Του Άντρου
Παπαντωνίου
(26 θάνατος, 28 Ιανουαρίου 2013 κηδεία)
Το πένθος μπαίνει σιγά σιγά στη ζωή μας και το συνηθίζουμε
όπως τον πόνο και την αγωνία. Μ΄αυτά τα
όπλα ο Άντρος μας βρίσκεται τώρα στα
πόδια του Χριστού, που μας παραδειγμάτισε πως αν δεν ανέβουμε το Γολγοθά μας, ολοκλήρωση δεν έχουμε.
Να μιλήσω για τη ζωή σου, αδελφέ μου, είναι σάμπως δύσκολο, μη ξέροντας πούθε ν’
αρχίσω. Γιατί αγαπούσες τη ζωή και δεν τη χόρταινες με τίποτε, όπως και τη χαρά. Δεν το μπορούσες το θλιβερό.
Ακόμα και στο νοσοκομείο, σαν πήγαμε πρώτη φορά στο ογκολογικό, « τι
καταθλιπτικό κλίμα», μου είπες, «τίποτε το χαρούμενο».
Χαραγμένα για πάντα είναι
τα λόγια σου για την ατέλειωτη δίψα που’ χες για ζωή. Δε τη χόρταινες: «πότε θα ζήσουμε;» ήταν το επαναλαμβανόμενο ερώτημά σου, από την
παιδική σου ηλικία σχεδόν. Κι έζησες
γεμάτα, με τους φίλους σου, με την οικογένειά σου, με τα άγχη και την τρεχάλα σου. Κι ύστερα είπες το μεγάλο λόγο: «όλα είναι μια ιδέα». Κάπου εκεί που άρχισες
να χάνεις βάρος, κι αδυνάτιζαν οι αντιστάσεις, κι οι αγκούσες γίνονταν
αγκομαχητό κούρασης.
Μεγάλες οι προσδοκίες σου για όλους και για όλα, προπάντων
για τον εαυτό σου. Οι γνώσεις σου πολλές και εκπληκτικές πολλές φορές. Εκεί που
νόμιζε κανείς πως δεν είχες τι να πεις, άνοιγες το στόμα κι άφηνες κατάπληκτο,
τουλάχιστον εμένα. Με τη φωνή σου πάντα δυνατή, με την καρδιά σου πάντα
ανοιχτή, με το στόμα να μην ξέρει να κλείσει ,αν δεν έλεγε όσα ήθελες να πεις.
Την παλικαριά σου κανένας δεν την αμφισβήτησε: απόδειξη τα τραύματά σου. Άλλα στο φυλάκιο, τότε που υπηρετούσες ακόμα τη
θητεία σου. Σαν κοιμόμουν μου’ φεραν το μαντάτο. Σαν κοιμόσουν σ’ έραψε ο
συστρατιώτης σου στα πόδια παίζοντας με το όπλο.
Κι άλλα ύστερα στην εισβολή. Έχω να λέω πως αν δεν ήσουν εσύ
κι οι φίλοι σου στο φυλάκιο του Καπαρτή, ο άγιος Κασσιανός θα’ χε από καιρό
πέσει στα χέρια των εχθρών μας. Τα βόλια στο κορμί σου επιβεβαιώνουν την πάλη
σου και την παλικαριά σου. Όταν έγινε η μαγνητική τομογραφία, έδειξε παντού και προπάντων στο κεφάλι μικρά θραύσματα
από τον όλμο που σ’ έκαμαν κι εσένα
ακόμα να εκπλήττεσαι. Τόσα θραύσματα μικρά μικρά εδώ κι εκεί κι εσύ να μην ξέρεις πώς να
εξηγήσεις μερικά παράδοξα που σου συνέβαιναν. Ποιος ασχολείται όμως σήμερα με
τους μικρούς ήρωες της μικρής μας γειτονιάς;
Τα σύννεφα άρχισαν να κουρνιάζουν στον ορίζοντα της ζωής σου
νωρίτερα από όσο περιμέναμε, από όσο έδειχναν οι χαραγματιές της γρήγορης ζωής
σου, των ξέφρενων ρυθμών. Μετά την πρώτη θεραπεία – τη χημειοθεραπεία- βρήκες τα πόδια, δούλεψες, ξαναπήρες ανάσα, έβλεπες με αισιοδοξία τη ζωή,
«αν πεθάνω», έλεγες, «έζησα γεμάτα, ας
έρθει ό, τι είναι να’ ρθε»ι.
Τα Χριστούγεννα ήρθε η δεύτερη επίθεση, από τα πλεμόνια στον
εγκέφαλο, και να τρέχουμε στο
ακτινολογικό, κι εσύ να θέλεις συνεχώς να κοιμάσαι, έναν μαύρο ύπνο, όπως μου
τον ονόμασες, προάγγελο του ατέλειωτου εκείνου.
Υπομονετικοί όλοι μαζί σου, γιατί ομολογούσαν πως είχες μια άδολη καρδιά, την αδελφική αγάπη, τη φιλική
διάθεση ως τα ατέλειωτα σύνορα. Οι φίλοι σου θα’ χουν να λένε για τη
μοναδικότητά σου, για την απλοχεριά σου, για τις ατέλειωτες ώρες διασκέδασης
μαζί σου, για να σπάσεις τα αδιέξοδα που δεν έσπαζαν έτσι.
Και τώρα, με ένα τεράστιο κενό και πώς να γεμίσει, για τη μεγάλη απώλεια του συζύγου, του
πατέρα, του αδελφού και φίλου, του συγγενή, του συνάδελφου, του συνεργάτη. Έχουν ακόμα να λένε για σένα τα παιδιά. Μεγάλη
η χάρη σου!
Άνθρωπο πιο σταθερό στις πίστεις και πεποιθήσεις του δε
γνώρισα. Πιστός στην πατρίδα και στο
Χριστό, κοντά στην εκκλησία σου, ποτέ δεν έλειψες, ποτέ δεν κάμφθηκες, και
προπάντων με παρρησία ομολογούσες την πίστη σου. Για πολλούς ήταν το λογικό
παράδοξο , πώς ένας άνθρωπος σαν εσένα, με τις διασκεδάσεις, τις φωνές, τα
αστεία του ήταν τόσο πιστός και μάλιστα να διακηρύσσει την πίστη του! Αυτό όμως ήταν και το μεγάλο σου όπλο στον
αγώνα κατά της αρρώστιας. Την αιώνια ζωή τη ζει ήδη από την παρούσα όποιος
είναι κοντά στον Κύριο κι εσύ δεν διανοήσουν καν να μην είσαι. Ακόμα
και στο νοσοκομείο να ρωτάς, ήταν πολλοί στην εκκλησία σήμερα, επίτροπος που
ήσουν, να ξέρεις τα πάντα για τον άγιο
Κασσιανό σου.
Κοντά σου για χρόνια η Θέλμα, να υπομένει και να επιμένει,
κι εσύ κοντά της στα δύσκολα, να μην την εγκαταλείπεις, να μένετε δεμένοι με το δικό σας δεσμό, με την ανθρωπιά σου και την ανθρωπιά της, τα καθήκοντα που ποτέ δεν αρνιόσουν να
αναλάβεις. Κι ύστερα ήλθε η Κάλια, κι η πατρική στοργή να σε πλημμυρίζει, όσο
κι αν δεν ήθελες να το δείξεις.
Αυτοί όμως που πιότερο θα’ χουν να λεν είναι οι φίλοι σου.
Όταν ακούστηκε η καρκινική ομοβροντία, έμειναν τα στόματα ανοιχτά:
Μα ποιος, ο Άντρος,
νέος ακόμα γεμάτος ζωντάνια;
Μα τα πλοία δεν είχαν πια δρομολόγια να φύγεις, τα
αεροπλάνα είχαν σταματήσει για σένα τις
πτήσεις, οι δρόμοι δεν έβγαζαν παρά μόνο στο ογκολογικό, στο ακτινολογικό, στο αδιέξοδο
τέλος.
Σωριασμένα κι εξογκωμένα τόσα και τόσα, τόσων χρόνων στα πλεμόνια σου, πήραν την
τελευταία ανάσα σου και σε ταξιδεύουν τώρα στους άλλους κόσμους, που σε
περιμένουν πατέρας και μάνα παππούδες και γιαγιάδες, θείοι και θείες . Θα
δέσεις και πάλι την καινούργια παρέα, κι όλοι θα βρίσκεστε, είμαστε σίγουροι , κάτω από τη σκέπη του Χριστού, που μας έδωσε
την πίστη και τη δύναμη να μη φοβόμαστε το θάνατο, προσδοκώντας την ανάσταση
των νεκρών.
Γι’ αυτό δεν πρέπει να κλαίμε: γιατί ξέρουμε πως η ζωή συνεχίζεται, κι εκεί
θα βρεις την ανάπαυση και την ψυχική γαλήνη που δεν πολυγνώρισες εδώ κάτω.
Γι’ αυτό κι από μας η ευχή: Καλό σου ταξείδι, αδελφέ. Ελαφρό
το χώμα που θα σε σκεπάσει. ‘Ησουν
λεβέντης στη ζωή και στο θάνατο. Αιωνία
σου η μνήμη.