Στέλιου Παπαντωνίου, φιλολόγου, ἐκπαιδευτικοῦ
Μαρτύρια τῶν Χριστιανῶν κατά τή Ρωμαϊκή περίοδο
Ὁ Χριστιανισμός δέν διαδόθηκε τυχαῖα στόν κόσμο. Ἐκτός από το κοσμοσωτήριο κήρυγμα τοῦ Κυρίου, τήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία ὁ ἴδιος περιέβαλε τόν ἄνθρωπο γενόμενος ἄνθρωπος, τήν πραγματική πάλη τῶν ἀποστόλων μέσα στίς ἀντίξοες συνθῆκες τῆς ἐποχῆς, οὐσιαστικό ρόλο ἔπαιξαν καί οἱ ἁπλοί πιστοί, γενόμενοι μάρτυρες τῆς πίστης τους και δεχόμενοι ἄπειρα και φρικιαστικά τά ἐναντίον τους ἐγκληματικά βασανιστήρια. Ἡ ἐπίσημη κρατική θρησκεία τῶν εἰδώλων, ἡ αὐτοκρατορική προστασία, ἡ ἀνακήρυξη τῶν ἰδίων τῶν αὐτοκρατόρων σέ θεούς ἦταν συντριπτικά στοιχεῖα τῆς ἰσχύος τοῦ κράτους καί τῶν συμβόλων του, πού δέν ἐπέτρεπαν εὔκολα τήν ἐπέμβαση στήν ἐπίσημη θρησκεία. Καί ὅμως οἱ πρῶτοι Χριστιανοί πλήρωσαν μέ τό τίμιο αἷμα τους τήν ἀπόφασή τους νά δωρίσουν στον κόσμο μιά νέα θρησκεία, ἐπαναστατική γιά τήν ἐποχή τοῦ μίσους καί τῶν ψεύτικων θεῶν, τή θρησκεία του θεανθρώπου, τή θρησκεία τῆς ἀγάπης.
Στό παρόν κείμενο θά ἐπιχειρήσουμε μιά περιληπτική παρουσίαση τῶν βασανιστηρίων τά ὁποῖα ὑπέστησαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, γιά νά ἀποκηρύξουν τήν πίστη τους.
Χρονολογικά μποροῦμε ἁδρομερῶς νά ἀναφέρουμε ἀρχίζοντας ἀπό τό 34 μ.Χ. περίπου τό μαρτύριο τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου, πού καταδικάστηκε στό διά λιθοβολισμοῦ θάνατο. Τό 64 μ.Χ. μεγάλη πυρκαγιά στή Ρώμη ἀποτελεῖ καί τό ἔναυσμα τοῦ πρώτου μεγάλου διωγμοῦ ἐπί Νέρωνος. Κατηγορήθηκαν οἱ χριστιανοί ὡς αἴτιοι τῆς καταστροφῆς καί πολλοί κατασπαράχτηκαν ἀπό τά σκυλιά, ἐνῶ ἄλλους τούς ἔκαιγαν ρίχνοντάς τους στίς φλόγες, γιά νά χρησιμεύουν ὡς νυχτερινός φωτισμός. Ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Γλαβίνας στό ἔργο τουΟἱ διωγμοί κατά τῆς Ἐκκλησίας στήν Προκωνσταντίνεια ἐποχή, «ὁ Τάκιτος ἀναφέρει καί τά διάφορα μαρτύρια τῶν Χριστιανῶν . Ἤδη τήν έποχή τῆς δημοκρατίας ἀλλά κυρίως τήν ἐποχή τῆς αὐτοκρατορίας τό ρίξιμο στά θηρία τοῦ ἀμφιθεάτρου (bestiae) καθώς καί τό ρίξιμο στή φωτιά (crematio = κάψιμο ζωντανοῦ στά καυσόξυλα) ἦταν τιμωρίες γιά διάφορες ποινικές πράξεις. Ἐπίσης ἡ σταύρωση (crux) καί ἡ tunica molesta (κάψιμο μέ βρεγμένη ὕλη πού δέν καιγόταν) ἦταν σέ χρήση... οἱ δήμιοι μεταχειρίζονταν ἐναντίον τῶν Χριστιανών ὄχι μόνο σιδηρά ὄργανα, πῦρ, ἁλυσίδες, ἄγρια θηρία, ἀλλά τούς ἔσχιζαν τίς κοιλιές, τούς σταύρωναν, τούς παλούκωναν καί γενικά μεταχειρίζονταν κάθε βάσανο πού μποροῦσε νά ἐπινοήσει ἡ ἀνθρώπινη βαρβαρότητα καί σκληροκαρδία.»
Ἐπί Νέρωνος ἐμαρτύρησε καί ἡ ἁγία Φωτεινή ἡ Σαμαρεῖτις μέ τίς ἀδελφές της. «Ὁ θηριώδης», γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὀ συναξάρι του « ἐπρόσταξε νά κλίνουν μέ βίαν τάς κορυφάς δύο δένδρων, ὁπού ἦτον εἰς τό περιβόλιόν του, καί εἰς αὐτάς νά δέσουν τήν Aγίαν Φωτίδα (ἀδελφήν). Έπειτα ἐπρόσταξε νά ἀφήσουν πάλιν τάς κορυφάς νά γυρίσουν εἰς το πρότερον σχῆμα των. Όθεν ὑπό τούτων σχισθεῖσα ἡ Ἁγία εἰς δύο μέρη, παρέδωκεν ἡ μακαρία τήν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ, καί ἔλαβε τόν τοῦ μαρτυρίου ἀμάραντον στέφανον. Tότε ἐπρόσταξε νά ἀποκεφαλίσουν μέν ὅλους τούς ἁγίους, μόνην δέ τήν ἁγίαν Φωτεινήν νά ἐκβάλουν ἀπό τὀ ξηροπήγαδον (ὅπου τήν ἔριψαν) καί νά τήν βάλουν εἰς τήν φυλακήν.»
Μέ τό κτίσιμο τοῦ Κολοσσαίου στή Ρώμη παραδίδεται καί νέος τόπος μαρτυρίου τῶν χριστιανῶν, ἀφοῦ πολλοί ρίχτηκαν στά θηρία. Ἀκολουθεί ὁ διωγμός ἐπί Δομιτιανοῦ 81-86 μ.Χ. Ἀνάμεσα στούς μάρτυρες τῆς ἐποχῆς, ὁ Ζώσιμος, τοῦ ὁποίου κατέκαυσαν τ’ αὐτιά μέ πυρωμένο σίδερο κι ὕστερα τόν ἔβαλαν σέ λέβητα γεμάτο βόρβορο κοχλαστό. Ἀκολουθεῖ λίγο ἀργότερα, τό 98-117 ὁ διωγμός ἐπί Τραϊανοῦ καί άμέσως κατόπιν ὁ διωγμός ἐπί Ἀδριανοῦ (117 - 138 μ.Χ.) καί ἐπί Ἀντωνίου Πίου (138-161 μ.Χ.). Ὁ Μάρκος Αὐρήλιος, καίτοι φιλόσοφος, δέν ὑστέρησε σέ διωγμούς, ἀφοῦ χιλιάδες χριστιανοί ρίχτηκαν στά θηρία ἤ ἀποκεφαλίστηκαν. Παράδειγμα μαρτυρίου τῆς ἐποχῆς εἶναι ἡ ἁγία Παρασκευή. Ἀρχικά τῆς ἔθεσαν μία πυρακτωμένη περικεφαλαία στήν κεφαλή. Ἐν συνεχείᾳ, καί ἀφοῦ δέν λύγισε, ρίχτηκε στήν ἀπομόνωση. Ὁ Ἀντωνῖνος κατάλαβε πλέον τό μάταιο τῆς προσπάθειάς του καί διέταξε τό βασανισμό της μέχρι θανάτου. Ἔτσι τήν ὁδήγησαν στό βασανιστήριο τοῦ καυτοῦ λαδιοῦ. Ὅμως ἐδῶ ἀναφέρεται ἀπό τόν βιογράφο της «μέγα σημεῖον», ὅτι δηλαδή, ἐνῶ τήν βύθισαν στό θερμό λάδι, ἐκείνη παρέμενε ἀνέπαφη. Ὅταν τό ἄκουσε ὁ Ἀντωνῖνος δέν πίστεψε σέ κάτι τέτοιο καί θέλησε ὁ ἴδιος νά διαπιστώσει τήν ἀλήθεια. Πλησιάζοντας ὅμως τό λέβητα, τά μάτια του βλάφτηκαν ἀπό τόν καυτό ἀτμό μέ ἀποτέλεσμα νά τυφλωθεῖ. Ἡ Παρασκευή ὅμως τόν θεράπευσε, γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ἡ προστάτιδα τῶν ματιών. Τόν Αντωνῖνο διαδέχθηκε ὁ Μάρκος Αὐρήλιος. Μέσα στούς πρώτους χριστιανούς πού συνέλαβε ἦταν καί ἡ Παρασκευή, τήν ὁποία ἔρριψαν σέ χῶρο πού φυλάσσονταν φίδια. Αὐτά ὅμως πέθαναν ὅταν τήν πλησίασαν. Τέλος τῆς ἀπέκοψαν τήν κεφαλή. Τή συνέχεια τῶν διωγμών ἀναλαμβάνει ὁ υἱός του Κόμμοδος καί ὕστερα, 193-211μ.Χ. ὁ Σεπτίμιος Σεβῆρος.
Στήν Ἀλεξάνδρεια ἔκαιγαν στή φωτιά, σταύρωναν ἤ ἀποκεφάλιζαν καθημερινά πολλούς μάρτυρες. Γνωστό τήν εποχή αὐτή εἶναι τό μαρτύριο τῆς ἁγίας Περπέτουας, πού τήν κομμάτιασαν τά θηρία. Ἄλλος ἕνας διωγμός ἀκολουθεί ἐπί Μαξιμίνου 235-238μ.Χ. Ἀκολουθεί ὁ διωγμός ἐπί Δεκίου 249-251, . Τότε συνελάμβαναν καί βασάνιζαν κυρίως τόν κλῆρο καί τούς Ἐπισκόπους.Ὅπως ἀναγράφεται στὀ συναξάρι τοῦ ἁγίου Τρύφωνος, «Ὅταν αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Δέκιος, ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ἅγιος Τρύφων ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του. Τότε ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Τοῦ κατατρύπησαν μὲ σπαθιὰ ὅλο του τὸ σῶμα, ἔπειτα τὸν ἔδεσαν ἀπὸ τὰ πόδια σὲ ἄλογα καὶ τὸν ἔσυραν, σὲ ὧρες φοβεροῦ ψύχους, σὲ δύσβατες καὶ πετρώδεις τοποθεσίες. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸν ἔκλεισαν στὸ δεσμωτήριο, ἀκολούθως τὸν ἔσυραν γυμνὸ πάνω σὲ σιδερένια καρφιά, κατόπιν τὸν μαστίγωσαν καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ἔκαψαν μὲ λαμπάδες τὰ πλευρά. Στὸ τέλος, μόλις ὁ Μάρτυρας παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ λέγοντας τὸ ΄Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμα μου΄, ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ του.» Τήν ἴδια περίοδο ὁ μάρτυς Πολύευκτος «τἠν διά ξίφους δέχεται τελευτήν». Ἄλλος διωγμός ἐπί Βαλεριανού, 253-260. ἐπί Αυρηλιανοῦ 270-275 καί ἐπί Διοκλητιανοῦ 284- 305. (Στοιχεία για τους διωγμούς κατά χρονολογική σειρά ἀπό την εργασία: Νίκος Παύλου, Η κοινωνική προέλευση τῶν χριστιανών μαρτύρων, (ἀπό το 2ο έως τις αρχές του 4ου αι.), (Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ).
Ἐπί Διοκλητιανοῦ ὁ ἅγιος μάρτυς Ἰουλιανός κλείστηκε σέ μοναστήρι τὀ ὁποῖο κατέκαυσαν οἱ διῶχτες του καί ἔκαυσαν ὅλους ὅσοι βρίσκονταν ἐκεῖ. Ὁ ἅγιος Ἰουλιανός ρίχτηκε στὀ ἔδαφος, τόν χτυποῦν, τόν ἁλυσοδένουν, τοῦ σπάζουν τά ὀστά. Ἄλλους πού πίστευσαν τότε στό Χριστό, τούς περιτύλιξαν τά δάχτυλα χεριῶν καί ποδιῶν μέ πάπυρους βουτηγμένους στό λάδι καί τούς ἄναψαν ἐνῶ τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ ἔγδαραν τό δέρμα τῆς κεφαλῆς. Τήν ἴδια περίοδο ὁ μάρτυς Καρτέριος κρεμᾶται ἐπί ξύλου, τοῦ ἀφαιροῦν τά νύχια τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν μέ ξυράφι καί τοῦ ξένουν τό σῶμα μέ σιδερένια νύχια, τοῦ τρυποῦν τούς ἀστραγάλους μέ σίδερο, τόν βάζουν νά καθίσει σέ τηγάνι πυρωμένο καί τοῦ σουβλίζουν τά πόδια. Στό τέλος, τοῦ κρεμάζουν πέτρες ἀπό τά χέρια καί τά πόδια, τόν καῖνε μέ λαμπάδες καί τοῦ ρίχνουν στό στόμα πυρωμένο μολύβι. Ἡ ἁγία Θεοδούλη, τήν ἴδια ἐποχή, «ὑπό σουβλίων πυρωθέντων διετρυπήθη τούς μαστούς», τήν κρέμασαν ἀπό τά μαλλιά ἀπό ἕνα κυπαρίσσι, τῆς ἔδεσαν τά πόδια κι ὕστερα τήν ἔριξαν στό καμίνι νά καεῖ. Τήν ἴδια ἐποχή τρεῖς μάρτυρες, ὁ Βάσσος, ρίχνεται στό βόθρο ὡς τούς μηρούς, τοῦ κόβουν τά χέρια, καί τοῦ κατακόβουν τό κορμί, τόν Εὐσέβιο κρεμάζουν καί κατακομματιάζουν μέ ξύλινο ἀγγεῖο, ἐνῶ τόν Εὐτύχιο τόν τραβοῦν σέ τέσσερα ξύλα μπηγμένα στή γῆ καί τόν κάνουν τρία κομμάτια. Τοῦ ἁγίου Βασιλίδη τοῦ τρυποῦν μέ μαχαίρι τήν κοιλιά. Ο ἅγιος μάρτυς Νεόφυτος «μαστίζεται, εἶτα εἰς κλίβανον πυρός ἐμβάλλεται καί θηρίοις ἀφίεται.»
Ἐπί Δεκίου καί Βαλλεριανοῦ, στα 253 συνέλαβαν τόν Κοδράτο καί τόν ἅπλωσαν κατά γῆς,τόν ἔδειραν με ξηρά βούνευρα, κι ἀφοῦ γέμισε τό ἔδαφος ἀπό τά αἵματα, τόν ἔβαλαν στή φυλακή. Ὑστερα τόν κρέμασαν καί τόν καταξέσχισαν, τόν ἔβαλαν μέσα σ’ένα σάκκο καί τόν ἔδερναν μέ βούνευρα. Ὕστερα τοῦ ἔχυσαν στίς πληγές ἅλας μέ ξύδι καί τοῦ ἔτριβαν τίς πληγές μέ σκληρά πανιά. Ἀκολούθησαν πυρωμένα σίδερα στά πλευρά του, τόν ἅπλωσαν σέ σχάρα πυρωμένη καί τοῦ ἔχυναν λάδι καί πίσσα. Τέλος, τόν ἀποκεφάλισαν. Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη, στό συναξάρι του γιά τόν ἅγιο Κλήμεντα « Tά δέ εἴδη τῶν βασάνων ὁπού ὑπέμεινε χωριστά μόνος ὁ μακάριος Κλήμης, εἶναι ταῦτα. Ἐκρέμασαν αὐτόν εἰς ξύλον καί ἐξέσχισαν, ἐκτύπησαν εἰς τά μάγουλά του μέ πέτρας, τόν ἔβαλαν εἰς φυλακήν, τόν ἔδεσαν εἰς τροχόν, τόν ἔδειραν με βάκλα, ἤτοι μέ τά ξύλα, ὁπού κτυποῦν τά τύμπανα, τόν κατέκοψαν μέ μαχαίρια, τόν ἔδειραν εἰς τό στόμα μέ σιδηρούς στύλους, καί εσύντριψαν τά σιαγόνιά του. Ἔβγαλαν τά δόντια του, τόν ἔδεσαν μέ σίδηρα, καί εἰς τήν φυλακήν τόν ἔρριψαν. Ἔβαλαν εἰς τά αὐτία του περόνια σιδηρά ἀναμμένα, ἔκαυσαν αὐτόν μέ ἀναμμένας λαμπάδας, τόν ἔδεσαν μέ πέτραν μεγάλην, ἔδειραν αὐτόν εἰς τήν κεφαλήν καί εἰς τό πρόσωπον μέ ξύλα, ὁπού κτυποῦσι τα τύμπανα, καί κάθε ημέραν ἔδιδαν εἰς αὐτόν ξυλίας πενήντα. Τά δέ εἴδη τῶν βασάνων ὁπού ὑπέμεινεν ὁ ἅγιος Κλήμης ὁμοῦ μέ τόν Ἀγαθάγγελον, εἶναι ταῦτα. Ἔδειραν καί τους δύο μέ βούνευρα ξηρά, τούς ἐκρέμασαν εἰς ξύλον, τούς ἔκαυσαν εἰς τά πλευρά μέ ἀναμμένας λαμπάδας, τούς ἔδωκαν εἰς τα θηρία διά νά τους φάγουν, ἔβαλαν αὐτούς μέσα εἰς ἀσβέστην καί ἐκεῖ τούς ἄφησαν δύο ἡμέρας. Ἔβγαλαν ἀπό τό δέρμα τοῦ σώματός των λωρία, τούς ἔδειραν μέ ξύλα, ὁπού κτυπῶσι τά τύμπανα. Τούς ἔβαλαν ἐπάνω εἰς κρεββάτια σιδηρά καί ἀναμμένα. Τούς ἔβαλαν μέσα εἰς κάμινον ἀναμμένην, καί ἐκεῖ τούς ἄφησαν ἕνα ἡμερονύκτιον, τούς ἐξέσχισαν δυνατά εἰς τά λαγγονάρια, τούς ἔρριψαν ἐπάνω εἰς σουβλία ὀξέα, τά ὁποῖα, ἦτον μέν ἐμπηγμένα κάτω εἰς τήν γῆν, εἶχον δέ τά ὀξέα μέρη των ἐπάνω γυρισμένα. Τά σουβλία δέ ταῦτα κατεκέντησαν πολλά τούς Ἁγίους καί τούς ἐπλήγωσαν. Ἔδεσαν ἀπό τούς λαιμούς των μυλόπετρας. Ἐτράβηξαν αὐτούς εἰς τό μέσον τῆς πόλεως, καί τούς ἐλιθοβόλησαν. Μόνος δέ ὁ ἅγιος Ἀγαθάγγελος ἐδέχθη εἰς τήν κεφαλήν του μολύβι βρασμένον. Τελευταῖον δέ ἀποκεφαλίζονται καί οἱ δύο εἰς τήν Ἄγκυραν τῆς Γαλατίας.»
Γιά νά συμπληρώσουμε καί μέ τά μαρτύρια γυναικῶν, ἀναφέρουμε τίς ἐν Ἀμισῶ ἅγιες ἑπτά γυναῖκες, Ἀλεξάνδρια, Kλαυδία, Eὐφρασία, Mατρώνη, Ἰουλιανή, Eὐφημία καί Θεοδώρα, κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Mαξιμιανοῦ ἐν ἔτει 290.
«Ὅθεν, πρῶτον μέν, ἔγδυσαν αὐτάς καί ἔδειραν μέ ραβδία. Ἔπειτα δέ, ἀπέκοψαν τά βυζία των με μαχαίρια. Mετά ταῦτα ἐκρέμασαν αὐτάς καί τάς ἐξέσχισαν τόσον πολλά, ἕως ὁπού ἐφάνησαν τά ἐντόσθιά των. Tελευταῖον δέ βαλθεῖσαι μέσα εἰς κάμινον ἀναμμένην, παρέδωκαν αἱ μακάριαι τάς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, παρά τοῦ ὁποίου ἔλαβον καί τούς ἀμαράντους στεφάνους τῆς ἀθλήσεως» γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος. ( ἀπό τό βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005-. Στο διαδίκτυο: Σπουδαστήριο Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας.)
Πράγματι, ἡ ἀνθρώπινη θηριωδία δέν ἔχει σύνορα, ἀλλά καί ἡ πίστις ἐνδυναμώμει τούς ἀνθρώπους, ὥστε να ὑπομένουν τά πάνδεινα καί νά διέρχονται διά πυρός, σιδήρου καί ὕδατος καί νά ἐξέρχονται νικηταί. Διά λιθοβολισμοῦ θάνατος, κατασπαραγμός ἀπό θηρία, κάψιμο, σταύρωση, ἁλυσίδες, σιδηρά ὄργανα νά κατασπαράζουν τά σώματα, γδάρσιμο, ξεκοίλιασμα, ἀποκεφαλισμοί, φυλακίσεις, πυρωμένα τηγάνια και λέβητες, πυρακτωμένα σίδερα στο κεφάλι, στ’ αὐτιά, σέ ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος, καυτό λάδι, δέσιμο σε δέντρα καί σέ ζῶα, μαστιγώσεις, σουβλίσματα, ἅλας με ξύδι στις πληγές, λάδι καί πίσσα, δέσιμο στόν τροχό, σπάσιμο δοντιῶν, σαγονιῶν, ὀστῶν καί τέλος, θάνατος παντί τρόπῳ.
Ὑπενθυμίζουμε τόν ἀπόστολο Παῦλο. Οἱ ἅγιοι πάντες, διά πίστεως ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, περιῆλθον ἐν μυλωταῖς. Τό κλασσικό κείμενό του περιγράφει ἄριστα ὅσα φτωχικά πιό πάνω ἀναφέραμε.