Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

Κώστας Βασιλείου-Καίτη Χρίστη ΑΛΤΑΜΙΡΑ

Στέλιου Παπαντωνίου
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ-ΚΑΙΤΗ ΧΡΙΣΤΗ, ΑΛΤΑΜΙΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΝΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΥΣΟΠΟΛΙΤΙΣΣΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2017

Κυρίες και κύριοι, τα γνωστά πρώτα και πάντα, ευχαριστώ σας για την παρουσία σας
και για την τιμητική πρόσκληση από την ξυνωρίδα των ποιητών να παρουσιάσω την Αλταμίρα.  Μέγα το βάρος, γιατί πρόκειται περί αναγνωρισμένων  της ποίησης και της φιλολογίας.  Τουλάχιστον τον Κώστα Βασιλείου ως ποιητή τον παρακολουθούμε από τα πρώτα του στιβαρά και ανθηρά βήματα με τα άλματα και τις συνθετικές συλλήψεις του
ενώ τη γνωστή στη Φιλολογία κυρία Καίτη Χρίστη, άγνωστη σε μας ποιητικά,                                                     την ανακαλύπτουμε ξαφνικά, γι’ αυτό και θαυμάζομεν και διαπορούμεθα:
Τόσον καιρό γιατί να μην ακούσαμε; Αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ.
#
Το βιβλίο καλεί να το δούμε ως ένα σύνολο,
μια κατάθεση στο χώρο της λογοτεχνίας και φιλολογίας των τελευταίων πενήντα χρόνων,
αφού τα πρώτα σπέρματα μας επιστρέφουν τόσα περίπου χρόνια πίσω.
Έργο όχι ενός, αλλά ένα συλλειτούργημα, όπως χαρακτηρίζεται, στο οποίο οι λειτουργοί είναι μεν κύριοι οι δυο, ο Κώστας Βασιλείου και η Καίτη Χρίστη, αλλά και ένας ολόκληρος χορός συλλειτουργεί, φίλοι λογοτέχνες συνυπάρχουν και μελωδούν αρμονικά εκτός των λανθανόντως ακουομένων.   
Ο χρόνος, από αρχαιοτάτων και απωτάτων ως τώρα, τα θέματα, από Θεού και θεών ως Ανθρώπου και ανθρώπων, τόπος ο ελληνικός, διανοιγόμενος ως τα σπήλαια της Αλταμίρα
με τα κατάβαθα και τις απαρχές της Τέχνης ή της έμφυτης τάσης του ανθρώπου να εκφραστεί.
#
Εκατομμύρια ανθρώπων στον κόσμο, στις εσοχές της ψυχής τους ή στις εξοχές τους, έγραφαν, έστελλαν μηνύματα, κάποτε όμως τόσο ερμητικά κλειστά, τα’ ριχναν σε μποτίλιες στο πέλαγος, ναυαγοί του αιώνα μας.  Τυχεροί αν βρισκόταν αναγνώστης να καταλάβει!!!
Ο καθείς και τον κώδικά του. Επικοινωνία μηδέν.
Προ ολίγων ετών ο Κώστας Βασιλείου χειρόγραψε ποιήματά του, έστειλε ταχυδρομικώς,  ή παρέδωσε διά χειρός, του απάντησαν, συμπλήρωσαν τα γραφόμενα, ανταπάντησε,                            κι άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά η συνεργατική ποίηση, ένα ξάφνιασμα στη συνήθη ροή των ποιημάτων. Έτσι τουλάχιστο την έζησα.                                                                                Ο ποιητής πια δεν μονολογεί, δεν μονωδεί, τον συνοδεύει δεύτερη φωνή κάποτε κι ολόκληρη χορωδία, καλή ώρα ως την Αλταμίρα, της οποίας τα σπήλαια αντηχούν τις εκατό και δυο φωνές,  πλην του βιολιού και του λαούτου: Αναστάσιος Χαμάλης, Μυρτώ Αζίνα Χρονίδη, Χρίστος Χατζήπαπας, Ανδρέας Παστελλάς, Αλεξάνδρα Γαλανού, Γιώργος Κωνσταντίνου, Κώστα Παπαϊωάννου, Θωμάς Κυριάκου, Βασίλης Μιχαηλίδης κι ο Γέρος του Μωριά, Κική Δημουλά, Ανδρεανή Ηλιοφώτου, Νίκος Ορφανίδης.
Κι εδώ στην Αλταμίρα ιδιαίτερα, η ανδρική και η γυναικεία φωνή, αντιθετικά, συμπληρωματικά,  ελληνίς και κυπρία θυγατρική φωνή, ουρανοβάμων και οδοιπόρος, ποιούν, αλληλογνωρίζονται και συναγάλλονται.
#
Στο βιβλίο, Στα Prefatia τίθενται οι συνταγματικοί άξονες του όλου εγχειρήματος.
Πρόκειται για τη «σύνθεση ενός συλλείτουργου ποιήματος με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας… με θέματα που αγγίζουν τον δικέφαλον, της Ρωμιοσύνης τ’ αγιασμένα,                                             το χριστιανικόν ορθόδοξον και το ελληνικόν ομόδοξον…» με προσπάθεια συνύπαρξης, όπως στην αρχαιότητα, «…του τραγικού με το σατυρικό.»

Με εικονογράφηση από τις προϊστορικές σπηλαιογραφίες της Αλταμίρα, και επιμέλεια Ρήνας Κατσελλή  για την οποία οι ευχαριστίες των λειτουργών στο ποίημα ΣΠΟΛΛΑΤΕ.
#
Το όλον χωρίζεται σε τρία μέρη και Επίμετρον
Στο Μέρος Α΄,  Ποιήματα: Αλταμίρα, Πρώτη Απριλλίου, Ανάταση , Διαδήλωση 1971, και Τα όρια του χρόνου.
Πρώτο ποίημα, Αλταμίρα, με προμετωπίδα από τους στοχασμούς του Μπλαιζ Πασκάλ
«Ο Ιησούς θα βρίσκεται επάνω στον σταυρό και θα αγωνιά ως τη συντέλεια του κόσμου. Μέχρι τότε δεν πρέπει να κοιμηθούμε»,  έργο Κώστα Βασιλείου στην ποιητική του συλλογή Κλωνάρι 1971.          Ο ποιητής, χθες και σήμερον ο αυτός.
Το ποίημα άγει εις βάθος τόπου, χρόνου και πρωτόγονης έκφρασης του ανθρώπου κι ενώ άρχισε ως μονόλογος, εξελίχτηκε σε διάλογο, με θέση και αντίθεση. 
Στη μια: ο θάνατος των θεών, όπως τον διεκήρυξε ο Νίτσε, σε μια διεύρυνση του χρόνου από το απώτατο μέλλον  ως το απώτατο παρελθόν, μέσα στο κλίμα του πανάρχαιου ανθρώπου και των κραδασμών του και η κλήση στην παρούσα απαίτηση για τα αναγκαία προς το ζην.                                              
«Πάμε να κοιμηθούμε. Δεν υπάρχει πια ανάγκη να ξαγρυπνούμε ως τη συντέλεια του κόσμου. Εκείνος έρχεται νεκρός από το μέλλον…»
Ενώ η άλλη φωνή, αντιθετικά, με την πίστη στη μετοχή του ανθρώπου στο θείο  και στην έγνοια για τον άνθρωπο,  συμπαραστάτη του πάσχοντος Θεού με το όραμα της μεταμόρφωσης του κόσμου,  της ενότητας των όντων στο βωμό της αγάπης, αντιλέγει:                        «Όχι, απόψε δεν θα κοιμηθούμε, φίλοι μην κοιμηθείτε, δεν νιώθω όσους σκοτώνουν το Θεό στις ψυχές τους.»
Η πρώτη φωνή απόμακρη, απελπισμένη, στα κατάβαθά της ζει την απώλεια, ο θεός πέθανε,                                    για να ακουστεί αμέσως το εγερτήριο του αντίλογου, με τους ανάλογους διαφορετικούς ρυθμούς,  και να κλείσει το ποίημα ελπιδοφόρο, η σύνθεση:
«ώσπου να ξαναγεννηθεί μες στη σπηλιά Εκείνος.»
#
Από τον ευρύτατο πρώτο ορίζοντα του πρώτου ποιήματος ερχόμαστε στα ημέτερα, ο κύκλος στενεύει, με την Πρώτη Απριλλίου, με δύο λάμδα, ποίημα αφιερωμένο                               στην Πρώτη Κυρία, την Κυπριακή Ανεξαρτησία με επαναλαμβανόμενη σε διάφορες παραλλαγές την αποστροφή :
«Αφήστε με ήσυχη, αφήστε τους ακέραιους, αφήστε τους αμάραντους, αφήστε τους, αφήστε τους ήσυχους, αφήστε μας ήσυχους, αφήστε με ήσυχη...» ως κραυγή του ανθρώπου που επιζητεί τη μοναξιά. Εκάς οι βέβηλοι,  για να συνάξει τον πόνο του,  
προστάτης των αείζωων νεκρών, ανθρώπων και ιδανικών.
Ένα ποίημα που αγκαλιάζει τα ιδανικά των αγωνιστών της 1ης Απριλίου 1955 με ήχους και ρυθμούς της εποχής, τον ακούτε τον Μηχανικό, το ε το νω το ση, το κι απ’ την κόψη σε γνωρί- ήχοι που ξυπνούν μνήμες και εγερτήρια.
Ακόμα και τα δυο λάμβδα «διπλά ή παχιά σύμφωνα, η χάλκινη ανάσα  μας» ως γράφεται στο Επίμετρο, γεμίζουν το στόμα ηδονικά με τη λαμπρότητα της μέρας, μια γραμμή που διαπερνά από αρχαιοτάτων χρόνων την ελληνική ιστορία των θυσιών της Κύπρου, που μεταλαμπαδεύονται  στους νέους καθαίροντας από τις μαύρες μας σελίδες των συναλλαγών.                    
«Ιεροσυλούμε ξεδιάντροπα στους τάφους τους».
Συμπλοκή σκληρή συμφώνων, ποιητική καταδίκη των ιερόσυλων.
#
Όμως, ως ο Ηράκλειτος υπενθυμίζει: «οδός άνω και κάτω μία και ωυτή». Όπως κατερχόμεθα, μπορούμε και να ανέλθουμε.
Προς το παρόν, η ποιητική οργή ξεχειλίζει και ρίχνει τους κεραυνούς της στην κατρακρημνώδη πορεία μας , φωτίζοντας τη σκοτεινιά μας.
#
Το πάντρεμα της κυπριακής διαλέκτου με την μητρική ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της ταιριάζει απόλυτα και με τις θέσεις των διαλεγομένων ποιητών αποδίδοντας τις αντιθέσεις και τους κόσμους του καθενός. «Αγάλλονται οι ουρανοί, γιορτάζουσιν οι κεραυνοί» διαβάζουμε στο Επίμετρο.
#
Τρίτο ποίημα Ανάταση  « μισή μες στο σκοτάδι κι άλλη μισή μέσα στο φως»
Κι ενώ η ποιήτρια  ποθεί να γίνει το φως, ο άρτος του Κυρίου, η φλεγόμενη βάτος, μέσα στη σκοτεινάγρα του κόσμου, έρχεται ο  αντίλαλος, το alter ego από τα σπηλαιώδη βάθη της υπάρξεως, θα έλεγε η φιλόλογος, το θάμβος του συλλειτουργού μπροστά στον ιερό πόθο, λίγο να την προσγειώσει.
Σαν ξαφνικό ένα συναπάντημα δυο ποιητών, η μία στα βάθη του ωκεανού, ο άλλος να περιδιαβάζει στους γνώριμους γκρεμούς του στη Δευτερά κι η σύγκρουση να εξαπολύει στίχους εναρμόνισης των αντιθέτων.
«Παλίντροπος αρμονίη», κύριο γνώρισμα της Αλταμίρα.
#
Είναι μερικά κείμενα, συγκινητικά των δασκάλων, βιωματικά, όπως τα δύο ακολουθούντα.  
Διαδήλωση 1971 και Τα όρια του χρόνου.: η σκηνή στο σχολείο όπου διδάσκει η ποιήτρια Διονύσιο Σολωμό, απέναντι από το μαυσωλείο των εθνομαρτύρων της 9ης  Ιουλίου στη Φανερωμένη,  τοποθετηθείτε - παρακαλώ σας - τοπικά και χρονικά, ενώ πλησιάζουν νέοι διαδηλωτές, τα θρανία αδειάζουν κι ένα κατηγορητήριο από τα βάθη της καρδιάς των νέων                      προς τη γενεά των ριψάσπιδων.
Όλα αυτά βέβαια προ του 1974, όταν ακόμα το αίτημα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα επανερχόταν δριμύ, αλλά, όπως ο αντίλογος του ποιητή ομολογεί,                      «ύστερα ξυπνήσαμε στην κόλαση.»  
Όμως : Δεν είναι αυτός ο λαός αμάθητος στα πάθη,
που σαν χιόνια λιώνουν κι έρχονται τα χελιδόνια.
Ο ποιητής δεν παρηγορεί. Γνωρίζει εκ βαθέων, βεβαιώνοντας διά του λόγου του την αλήθεια της Ιστορίας.
Και πάλι οι νέοι, στο τελευταίο ποίημα, να θεωρούν εκτός μάχης του μη συνομήλικους,
χωρίς να ξέρουν τη λάβα που κρύβει το ηφαίστειο ενεργό. 
Οι άλλες διαστάσεις των αιωνίων πραγμάτων συλλαμβάνονται από την ποιήτρια στην ωραιότητά τους  και στη μυστική τους ροή, ασύλληπτα ίσως στους άλλους, θαυμαστά κι ανέκφραστα, ενώ ο έτερος ποιητής, ωθεί την ποιήτρια στην έκφραση του θαύματος και στη μετάληψη των θείων,  άσχετα αν ένας τοίχος υψώνεται ανάμεσα στους ανθρώπους.
Αλλιώς λεγόμενο ο ποιητής παρακινεί την ποιήτρια: «Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου λέγε τι βλέπεις.»
#
Συμπερασματικά πρώτα:  ο ποιητικός αντικριστός  πέρασε την πρώτη του φάση, Ημιανάπαυση πρώτη. Μνήμες πεντηκονταετίας.
=
ΜΕΡΟΣ Β΄,
Ποιήματα: Λήδρας 1973, Ιθάκη, Η δική μου Ιθάκη, Αντιγόνη εν Σαλαμίνι, Νένα, Επικήδειος, Φανταστικό σενάριο, Σπολλάτε.
ΛΗΔΡΑΣ 1973
Είναι θαυμαστό πώς ο Κώστας Βασιλείου- γιατί αυτός είναι ο ποιητής, δεν είναι ανάγκη να περιμένει κανείς την οικογένεια γραμμάτων να του το πει- κατορθώνει μέσα από το δικό του λόγο στην κυπριακή διάλεκτο, με τους δικούς του λεκτικούς σφραγιδόλιθους να διεκτραγωδεί με ένα αριστοφάνειο κέφι και διάθεση καταστάσεις που έζησε ο  λαός μας και που τώρα πολλοί τις διαγράφουν ως μη υπάρξασες ή τους φορτώνουν  όλη τη δυστυχία του ελληνισμού της Κύπρου, γιατί επέμενε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα
και μετά τις συνθήκες Ζυρίχης Λονδίνου που την απαγόρευαν.

Ο Κώστας Βασιλείου είναι δραματικός ποιητής.
Η σκηνή στη Λήδρας, που μπορεί και να μετατρέπεται στην ποίησή του σε Λερναία Ύδρα,                                                                                              αυτός με τη γυναίκα του και τα μικρά παιδιά του για σουλάτσο, τα αόρατα μεγάφωνα μεταδίνουν το τραγούδι με τη φωνή της Μαρινέλας «τρίγκι τρίγκι μάνα μου»,                                                          ενώ οι πάντες γύρω «εσουστοκωλίζουνταν» στο ρυθμό της ένωσης την ώρα που ο Τούρκος «με τους πελλούς εν’ μερακλής» ετοιμαζόταν για το μεγάλο ρεσάλτο ή την επίβαση.

#  Ίσως να μπορεί να μιλεί κανείς για τραγική ειρωνεία ή καλύτερα για ειρωνεία της τραγωδίας, αλλά σημασία για τον αναγνώστη έχει η πίστη του ποιητή σ’ αυτό τον κόσμο της Κύπρου, που,  ό τι κι αν έχει κάνει στην Ιστορία του, οι ποιητές του τον γνωρίζουν καλύτερα, και αμέσως εμμέσως ομολογούν την πίστη τους στη δύναμή του να επιβιώνει.
Δεν θρηνολογούν αλλά αυτοσαρκαζόμενοι τον δοξολογούν.
#
Το ποίημα, ΙΘΑΚΗ όπως και άλλα προηγούμενα, συνοδεύουν στο Επίμετρο σημειώσεις ή κείμενα συλλειτουργούντα, το πλούσιο προζύμι, με άλλα λόγια,                                                       οπότε η συμφωνική χορωδία σε δεύτερο πλάνο συνοδεύει, ισοκρατεί ή διανοίγει διόδους,                                                                         πόρτες και παράθυρα στις ερμηνείες των ποιημάτων.
Η πολυφωνία βρίσκεται και μέσα στο ίδιο το ποίημα, αφού διακρίνονται Όμηρος, Δάντης, Σεφέρης και άλλοι φανεροί ή αφανείς ποιητές ή ήρωες.
Το ποιητικό υλικό προέρχεται από παλαιές αξέχαστες ποδοσφαιρικές φράσεις της δεκαετίας του εξήντα, μνήμες από την Ελένη του Σεφέρη, φράσεις  από την ποίηση του Βασίλη Μιχαηλίδη, φιλοσοφικά παράδοξα και μίκυ μάους, ήχους και απόηχους.

Ποια όμως η ανάγκη της καταγραφής των μη εκ παρθενογενέσεως ποιημένων;
Όλα αυτά είναι ο ζωντανός Κώστας Βασιλείου με το ύφος και το ήθος του, την απαστράπτουσα ευρηματικότητα και  ποιητικότητα, τα σπαρταριστά υπονοούμενα.
Εδώ, Συμβουλές εις Οδυσσέα από ένα σύγχρονο Έλληνα της Κύπρου ποιητή ενώ στο ποίημα ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΕΝ ΣΑΛΑΜΙΝΙ σκληρός λόγος, μαστιγωτικός, σε αποφάσεις και πράξεις των πολιορκημένων.
Ο ποιητής μετουσιώνει τη ζωή σε αδρή ποίηση διαμαρτυρίας.
#
Δυο ποιήματα Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΙΘΑΚΗ και ΝΕΝΑ δίνουν με λίγες γραμμές ένα ποιητικό βιογραφικό  της συλλειτουργούσης από τον συλλειτουργούντα.
ΝΕΝΑ    Αφιέρωση: Στη Shandanie, κάτι σαν Mother India, που προσέχει ως η Νένα την Αρετούσα ποιήτρια, γράφει ο ποιητής στο Επίμετρο.
Όποια και να’ ναι, ευλογήθηκε από την ποίηση να αθανατιστεί ως Άνθρωπος!
Τι πολυφωνίες, τι Ερωτόκριτος, τι Βασίλης Μιχαηλίδης, τι Κώστας Βασιλείου.
Ταξιδεύουμε σε άλλες εποχές. Για άλλους πολύ απλά καθημερινά και συνήθως συμβαίνοντα, για τον ποιητή παρθενικά και ες τον εσαεί χρόνον μένοντα.
Η μεγαλοπρέπεια του καθ’ ημέραν, η άνοδος εις τους άλλους κόσμους, ή πώς η γνήσια αγάπη ιδανικεύει και εξαίρει.
#
Με θέμα τον θάνατο και τα συμπαρομαρτούντα τα δυο ακόλουθα,
Ποιος νεκρός ακούει επικηδείους; Ας τους λέμε στους ζωντανούς.
Εξ ου και τα ποιήματα ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ και ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ
Γράφτηκαν εν ζωή, για να τα διαβάζουν οι συλλειτουργοί εν ζωή, και ημείς οι ζώντες, οι περιλειπόμενοι…
#
Ημιανάπαυση δεύτερη. Από το προσωπικό στο καθολικό.
=
ΜΕΡΟΣ Γ΄, τα πιστεύω του καθενός των ποιητών
Ποιήματα: πρώτο, Credo= πιστεύω, Ταξιδεύοντας, Χτες σήμερα αύριο, Αστερισμοί ζωτικών φαινομένων, The sun also rises every morning behind the mountains, Ναυάγια, Intermedium.
Πρώτο το CREDO - Ελληνιστί, πιστεύω-
«Πες το παιδί μου πες το:/Πιστεύω εις έναν Θεό/πατέρα παντοκράτορα/τον ήλιο τον ηλιάτορα/ρωμιό, τον ελληνάτορα/ κυπραίο τον χαλκάνορα» κι άλλες φωνές κι αν ακούτε, προσέξτε τη διάδραση.
Σε δυο στροφές στο περιεκτικότατο ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ η ουσία ενός μεγάλου πολιτισμού του πιο ωραίου τόπου.
Ομηρικοί, καβαφικοί, σολωμικοί, του Ηρακλείτου ήχοι, ευγενικά δοσμένοι στίχοι,
για ένα ταξίδι στα νησιά του Αιγαίου και στο πνευματικό φως του, ένας έρως πατρίδας σαν τραγούδι κόρης στον Απόλλωνα, κι ύστερα η συνείδηση της ταύτισης τόπου και ψυχής του ανθρώπου, βαθιάς κι ανεξερεύνητης. Ψυχής πείρατα ιών… Ο πολύς Ηράκλειτος.
Φως, ομορφιά, καημός ελευθερίας, βάθος ψυχής.

Στο ποίημα ΧΤΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ τα εξ οικείων βέλη ως ευλογία της βροχής θ’ ανθίσουν κι ελεύθερος ο άνθρωπος θα οδεύει στο φως.
Πρώτο βιολί η Καίτη Χρίστη με τις ευαίσθητες χορδές, τη βαθιά γνώση και πείρα, το ήθος και την αρχοντιά, βεβαιοί τη νίκη του καλού και αγαθού.
ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΙ ΖΩΤΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ
Ερωτήματα φιλολόγων, φιλοσόφων, αρχαιολατρών, περί ευτυχίας ή περί του διδακτού της αγάπης,  σ΄ έναν κόσμο όπου τα πάντα χωρούν, ίσαμε την ίδρυση σχολείων ευτυχίας sui generis, made in USA (γιου ες έι) όπου το παν είναι το pay,
ο λόγος και ο αντίλογος, εκ των διαφερόντων καλλίστη αρμονία, και τα ερωτήματα βεβαίως αναπάντητα.
Η βεβαιότητα της σοφίας των προγόνων, της απερισκεψίας των συγχρόνων, το δίσημο των εννοιών, η δύσληπτη ουσία των πραγμάτων.
Ίσως όλα να τα είπαν οι αρχαίοι πριν από μας, συνέλαβαν έννοιες και διετύπωσαν κρίσεις αιώνιας ισχύος, που καθοδήγησαν τα βήματα αγωνιζομένων που δεν αποσκοπούσαν στην ευτυχία, γιατί πάνωθέ της συνελάμβαναν άλλα υπέροχα.
«Και ο εκστατικός έρως των αγίων καθώς καθορώσι του προσώπου του Θεού το κάλλος το άρρητον..»
Αλλά ο αντίλογος του ποιητή καραδοκεί: Κάτελθε συλλειτουργέ!
Η πραγματικότης άλλα βοά, άλλα διατρανώνει.
Βαριά φωνή αντιλαλεί, που αφήνει την πόρτα ανοιχτή  ν΄αναπνέει το ποίημα,
χωρίς απαντήσεις.
#
Ένα άλλο ωραίο σ’ αυτά τα ποιήματα του διαλόγου είναι η αντίθετη προς τους πλατωνικούς διαλόγους πορεία: ενώ δηλαδή εκεί από τα απτά και συγκεκριμένα γίνεται προσπάθεια ανόδου στον κόσμο των ιδεών  που ανεβάζει νοητικά και τον αναγνώστη μέτοχο,                                     εδώ στα ποιήματα των δύο, ο ρεαλιστής ποιητής ως δεύτερος στη σειρά, προσγειώνει.
#
THE SUN ALSO RISES EVERY MORNING BEHIND THE MOUNTAINS

Όποια και να’ ταν τα σχόλια αφορμή για το ποίημα, έχουμε εδώ μια κατάθεση του Κώστα Βασιλείου  περί του τι εστι ποιητής.
Ένα ποίημα όλο φως μέσα στο σκοτάδι, από τη μεταφυσική πηγή ή το θαύμα της ποίησης,                                    που αγκαλιάζει όλο τον κόσμο με αγάπη.
«Μήπως  ο ποιητής είναι μια συνεχόμενη ανατολή, ανάσταση ή προσευχή;»

Κατάθεση σιγουριάς, γιατί δεν πρόκειται περί θεωρίας αλλά βιωμάτων ή του όλου εαυτού, ποιητικά βιούντος εξ ου και ομολογούντος το τι εστί.
#
 Θα ήταν ίσως περιττό εδώ να σχολιάσει κανείς τις άπειρες αφορμές που οδηγούν τον ποιητή στην έκφραση, τη σχέση του με τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, με τα παντός είδους σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κέντρα στα οποία ευχαρίστως λακτίζει, διό  και ποιεί.
#
Ιστορία, Αρχαιολογία, πληροφόρηση, ένα γεγονός, ένα ναυάγιο, δίνει το έναυσμα για την φιλοσοφική ενατένιση του μεγάλου «γιατί», του αναπάντητου στη ζωή και στο θάνατο.

Εδώ το ποίημα ΝΑΥΑΓΙΑ ξετυλίγεται από τα βάθη της θάλασσας και τις ομορφιές της,
τα ταξίδια των προγόνων μας δι’ εμπορίαν και θεωρίαν, κι ύστερα αναδύεται το ερώτημα:
«Όμως το τελευταίο όραμα ποιο ήταν;/ Ποια έσχατη σκέψη σφράγισε τη μια με την άλλη ζωή;/Ανιχνευτές στον βυθό βρήκαν έναν κόσμο/ και στα οστά των ναυαγών χαραγμένο/
το αιώνιο γιατί.»
Όπου το απορείν τίθεται ως αρχή όχι μόνο του φιλοσοφείν αλλά και του ποιείν.
#
Οδεύουμε στο τέλος. Είδαμε τα Πιστεύω.

INTERMEDIUM
Για να πληρωθεί το ρηθέν στα Prefatia, περί της σύμμειξης του τραγικού με το σατυρικό.
Δυο επεισόδια με την Καίτη Χρίστη καθηγήτρια ή βοηθό διευθύντρια σε Γυμνάσια της Κύπρου, δυο σπαρταριστές εικόνες που παρασύρουν την εξ Ελλάδος ελθούσα στο λαβύρινθο της κυπριακής διαλέκτου χωρίς μίτο, και τον γνώστη της κυπριακής αναγνώστη  σε άδολα γέλια.

Τελευταίο μέρος, το ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ως η προμετωπίδα λέει, πρόκειται για: Κείμενα φίλων και σημειώσεις, φωτεινά σήματα στα ποιήματα της Αλταμίρα, στα οποία ακροθιγώς αναφέρθηκα, δεν θα μιλήσω όμως γι’ αυτά εκτενώς, γιατί  πιστεύω πως έδωσα το κύριο σώμα της «Αλταμίρα».
Πρέπει να μείνουν αρκετά και για τον αναγνώστη με άλλες αναγνώσεις.    
#
Καλύτερος επίλογος για το βιβλίο ας είναι το του Ηρακλείτου:
«συνάψιες όλα και ουχ όλα, συμφερόμενον διαφερόμενον,
συνάδον διάδον,
και εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα.» 
Ευχαριστώ