Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΠΡΟΟΟΙΜΙΟ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ

Το προοίμιο της Οδύσσειας
Για τις εξετάσεις στο Γυμνάσιο, ειδικό το Γιωρκούι ή Αγιωρκούι, το σπίτι του μικρό, σφηνωμένο ανάμεσα στα δημοτικά σκολειά, αρρεναγωγείο κοντά στο τείχος, παρθεναγωγείο κοντά στα σπίτια μας, κατεβαίναμε σκαλιά, έξι εφτά, αριστερά πεζούλι, ξύλινο παραπέτασμα μπακλαβωτό, δυο μέτρα κάτω από το δρόμο, μπροστά μικρή αυλή, δεξιά το σπιτάκι, άνδρα μοι έννεπε Μούσα, τετάρτη Γυμνασίου, στα αρχαία αρχαία, σιγά σιγά κουβεντιάζαμε με τον παππού, ευκολότερο τον απαντούσαμε στη γλώσσα του παρά στις μεταφράσεις, μετρούσαμε λέξεις ίδιες, αρχαία νέα, ζαργάνα μου ελληνική μου γλώσσα, σφύζουσα ολοζώντανη παράδεισε πανάρχαιε και παντογνώστη.
Ανάβαμε κερί, παρακαλούσαμε τη Μούσα, στα πανηγύρια ο ποιητάρης, αλώνι έξω από την εκκλησιά, στεκόταν σ’ ένα ύψωμα, σε μια αυτοσχέδια σκάλα,  κάποτε και με χωνί στο χέρι, να δρώνει να ξεδρώνει,  Θεέ μου τζιαι βοήθα μου, γύρω πωρικά, φούρνοι για οφτόν, άνθρωποι και κτήνη, καζαντί, παράδοση ζωντάνιας, καρδιάς, φωνής, ανθρωπιάς, με τις βράκες.
Το ιερόν πτολίεθρον της Τροίης ήταν εκεί μπροστά μας, καμένο το 1974, και το σπιτάκι και το εκκλησάκι και τα σχολεία, ο δούρειος ίππος ήταν από καιρό στην πόλη, κατέβαινε από την Τουρτζιά  ως δάσκαλος, έμπορος, ψιλικατζής, περιπτεράς, κι ήταν των μυστικών υπηρεσιών της σουλτάνας, στα μαγειρεία της καθάριζε πιάτα, σφουγγάριζε, και μάθαινε και δίδασκε πώς να κλαίει μασώντας τους άλλους.
Ιερόν,  η ίδια η ζωή μας, ο τόπος εν ο άδρωπος, τον τόπο τον γερήμωσαν, οι γυναίκες κατέβηκαν μια μέρα από τον άι Κασσιανό, γέμισαν την εκκλησιά, ξεχείλισαν, έκαμαν γιούργια στο εκκλησάκι, στα σχολεία, μάτωσαν στο συρματόπλεγμα, ήταν κάποτε καιροί, οι γυναίκες επιστρέφουν, ύστερα πέρασαν από σεμινάρια, δεν επέστρεψαν, έμειναν οι φωτογραφίες κι οι μνήμες κι οι δεσποτάδες φυλακή.
Κι αυτός ίδεν άστεα, σε παλιά ελληνικά κινηματογραφικά έργα, ο θείος από την Αμέρικα, από το Σικάγο, τη Νιουγιορκ, με μια πουκαμίσα λουλουδιασμένη, με τη φωτογραφική μηχανή έβλεπε, επίδειξη στα σλάιτς, στο πανί, ποιος τα θυμάται, παλιοτεχνολογία κι οι λοιποί, με το θαυμαστικό στο στόμα.
Μα οι φίλοι δεν σώθηκαν, εμείς δεν σωθήκαμε, τι φάγαμε τι μας τάισαν, σφετέρησιν ατασθαλίησιν όλοντο, κάμαμε κι εμείς πολλά, πληρωμένο σύνθημα, τ ’ άκουσε  κι ο Όμηρος το κότσαρε στους πρώτους στίχους του, ό τι παθαίνει ο άνθρωπος εν που την τζιεφαλήν του, αυτό μάλιστα, τουλάχιστον έφαγαν τα βόδια και τους έμειναν, να πεθάνουν νήπιοι και χορτάτοι, τι έκαμες στον πόλεμο μπαμπά, ξεχνά τον Ποσειδώνα.
Μια και δυο, τους διώχνει από τον παράδεισο, κάθισαν κι αυτοί έξω, τους άρεσε από μικρούς το νόστιμον ήμαρ, έμεινε το νόστιμο, κι ο νους τους γύριζε με το ποδήλατο σε νόστιμα κορίτσια της Λευκωσίας και των περιχώρων.

Όμως εσύ τα ξέρεις καλύτερα, αγιωργκούδι μου, πες τα και σ’ εμάς και μη κομπιάζεις, άρχισε να τα λες από όπου θέλεις, με λόγια δικά σου, με τη βουλή σου, να γράψουμε κι εμείς κάτι, προοιμιακά.

Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΤΗς Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ

Το 1914 ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Βενιζέλος θέλησε να ενταχθεί η Ελλάδα στον πόλεμο άνευ όρων στο πλευρό της Αντάντ. Ο Κωνσταντίνος όμως αξίωνε την με όρους και εδαφικά ανταλλάγματα έξοδο της χώρας στο πλευρό των Αγγλογάλλων. Οδήγησε σε παραίτηση δύο φορές τον Βενιζέλο ο οποίος έφερε Αγγλογαλικά στρατεύματα στην Βόρεια Ελλάδα. Τελικά ξεσπάσε το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη το 1916, διασπώντας έτσι την Ελλάδα σε δύο κράτη. Ο Εθνικός Διχασμός έληξε όταν οι Αγγλογάλλοι εκδίωξαν τον Κωνσταντίνο και ενοποίησαν την Ελλάδα υπό το Βενιζέλο. Στο θρόνο ανέβηκε ο Αλέξανδρος. Η επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στον Πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας το 1918. Η Ελλάδα συμμετείχε και στην αποτυχημένη εκστρατεία στη Κριμαία.
Με το τέλος του πολέμου η Ελλάδα ήταν στο πλευρό των νικητών. Η Συνθήκη των Σεβρών (1920) παραχωρούσε στην Ελλάδα τη Δυτική και Ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο, επικύρωνε την κυριαρχία της στα άλλα νησιά του Αιγαίου που κατείχε από το 1913 και εμπιστευόταν τη διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης στο Ελληνικό κράτος. Οι κάτοικοι της περιοχής θα ψήφιζαν μετά από πέντε έτη να δηλώσουν αν προτιμούν την Ένωση με την Ελλάδα ή την παραμονή τους στην Τουρκία. Ώστοσο δεν ίσχυσε ποτέ επειδή δεν εγκρίθηκε από κανένα κοινοβούλιο των χωρών της Αντάντ, ούτε και της Ελλάδος.
Στην Μικρά Ασία η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει τον Μουσταφά Κεμάλ. Ο θάνατος του Αλέξανδρου, η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και η επιστροφή του Κωνσταντίνου ήταν οι αφορμές των Συμμάχων για να οδηγήσουν την Ελλάδα σε διπλωματική απομόνωση. Η Μικρασιατική εκστρατεία διήρκεσε μέχρι το 1922 και έληξε με την ήττα της Ελλάδας. Ακολούθησε η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας έπαψε να υπάρχει.

Κάπου εκεί στην Αθήνα γύρω στα 1920 ήταν ένα παιδί καλό και φτωχό, διαβαστούρα, κι είχε ένα φίλο πλούσιο, κι επειδή ήταν ο καιρός που ο Νίτσε γέμιζε τα μυαλά των μικρών και αδυνάτων, νόμισε πως κι ο Αγγελος, το καλό παιδί, θα γινόταν κακός, και ήθελε να σκοτώσει το φίλο του τον πλούσιο που ονειρευόταν Παρίσια, τον Νίκο, ενώ εκείνος στο σπίτι είχε μια μάνα θλιβερή ύστερα από το χαμό και της κόρης της, έχασε δυο μικρά παιδιά, αρρώστιες την εποχή εκείνη, φθίσι προπάντων, ο πατέρας του άνεργος και προπάντων φτωχός και οικονόμος να τα βγάλουν πέρα, και μια νύχτα που περίμενε στο σπίτι το φίλο του τον Νίκο, άφησε ένα σκαλοπάτι ξεκάρφωτο να δώσει κάτω να σκοτωθεί ο πλούσιος Νίκος, αλλά μόλις πλησίασε,  ο Άγγελος έτρεξε να τον ειδοποιήσει τον Νίκο,  να μην προχωρήσει μην  πάθει κακό, κι ο καλός έμεινε καλός, κακός δεν έγινε. Και να διαβάζετε, να περάσετε τις εξετάσεις κι όχι να μένετε αδιάβαστοι σαν τον πλούσιο, που όλο έβρισκε δικαιολογία τους δήθεν πονοκεφάλους, αλλά ήταν πλούσις. Να διαβάζετε σαν τον φτωχό τον Άγγελο και να σας θαυμάζουν που μιλάτε ωραία, αλλά θα μείνετε φτωχοί!!!
Ντάξει! Το παιδί ο φτωχός στα δώδεκα καθόταν έξω από την Αθήνα, περπατούσε καμιά ώρα για να πάει σχολείο, κάπου εκεί στη Πλάκα, με καμιά φέτα ψωμί στην τσέπη, μια μέρα τους είπαν να ετοιμαστούν για να πάνε στο στάδιο να δουν τον βασιλέα, κι η μαμά κάθισε όλη νύχτα να αναπαλαιώσει τα παλιοφορέματα του γιου της, αλλά όταν στάθηκαν στη γραμμή, ο δάσκαλος τον έβγαλε έξω, δεν ήταν καλοντυμένο, -θυμάστε την εκδρομή του Δημητρού; Τι ωραίο!- τα ωραία της εκπαίδευσης, βιτρινιό ε βιτρινιό, κι ύστερα άρχισαν τα αδέλφια να πεθαίνουν, πρώτο ένα σερνικό, κατάλαβαν πως η φτώχια κάνει κακό, ερχόταν ο γιατρός στο σπίτι, έπαιρνε τη βίζιτα, άσε να δούμε, κι ύστερα η αδελφή, στο νοσοκομείο, κάτι σαν αυτά που ακούμε να συμβαίνουν και σήμερα στο κλεινόν άστυ, κι ο πατέρας θεοφοβούμενος, όλους τους μακαρισμούς, μακάριοι ε μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι! Και ο φτωχός νέος είχε γίνει το κοιμητήριο των αδελφιών του!
Ως εδώ, τυχερούληδες, εικοσιπέντε σελίδες σας είπα με λόγια δικά μου!
‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’
Κεφάλαιο ΙΙΙ βρισκόμαστε στα 1918 η Ελλάδα στην Πόλη, στρατεύματα, ο κόσμος το χαίρεται, η γρίπη θερίζει, ο Παστέρ την καταπολεμεί, ο Άγγελος, το στερημένο παιδί του καιρού του, τα παιδιά συναντώνται στο δρόμο, ο Άγγελος ερωτευμένος με τη Δάφνη που θέλει τον Νίκο, αποφασίζει η ομάδα να πάνε στο σπίτι του Νίκου, το αρχοντικό των Στέργηδων, γνωρίζουμε τον πατέρα Λύσαντρο, τη γιαγιά Αριάδνη, την αδελφή του Νίκου Τζένη, το πλουσιοκόριτσο που σκέφτεται πως το τέλος του πολέμου μπορεί να μη συμφέρει στην οικογένεια, και πώς θα πάει βόλτα στο Παρίσι; Κρασοκατάνυξη, ο Άγγελος γυρνά αργά στο σπίτι μεθυσμένος. Κάτσε τώρα να σε ρωτά για τους ανθρώπους που κερδίζουν από τους πολέμους, άκου πράματα!
Τέταρτον κεφάλαιον
Τέλειωσε ο α΄ παγκόσμιος πόλεμος, μην το ρίξετε στην Ιστορία, μην παρασύρεστε, μυθιστόρημα διαβάζετε, ο φίλος Πετρόπουλος με ένα ναπολεόνι που κρατά θα πάει σε κορίτσι, τι θα σπουδάσουν, εσείς το λύσατε, όπου σας στείλουν, ο νους του Άγγελου στη Δάφνη, πάμε να γνωρίσουμε τη γειτονιά, άσχετα πράματα, το κλίμα της εποχής, ας είναι, γειτόνισσα μια ξένη δασκάλα μπεκρού, παραπάνω ένα κορίτσι πλέκει δαντέλες, αρρωστημένο, αντίκρυ μια χήρα, ο Πασπάτης ονειρεύεται να πάει στη Σχολή Ευελπίδων, αντιγράφει βιβλία μεροκάματο, εσείς καλά την έχετε κόπυ πέιστ, κοντά εκεί μια φθισική, προς το βράδυ περνούν τα παιδιά, βγαίνουν περίπατο, η Λένα αρρώστησε, μια της παρέας, ο Άγγελος τους αφήνει, πάει στον Πασπάτη, ζητά να τον βοηθήσει στις αντιγραφές, παράξενο κοπέλι κι αυτός, παραξενιές της ηλικίας.
V
Καλοκαίρι 1919, τελειώνουν το Γυμνάσιο/Λύκειο, ο πατέρας άνεργος, νηστικοί, ο Άγγελος ζητά δανεικά από τον Νίκο Στέργη, τον Μάη η Σμύρνη ελληνική, χαρές, όνειρα, για να θυμάστε πως έτσι την παθαίνει ο τραγικός ελληνισμός, ο Στέργης τους πήρε στο χτήμα κοντά στη θάλασσα, τα ερωτικά σκιρτήματα και ερωτήματα των αγοριών, ο Άγγελος βγαίνει τη νύχτα, κατασκοτώνεται μέσα στα άγνωστα περβόλια, τον περιμαζεύει ο περιβολάρης, η μοναξιά των δεκαοχτάχρονων (πόσο αντιστοιχεί στα σημερινά παιδιά/ θα μας πάρουν στα σοβαρά ή θα μας πουν, μα τι παλαιολιθικοί άνθρωποι είστε, κύριοι και κυρίες;)
VI
Θλίψη βαριά, κολυμπούμε σε μια ανεξήγητη θλίψη, εσύ δεν καταλαβαίνεις από τέτοια, ελπίδα με το απολυτήριο, ποια μέσα να χρησιμοποιήσουν για να βρει ο Άγγελος δουλειά, ελληνικό σύστημα, τα μέσα,  απογοητεύσεις, πάει στο Στέργη, του δίνει δουλειά στην εταιρεία, γραφέας, ο πόνος της αγάπης, της εποχής, της φτώχειας, ο Πασπάτης άρρωστος με αιμοπτύσεις και ποιος θα κάνει τις αντιγραφές, ο ‘Αγγελος του αφήνει δέκα δραχμές, η αγάπη του στη Δάφνη κι η ζήλεια για τον Νίκο.
VII
Φθινόπωρο, ο Πετρόπουλος περιμένει δουλειά σε Υπουργείο, τα χάλια τους έχουν, πάει στην εταιρεία Στέργη, βρίσκονται τα παιδιά, Στο πανεπιστήμιο, τι τραβούσαμε τα πρώτα χρόνια, ξενύχτι στο ταμείο, να πληρώσουμε εξέταστρα, ο Άγγελος πάει για φιλολογία, γράφει ποιήματα, δουλεύει, σπουδάζει, σκηνές στο πανεπιστήμιο, τριτοκοσμικές, χαμένος χρόνος, διάφοροι τύποι φοιτητών, βάσανο και βασανιστήριο, το πανεπιστήμιο, μάτσο χάλια, αιωνόβιοι φοιτητές, καφενεδάκια, οι καλλιτέχνες, γνωριμίες η αγάπη της Έρσης στον Βερλαίν – ποιητής είναι μη ξαφνιάζεστε- τι ρομαντικό μυθιστόρημα διαβάζω!!! Θέατρο μυθιστόρημα, τρέχω τις σελίδες, έφτασα στη μέση, σελίδα 110, ο συγγραφέας καλά έκανε τη δουλειά του, ο επιμελητής, οι πάντες.
Γιατί όμως να αποτύχουν τα παιδιά σε ένα λογοτεχνικό που δεν τους μιλά;
Μα είσαι προφήτης μετά Χριστόν, κύριε;
 VIII
Ένας θαυμαστής του Ντοστογιέφσκι επισκέπτεται τον Άγγελο στο γραφείο, ο μισθός του όσο μια γραβάτα του Νίκου, ένας γείτονας, ο κυρ Νικολάκης άρρωστος, ο ΄Αγγελος θέλει να τον βοηθήσει ενώ αυτός φοβάται πως θα τον ληστέψει, βλέπει τη Δάφνη, πόθος φυγής, (τρέχα γύρευε) έρχονται χριστούγεννα, η παλιά παρέα ξανασμίγει στο χτήμα, χαρτοπαίζουν, κερδίζει ο ΄΄Αγγελος, γίνεται λόγος για την Έρση, φίλη του Άγγελου και ποιητικά, η άλλη γυναίκα, ο Άγγελος φέρεται ως ο παράξενος στοχαστής (κατύχη μας) ο Βενιζέλος έφυγε ο βασιλιάς ήρθε από την εξορία, ο Πετρόπουλος περιμένει το θείο να γίνει υπουργός (ο Θεός βοηθός)
IX
Ο θείος του Αργύρη και της Δάφνης έρχεται από το εξωτερικό, πείθεται να πάρει στα ταξίδια μαζί του τον Αργύρη, η Δάφνη ελευθερώνεται από την παρουσία του αδελφού της, φορτώνουν στρατό για τη Μικρασία. Ο ηθοποιός Αλέξης μαζί με την Έρση ανεβάζουν έργο του Σέξπηρ, διακόπτεται η παράσταση, ο κόσμος ακόμα είναι αμόρφωτος, ο Αργύρης στέλλει γράμμα ενθουσιώδες για τα ταξίδια του, ο Πασπάτης χειροτερεύει, φθίση, ο Στέργης προχωρεί στις σχέσεις του με τη Δάφνη, ο Άγγελος παίρνει αύξηση, ανοίγουν την καρδιά ο ένα στον άλλο, Αγγελος-Νίκος Στέργης, ο πόλεμος απαιτεί επιστράτευση, όλοι στο στρατό, σκόρπισαν εδώ κι εκεί, και τα κορίτσια, η Μικρασιατική καταστροφή ύστερα από τόσες δόξες και νίκες.
X
Μπαλούκεσερ, στρατιώτες στη σκηνή, χωρίς φαγητό, αιμοπτύσεις ο ‘Αγγελος, ύστερα στο νοσοκομείο Σμύρνης, επιστρέφει πριν την καταστροφή, στο μεταξύ πέθανε ο κυρ Νικολάκης, ο Πασπάτης, ξαναμπαίνει στη ρουτίνα του γραφείου, μαθαίνει ότι η Δάφνη είχε συζήσει με τον Πετρόπουλο ένα εξάμηνο, είναι ο Έρωτας η Δάφνη, ο Άγγελος θέλει να πεθάνει, τι λέει καλέ ο άνθρωπος! Αρχίζει η μικρασιατική καταστροφή που περιγράφεται σε δυο τρεις σελίδες, προπάντων ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι πρόσφυγες, ο Πετρόπουλος -λόγω θείου- μοιράζει λεφτά στους πρόσφυγες και προσπαθεί να εκμεταλλευτεί προσφυγούλες. (156-159)
ΧΙ
Η δίκη των έξι, μνήμες και ελπίδες προσφύγων, ο Λύσαντρος Στέργης πολλαπλασιάζει τη γη του για οικοδομική εκμετάλλευση, συνάντηση Αγγελου και Δάφνης, παλιές αγάπες.
Η Έρση με το θεατρίνο ανεβάζουν Έμπορο της Βενετίας του Σέξπιρ, παίζει και η Δάφνη, την συνοδεύουν ο Άγγελος και η Ερση στο σπίτι της, στέκια καλλιτεχνών της εποχής. Ο Άγγελος επιτίθεται στο Στέργη γιατί του κακολόγησε τη Δάφνη, παραιτείται, πάει στης Δάφνης, χάδια και φιλιά, ο Στέργης δεν δέχεται την παραίτηση.
ΧΙΙ
Ο Πετρόπουλος κι ο Στέργης στο θέατρο, πήραν μαζί τους τη Δάφνη, το θέατρο ξεπουλιέται, ο Αλέξης φεύγει. Ο Άγγελος με την Έρση. Περνούν τις εξετάσεις της νομικής επιεικώς ο Στέργης και ο Πετρόπουλος, το διασκεδάζουν. Η  Έρση βρίσκει δουλειά σε συμβολαιογραφείο στον Άγγελο, αντιγραφές, ο Άγγελος παίρνει πτυχίο φιλολογίας, ο Αλέξης σε περιοδεύοντα θίασο.
ΧΙΙΙ
1924, ο μικρότερος αδελφός του Άγγελου άρρωστος, πηγαίνει η οικογένεια στην Αίγινα, ο Άγγελος μένει Αθήνα με τον πατέρα, ο Στέργης στο Παρίσι για σπουδές, ο ‘Άγγελος με την Έρση στην Αίγινα, η Δάφνη μόνη, ο Πετρόπουλος της ρίχνεται, η Δάφνη εκμυστηρεύεται στον Άγγελο πως τον είχαν του πεταμάτου και τον λυπόνταν, η μητέρα στην Αίγινα του προξενεύει την Αριάδνη. Η Δάφνη βγαίνει με τον Πετρόπουλο, ο Άγγελος τον χτυπά, συλλαμβάνεται από την αστυνομία, τον απολύουν, ο Πετρόπουλος δεν θέλει δίωξή του.
ΧΙτελευταίο

Ο Άγγελος δουλεύει, είναι άρρωστος, μια διαδήλωση φθισικών, η Έρση η μόνη φίλη, ο Αλέξης παράτησε το θεατρικό μπουλούκι, αγαπά την Έρση, έτσι ο Άγγελος έχασε τη Δάφνη, τον έρωτα, την Έρση, τη φιλία, τον διώχνουν από τη δουλειά για να βρει τη γιατρειά του, μπαίνει σ΄ένα εστιατόριο κι ύστερα πάει θέατρο, παίρνει ένα τσαντήρι και πάει με τη μάνα στη Λυκόβρυση σ΄ένα χτήμα καθαρός αέρας, τον επισκέπτονται η Έρση κι ο Αλέξης, ο Αργύρης επιστρέφει από τα ταξίδια και τον επισκέπτεται με την αδελφή του Δάφνη. Το μυθιστόρημα τελειώνει με το «Κοιμήθηκε το παιδί» συλλογίστηκε η μητέρα, τέλος.

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

κεφάλαια οκτώ και εννέα

VIII
Ένας θαυμαστής του Ντοστογιέφσκι επισκέπτεται τον Άγγελο στο γραφείο, ο μισθός του όσο μια γραβάτα του Νίκου, ένας γείτονας, ο κυρ Νικολάκης άρρωστος, ο ΄Αγγελος θέλει να τον βοηθήσει ενώ αυτός φοβάται πως θα τον ληστέψει, βλέπει τη Δάφνη, πόθος φυγής, (τρέχα γύρευε) έρχονται χριστούγεννα, η παλιά παρέα ξανασμίγει στο χτήμα, χαρτοπαίζουν, κερδίζει ο ΄΄Αγγελος, γίνεται λόγος για την Έρση, φίλη του Άγγελου και ποιητικά, η άλλη γυναίκα, ο Άγγελος φέρεται ως ο παράξενος στοχαστής (κατύχη μας) ο Βενιζέλος έφυγε ο βασιλιάς ήρθε από την εξορία, ο Πετρόπουλος περιμένει το θείο να γίνει υπουργός (ο Θεός βοηθός)
IX

Ο θείος του Αργύρη και της Δάφνης έρχεται από το εξωτερικό, πείθεται να πάρει στα ταξίδια μαζί του τον Αργύρη, η Δάφνη ελευθερώνεται από την παρουσία του αδελφού της, φορτώνουν στρατό για τη Μικρασία. Ο ηθοποιός Αλέξης μαζί με την Έρση ανεβάζουν έργο του Σέξπηρ, διακόπτεται η παράσταση, ο κόσμος ακόμα είναι αμόρφωτος, ο Αργύρης στέλλει γράμμα ενθουσιώδες για τα ταξίδια του, ο Πασπάτης χειροτερεύει, φθίση, ο Στέργης προχωρεί στις σχέσεις του με τη Δάφνη, ο Άγγελος παίρνει αύξηση, ανοίγουν την καρδιά ο ένα στον άλλο, Αγγελος-Νίκος Στέργης, ο πόλεμος απαιτεί επιστράτευση, όλοι στο στρατό, σκόρπισαν εδώ κι εκεί, και τα κορίτσια, η Μικρασιατική καταστροφή ύστερα από τόσες δόξες και νίκες.

ΘΑ ΕΞΕΤΑΣΤΕΙΤΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ;

ΘΑ ΕΞΕΤΑΣΤΕΙΤΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ;

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ  ΛΙΓΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ
Το 1914 ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Βενιζέλος θέλησε να ενταχθεί η Ελλάδα στον πόλεμο άνευ όρων στο πλευρό της Αντάντ. Ο Κωνσταντίνος όμως αξίωνε την με όρους και εδαφικά ανταλλάγματα έξοδο της χώρας στο πλευρό των Αγγλογάλλων. Οδήγησε σε παραίτηση δύο φορές τον Βενιζέλο ο οποίος έφερε Αγγλογαλικά στρατεύματα στην Βόρεια Ελλάδα. Τελικά ξεσπάσε το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη το 1916, διασπώντας έτσι την Ελλάδα σε δύο κράτη. Ο Εθνικός Διχασμός έληξε όταν οι Αγγλογάλλοι εκδίωξαν τον Κωνσταντίνο και ενοποίησαν την Ελλάδα υπό το Βενιζέλο. Στο θρόνο ανέβηκε ο Αλέξανδρος. Η επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στον Πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας το 1918. Η Ελλάδα συμμετείχε και στην αποτυχημένη εκστρατεία στη Κριμαία.
Με το τέλος του πολέμου η Ελλάδα ήταν στο πλευρό των νικητών. Η Συνθήκη των Σεβρών (1920) παραχωρούσε στην Ελλάδα τη Δυτική και Ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο, επικύρωνε την κυριαρχία της στα άλλα νησιά του Αιγαίου που κατείχε από το 1913 και εμπιστευόταν τη διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης στο Ελληνικό κράτος. Οι κάτοικοι της περιοχής θα ψήφιζαν μετά από πέντε έτη να δηλώσουν αν προτιμούν την Ένωση με την Ελλάδα ή την παραμονή τους στην Τουρκία. Ώστοσο δεν ίσχυσε ποτέ επειδή δεν εγκρίθηκε από κανένα κοινοβούλιο των χωρών της Αντάντ, ούτε και της Ελλάδος.
Στην Μικρά Ασία η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει τον Μουσταφά Κεμάλ. Ο θάνατος του Αλέξανδρου, η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και η επιστροφή του Κωνσταντίνου ήταν οι αφορμές των Συμμάχων για να οδηγήσουν την Ελλάδα σε διπλωματική απομόνωση. Η Μικρασιατική εκστρατεία διήρκεσε μέχρι το 1922 και έληξε με την ήττα της Ελλάδας. Ακολούθησε η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας έπαψε να υπάρχει.

Κάπου εκεί στην Αθήνα γύρω στα 1920 ήταν ένα παιδί καλό και φτωχό, διαβαστούρα, κι είχε ένα φίλο πλούσιο, κι επειδή ήταν ο καιρός που ο Νίτσε γέμιζε τα μυαλά των μικρών και αδυνάτων, νόμισε πως κι ο Αγγελος, το καλό παιδί, θα γινόταν κακός, και ήθελε να σκοτώσει το φίλο του τον πλούσιο που ονειρευόταν Παρίσια, τον Νίκο, ενώ εκείνος στο σπίτι είχε μια μάνα θλιβερή ύστερα από το χαμό και της κόρης της, έχασε δυο μικρά παιδιά, αρρώστιες την εποχή εκείνη, φθίσι προπάντων, ο πατέρας του άνεργος και προπάντων φτωχός και οικονόμος να τα βγάλουν πέρα, και μια νύχτα που περίμενε στο σπίτι το φίλο του τον Νίκο, άφησε ένα σκαλοπάτι ξεκάρφωτο να δώσει κάτω να σκοτωθεί ο πλούσιος Νίκος, αλλά μόλις πλησίασε,  ο Άγγελος έτρεξε να τον ειδοποιήσει τον Νίκο,  να μην προχωρήσει μην  πάθει κακό, κι ο καλός έμεινε καλός, κακός δεν έγινε. Και να διαβάζετε, να περάσετε τις εξετάσεις κι όχι να μένετε αδιάβαστοι σαν τον πλούσιο, που όλο έβρισκε δικαιολογία τους δήθεν πονοκεφάλους, αλλά ήταν πλούσις. Να διαβάζετε σαν τον φτωχό τον Άγγελο και να σας θαυμάζουν που μιλάτε ωραία, αλλά θα μείνετε φτωχοί!!!
Ντάξει! Το παιδί ο φτωχός στα δώδεκα καθόταν έξω από την Αθήνα, περπατούσε καμιά ώρα για να πάει σχολείο, κάπου εκεί στη Πλάκα, με καμιά φέτα ψωμί στην τσέπη, μια μέρα τους είπαν να ετοιμαστούν για να πάνε στο στάδιο να δουν τον βασιλέα, κι η μαμά κάθισε όλη νύχτα να αναπαλαιώσει τα παλιοφορέματα του γιου της, αλλά όταν στάθηκαν στη γραμμή, ο δάσκαλος τον έβγαλε έξω, δεν ήταν καλοντυμένο, -θυμάστε την εκδρομή του Δημητρού; Τι ωραίο!- τα ωραία της εκπαίδευσης, βιτρινιό ε βιτρινιό, κι ύστερα άρχισαν τα αδέλφια να πεθαίνουν, πρώτο ένα σερνικό, κατάλαβαν πως η φτώχια κάνει κακό, ερχόταν ο γιατρός στο σπίτι, έπαιρνε τη βίζιτα, άσε να δούμε, κι ύστερα η αδελφή, στο νοσοκομείο, κάτι σαν αυτά που ακούμε να συμβαίνουν και σήμερα στο κλεινόν άστυ, κι ο πατέρας θεοφοβούμενος, όλους τους μακαρισμούς, μακάριοι ε μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι! Και ο φτωχός νέος είχε γίνει το κοιμητήριο των αδελφιών του!
Ως εδώ, τυχερούληδες, εικοσιπέντε σελίδες σας είπα με λόγια δικά μου!
‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’
Κεφάλαιο ΙΙΙ βρισκόμαστε στα 1918 η Ελλάδα στην Πόλη, στρατεύματα, ο κόσμος το χαίρεται, η γρίπη θερίζει, ο Παστέρ την καταπολεμεί, ο Άγγελος, το στερημένο παιδί του καιρού του, τα παιδιά συναντώνται στο δρόμο, ο Άγγελος ερωτευμένος με τη Δάφνη που θέλει τον Νίκο, αποφασίζει η ομάδα να πάνε στο σπίτι του Νίκου, το αρχοντικό των Στέργηδων, γνωρίζουμε τον πατέρα Λύσαντρο, τη γιαγιά Αριάδνη, την αδελφή του Νίκου Τζένη, το πλουσιοκόριτσο που σκέφτεται πως το τέλος του πολέμου μπορεί να μη συμφέρει στην οικογένεια, και πώς θα πάει βόλτα στο Παρίσι; Κρασοκατάνυξη, ο Άγγελος γυρνά αργά στο σπίτι μεθυσμένος. Κάτσε τώρα να σε ρωτά για τους ανθρώπους που κερδίζουν από τους πολέμους, άκου πράματα!
Τέταρτον κεφάλαιον
Τέλειωσε ο α΄ παγκόσμιος πόλεμος, μην το ρίξετε στην Ιστορία, μην παρασύρεστε, μυθιστόρημα διαβάζετε, ο φίλος Πετρόπουλος με ένα ναπολεόνι που κρατά θα πάει σε κορίτσι, τι θα σπουδάσουν, εσείς το λύσατε, όπου σας στείλουν, ο νους του Άγγελου στη Δάφνη, πάμε να γνωρίσουμε τη γειτονιά, άσχετα πράματα, το κλίμα της εποχής, ας είναι, γειτόνισσα μια ξένη δασκάλα μπεκρού, παραπάνω ένα κορίτσι πλέκει δαντέλες, αρρωστημένο, αντίκρυ μια χήρα, ο Πασπάτης ονειρεύεται να πάει στη Σχολή Ευελπίδων, αντιγράφει βιβλία μεροκάματο, εσείς καλά την έχετε κόπυ πέιστ, κοντά εκεί μια φθισική, προς το βράδυ περνούν τα παιδιά, βγαίνουν περίπατο, η Λένα αρρώστησε, μια της παρέας, ο Άγγελος τους αφήνει, πάει στον Πασπάτη, ζητά να τον βοηθήσει στις αντιγραφές, παράξενο κοπέλι κι αυτός, παραξενιές της ηλικίας.
V
Καλοκαίρι 1919, τελειώνουν το Γυμνάσιο/Λύκειο, ο πατέρας άνεργος, νηστικοί, ο Άγγελος ζητά δανεικά από τον Νίκο Στέργη, τον Μάη η Σμύρνη ελληνική, χαρές, όνειρα, για να θυμάστε πως έτσι την παθαίνει ο τραγικός ελληνισμός, ο Στέργης τους πήρε στο χτήμα κοντά στη θάλασσα, τα ερωτικά σκιρτήματα και ερωτήματα των αγοριών, ο Άγγελος βγαίνει τη νύχτα, κατασκοτώνεται μέσα στα άγνωστα περβόλια, τον περιμαζεύει ο περιβολάρης, η μοναξιά των δεκαοχτάχρονων (πόσο αντιστοιχεί στα σημερινά παιδιά/ θα μας πάρουν στα σοβαρά ή θα μας πουν, μα τι παλαιολιθικοί άνθρωποι είστε, κύριοι και κυρίες;)
VI
Θλίψη βαριά, κολυμπούμε σε μια ανεξήγητη θλίψη, εσύ δεν καταλαβαίνεις από τέτοια, ελπίδα με το απολυτήριο, ποια μέσα να χρησιμοποιήσουν για να βρει ο Άγγελος δουλειά, ελληνικό σύστημα, τα μέσα,  απογοητεύσεις, πάει στο Στέργη, του δίνει δουλειά στην εταιρεία, γραφέας, ο πόνος της αγάπης, της εποχής, της φτώχειας, ο Πασπάτης άρρωστος με αιμοπτύσεις και ποιος θα κάνει τις αντιγραφές, ο ‘Αγγελος του αφήνει δέκα δραχμές, η αγάπη του στη Δάφνη κι η ζήλεια για τον Νίκο.
VII
Φθινόπωρο, ο Πετρόπουλος περιμένει δουλειά σε Υπουργείο, τα χάλια τους έχουν, πάει στην εταιρεία Στέργη, βρίσκονται τα παιδιά, Στο πανεπιστήμιο, τι τραβούσαμε τα πρώτα χρόνια, ξενύχτι στο ταμείο, να πληρώσουμε εξέταστρα, ο Άγγελος πάει για φιλολογία, γράφει ποιήματα, δουλεύει, σπουδάζει, σκηνές στο πανεπιστήμιο, τριτοκοσμικές, χαμένος χρόνος, διάφοροι τύποι φοιτητών, βάσανο και βασανιστήριο, το πανεπιστήμιο, μάτσο χάλια, αιωνόβιοι φοιτητές, καφενεδάκια, οι καλλιτέχνες, γνωριμίες η αγάπη της Έρσης στον Βερλαίν – ποιητής είναι μη ξαφνιάζεστε- τι ρομαντικό μυθιστόρημα διαβάζω!!! Θέατρο μυθιστόρημα, τρέχω τις σελίδες, έφτασα στη μέση, σελίδα 110, ο συγγραφέας καλά έκανε τη δουλειά του, ο επιμελητής, οι πάντες.
Γιατί όμως να αποτύχουν τα παιδιά σε ένα λογοτεχνικό που δεν τους μιλά;
Μα είσαι προφήτης μετά Χριστόν, κύριε;


Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΝΔΕΚΑΤΟΝ

Μια παρεξήγηση, κι ο ίδιος θυμάται, τον κόκορα που έκραξε, όλοι εκεί στην αυλή, μόλις μας έδωσε τα γραπτά, κάτω από τη βάση, βγαίνουμε διάλειμμα, τα βάλαμε κάτω από  την κληματαριά, Παγκύπριο Γυμνάσιο, παράρτημα αγίου Κασσιανού, ένα σπίρτο ρε παιδιά, κι αρχίσαμε να χορεύουμε σαν μάου μάου, εκείνα να καίγονται, μας είδε από το παράθυρο του γραφείου, δεν είπε τίποτε, κατάλαβε, κι ο Πέτρος, σαν λάλησε τρις το κοκόρι, βγήκε έξω και έκλαυσε πικρώς, το απροβίβαστος έμεινε.

‘Επρεπε όμως να περάσει το μάθημα, έστω προφορικά, ο δάσκαλος στην έδρα, αυτός στο θρανίο, μ’ αγαπάς μια φορά, ναι, βόσκε αρνιά. Μ’ αγαπάς δυο, βόσκε πρόβατα, βοσκός να γίνεις. Μ’ αγαπάς τρεις, λυπήθηκε το πετραδάκι, βόσκε πρόβατα, μ’ αφού το ξέρεις πως σ’ αγαπώ, τι με παιδεύεις, μια γίδα την είχε η παπαδιά κι ο Σαββής τα πρόβατα, τόσα στόματα να ταΐσει.

Ελπίζω να ξέρεις και το παραμύθι του Οιδίποδα, λέγε, στην αρχή με τα τέσσερα, κι ύστερα με τα δυο, στο τέλος πάλι με τα τρία, η σφίγγα περίμενε το θάνατό της, εκεί μπροστά στις πύλες της πόλης, για το θάνατό σου λέω. Καλά απλώνεις τώρα τα χέρια, μονάχος, και μου φοράς τα μπλου τζιν, αύριο θα σου φέρουν καμιά νοσοκόμα, να σε προσέχει, να σε ντύνει, να σε ζώνει, να σε παίρνει όπου δεν θέλεις, κοίτα τη μάνα μου, με ολάνοιχτο το στόμα, η δόξα του θανάτου σου.

Έλα πάμε! Και βλέπει να’ ρχεται κι ο Γιάννης, ο φίλος  ο ηγαπημένος, ε, τούτος γιατί;  Και τι σε νοιάζει αν έρχεται ή αν δεν; Κι αν του’ πα να μείνει ώσπου να’ ρθω, δεν γίνονται έτσι οι αθάνατοι. Κι οι άλλοι  το  έπλεκαν το τρικό παραμύθι, σε αγάπη τον έχει, δεν θα πεθάνει, ένα τέλειωνε τρικό άλλο άρχιζε, δουλευταρού που ήταν. Και ποιος σας είπε, πως σε μια ηλικία οι άνθρωποι δεν θέλουν τον θάνατό τους, αποθανείν θέλω, μόνο η Σίβυλλα ζήτησε;

Δεν είχαν χρόνο για διαλόγους, πολλά είχε να γράψει, στον υπολογιστή τα περνούσε μη χάνονται, μια τεράστια καρδιά, ένας έξυπνος άνθρωπος, τυχερός όπως όλοι, έζησε τόσα κοντά Του, κι ακόμα εκεί στο τραπέζι, το μυστικό  με τους δώδεκα, και φίλε μου ποιος ο προδότης, μυρίζει ακόμα το στήθος του, τον έχει κατάκαρδα, τον κουβαλεί στα βιβλία, στις πένες, προπάντων μες στην καρδιά, και μένει αθάνατος, όποιος τον έχει μες στην καρδιά.

Κι έτσι τελειώνει το μελάνι μ΄ ένα μεγάλο: « τα γραφόμενα βιβλία Αμήν».

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ                                                                                                    


Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

ΕΩΘΙΝΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ

ΕΩΘΙΝΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ

«Χάνος εἶμαι, χάνομαι… μπέρκα ᾽μαι, δὲν πιάνουμαι… γιοῦλος εἶμαι σὲ γελῶ… καὶ τὰ δίχτυα σου χαλῶ», λέει κι ο κυρ Αλέξαντρος του Παπαδιαμαντή ο γιος, και δεν τους έμεινε ψάρι στο δίχτυο.
Κάθονταν εκεί στου Ασπρή την καλύβη, ψαθαρκά στον ουρανό, στον άι Γιώργη, μπροστά στη θάλασσα, με τις μαύρες παντούφλες και τις βράκες,  έφτιαχνε τους καφέδες, ύστερα από όσα είδαν κι άκουσαν, εκείνα τα ψυχοπονετικά, τα τρανταχτά των τελευταίων ημερών, τη μετατροπή του παραδείσου τους σε κόλαση, την απογοήτευση, τη διάψευση, μετά το πραξικόπημα ήλθε η εισβολή.

Δουλειά δεν είχαν, κι ο Πέτρος κι ο Θωμάς ο Δίπλαρος κι ο Ναθαναήλης κι οι γιοι του Ζεβεδαίου ποιον πατέρα είχαν και δυο ακόμα, άρχισε να νυχτώνει, κάτι χρώματα στον ορίζοντα βαριεστημένα, εγώ πάω για ψάρεμα  ο Πέτρος, ερχόμαστε μαζί σου, κι ανέβηκαν στο πλοιάριο και δεν έπιασαν τίποτε, δεν είν’ η πρώτη δεν είν’ η δεύτερη, τόσον καιρό τα είχαν αφήσει και τις βάρκες και τα δίχτυα, τον ακολουθούσαν όπου πήγαινε, μαγνήτης να’ ταν.
Κινάμε  για πίσω, η Ηώς νωχελικά κατέβαινε από του Τιθωνού το κρεβάτι, αν βρούμε τον ψαρά των Κυκλάδων, ορμαθιές τα ψάρια, κάτι πιάνουμε κι εμείς, όπως εκεί στο λιμανάκι στη Φώκαια, πρωί πρωί κατεβαίνουν οι ψαρόβαρκες, μια θάλασσα ήρεμη, ακούς το χτύπο των κυμάτων στα σκαριά.

Πήγαινε κι αυτός τον πρωινό του περίπατο, στενοκοπημένα, είχαν εκείνες τις μέρες πάλι ανοίξει μαγαζάκια βιβλιοπωλεία στην παραλία, καλημέρα σας, ρε παιδιά κάνα προσφάι, αφού το’ ξερε γιατί ρωτούσε, όχι! Ρίξτε τα δίχτυα δεξιά του πλοίου κι όλο κάτι θα βρείτε, και την έπαθαν που δεν μπορούσαν να τραβήξουν τα δίχτυα.

Έπαιζε το ματάκι του, τον κατάλαβε ο Γιαννάκης, είναι ο Κύριος, λέει στο γυμνό Πέτρο, ντράπηκε, φέρτε το μαγιό, και μπήκε στη θάλασσα. Πλησίασαν κι οι άλλοι, κι ωωωω –ωπ, ωωωωω- ωπ να τραβούν τα δίχτυα, κατεβαίνουν κι απ΄το πλοιαράκι, κάρβουνα στην παραλία και ψάρι στη σχάρα, φέρτε και σεις κανένα, από αυτά που πιάσατε.

Εκατόν πενήντα τρία ψάρια παρακαλώ, και δεν σκίστηκε το δίχτυο,  κάτσετε τώρα να φάτε, που δεν έχω ντομάτα κι αγγούρι, κι ο παππούς πήρε τον άρτο, ζυμωμένο από τα χέρια της παπαδιάς, ο φούρνος εκεί έξω στην αυλή, εμείς στη δίχωρη, μια λάμπα στο μεγάλο στύλο που κρατούσε το μεσοδόκι, τραπεζομάντηλο μουσαμάς, κίτρινα τετραγωνάκια, και μας κόβει και μας δίνει άρτον και ψάρι, και δεν ήταν κανένας πια που αμφέβαλλε για όσα έβλεπε και ζούσε για τρίτη φορά εκεί κοντά στη θάλασσα της Τιβεριάδος.


Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΝΑΤΟΝ

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΝΑΤΟΝ

Αν θες να πηγαίνεις εκκλησιά κάθε Κυριακή, καλύτερη πρώτη είναι η του Θωμά, κι αυτός γύριζε στο δημαρχείο ή στο όρος των ελαιών, μέσα η Γιωργούλα, φώναζαν  τα γαλάζια μάτια «πού είσαι», στο τραπέζι πάντα ένα πιάτο μεγάλες μαύρες ελιές μαχαιρωμένες, με το λάδι και το ξίδι τους, ήρθαν οι δέκα, και ξαφνικά μπαίνει μέσα από την κλεισμένη πόρτα, την ελιά έξω την είχε κόψει ο τούρκος, δεν ήξερε, ξένο βιος ξένο μάλι ξένος στον τόπο άριζος να φυσήσει να τον πάρει όπως τον έφερε, στέκεται στη μέση του ηλιακού, γύρω πολυθρόνες, ειρήνη σας, λέει, να και τα χέρια και  την πλευρά, μάθετε την αγάπη, μάθετε την ανεξικακία, ο Θωμάς γύριζε και μετά την προσφυγιά στις ελιές του αποστόλου Αντρέα του Πλατέως, τον περιμέναμε, έρχεται, βρε Θωμά είχαμε επίσκεψη, και δεν πιστεύει.

Επιστήμονας των θετικών επιστημών, όλα τα’ θελε με το νι και με το σίγμα, και τον τύπο  και το γράμμα και τα μικροσκόπια και τη λευκή μπλούζα, έτσι καταλάβαινε την επιστήμη,  και μεγάλη εμπιστοσύνη στις αισθήσεις του, γελούσαμε, και να σου Τον πάλι, μπαίνει, τα παιδιά την άλλη μέρα θα πήγαιναν σχολείο, δεν το χώνευαν, ο Σταύρος κι ο Αντρέας να ετοιμάζουν τις τσάντες, για έλα δω, φέρε το χέρι βάλε τα δακτυλικά σου αποτυπώματα να σου μείνει η ταυτότητα, όπως τότε επί αγγλοκρατίας, ένα κομμάτι άσπρο χαρτί, κι ο άλλος Θωμάς στο Μαραθόβουνο περίμενε το λείψανο, το συνοδεύαμε από τη Λευκωσία με λεωφορεία, ο Κώστας Λοϊζου στην τελευταία του κατοικία, κόσμος πολύς, το νεκροταφείο πλήρες, ελληνικές σημαίες, τραγούδια και ρίγη στον καμένο αγωνιστή, δεν είχε πληγή να βάλεις το δάχτυλο, δεν έμεινε πλευρά να αγγίξεις, και βάλε το χέρι στην πλευρά, που μου θελες να δεις για να πιστέψεις, Θωμάς όνομα και πράμα! Κατέβηκε και τον πήρε μαζί του στον Πατέρα, εμείς φτεροκοπούσαμε, δεν είδαμε αλλά πιστεύουμε. Έτσι τη ζούμε τη ζωή μας.


Παραστατικός ο φίλος Ιωάννης, κι είναι τόσα ακόμα που δεν έγραψε, λέει, κι όσα έγραψε για νόμπελ, να διαβάζουν τα παιδιά, να μαθαίνουν, εμείς τα ζήσαμε.
ΕΩΘΙΝΟΝ ΟΓΔΟΟΝ

Ο κύριος Χαραλαμπίδης κάθεται στο γραφειάκι του, διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου αγίου Κασσιανού, έξω ο κήπος από τη μια, κηπουροί εμείς, κάθε τάξη και το τετραγωνάκι της, πίσω η αυλή, τιτιβίζουν παιδιά, σκοινιά, κρεμαστή σκάλα, μονόζυγα, εφαλτήρια, εξετάσεις για να περάσουμε στη δευτέρα τάξη, η πρώτη ήταν περιττή, μηλίτσα που ‘σαι στον γκρεμό τα μήλα φορτωμένη, σφουγγίζει τα γυαλιά,  μια αύρα συνεπαίρνει τον καλό μας Ιωάννη, του τα’ λεγε η Μαρία, με τα κλάματα και τις συγκινήσεις της έξω από το νεκροταφείο, δεν ήταν λίγοι οι νεκροί, κι άλλοι οι αγνοούμενοι. Δυο ναυτάκια στα κάτασπρα περίμεναν τον ναύαρχο για κατάθεση στεφάνων, μύρων και λουλουδιών, ένας στη μια άκρη, άλλος στην άλλη, πόδια κεφαλή, μα κυρία μου γιατί κλαίτε, έχετε δικό σας εδώ θαμμένο;

Ναι αλλά μου τον σήκωσαν και δεν ξέρω πού τον έθηκαν, τόσα και τόσα γίνονται σήμερα στα νεκροταφεία, αλλαγή παπάδων, γυρίζει και βλέπει, γιατί κλαίτε; Κύριε κηπουρέ μου, αν εσύ τον πήρες και τον σήκωσες πες μου πού τον έβαλες, ο Επίκουρος στον Κήπο διδάσκει την πνευματική ηδονή, δεν είναι ο παρεξηγημένος υλιστής, ο κακοήθης, ειρήνη και γαλήνη επαγγέλλεται, δάσκαλε, του λέει, μη μου άπτου ακούει, η μιμόζα η ντροπαλή, ένα μπιζέλι, με τις περιποιήσεις και την ομορφιά του, καλή μαθήτρια το φυτό, χνουδωτό μωβ το μαλλί της.  

Ως κηπουρόν επηρώτα, κι εκείνος εκεί στον κήπο της Χρυσαλινιώτισσας, μόλις είχεν αναλάβει, μόλις δημιουργήθηκεν ο κήπος, φύτευε φύτευε, και τη νύχτα μεγάλη Πέμπτη ξαγρυπνούσε, κι εμείς πώς θα στολίζαμε επιτάφιο αν δεν πηδούσαμε τα κάγκελλα και κόβαμε κόβαμε κόβαμε, αστυνομίααααα. 


Δάσκαλε, καλή μου μαθήτρια μη μ’ αγγίξεις, δεν πήγα ακόμα σπίτι και με περιμένει ο πατέρας, πες και στους άλλους, ειρηνεύετε, γαληνεύετε, ευδαιμονείτε, μην ταράσσεστε, μολόγα ό τι είδες. Πήρε το ανσανσέρ κι ανέβηκε. 

Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Αγγέλας Καϊμακλιώτη, Αειθαλής Θαλασσα

Αγγέλας Καϊμακλιώτη, 

ΑΕΙΘΑΛΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑ

Η ταύτιση του ποιητή με την ποίηση θέλει μεγάλη δύναμη, κι η Αγγέλα Καϊμακλιώτη το κατόρθωσε στη ποιητική της συλλογή «Αειθαλής Θάλασσα».
Αιώνια ζώσα και αναδύουσα την Αφροδίτη, την Ομορφιά και τον Έρωτα, προεικόνισε ήδη στο ποίημά της «Αμμόχωστος» στη συλλογή «Εκ του Σύνεγγυς» την πορεία προς την ταυτότητα ποιήτριας- ποίησης, αρχίζοντας από τον εξωτερικό σωματικό εαυτό της που εισδέχεται εκ των έξω προς τα μέσα τα στίγματα της γενέτειρας Αμμοχώστου.
‘Υστερα από την αναγκαία σιωπή, αφέθηκε ελεύθερη να γνωρίσει τον εαυτό της και την Τέχνη της, με το θηλυκό στοιχείο δεσπόζον, πολύπτυχο, που αίρεται στην αθανασία, πλάθει εαυτήν και πλάθεται ως άγαλμα, οδηγούσα στην κάθαρση καθαιρόμενη.
Μέσα στο ίδιο το σώμα της ως θάλασσα δέχεται τον γονιμοποιό ουρανό, έλκοντάς μας στα βάθη του μύθου και των πρώτων αληθειών του Ανθρώπου.
Ο παράδεισός της έχει στη γωνιά του το φίδι, τον δούρειο ίππο, την προδοσία, όχι μυθικές συλλήψεις αλλά ιστορικές πραγματικότητες που φιλοσοφημένα αποδέχεται, αφού χωρίς αυτές τις ρωγμές και χωρίς τη βίωση της προδοσίας και της τραγικότητάς μας δεν πληρούμεθα ως άνθρωποι με τη σφραγίδα της ενοχής.
Από τη θάλασσα αναδύθηκε η Αφροδίτη αλλά και από αυτήν ξεβράστηκαν μικρά και μεγάλα ναυάγια συγκλονιστικά.
Μέσα στο χώρο και στο χρόνο, το είναι και το μη είναι, την στάση και την κίνηση, τον θάνατο και την αθανασία, σε μια ζωντανή διαλεκτική, όπως την συλλαμβάνει και τη εκφράζει η ευαισθησία της ποιήτριας, μετέχουμε για λίγο στις δυνατές αυτές συλλήψεις, από την άβυσσο στο φως, από το θάνατο στη ζωή, από το άτομο στην ανθρωπότητα μαζί με όλα τα υπάρχοντα από αρχαιοτάτων χρόνων και βιώνουμε στην ποιητική αυτή συλλογή τη σύλληψη του Ανθρώπου και της πορείας του με ένα ποιητικό λόγο ελεύθερο και καθαρό.
Ήδη η Αγγέλα Καϊμακλιώτη με τη συλλογή της «Αειθαλής Θάλασσα» ανέβηκε σκαλοπάτια και μας ανέβασε.


Στέλιος Παπαντωνίου 

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ

Τρεις δε και σκηνογραφίαν Σοφοκλής, κι ο Αριστοτέλης γράφει, το δράμα εξελίσσεται κι ο Όμηρος ποιεί έπη, και ο Ιωάννης ευαγγελίζεται, με τρεις στη σκηνή τα βγάζει πέρα, να παίζουν τους ρόλους, και των μαθητών και των μυροφόρων και των αγγελιαφόρων: Μαρία η Μαγδαληνή, Σίμων Πέτρος και Ιωάννης ο αγαπητός.

Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί τόσα που είδε στην ταφή του, τον από Αριμαθαίας, τη μάνα να σφαδάζει, το καινό μνημείο, τον λίθον, το βράδυ σκοτεινό ξαγρυπνά μαζί της, έπρεπε να σηκωθεί από τα χαράματα και πριν ακόμα χτυπήσουν  οι καμπάνες, κάπου εκεί στο μεσονυχτικό, ώρα που άρχιζε να φουρνίζει στη γειτονιά ο Πιτζιολής, να μπαίνεις στο διάδρομο και να σε αγκαλιάζει ζεστή μυρουδιά, ζεστό ψωμί,  λάδι και λεμόνι, κι ο βράχος αποκυλισμένος και θεόρατος.

Πώς να βαστάξει μόνη τόσο θαύμα; Και τρέχει να το πει στον Πέτρο και στο Γιάννη, ο Πάτροκλος ήταν ήδη νεκρός, κατέβηκε στον ύπνο του Αχιλλέα, να τον αδράξει στην αγκάλη δεν μπορεί, εξαφανίζεται, κι αρχίζει τις θυσίες και τους αγώνες. Τρέχουν κι ο Αντίλοχος κι ο Αίας κι ο Οδυσσέας, άθλα επί Πατρόκλω, μια μεγάλη τιμή για τον νεκρό, ετοιμασία για τον θείο ζωντανό.

Στο Μαραθώνα έπαιζαν στα ζάρια την τιμή της Ευρώπης, ο ταύρος περίμενε ήσυχος υπομονετικός, κι ο Σιμωνίδης έγραφε τα δικά του,   Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι, τρέχει πρώτος ο ημεροδρόμος Φειδιππίδης, δεν μπαίνει στο μνημείο, και βλέπει τα οθόνια. Δριμύτατος ο Σπύρος Λούης ακολουθεί κι ακολουθείται,  βλέπει και το σουδάριο που ήταν στο κεφάλι του, τυλιγμένο εκεί κοντά, και πίστεψε και γράφει.

 Ένας αγώνας δρόμου. Δεν ήξεραν την Γραφήν κι έχουμε να μάθουμε ακόμα πολλά.


Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΚΤΟΝ

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΚΤΟΝ
Εκείνος ανέβαινε από τον τάφο, εκείνη κατέβαινε από τον Όλυμπο, κάπου συναπαντήθηκαν στα προπόρτια του Οδυσσέα, έτρεξε ο Τηλέμαχος, της πήρε την ομπρέλα, την κάλεσε στο τραπέζι, όμορφη πάντα που ήταν, γεννημένη και μεγαλωμένη στην ίδια ηλικία, σαν τους αγνοούμενούς μας που τους θάβουμε νέους, μικρότερους από τα εγγόνια τους, μια αγάπη της έχουμε από τα μικράτα μας, κι όταν τη γνωρίσαμε από κοντά στις φτώχειες της την αγαπήσαμε περισσότερο, με τα θέατρα και τα σινεμά της με τους μεγάλους συνθέτες της δεκαετίας του εξήντα, αθάνατοι, εκείνος βρέθηκε ανάμεσα στους μαθητές του ύστερα από αιώνες, συγκινητική συγκέντρωση, όλοι μαζεμένοι ένα γύρο, καλή μέρα να’ χετε, κι άρχισε το τρέμουλο, ο πύργος με τα φαντάσματα, τι τρέμετε, μην είστε μικροί, φέρτε μου άγριν του λαού, να φά’ οφτόν περτίτζιν, να φά’ αρκοτζεράμιον, που τρων αντρειωμένοι, να πκιω γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φημισμένοι, τζαι που το πίννουν άρωστοι τζαι βρέθουνται γιαμμένοι, κι ο Τηλέμαχος την οδήγησε στο τραπέζι, να φάει να πιει σαν άνθρωπος, ψάρι οφτό, κερήθρα, να ξεφοβηθούν που ΄βλεπαν νόμιζαν φαντάσματα.
Σας τα είπα τόσες φορές, τα ψάλλατε, τα τραγουδήσατε, ξύπνα καημένε μου ραγιά και σήκω το κεφάλι, ύστερα από το μνημόσυνο του μικρού ήρωα, συγκεντρωμένες στο υπερώο οι μυροφόρες αναφτέρωναν κι αναφτερώνονταν, ανοίξτε τα μάτια, τους είπε, και τους διάνοιξε το νου, προσευχηθείτε να σας έλθει δύναμη από τα Ύψη, μια κατεβαίνει Απόλλωνας, ἔκλαγξαν δ᾿ ἄρ᾿ ὀϊστοὶ ἐπ᾿ ὤμων χωομένοιο, αὐτοῦ κινηθέντος, μια ουρανοκατέβατος Ερμής με τα σαντάλια του που πηγαίναμε καλοκαίρι στον Άι Δίχτητο και δεν ξεκολλούσαμε από την καλύβη του Σκάρου, στου Τζυρκού το παραδείσι, από πρωίας μέχρι νυχτός, εκείνος μάζευε πεταλλίνες και καβούρια, και τα παιδιά του καρφίτσα στο πέλαγο.

Ήρθε όμως ώρα και πάλι να πετάξει, σαν Ίκαρος, σαν Δαίδαλος, τον είδαν στο στερέωμα να αποχαιρετά, κι όλο χαρά κατέβηκαν στην πόλη, να ψωνίσουν στα μεγάλα καταστήματα που είχαν διασπαρεί στην υφήλιο. ‘Υστερα από τα ψώνια, τους περίμενε πολλή δουλειά. Πάλι στην υφήλιο, ο καθένας με ένα φλογοβόλο στην τσέπη, με μια δέσμη αχτίνες φωτός, ένα καινούργιο φως να διαφημίζεται, θυσία στο βωμό του φωτός, να λάμψει η αγάπη.

ΕΩΘΙΝΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ

Στέλιος Παπαντωνίου
ΕΩΘΙΝΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
Μου  έχεις και προτιμήσεις, λέει ο Λουκάς, άντε, με δικό μου γράψιμο για τα ωραία που έζησα, Λουκά δε και Κλεόπα, μα συνέχισε από  κει που έμεινες. Ο Πέτρος το παλικάρι έτρεξε να δει τι συμβαίνει και δε βρήκε τίποτε στο κρησφύγετο, ο αετός είχε πετάξει στα νέφαλα, ένας ήλιος λαμπρός φώτιζε το στερέωμα, εξήντα στάδια από τη Λευκωσία, καλά το τοποθετώ στον Ορκόντα, είναι τα δέντρα, το ποταμάκι, και στη ζωγραφική των ξένων, δέντρα μεγάλα, θεόρατα, πολύ φως στο βάθος, περπατούν οι δυο, για το Λουκά τόσα είπαμε, ο Κλεόπας, ήταν μητροπολίτης Πάφου κι εγώ πέντε έξι χρόνων, δεν τον θυμάμαι καλά, παρά μόνο από κάτι φωτογραφίες και φήμες ιεραρχών, κι ο Κλεόπας, Κλεόπατρος και το κουτσούρεψαν σαν τον Στυλιανό, τον θυμάμαι πρωτοσύγκελο στην αρχιεπισκοπή, άσπρος κάτασπρος,  στο δρόμο χωματόδρομο, το περπάτημα κάνει καλό, ύστερα από όσα έζησαν, συγκινήσεις διαψεύσεις άλλα περίμεναν άλλα τους ήρθαν, λιγάκι αδιάβαστοι φαίνονταν, και ουρανοκατέβατος μπαίνει ακάλεστος στην κουβέντα, την παθαίνουμε κάποτε, νομίζουμε πως είναι δικοί μας άνθρωποι, αν μας συγχωρέσουν μας απαντούν, αν είναι μούργοι μουργώνουν περισσότερο, αλλά πού να καταλάβουν. Τι σας συμβαίνει; Τους κρατούσε κλειστά τα μάτια, κι είναι κοντά μας δίπλα μας και δεν τον βλέπουμε, μα γιατί μου γκρινιάζετε,  λυπημένους σας βλέπω, συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ κι έμεινε στους γραμματιζούμενους η φράση, μόνος από τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ και δεν ξέρεις πότε τη λεν και άλλα τέτοια που μας σούρνουν στην περίσταση. Μα πού ζεις, και δεν ξέρεις για τα καμένα κορμιά, και για τις ναπάλμ και για τις αγχόνες και για τα κρησφύγετα και δεν άκουσες για εγκλωβισμένους, πρόσφυγες αγνοούμενους, νεκρούς και τραυματίες, κι εμείς νομίζαμε πως κάποτε οι αγώνες μας θα δικαιωθούν και τώρα… Είναι βέβαια κι ο Ελπιδοφόρος, νεροφόρος στον Πολύστυπο, το νερό είναι ζωή, δροσιά, υγεία, πρώτο αυτό χρειάζεται, κι ήρθαν οι γυναίκες από τον ποτό, όλη νύχτα πότιζαν τις λεφτοκαρκές, και μας είπαν πως τον είδαν, ο Τσιάρτας ήταν εκεί μαζί τους, ήρωας του χωριού, κι έπρεπε να το ξέρετε πως αν δεν πάθετε δε θα δείτε άσπρη μέρα, τους λέει ο ουρανοκατέβατος. Τα ναυτόπουλα με τα λευκά ίσως να σας υπενθυμίζουν πως έχετε περισσότερη θάλασσα από ξηρά, κι ίσως εκεί να είναι η λύση του προβλήματός σας, πολύ νερό, αλλά τι να σας τα λέω, πόσοι και πόσοι δε σας τα είπαν και σεις ανόητοι και βραδείς, αργοπορημένοι και βαρεμένοι που είστε!
Κάπου εκεί πλησίαζαν και στο κεντράκι, νύχτωνε, έλα να κάτσουμε να φάμε, περνούμε εδώ τη νύχτα κι αύριο συνεχίζουμε το δρόμο, τον προσκαλούν, κι αυτός προσεποιείτο πως θα πάει μακριά και δεν μπορούσε, άντε να σας κάμω το χατήρι, μα πολύ μου αρέσει γιατί είναι η μόνη φορά που αστειεύεται, τους πειράζει, το χαίρεται, είναι ένας άλλος άνθρωπος, απαλλαγμένος πια από καθήκοντα, όλα τα’ καμε, μπορούσε να πει κι αυτός το νυν απολύοις αν ήταν Συμεών, μπορούσε να νιώθει ξάλαφρο το στήθος, σε λίγο έβγαινε στη σύνταξη, άντε να σας κάμω το χατήρι, και κάθεται μαζί τους, μη με νομίσετε ακατάδεκτο, διπλοπόδι στο σοφά, είναι κάτι πίνακες νομίζεις πως κάθονται στην ταβέρνα του χωριού και περιμένουν οφτό κλέφτικο και τη βεσόπα, κάθονται, πιάνει το φρέσκο αχνιστό ψωμί, με τα χέρια το κόβει, ένα σου ένα μου κι ένα σου, κι εκεί άνοιξαν τα μάτια, μα είχε εξαφανιστεί. Κατάλαβαν. Η καρδιά τους καίγονταν.
Μια και δυο τρέχοντας επιστρέφουν και βρίσκουν τους έντεκα, τον είδε ο Σίμωνας, βρε εμείς τι πάθαμε να ρωτάτε! Το πιο ωραίο εωθινό. Το χαίρομαι.


Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

ΕΩΘΙΝΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

ΕΩΘΙΝΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
Οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν με κάθε θυσία δικών μας να επιβληθούν, και το 56 και το 57, η αγχόνη στημένη, στην αρχή δυο, Καραολής και Δημητρίου, η Ελλάδα γεμάτη οδούς με τα ονόματά τους, κι ύστερα τρεις, Ζάκος Πατάτσος και Χαρίλαος, και ύστερα πάλι τρεις, Κουτσόφτας Μαυρομμάτης και Παναγίδης, κι ήρθε η ώρα του μικρού, μαθητούδι ήταν, ένας άγγελος ποιητικής, ο Βαγορής, του Μάρτη του 57, κι οι αδελφές τους κι οι γυναίκες και τα παιδιά κι οι μανάδες κι οι γειτόνισσες, ετοίμασαν λουλούδια και μύρα κι αρώματα για τους τάφους τους, μόλις που χάραζε το φως, την ώρα εκείνη του πρωινού την πανέμορφη με τα ωραία χρώματα και την ελπίδα πως πάλι ο ήλιος ανατέλλει, ρόδινο βρέφος με τα χεράκια και τα ποδαράκια του να πεταρίζουν, κι αυτές έξω από τη μεγάλη θύρα της φυλακής, και ποιος θα μας ανοίξει, και την ήβραν ορθάνοιχτη, μέσα από ένα πέρασμα διάβηκε και σώθηκε, κατέβηκε τον ποταμό πίσω από το Προεδρικό, τα παιδάκια ήταν εκεί ακόμα επισκέπτες, αφήστε τα να ρθουν κοντά μου, κι ύστερα το πρώτο αυτοκίνητο μένει στο δρόμο από βενζίνη κι άλλο ένα αναπηρικό  τραβά για την Πάφο.
Ήταν  η Μαγδαληνή Μαρία κι η Ιωάννα κι η Μαρία Ιακώβου που κάθονταν εκεί κοντά στο τείχος, περιοχή Ορφέα, με το αεράκι του καλοκαιριού, με τις καρέκλες έξω στο πεζοδρόμιο, να περνά κόσμος και να βλέπουν, να έχουν τις μυρουδιές από τη μια της Βασιλούς με τα σουβλάκια, κι από την άλλη να’ ρχονται από τον Τσακλαγιάν τα τραγούδια τούρκικα  κι οι μυρουδιές το γιασεμί, κι έμειναν  απορημένες ποιος ν΄ άνοιξε τις πόρτες, μια τεράστια πέτρα μπροστά, στα πανηγύρια ούτε για δοκίμι δεν την φαντάζονταν, τόσο βαριά ποιος να την σηκώσει, κι έρχονται ουρανοκατέβατα δυο ναυτάκια, ολόλευκη στολή, λαμπροφορεμένοι, για παρέλαση κοσπέντε του Μάρτη πήγαιναν, τι ζητάτε, που δεν ξεχωρίζετε τους ζωντανούς από τους νεκρούς; Ντροπαλές αυτές έσκυψαν το πρόσωπο στη γη, μα δεν ακούσατε τα σχέδια της κυρα σίας, τον κισσιγκέρο, την τουρκιά με την αϊσέ της, τα σχέδιά τους από το πενήντα, βαλμένα σε τάξη και σε εφαρμογή με το νι και με το σίγμα, τα ξέρατε, γιατί ξεχνάτε, κι έτρεξαν να το πουν στην ομάδα, συγκεντρωμένοι οι έντεκα κάτω από την κληματαριά, φοβισμένοι ύστερα από το σταυρό που τράβηξαν και τον είδαν εκεί πάνω, ταράχτηκαν, δεν πίστεψαν, τι λέτε κόρες, μεγάλη ταραχή πήραμε, μη λέμε κι άσκεφτα πράματα,  μόνο το παλικάρι ο Πέτρος έτρεξε να δει κι έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. Ως συνήθως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Δεν τα ‘πε έτσι ακριβώς ο Λουκάς, πήγα στο σπιτάκι του, δεν τον βρήκα, από το 58 καταστραμμένο, το ξανάφτιαξαν οι τούρκοι, να δεχτεί επισκέπτες δεν τον αφήνουν, επικοινωνούμε αλλιώς, έχει τους πιστούς του, συνεννοούμαστε, γιατρός και ζωγράφος και συγγραφέας, δεν είναι δα κι ο πρώτος! Και μου επέτρεψε να τα πω με τον τρόπο μου καρδίαν καθαράν κι όπου θέλεις πάτα.


ΕΩΘΙΝΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΕΩΘΙΝΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
Στέλιου Παπαντωνίου
Ο Μάρκος χτύπησε ευγενικά την πόρτα, στο στενό καμαράκι του ο Παλαμάς, στο γραφείο, στοίβες βιβλία, χαμένος στα χαρτιά του, απέναντί του η Πολιτεία, λιγδωμένη, αναμαλλιασμένη,  δαιμονισμένη, κι αυτός θέλει να την ελευθερώσει, από πάσης μαλακίας, ήτοι αδικίας, αναξιοκρατίας, ψευτιάς, κλεψιάς, παρανομίας, παραποίησης στοιχείων, προδοσίας ενί λόγω, και φτιάχνει το γλυπτό λαμπρό.  Μαρία η Μαγδαληνή αφ ης εξεβλήθη επτά δαιμόνια. Τον είδε πρώτη έξω από το κρησφύγετο κι έφριξε αλλά το πίστεψε, γιατί το μπορούσε, καθαρίστηκε, άνοιξαν τα μάτια της, μα οι άλλοι δεν πίστευαν, οι σώφρονες, οι συνήγοροι του οχτρού, ομματογιάλια παντός είδους, κομματικά, τουρκικά, προπαγανδιστικά, καλά να πάθουμε να λεν, που τον πιστέψαμε το γιο του μαραγκού και της κυρα Παναγιώτας, ας γυρευτεί αλλού, βάλαμε μυαλό, εμείς φταίμε γιατί θέλαμε να γίνουμε Άνθρωποι να του μοιάσουμε!
Ο Μάρκος αποδίδει περιληπτικώς το περιεχόμενο, αγωνιά με τις πρώτες ερωτήσεις αν και το ξέρει, δεν τον συγχύζουν πια οι εξεταστές με αλλοπρόσαλλες διατυπώσεις, κάτι κουτσουβέλικα για ελληνικά, κι ύστερα ο Φρίξος ο Πετρίδης στην τάξη, τότε διδάσκονταν Μυθολογία και στα πανεπιστήμια, στο μύθο τα θεμέλια της αλήθειας, τρέχετε τώρα επιστήμονες να αποδείξετε τις αλήθειες τους, κι ο Δίας στο κρυφό, κατέβαινε από τα νέφαλα  με άλλη μορφή, έτσι και στην Αλκμήνη τη μάνα του Ηρακλή, παντρεμένη με τον Αμφιτρύωνα: Λείπει ο καλός σου στην εκστρατεία, όλα τα κανόνιζε ο Νάτος και η Σία (ύστερα έγινε υπουργός Παιδείας) τη λιμπίζεται ο Δίας, παραγγέλνει ομοίωμα στα καλύτερα εργαστήρια της Χώρας, παίρνει τη  μορφή του, καλώς ήρθες άντρα μου και καλέ μου, κι έρωντας είναι του Διός, Ηρακλής το εργόχειρο, αυτά τη μέρα- νύχτα την έκαμνε ο Ποντίφιξ όταν χρειαζόταν για τις βρωμοδουλειές του-  και το βράδυ έρχεται ο πραγματικός, πολύ ερωτιάρης μου βγήκες άντρα μου καλέ μου και πρωί και βράδυ! Ποιος, εγώ; Εν ετέρα μορφή που λέει.
Κι είπαν στο εκκλησάκι στο Παγκύπριο να τον ζωγραφίσουν στο θόλο και μια και δυο και εν ετέρα μορφή, ποια είναι σήμερα η μορφή του; Του καθενός μας μαύρου άσπρου κόκκινου κίτρινου, μαζί μας είναι, τη μορφή μας πήρε και παίρνει, κι εμείς εντός μας, θα τον δούμε και παρακάτω, να τον θαυμάζω με τα αστειάκια του στους περιπατούντας εις αγρόν ή προς Μουτουλλά, κάπου εκεί στον Ορκόντα στο ποταμάκι κοντά. ‘Ελα να φάμε μαζί, τον είδαν, κάηκε η καρδιά τους, τον πίστεψαν, μα οι άλλοι δεν. Οι λογικοί!!! Και τους εμφανίστηκε για δεύτερη φορά.
Μια και δυο  τώρα, δεν χάνει ποτέ την τεμπερατούρα του, τους βρίσκει συγκεντρωμένους και φοβισμένους κάτω από την κληματαριά τους έντεκα, και γιατί κύριοι μαθητάδες δεν πιστεύετε, τόσα γιοφύρια χτίσαμε μαζί, και δεν έπεσαν,  ο απιστήσας θα χαθεί, γιατί απλά δεν πιστεύει παρά στα μάτια και στα αφτιά και στο κουκούτσι το νου του, ω του μεγαλείου του νου του, θεός σχωρέσ’  τον! Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου.

Και θα μάθετε να μιλάτε ξένες γλώσσες και τη γλώσσα σας θα μάθετε να την πλάθετε και να στολίζετε με τα απλά και ωραία, ν’ ακούγεται σαν άλλη ομορφιά, κι ύστερα πόσες φορές να τα πει, είχε και καθήκοντα στον ουρανό, παίρνει το αεροπλάνο, ξεκινούσε από την Πάφο, κι αναλήφθηκε στους ουρανούς. Λέει κι ο Μάρκος.

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

ΕΩΘΙΝΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

ΕΩΘΙΝΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Στέλιος Παπαντωνίου
Μαρία Μαρία Σαλώμη Αντιγόνη, μάνα του Γρηγόρη μας, κάθονταν απέναντι στον τάφο εκεί στου Μαχαιρά το κρησφύγετο, δεν τις άφηνε ο Κρέοντας να θάψουν το παιδί, όχι, στις φυλακές θα σαπίσει και μετά θάνατον, ας είν’ καλά ο Ιωσήφ, το πήρε και το έθαψε, την άλλη μέρα με το χάραμα πήραν αρώματα να αλείψουν το σώμα του, ο Χάρτιγκ άτεγκτος, ο Πιλάτος ένιβε χέρια πόδια, καταΐδρωμένος, μια απαγόρευση πλανάται στον αγέρα, αλλά η Αντιγόνη τρίζει τα δόντια, χτυπά τα πόδια, δε ζητά σκλαβωμένες Σαλαμίνες, να τον θάψει θέλει με όλες τις τιμές, όπως όλες οι αδελφές, οι μανάδες, οι γυναίκες τους άντρες τους, κι η Μαρία η Μαγδαληνή με τα αρώματα.
Χτύπησαν την πόρτα του γιατρού του Σαββίδη, άνοιξε να δει τον καιρό, λίγα σύννεφα στον ουρανό αλλά αυτός προμηνούσε βροχές και αναπουμπούλες, ό, τι προαιρείσαι σε μυριστικό, σμύρνα κι αλόη, κουβάλησαν τις γλάστρες από το στενό της μάνας μου, κόψτε δυόσμο και βασιλικό, μην αφήσουμε άταφο στην εκκλησιά τον άνθρωπο, κι έρχεται γιορτή του Σταυρού, πόσο βασιλικό να μυρίσουμε να καθαρίσουν τα πλεμόνια μας;
Στη Λύση δεν θα τον πάτε, διαταγή για κέρφιου, κατάκλειστα τα σπίτια, δε βλέπεις καθημέραν αγγέλους να κάθονται στην πέτρα του τάφου, στην Πέτρα του Ρωμιού, στην Πέτρα του Λιμνίτη, στο κρησφύγετο μπροστά, εγκαταλειμμένο στα όρνεα το σώμα του Πολυνείκη, κι ο άγγελος  λευκοφορεμένος και απαστράπτων, τρέξτε να πείτε στους αδελφούς να τον συναντήσουν στο συνηθισμένο τόπο, πάντα την ίδια ώρα, κάπου εκεί στην εκκλησιά του Τρυπιώτη, μαθητούδια ήμασταν, ποιος να μας υποψιαστεί και γιατί, κι έπρεπε να ετοιμάσουμε την ταφή, τα τραγούδια, τις σημαίες πολλές και τα συνθήματα, έτσι θάβαμε τότε τους ήρωες, γεμίζαμε λεωφορεία και πηγαίναμε μαζί του ως την εκκλησιά ως το νεκροταφείο. Τι ζητάτε, δεν είναι εδώ, σηκώθηκε, τον σήκωσαν, τον πήραν, πήγε μόνος τον είδαμε, μη συγχύζετε τους ζωντανούς με τους νεκρούς, όλοι αυτοί ανήκουν και θα ανήκουν στους ζωντανούς, κι οι γυναίκες με την αντρίκια ψυχή θα τρέχουν να αλείψουν το σώμα τους με μύρα, να απλωθεί στη γη το μήνυμα πως τα πιο μυριστικά είναι της καρδιάς τα μύρα.
Κι ύστερα από αυτό το γράψιμο του Μάρκου, συγκλονίστηκαν οι γυναίκες, ξανάζησαν το θαύμα, τον είδαν τον άγγελο να κάθεται και να τους αναγγέλλει την ανάσταση της πατρίδας, αλοί του που δεν πιστεύει στην Ιστορία μας, έστω κι αν κάποτε πλακώνει ο φόβος της λογικής και των μαθηματικών, και  ουδενί ουδέν είπον, εφοβούντο γαρ.


Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

Εωθινό πρώτο

ΕΩΘΙΝΟ ΠΡΩΤΟ
Ήταν μικρές εικόνες, τις είχαμε πάνω από τη μικρή αγία Τράπεζα, δεν καλόβλεπες το περιεχόμενο, αρχαίες, μαύρες κατάμαυρες μα μεγάλης αξίας, ήταν και μια που ξεχάστηκε, στις πολλές μετακινήσεις από κει από δω μη μας τις πιάσουν οι τούρκοι μαζί με τα άλλα ιερά και όσια, βρέθηκε δίπλα, στη Χρυσαλινιώτισσα, μα εσύ δεν ανήκεις σε καμιά οικογένεια της ενορίας, είπε ο παπάς που ήξερε πάππου προ πάππου τις γειτόνισσες και τους γείτονες, παιδιά σκυλιά γατιά, να πας να βρεις τους δικούς σου, και μας την έφεραν, κάμαμε βέβαια κι εμείς τα δέοντα, τους ευχαριστούμε, δεν χάνεται η εκκλησιά δεν χάνεται η γειτονιά ύστερα από τόσες επιθέσεις των οχτρών παντός είδους εμείς εκεί,  στο καμπαναριό και στην ελληνική σημαία μας, ενώ τα παιδιά στην Ευρύχου περίμεναν πάντα πρωινά πρωινά να κινήσουν για το εωθινό, για το όρος εκεί ψηλά που έπεσε ο Μάρκος Δράκος, ενθουσιασμός, λαχτάρα, ανάπνεαν τον καθαρό αέρα, να κάτσουν να τα πουν λίγα και καλά να τους μένουν, ο δάσκαλός τους ήταν ένας ήρωας, έπεσε για την πατρίδα το 57 στα Σκληνίτζια  κι είχε να τους διδάξει όχι γνώση κατανόηση αλλά την εφαρμογή των όσων θεωρητικά αποστήθιζαν για να περάσουν τις εξετάσεις, εδώ δεν μπορούσαν να δουν από το διπλανό τους,  εδώ ήταν σώμα και αίμα για τον τόπο, δεν ήταν τα σιδερά όπλα αυτοσχέδια, ήταν η άυλη ψυχή του Λευκάτη που βροντούσε κι άστραφτε τις νύχτες του χειμώνα εκεί ψηλά, φώτιζε τα σκότη, την άλλη μέρα έρχονταν στο σχολείο άλλοι άνθρωποι με μια λάμψη στα πρόσωπα.  Ύστερα κατέβαιναν για τις παρελάσεις, τον πανηγυρικό, τις δοξολογίες, εν δυο μπροστά στο διευθυντή, τον ιερέα, τον κοινοτάρχη, το δέσποτα, τους καθοδηγούσε ο Μάρκος, μαζί σας πάντα, τους έλεγε, μη φοβάστε, εγώ είμαι, έργα κι όχι λόγια, και φέρτε όσους μπορείτε στον Ιορδάνη, το καλοκαίρι θέλει τη δροσιά του εδώ θα τη βρείτε, το νερό πολύ.
Τα άκουσε ο Ματθαίος στο τελωνείο, τα έλεγαν μεταξύ τους όσοι τα έζησαν, όταν περνούσαμε κάτω από τα άγρυπνα βλέμματά τους περιμέναμε να μας φωνάξουν, για έλα εσύ, άνοιξε τη βαλίτσα και τι είναι τούτο και τι είναι κείνο, μην έχεις ηλεκτρικά είδη, στον Πειραιά ήταν άλλο πράμα, που ήξεραν και τα χαλούμια και τα κουτιά τα γάλατα, καλά τώρα κάθονται άνετοι κι εκείνοι κι εμείς,  τα έγραψε λοιπόν ο τελώνης, τα πήραν ύστερα οι αυτοκράτορες του βυζαντίου, άλλος τα εξαποστειλάρια, άλλος τα δοξαστικά, Λέων ο Σοφός, Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, μέσα στην ησυχία του παλατιού, με την ποίηση και τη μουσική τους, εμείς ακόμα τα ψάλλουμε, εκτελούμε, αξέχαστος ο πρώτος δίσκος του Περιστέρη, μητροπολιτικός ναός Αθηνών, τι αρχοντιά, απλότητα χωρίς ακκισμούς και χαριεντισμούς, χαιρόμαστε, θαυμάζουμε, περηφανευόμαστε μαζί με το στίχο τη μουσική, μαζί με τους μοναχούς και τις καλογριές όλου του κόσμου, που τα διέσωσαν.
Τόσα και τόσα παράξενα πιστεύετε, γιατί διστάζετε; Οι δε εδίστασαν. Τι να πούμε εμείς;

Στέλιος Παπαντωνίου 

ΤΩΝ ΜΑΝΑΔΩΝ ΚΟΙΜΗΣΗ

ΤΩΝ ΜΑΝΑΔΩΝ ΚΟΙΜΗΣΗ
Στέλιος Παπαντωνίου
Τη δεκάτη πέμπτη του αυτού μηνός, κάπως έτσι μας έφυγε, εγώ ήμουν στις εξοχές μου, οι άλλοι καθένας στη δουλειά του, μου τηλεφώνησαν από το ίδρυμα, η μάνα σου στο νοσοκομείο, μόλις προλαβαίνεις. Καθόταν υπομονετική πίσω από τη μεγάλη πόρτα, τη νύχτα σαν βγαίναμε, μα σαν άκουγε τις πατημασιές μας έτρεχε στο κρεβάτι μην καταλάβουμε πως μας περίμενε όλη αγωνία, ο Θεός μαζί τους, μη μου πάθουν, τόσα κακά ο κόσμος, και χτες και σήμερα και αύριο. Εκεί Της είπαν μήνυμα άγνωστο αλλά είναι για Σένα, ετοιμάσου, σε περιμένει ο Υιός, τρεις μέρες πριν. Ήταν ένα θρουμπί, λίγο πιο πάνω ήταν γεμάτο το βουνό, το έδεσε σ΄ ένα διχάλι, άρχισε το σάρισμα, να ετοιμάσει το κρεβάτι, τα μίζαρα, δυο χιτώνες τους είχε, ήταν μαζί της δυο σριλανκέζες, τους μοίρασε. Εκείνου τον χιτώνα τον έβαλαν στην κλήρωση, ήταν άρραφος δεν μπορούσαν να τον κομματιάσουν, πήρε τηλέφωνα, έστειλε τηλεγραφήματα, ελάτε, είπε στην ομάδα, σας περιμένω, έχω μήνυμα μυστικό. Αυτός που ήταν στη Μόρφου και στην Αμμόχωστο την έπαθε, το αεροδρόμιο στη Λευκωσία είχε ήδη βομβαρδιστεί, έξοδο δεν έβλεπε με τίποτε, τα αεροπλάνα άρχισαν με το χάραμα να τρομοκρατούν τους άμαχους συνεχίζοντας τις συνομιλίες, πήρα στο χέρι το κάρικοτ με το παιδί φρεσκογεννημένο, στο «Βιολιστή στη Στέγη» φώναζε ο πατέρας: «μην ξεχάσουμε το παιδί», κι ο καπετάν Μιχάλης, η γυναίκα μου συνήθιζε το καλοκαίρι να σκεπάζει τα έπιπλα στο σαλόνι, να τα μαζεύει, τα βάζω στη θέση τους, τακτοποιώ τα πάντα, δεν είμαστε ανοικοκύρευτοι, σε τάξη. Βιβλίο δεν έπιασα κανένα, θα πρόδινα τα άλλα. Εκείνες τις μέρες ο Σεφεριάδης μου συστήθηκε για καλά, «τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις δεν μπορείς», αν δεν τα ζήσεις πού να καταλάβεις. Έτσι κι η θεία η Αλεξάντρα στο Βουνό, σάρισε την αυλή, πύρωσε το φούρνο για τα δέκα παιδιά, κι η Ξενού σταμάτησε το μοιρολόι, πέρασαν οι σαράντα του Χρυσόστομου, κι η Μοιρού στον άι Επίκτητο, μάλιστα είχε κάμει δηλώσεις και στο ΡΙΚ, διωγμένη με το Σκάρο της και το μικρό μίνι: θα επιστρέψουμε, βέβαια. Σκούπισαν, έβαλαν και στην κορίπα θρουμπί να μένει καθαρό και μυρισμένο το νερό. Την τελευταία της νύχτα ήταν μόνη η μάνα μου, χρωστούμε οι αρσενικοί χρωστούμε, σε μια στιγμή η νοσοκόμα την βλέπει να ανασηκώνει τα χέρια, αποχαιρετά, μου είπε, κι αφού δεν ήρθαν όλοι οι της ομάδας, ο Μάμας με το λιοντάρι πού να κινήσει τέτοια ώρα, μπλόκο τα αεροδρόμια, την έθαψαν στο χωριό της μοναχής Γεθσημανής. Εκεί στα γηρατειά, της άρεσε να πηγαίνει στο λιοχώρι να βλέπει τα δέντρα που λύγιζαν με τον αγέρα, την προσκυνούσαν και τους έλεγε τους καημούς της καρδιάς της, προσεύχουνταν, βλογημένα δέντρα, μαζί με την τερατσιά.
Κι εμείς στον τόπο μας, να θάβουμε τις μανάδες μας, όπως Εκείνος τέτοια μέρα, να την παίρνει στο ταξίδι το παντοτεινό, τέτοια μέρα κάθε χρόνο. Στον τόπο μας.
Αρχή φόρμας
Τέλος φόρμας