Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Η ΕΙΡΗΝΗ


Η ΕΙΡΗΝΗ

Αυτή με τις τσουρούες της στη βοσκή, μαυροφορεμένη,  στο περβολούδι και στου Ματσάγγου δεν είχε καμιά σχέση με την κυρία εκείνη με το στέμμα, τον μανδύα, τον πολύτιμο σταυρό στο χέρι, τα χρυσά αστεράκια, αυστηρή θωριά, εικόνα που μας έφεραν από τα τούρκικα, όταν εγκατέλειψαν τις εκκλησιές οι προπάτορές μας το 1571, κι έκαναν τις εικόνες των αγίων μας γεφύρια να περνούν στα σπίτια τους οι σύνοικοι, μια νύχτα τις έφεραν με κάρο, ένα στη Χρυσαλινιώτισσα ένα στον άγιο Κασσιανό, ο Ζαμπακίδης με το όνομα, και τα δυο τώρα στο Μουσείο, εκτός από δυο τρεις, την έχουμε εκεί, δικό της στασίδι, μέσα στη βιτρίνα την έχουμε, μια κυρία πραγματική, το συναξάρι της λέει πολλά, κι ανορθόγραφο το Ηρήνη, με δασεία και ήτα,  δεν πειράζει, και η ελληνική σημαία μας των Κυπρίων που πολέμησαν στα 1821 στην Ελλάδα ανορθόγραφη είναι,  ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ ΠΑΤΡΗΣ ΚΗΠΡΟΥκι όμως πέρασε τις εξετάσεις της αγωνιστικότητας, δεν μιλούμε για τα σημερινά.

Λοιπόν, η Ειρήνη, αργότερα το μάθαμε, όλοι «στετέ παπαδιά» την λέγαμε, και μείναμε με ανοιχτό το στόμα, από αυτήν γέμισε η οικογένεια, η Ειρηνιά της Αλεξάντρας, μόλις που είχε αρχίσει να μαθαίνει να κάθεται στη βούφα να υφαίνει, κάτω στο σκοτεινό εκείνο δωμάτιο με τα σιδερένια κάγκελα, στο δάπεδο χώμα, της άλλης ήταν όλα χρυσά, ο πατέρας της πενταπλούσιος, στο χρυσάφι την έντυνε, πήγε να επιβάλει τα είδωλα, άλλος αυτός, έμαθε σιγά σιγά το μάθημά του, πολλά τα θαυμαστά και θαυμάσια, αλλά  η παπαδιά έσπερνε ονόματα στην οικογένεια, Ειρήνη Ειρήνη θέλουμε ειρήνη, και επί γης ειρήνη λέει και η δοξολογία, άλλη λοιπόν η Ειρηνούλα της Δεσπούς και η Ηρούλα του Γιώρκου και η Ρένα του Σωκράτη και ο Ρένος της Μοιρούς, πλούσια τα ελέη σου, κι όλα αυτά κάπου από την Κυθρέα θα άρχισαν, αφού η στετέ παπαδιά ήταν από εκεί, αδελφή της Φορούς, της Μυροφόρας, τυφλής στα γερατειά της, κατά που μου είπαν τελευταία, είχα ξεχάσει, κάπου κοιμόταν.

Κι ο καθένας με την τύχη του, κι η καθεμιά, άλλος με την σύνταξη, άλλος με την εγγλέζα,  άλλη με τα ταξίδια της, άλλη με τις δουλειές της, άλλη στην οικογένεια, σπάνια πια βρισκόμαστε, αν ζούσαν οι δικοί μου πολύ θα λυπόνταν  που καταλήξαμε να μη συναπαντιόμαστε με τους συγγενείς, να μην ξέρουμε πια το σόι, πέρασαν οι καιροί, όλα τα χαλάσαμε, κι όμως, εκατό τόσο χρόνων το ρολόι του Νικολή του τυφλού στην εκκλησιά και χτυπά τους χτύπους της καρδιάς του κανονικά, χωρίς ούτε ένα στεντ.

Πολύ μεγάλο λοιπόν όνομα, το συναξάρι της λέει πολλά,  η εικόνα άλλα τόσα, σήμερα περνάμε με τις φωτογραφίες, κι ακόμα δεν τους έχω, ευτυχώς ζουν, καιρός να τους ζητήσω, να κάμω το γενεαλογικό δέντρο που λεν, άλλη μόδα κι αυτή, μα η ειρήνη καθυστερεί, κατάληξε ένα σύνθημα κενό και επίφοβο, δηλαδή αν μας επιτεθούν εμείς θα σταθούμε με λευκές σημαίες να φωνάζουμε ειρήνη; Και τι θα κάμεις, θα σου πουν, θα σταθείς να πολεμήσεις, και γιατί όχι, αν δεν σταθείς να πολεμήσεις, θα σε σκοτώσουν αμαχητί, τουλάχιστο με ό τι έχεις πολέμα  κι άσε τις κενοβροντίες. Καλά, στην ηλικία σου δικαιούσαι να λες ό τι θες, τον πόλεμο τον περάσαμε, κανονικά έπρεπε να κατέβη κι η ειρήνη, άρμα θες των ανθεστηρίων, με αλεξίπτωτο σαν άις Βασίλης, αλλά μας την κατεβάζουν πάνοπλη, με τους δικούς τους όρους, και με επεμβάσεις και με στρατεύματα και με αέρια και με βέτα, αυτή δεν είναι ειρήνη, είναι υποδούλωση, άλλη τουρκοκρατία με την υπογραφή μας δεν την αντέχουν ούτε τα φερέφωνα, κι έτσι την Ειρήνη τη γιορτάζουμε τη μέρα της, κι αν είναι να επιτευχθεί, καλώς, ειδ’ άλλως, συνηθισμένα τα βουνά από χιόνια. Μια ζωή ανειρήνευτη ζήσαμε.

Στέλιος Παπαντωνίου