστήριξή τους ένα πλήρες Γυμνάσιο.
Έτσι μπορούμε να πούμε πως τέθηκαν οι βάσεις
για την ίδρυση στη Λευκωσία του Γυμνασίου το 1889.
Η πραγματοποίηση
της απόφασης καθυστέρησε για τέσσερα χρόνια, ώστε το 1893 να θεωρείται το
γενέθλιο έτος του Γυμνασίου.
Στις 16 Μαΐου 1893
συγκροτήθηκε στην Αρχιεπισκοπή,
με πρόεδρο τον
αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο, συνέλευση πολιτών,
που αποφάσισε τη
σύσταση Γυμνασίου στη Λευκωσία, όμοιου με τα ελλαδικά.
Η ιδρυτική πράξη
του Γυμνασίου, ημερομηνίας 16 Μαϊου 1893 έχει ως εξής:
Οι υποφαινόμενοι κάτοικοι της πόλεως
Λευκωσίας συνελθόντες σήμερον εν Αρχιεπισκοπή κατόπιν προσκλήσεως της Αυτού
Μακαριότητος του Αρχιεπισκόπου Κύπρου όπως σκεφθώμεν περί συστάσεως Γυμνασίου
εν Λευκωσία, απεφασίσαμε όπως καταβάλωμεν πάσαν προσπάθεια προς σύστασιν
Γυμνασίου ομοίου προς τα εν Ελλάδι υπάρχοντα. Προϋπελογίσαμεν δε ότι απαιτείται
το ποσόν λιρών αγγλικών επτακοσίων χρησιμεύσον εις μισθοδοσίαν των διδασκάλων,
ους έχομεν ανάγκην να προσθέσωμεν εις τους νυν υπάρχοντας, όπως καταρτισθεί
Γυμνάσιον δυνάμενον να τύχει της εν Ελλάδι αναγνωρίσεως…». κτλ. κτλ.
Όταν δηλαδή
υπολόγισαν τη δαπάνη για τη μισθοδοσία του προσωπικού,
που θα έφερναν από
την Αθήνα,
αποφάσισαν να
εξαγγείλουν την απόφαση στην Κυπριακή
Άδελφότητα Αιγύπτου
και να την
παρακαλέσουν να συνεισφέρει για μια πενταετία από 300 αγγλικές λίρες το χρόνο.
Στο μεταξύ, οκταμελής
επιτροπή, με πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο,
θα προσπαθούσε να
βρει την αναγκαία δαπάνη, για να συντηρείται το Γυμνάσιο,
κι έτσι άρχισε η
εγγραφή συνδρομητών από όλη την Κύπρο.
Η Κυπριακή Αδελφότητα Αιγύπτου δήλωσε ότι θα
βοηθούσε με 200 λίρες το χρόνο,
εισηγήθηκαν όμως,
όπως προείπαμε, να καταργήσουν την
επιχορήγηση στα Δημοτικά (160 λίρες) και
να διαθέσουν το ποσό για το Γυμνάσιο,
από το οποίο
πρώτο, θα
αποφοιτούσαν δάσκαλοι που θα βοηθήσουν όλα τα χωριά, και, δεύτερο, θα ανοιγόταν ο δρόμος για πανεπιστημιακή μόρφωση,
οπότε και άλλοι
-εκτός των πλουσίων- θα μπορούσαν να σπουδάζουν
στην Ελλάδα.
Για την εύρεση προσωπικού,
η εν Κύπρω επιτροπή
απευθύνθηκε στο φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός»
για να της
εισηγηθεί κατάλληλο γυμνασιάρχη, και τρεις καθηγητές
για ελληνικά και
λατινικά,
ένα
φυσικομαθηματικό κι ένα των θρησκευτικών.
Ο φιλολογικός αυτός
σύλλογος, με πρόεδρο τότε το Νικόλαο Πολίτη,
εισηγήθηκε ως
γυμνασιάρχη τον Ιωάννη Δέλλιο από τις
Σέρρες,
και καθηγητές τους:
Λεωνίδα Παπαπαύλου των Ελληνικών και Λατινικών, Νικόλαο
Καταλάνο των Φυσικομαθηματικών και
Σπυρίδωνα Σπυριδάκι
των Θρησκευτικών.
Αυτοί, με τους υπάρχοντες ήδη καθηγητές
και τους
διορισθέντες καθηγητές των ξένων γλωσσών,
απετέλεσαν το
πρώτο διδασκαλικό προσωπικό του
Γυμνασίου.
Συγχρόνως η
επιτροπή αποτάθηκε και στο Ελληνικό Υπουργείο
Παιδείας
ζητώντας την
αναγνώριση του Σχολείου.
Ζητήθηκε επίσης οικονομική βοήθεια από την
αγγλική κυβέρνηση της Κύπρου, εφόσον θα μορφώνονταν στο γυμνάσιο και
δημοδιδάσκαλοι.
Η απάντηση ήταν
ευνοϊκή.
Η λειτουργία του Γυμνασίου
άρχισε στις 20 Σεπτεμβρίου 1893,
ενώ τα μαθήματα άρχισαν την πρώτη βδομάδα του
Οκτώβρη,
και μετά τη
σύνταξη του προγράμματος υποβλήθηκε από τη σχολική επιτροπή
νέα αίτηση στο Ελληνικό
Υπουργείο,
για να αναγνωριστεί το Γυμνάσιο ως ισότιμο με
τα ελλαδικά.
Το σχολείο
αναγνωρίστηκε από το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας ως ισότιμο
και τα εγκαίνιά
του έγιναν στις 12 Δεκεμβρίου, μέρα του αγίου Σπυρίδωνος.
Προηγουμένως, ο Νικόλαος Καταλάνος,
όπως ο ίδιος περιγράφει στα Απομνημονεύματα ή
Αυτοβιογραφία του,
σχεδίασε και
κατεσκεύασε μέγα δωρικό πρόπυλο με ραβδώσεις
από λευκές και
κυανές συρραμμένες ταινίες.
«Αι
αίθουσαι διεκοσμήθησαν διά πυκνών θυρεών ελληνικών, αγγλικών και γαλλικών και
εφ’ εκάστω τούτων καθηλώθησαν ανά τρεις σημαίαι με την ελληνικήν εν τω μέσω
πάντοτε και εκατέρωθεν ενηλλάσσοντο αγγλική και γαλλική ή αγγλική και τουρκική,
διότι , ήθελον να παρουσιάσω το Γυμνάσιον ως φάρον ελληνικόν μεταδίδοντα το
ιλαρόν ελληνικό φως του εις Έλληνας και ξένους μετ’ ίσης προθυμίας και
γενναιοδωρίας. Ήθελον να δείξω εις τα ξένα εν τη νήσω στοιχεία ότι ο ελληνικός
της Κύπρου λαός είναι απηλλαγμένος πάσης μισαλλοδοξίας και φυλετικής αντιζηλίας
και εχθρότητος προς τους συνοίκους ξένους.»
Όπως καταγράφεται στο πρακτικά της σχολικής
επιτροπείας
«την 12ην
Δεκεμβρίου 1893 , ημέραν Κυριακή και ώραν 3 μ.μ. εγένοντο κατά τα προαγγελθέντα
τα εγκαίνια του Γυμνασίου εν τη μεγάλη αιθούση αυτού. Και πρώτον εγένετο υπό
του αρχιεπισκόπου Κύπρου ιεροτελεστία και δεήσεις ανεπέμφθησαν εις τον Ύψιστον
υπέρ ευοδώσεως και προαγωγής του νεοσυστάτου ανωτέρου εκπαιδευτηρίου και είτα
απηγγέλθη υπό του γυμνασιάρχου κ. Δέλλιου ο πανηγυρικός της ημέρας, ούτινος
θέμα ήτο η ιστορία της ελληνικής παιδεύσεως από των χρόνων της δουλείας μέχρι
της κινήσεως των τελευταίων ετών.
Ο
Ευστάθιος Κωνσταντινίδης, εκπρόσωπος της εν Αιγύπτω Κυπριακής Αδελφότητος
εξέφρασε συγχαρητήρια επί τη συστάσει του γυμνασίου.
Η Α.Μ.ο Αρχιεπίσκοπος
ηυχαρίστησε τους ξένους οίτινες ετίμησαν διά της παρουσίας των την εορτήν των
εγκαινίων.
Ο Μέγας
της νήσου Αρμοστής συνεχάρη δια προσλαλιάς του τους κυπρίους επί τη επιτελέσει
τοιούτου έργου δι’ ιδιωτικής πρωτοβουλίας και εξεδήλωσε την χαράν του επί τω
ότι εν τω προγράμματι πρώτην κατέχει θέσιν η ελληνική φιλολογία.
Ο αξιότιμος πρόξενος της Ελλάδος κ. Πανουριάς
συνεχάρη ωσαύτως τους κυπρίους επί τη αποκτήσει τοιούτου ιδρύματος και ηυχήθη
υπέρ ευοδώσεως αυτού.
Εν τη
τελετή ταύτη των εγκαινίων παρήσαν αι προϊστάμεναι πολιτικαί αρχαί, πολλοί εκ
των ανωτέρων του εν Κύπρω κλήρου, οι εν Λευκωσία εκ των ημετέρων και οθωμανοί
κατέχοντες δημοσίας θέσεις, το διδασκαλικόν σώμα αμφοτέρων των φύλων καί τινες
των εν της νήσω δημοσιογράφων.»
Επειδή ο τότε άγγλος κυβερνήτης Σένταλ έπλεξε
το εγκώμιο της ελληνικής γλώσσας, λέγοντας ότι « Οι
ελληνόφωνοι έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα πάνω από όλα τα άλλα έθνη της
μεταγενέστερης Ευρώπης και τούτο συνίσταται στο ότι κληρονομούν σχεδόν
αμετάβλητη γλώσσα που αποτέλεσε το ευγενέστερο όργανο της έκφρασης των
ανθρωπίνων διανοημάτων που δημιούργησε ποτέ ο κόσμος.» Κι ύστερα ακολούθησε
δοξολόγημα της ελληνικής γλώσσας,
ο Νικόλαος
Καταλάνος σχολιάζει το «ελληνόφωνοι» γράφοντας,
«Ελληνόφωνος,
ουχί ελληνικός ο λαός της Κύπρου έδει να
χαρακτηρισθεί,
διότι
τούτο υπαγόρευον αι πολιτικαί και ιμπεριαλιστικαί επιφυλάξεις των κρατούντων.
Τούτο εχάραξα εν τη καρδία και εν τη μνήμη βαθύτατα.»
Ο ενθουσιασμός εκείνη τη μέρα ήταν μεγάλος
και από τους μαθητές και από το πλήθος.
Με βάση το
υποβληθέν στην Ελλάδα πρόγραμμα,
το γυμνάσιο
λειτουργούσε με τέσσερις γυμνασιακές τάξεις
και τρεις
κατώτερες του ελληνικού σχολείου,
προαιρετικά
διδάσκονταν τα παιδαγωγικά,
για να ικανοποιηθούν
απαιτήσεις για μορφωμένους δασκάλους.
Το σχολείο από τις
πρώτες του μέρες κατέστη κέντρο πνευματικής κίνησης,
με διαλέξεις,
θρησκευτικά και εθνικά κηρύγματα, ομιλίες σε εθνικές επετείους
και καλλιτεχνικές
εκδηλώσεις.
Ο ρόλος του Νικόλαου Καταλάνου πρέπει και εδώ
να εξαρθεί,
γιατί ήταν ο
εμπνευστής και οργανωτής πολλών εθνικών εκδηλώσεων.
Το πνεύμα του
Παγκυπρίου άρχισε να διαμορφώνεται,
ως κέντρου
πολιτιστικού και γενικότερα εθνικού και παιδευτικού της Λευκωσίας.
Άρχισαν να
σχηματίζονται οι πυρήνες των εργαστηρίων,
το σχολείο έγινε
εξεταστικό κέντρο,
για να παρέχει
πιστοποιητικό γνώσεων στους εν ενεργεία δασκάλους,
άρχισε την παροχή
υποτροφιών, για να έχει καθηγητές από τους μαθητές του, ιδρύθηκε ταμείο απόρων
μαθητών.
Η προσαρμογή στις ανάγκες της κοινωνίας ήταν αίτημα
και ζώσα πραγματικότητα.
Μετά τον Ιωάννη
Δέλλιο και τη σύγκρουσή του με τον Νικόλαο Καταλάνο,
ανέλαβε τη
διεύθυνση του σχολείου ο Μιχαήλ Βολονάκις για 15 χρόνια 1896-1911. Οργανώθηκε
το διδασκαλείο καλύτερα,
προστέθηκαν στο
γυμνάσιο καλλιτεχνικά μαθήματα, μουσική και ζωγραφική, καθιερώθηκε μαθητική
στολή,
διορίστηκε παιδονόμος,
υπεύθυνος για την πειθαρχία των μαθητών
στο σχολείο και
έξω από αυτό,
εμπλουτίστηκε η
βιβλιοθήκη,
εκδόθηκαν
κανονισμοί λειτουργίας του σχολείου,
άρχισαν οι
παραστάσεις αρχαίου δράματος,
και πήρε το όνομα
Παγκύπριο Γυμνάσιο
από το πρώτο έτος
γυμνασιαρχίας του, το 1896.
Το πνεύμα του
σχολείου δημιουργείται σταδιακά,
με τη στολή, την
αυστηρότητα και πειθαρχία,
ως πνευματικό
κέντρο φωτίζει,
ενώ οι παραστάσεις
τραγωδιών, αρχικά στο πρωτότυπο και αργότερα σε μετάφραση, γράφουν την ιστορία
τους.
Με τον πόλεμο του
1897
μαθητές του
Παγκυπρίου κατατάσσονται στον ελληνικό
στρατό εθελοντικά,
μια πράξη που θα
ακολουθήσουν και οι μαθητές της περιόδου των πολέμων
του 1912-13, αλλά
και όλων των μετέπειτα υπέρ ελευθερίας αγώνων
της Ελλάδας και
της Κύπρου,
γι’ αυτό και οι τιμητικές
προς τους νεκρούς στήλες
που στεφανώνονται
από τους μαθητές στις εθνικές επετείους.
Ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Σπυριδάκις
γράφει για τη συμμετοχή
των μαθητών στους εθνικούς αγώνες:
«Δεν πρόκειται περί εκπληρώσεως του
καθήκοντος προς την πατρίδα,
το
οποίον επιβάλλει ο πολιτικός και ο στρατιωτικός νόμος,
αλλά πρόκειται περί καθήκοντος το οποίον
επέβαλλεν ο ηθικός νόμος της εθνικής συνειδήσεως,
η οποία αντιστοίχως είχε καλλιεργηθεί κατά
τα μαθητικά των έτη εν τω Γυμνασίω.»
Μια επιβεβαίωση
ακόμα πως
για τη διαμόρφωση
του πνεύματος ενός σχολείου,
δεν είναι ικανή η θεωρητική
σύλληψη
αλλά απαιτούνται
βιώματα και θυσίες ακόμα των παιδιών του όχι αναίμακτες.
Το 1907 ιδρύεται
επαγγελματική σχολή που διατηρείται για ένα μόνο χρόνο,
ενώ πριν, το 1893
το Διδασκαλείο αναγνωρίζεται ως αντίστοιχο των ελλαδικών.
Κατά την περίοδο του
διχασμού του λαού μας για την εκλογή αρχιεπισκόπου
μετά το θάνατο του
Σωφρονίου και τους αντιπάλους Κυρίλλους,
έχουμε διχοτόμηση και του Παγκυπρίου:
ένα ήταν το
Παγκύπριο Βολονάκι, το επίσημο,
και ένα το
Παγκύπριο υπό τον Αθανάσιο Φυλακτό (1908-1911).
Τα δύο επανενώνονται με το τέλος του διχασμού
και με
αρχιεπίσκοπο τον Κύριλλο Β΄
αλλά φεύγουν
ταυτόχρονα και οι δύο γυμνασιάρχες,
για να δοθεί τέλος
και στη διαμάχη μέσα στο σχολείο.
Ο Κωνσταντίνος Άμαντος,
αργότερα
βυζαντινολόγος, ακαδημαϊκός, Υπουργός Παιδείας της Ελλάδος,
διεύθυνε το
σχολείο για ένα χρόνο 1911-12
Έδωσε έμφαση στις
παιδαγωγικές συνεδρίες
και στις αυστηρές
εξετάσεις εισιτήριες και προαγωγικές,
ως επίσης στη
διδασκαλία των Νέων Ελληνικών,
που ως τότε
ετίθετο σε δεύτερη μοίρα.
Η αυστηρότητα στις
εξετάσεις, εισιτήριες και προαγωγικές,
τηρήθηκε μισό
τουλάχιστο αιώνα,
και ανάγκαζε σε
υψηλότερα επίπεδα διδασκαλίας -μάθησης .
Ο Στίλπων
Κυριακίδης, από την Κομοτηνή,
αργότερα καθηγητής
του Πανεπιστημίου, ακολούθησε το 1912-14
ύστερα ο Γεώργιος
Σακάρης 1914-15
και ο Μιχαήλ
Μιχαηλίδης 1915-17, με έργο αξιόλογο για το σχολείο.
Μέλημά του η
Βιβλιοθήκη και το Διδασκαλείο.
Τότε ιδρύθηκε ο
μαθητικός σύλλογος «Ευαγόρας»
με διαλέξεις και
διαχείριση της βιβλιοθήκης εκ μέρων των μαθητών,
με οργάνωση της σχολιατρικής
υπηρεσίας.
Ανεβάστηκαν
τραγωδίες,
και καθιερώθηκαν
τα πρώτα βραβεία, το Σεβέρειο και το Γώγειο.
Στο μαθητικό
πληθυσμό δίνονταν πρωτοβουλίες,
μια ρηξικέλευθη
πράξη για τον καιρό της,
που δοκιμάστηκε
πολλές φορές αργότερα σε διάφορες περιπτώσεις.
Το 1918
αναλαμβάνει ο Σπυρίδων Δουκάκις που παρακολουθεί ένα μεγάλο δράμα, την πυρκαϊά
που κατέκαψε το σχολείο στις 25 Οκτωβρίου 1920.
Ο Ιωάννης
Βεργόπουλος με δικά του έξοδα ανέλαβε την ανοικοδόμηση,
εξ ου και μέγας
ευεργέτης και Βεργοπούλειος πτέρυξ.
Στην είσοδο του
σχολείου η προτομή του.
Ο Αθανάσιος
Φυλακτός επανέρχεται 1921-24
και πεθαίνει όντας
γυμνασιάρχης.
Οργανώνεται το πρακτικό
τμήμα, με ειδίκευση στα φυσικομαθηματικά, ανεξαρτητοποιείται το διδασκαλείο και
επαναπροσαρτάται,
αρχίζουν εν τω
μεταξύ επεμβάσεις της αγγλικής κυβέρνησης
στη λειτουργία του
γυμνασίου και διδασκαλείου,
τα «σύνεργα», όπως
τα λέει ο Σεφέρης στη Σαλαμίνα του.
Ακολουθεί ο
Σπυρίδων Σπυριδάκις και ο Κωνσταντίνος Κοσμίδης το 1925,
ο Ιωάννης Ιωαννίδης
το 1926- 30
με προσπάθειες να
κρατηθεί εμπορικό τμήμα,
ενώ το
δημιουργηθέν πρακτικό είχε καταργηθεί.
Ο Ιωαννίδης έδωσε μεγάλη
έμφαση στη βιβλιοθήκη, στην ταξινόμηση του αρχείου, και στη δημιουργία του
πνεύματος και της παράδοσης του σχολείου.
Εμφανίζονται τότε οι
πρώτες αναμνηστικές στήλες
με τα ονόματα των
ευεργετών και δωρητών,
οι εικόνες των
θανόντων καθηγητών στον καθηγητικό σύλλογο,
με λίγα λόγια ο
διευθυντής ενδιαφέρεται για την έννοια της παράδοσης,
μιας καθοδηγητικής
ιδέας και κριτηρίου,
που καθορίζει πια
και το μέλλον του σχολείου και τις επιδιώξεις του
αλλά προπάντων τις
υποχρεώσεις του προς την κοινωνία της Κύπρου,
προς την πατρίδα
και το έθνος.
Ο Αναστάσιος
Σακελάριος 1930-34
πίστεψε πως οι
δεσμοί με την Ελλάδα πρέπει να είναι και πιο στενοί και ζωντανοί,
γι’ αυτό και οργανώνει
εκδρομή,
ξεσπούν όμως τον Οκτώβρη οι επαναστατικές ενέργειες
εναντίον του Κυβερνήτη,
τα Οκτωβριανά, και
η εκδρομή αναβάλλεται.
Η αγγλική κυβέρνηση
παύει να επιχορηγεί το σχολείο,
γιατί θέλει να
επεμβαίνει στη μόρφωση των δασκάλων
και κατ’ επέκταση
των μαθητών των δημοτικών.
Το 1934-35 παίρνουν
το απολυτήριό τους οι τελευταίοι δάσκαλοι
από το
διδασκαλείο.
Ο Ιωάννης
Κατσουρός, διευθυντής στα 1933 ως 36,
οργανώνει τμήμα
θηλέων στο σχολείο της Φανερωμένης.
Τη διεύθυνση του
Παγκυπρίου αναλαμβάνει από το 1936 ο δρ Κωνσταντίνος
Σπυριδάκις,
ο άνθρωπος που
πράγματι συνέδεσε το όνομά του με το σχολείο,
ως το 1960 με την
ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα μόνα που ο
ίδιος ο Κωνσταντίνος Σπυριδάκις έγραψε στην ιστορική επισκόπησή του για τα
πενηντάχρονα του Παγκυπρίου είναι πως
«το σχολείο
εξακολουθεί να καλλιεργεί όσον δύναται ικανοποιητικώς
τον αρχαίον,
μεσαιωνικόν και νεώτερον ελληνικόν πολιτισμόν,
χωρίς να στερεί
τους τροφίμους του των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων.»
και
διαγράφοντας το
1943 το μέλλον του Παγκυπρίου Γυμνασίου γράφει:
«Η τιμή της επιτυχίας του Παγκυπρίου δεν
ανήκει εις ημάς
τους εν αυτώ εργαζομένους ή εις τον σήμερον
διευθύνοντα αυτό.
Ανήκει εξ ολοκλήρου εις την ιστορική εθνικήν
παράδοσιν του σχολείου.
Ημείς υπήρξαμεν απλώς οι υπηρέται της
ιδεολογίας του και συνεχίζομεν το έργον του.»
Πάνω σ’ αυτές τις
γραμμές και με αυτό το πνεύμα εργάστηκαν όλοι οι μετέπειτα διευθυντές του
Παγκυπρίου, όπως το διατύπωσε ο πρύτανις των διευθυντών του.
***
Προσπάθησα σε λίγο
χρόνο να διεξέλθω την πρώτη χρονική περίοδο του Παγκυπρίου Γυμνασίου, όταν
έπαιρνε σάρκα και οστά το σχολείο και διαμορφωνόταν από τους στυλοβάτες
διευθυντές του το πνεύμα του.
Τι είναι όμως εν
τέλει αυτό το πνεύμα;
Το πνεύμα ενός
σχολείου δεν είναι κάτι αφηρημένο.
Είναι προπάντων βίωμα και βαθύτατη συναίσθηση
ευθύνης
για τη σοβαρότητα
του έργου που αναλαμβάνει
πρώτα ένας
διευθυντής, από τον οποίον εν πολλοίς εξαρτάται
η διαμόρφωση και
διατήρηση του πνεύματος αυτού,
αλλά και οι συνάδελφοι βοηθοί διευθυντές και
καθηγητές που,
ως φορείς αυτού του
πνεύματος,
το εμπνέουν λόγω
και έργω στους μαθητές του σχολείου.
Μπορεί τούτο να
αρχίζει από μικρά και επιφανειακά για πολλούς κεντρίσματα
ή ενέργειες,
που γίνονται όμως με
τον καιρό έξεις και τρόπος ζωής,
γενικότερα όμως το πνεύμα τούτο παραπέμπει στο Ομηρικό
«αιέν αριστεύειν
και υπείροχον έμμεναι άλλων»,
πάντα να επιδιώκει κανείς το άριστο και να
υπερέχει των άλλων.
Ο κάθε
γυμνασιάρχης από τον Ιωάννη Δέλλιο ως τον Κωνσταντίνο Σπυριδάκι θεωρούσε χρέος
του να διαπλάσει το πνεύμα
βυθομετρώντας τις απαιτήσεις και ανάγκες της κοινωνίας και
του έθνους,
να εμφυσήσει σε προσωπικό και μαθητές το
πνεύμα αυτό,
να επιτηρεί τη
συνέπεια στα λόγια και στα έργα των φορέων αυτού του πνεύματος και να μην
ανέχεται το κατώτερο.
Ο ως σήμερα
σεβασμός στο σχολείο, στους χώρους του, το δέος,
γιατί μόνο αυτή η
λέξη αποδίδει το συναίσθημα που νιώθαμε ή και νιώθουμε
ως μαθητές και
διευθυντές του,
είναι τα βαριά και
βαθιά καρδιακά σκιρτήματα που μας συγκλονίζουν
γι’ αυτό το
σχολείο και το πνεύμα του
που διαμορφώθηκε σταδιακά,
με τα χρόνια,
με τη στολή, με
την πειθαρχία,
την απαίτηση για
υψηλότερα και υψηλότερα πετάγματα,
για μελέτη σοβαρή
και υπεύθυνη,
για μαθητοπρεπή συμπεριφορά
στο σχολείο και στο δρόμο,
που να καθρεφτίζει
τη σοβαρότητα του έργου που επιτελούνταν εδώ.
Ο κάθε διευθυντής
που πέρασε
πρόσθετε ανάλογα
με τις ανάγκες του σχολείου,
και συνελάμβανε
ιδανικά που έπρεπε να υπηρετήσει,
προπάντων τη
θρησκεία και την πατρίδα.
Ο ελληνισμός της
Κύπρου πολλά οφείλει στο Παγκύπριο,
γιατί αυτό σμίλεψε
στις ψυχές των νέων τη λατρεία για την Ελλάδα,
και ο μακαριστός
Κύπρος Χρυσάνθης με ακρίβεια κατέγραψε πως
οι μαθητές του
σχολείου αυτού είναι λάτρες πιστοί της κλασσικής Ελλάδας.
Αν οι καιροί,
η υπαγωγή του
σχολείου στο Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου
και η ισοπέδωσή
του
στο πνεύμα μιας
κακώς νοούμενης δημοκρατίας,
επέβαλαν τη μετατροπή
του σχολείου σε ένα από τα ίδια,
δεν σημαίνει πως
τούτο παύει να είναι το μοναδικό και μονάκριβο στολίδι και καύχημα του ελληνισμού της Κύπρου και των
Πανελλήνων.
Το διαμορφωθέν
πνεύμα είναι ζωντανό σε κάθε πέτρα του σχολείου,
σε κάθε στήλη,
στην πνοή και μυρουδιά του,
στο βουητό των
διαδρόμων του,
στην πολύπειρη
μεγάλη του αίθουσα που άκουσε διαλέξεις και διαλέξεις
από τα λαμπρότερα
πνεύματα του ελληνισμού,
απόλαυσε εκτελέσεις κλασσικής μουσικής από μαθητές του,
είδε παραστάσεις
θεατρικών έργων,
ρίγησε με συγκινητικές
στιγμές υποδοχής ή αποχωρισμού προσώπων.
Η Σεβέρειος
βιβλιοθήκη βαραίνει ακόμα με την παρουσία και το ύφος της τη ζωή μας, γιατί χάραξε
την πνευματική μας πορεία
με τον πλούτο και
την ανοιχτοσύνη των οριζόντων της,
κι οι δακρυγόνες βόμβες των διαδηλώσεων και
της μάχης εκείνης
ερεθίζουν ακόμα τη
μύτη και τα μάτια μας,
των ευτυχισμένων
που ζήσαμε στα ηρωικά εκείνα χρόνια.
Εμείς ερχόμεθα και
παρερχόμεθα, το πνεύμα του σχολείου μένει και λειτουργεί. Ανεπαισθήτως και
θαυμαστώς.
Εύχομαι αυτό το
πνεύμα να κατευθύνει και τα βήματα
όσων μοχθούν και
φοιτούν σ’ αυτό σήμερα,
για να εισέλθει με
σφρίγος το σχολείο μας στην τρίτη εκατονταετία του.
Ευχαριστώ