Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΟΙΗΣΗ ΘΕΟΚΛΗ ΚΟΥΓΙΑΛΗ



ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΠΟΙΗΣΗ ΘΕΟΚΛΗ ΚΟΥΓΙΑΛΗ
ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΥΛΗ

Θεοκλής Κουγιάλης
ΜΟΛΥΒΙΕΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ
                                                                       (Απομνημονεύματα 1958-59)
Έρημος
Προσπάθεια αποτύπωσης σε γενικευμένο προσωπικά λόγο, α΄πληθυντικό, της επικρατούσας κατά τον ποιητή κατάστασης ερημίας στον τόπο. Ελάχιστη ζωή, σταγόνες, καψαλισμένα όνειρα, ο χαρακτήρας μάλλον της πειρατείας της ζωής, κάτω από τον καυτό ήλιο, προπάντων όμως η πεποίθηση πως ως σύνολο ο λαός δε δέχτηκε επιδράσεις εξωτερικές αλλά διατηρεί την αγνότητα και την πίστη στα πατροπαράδοτα.
Λόγος άτεχνος ακόμα, με μαιανδρικές περιφράσεις, ή επίθετα πλαστά καθ’ υπερβολήν, όπως «ξιφολογχικό αδράχτι του πολιτισμού, η κορμοστασιά της αντίληψής μας. Τα μυωπικά ματογυάλια της απρέπειας.»
Ο κύβος ερρίφθη
Ίσως αναφορά στον προηγηθέντα αγώνα του 1955-59 κατά των εγγλέζων κατακτητών. Η απόφαση των Ελλήνων της Κύπρου να αγωνιστούν εν γνώσει των δυσκολιών και της αριθμητικής τους δύναμης, όμως η ιστορία και οι θρύλοι τους ενδυνάμωσαν, κι η απόφασή τους ήταν ιστορική.
Και πάλι ο χαλαρός λόγος, δεν έχει ακόμα σφιχτοδέσει, «μπολιάσαμε τις δυνάμεις μας με τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων βαλμένα άνετα στο μανδύα του θρύλου». Η σε α΄ πληθυντικό γραφή εκφράζει το συνολικό των Ελλήνων της Κύπρου τους οποίους ο ποιητής εκπροσωπεί.
Βιοπάλη
Όταν ο άνθρωπος ονειρεύεται και δεν παρασκευάζεται, μένει εκτός νυμφώνος.
Η εικόνα της ζωής που αρχίζει κάθε μέρα (η γη μας πήρε στο καθημερινό της ταξίδι) στη βιοπάλη (η λεωφόρος φόρεσε το βουερό σακάκι της βιοπάλης) κι η αποφασιστικότητα του ανθρώπου να πολεμήσει τη μοίρα του.
Στο ίδιο επίπεδο της άτεχνης γραφής, μα η προσπάθεια έκφρασης καταφανής. Γραφή σε α΄ πρόσωπο ενικό. Προσωπικό θέμα.

Σαλώμη
Η προσωποποίηση της ασυνειδησίας, η Σαλώμη, ζητεί το κεφάλι του Προδρόμου σε δίσκο. Αυτοκαταστροφικός, ζει μέσα στις αυταπάτες (Το ρόδο του ιδανικού μου είναι μια μπιρμπιλωμάτα αυταπάτη) κι όμως θρησκευτικός (Ίσως να ρουφώ το όπιο της καταστροφής..‘Ισως και να μη ζω. Όμως: Στυλώστε στα Ιμαλάια ένα Σταυρό και μαζέψτε το φως του ήλιου στην κλειστή σας παλάμη.)
Τόσο- Μα τόσο μικροί
Προσωπικά βιώματα και προβληματισμοί για τους ανθρώπους, που βρίσκονται ανάμεσα στην απερισκεψία, την προσποίηση, την απάθεια, την ακολασία.
Ο ποιητής ζει τις αντιφάσεις: Δίβουλος. Ο αδηφάγος πόθος της αναζήτησης κι ο καλουπιασμένος λογισμός- συνείδηση γρονθοκοπούνται. Μου τραβούν τα μαλλιά.
Γρηγορείτε
Προβληματισμοί για την ηθική, για το Πίστευε και μη ερεύνα, για το τι  εστίν άνθρωπος, για τη μηδαμινότητά του.
Ρητορικός λόγος, δασκαλικός, όχι πειστικός, υποδεικνύει όμως τη γραμμή που θα ακολουθήσει ο ποιητής, με τους προβληματισμούς και τα υπαρξιακά ερωτήματα, τους δύσβατους εκφραστικούς τρόπους.
Δουλευτάδες
Ένας διθυραμβικός ύμνος ρητορικός για τους εργαζόμενους και τον τίμιο μόχθο τους.
Γράμμα στον ξενιτεμένο γιο
Γραμμένο όχι χωρίς στόμφο, είναι όμως πολύ ανθρώπινο, ως γράμμα στον ξενιτεμένο γιο.
Συμπερασματικά η πρώτη ποιητική συλλογή έχει όλα τα στοιχεία του πρωτόλειου, φανερώνει όμως έναν άνθρωπο που προβληματίζεται και αγωνίζεται να εκφραστεί ποιητικά, σε θέματα που τον απασχολούν: ο λαός, η ιστορία, οι αρχές και αξίες του πολιτισμού, το αγαπητό οικογενειακό περιβάλλον, η γενικότερη μοίρα του ανθρώπου στον κόσμο και η τραγωδία του.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ 1964
Ο τίτλος της συλλογής μπορεί να δικαιολογηθεί από τα γεγονότα του 1964 στην Κύπρο, κατά τα οποία όλοι οι άρρενες μετείχαν εθελοντικά σε στρατιωτικές επιχειρήσεις και ο τρόμος και φόβος του θανάτου ήταν διάσπαρτος.
Αχτένιστη
Με ολοφάνερη την επίδραση του Ελύτη, και ιδιαίτερα της Μαρίνας των βράχων, ο ποιητής απευθύνεται σ΄ ένα κορίτσι και το καλεί να χαρούν τον έρωτα.
Αρχίζουν τα πρώτα πετάγματα στο στίχο, έστω και κατά μίμηση.
Ο εξόριστος
Ύστερα από τον Ελύτη, ο Σεφέρης, με το «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια» και τα «Επιφάνια», τη «μικρή Αντιγόνη» και τις τεχνικές του. Η προσπάθεια όμως να βρει τη φωνή του ανάμεσα στους μεγάλους δασκάλους, του εμπλουτίζει τα ποιητικά όπλα.
Το ποίημα μιλά για μια εγκατάλειψη αγαπημένης, για την αναζήτηση της πρώτης αγάπης, την ερημιά, και την αναζήτηση των ανθρώπων, με ένα θρησκευτικό υπόβαθρο και μνήμες της παιδικής ηλικίας. Δυο αγκωνάρια του ποιήματος: πρώτον, γυναίκες στείρες που κλαίνε όσα παιδιά τους δε γεννήθηκαν και δεύτερον, μητέρες που καταριούνται τα παιδιά που γέννησαν. Τρίτη και καταληκτική, η μεγάλη μάνα με την αγάπη της.
Όπως ξημέρωσε
Το 1964, όταν εκδίδεται η συλλογή, η Κύπρος διέρχεται τις λεγόμενες διακοινοτικές ταραχές, μια ένοπλη σύγκρουση ελληνοκυπρίων με τους τουρκοκυπρίους. Το ποίημα γραμμένο με εναλλαγή πρώτου ενικού και πρώτου πληθυντικού εκφράζει και προσωπικά βιώματα αλλά και τη συνολική κατάσταση. Ότι ο ποιητής είναι στρατιώτης  φαίνεται στη δεύτερη στροφή, με το πόδια στ’ άρβυλα, κι ενώ ως άνθρωπος ζητεί την αγάπη είναι οπλισμένος με τα καταστροφικά όπλα του πολέμου. Στην τρίτη στροφή η μνήμη του Διονυσίου Σολωμού ή του Μπάιρον με τις ελληνίδες να χορεύουν και να γεννούν σκλάβους. Είναι όμως ο λαός καλά στερεωμένος στο έδαφός του, παρ΄ όλες τις προσπάθειες να αλλάξει ή να ξεχάσει τη γλώσσα και ταυτότητά του. Η κατάσταση είναι επικίνδυνη.
Το παράπονο του πρωινού
Ένα ποίημα με πολλή αφαίρεση, κι ανάμικτα, το θάνατο, τη ζωή, τον έρωτα, το φως, τα ερωτηματικά για τον άνθρωπο. Το ποίημα αρχίζει με παράπονο για το βάσανο του νερού μέσα στη στειρότητα των γυναικών. Από τη μια ο θάνατος κι από την άλλη η στέρηση της ζωής. Ακολουθούν πάλι σε αφαιρετικές εικόνες η μάνα και γυναίκα, το φως και το νερό αλλά και το αμάρτημα, ο φόνος, από τον οποίο πρέπει ο ποιητής να καθαρθεί. Για να καταλήξει στο ερώτημα για τον άνθρωπο που γεννιέται μεν στο φως,  όμως ο χαρακτηρισμός του ως  ανθρώπου είναι προβληματικός και απαιτητικός. Είναι μια λύπη αμετουσίωτη μέσα στο ποίημα, όπως λέει στον τελευταίο στίχο, που διακλαδίζεται από τον πρώτο στίχο ως τον τελευταίο με εικόνες και αντιθέσεις.
Ήδη ο ποιητής έχει κάμει άλματα με τις αφαιρέσεις και τις εναλλαγές των αντιθετικών εικόνων, σε λόγο εκφραστικότατο, κάτω από τον οποίο όντως ακούει κανείς τον άνθρωπο και διαβλέπει τα συναισθήματά του.
Τη στιγμή που αναχωρούσαμε
Για το μέτωπο; Στο ποίημα κυκλοφορεί, όπως και πιο κάτω, μια κρυπτοπολεμική ατμόσφαιρα, αρρωστιάρικη, όπως η πόλη του, με γυναικείο πληθυσμό γερασμένο, με αντιφατικές τις δικές του ιδιότητες, «βουνό ρευστό», παιδί και «παιδιών πατέρας» που συνυπάρχουν στις δύσκολες καταστάσεις. Ήδη η ατμόσφαιρα είναι βαριά κι ο ποιητής την μεταδίδει με το  λόγο και την τέχνη του.
Η φωνή σου ή ένας διάλογος
Ο Κουγιάλης κατορθώνει να δώσει ποίηση με λυγμούς και αγάπη, μπροστά στο θάνατο και στη δύναμη της ζωής. Η συνομιλία, ομιλία ή σιωπή, παίζουν τον τεράστιο ρόλο τους στις ανθρώπινες συναλλαγές, μέσα σε μια νύχτα τρομακτική, με την αδηφάγα ζωή και τον παρόντα θάνατο. Η σιωπή σώζει τις ακραίες καταστάσεις.
Για το κορίτσι της πόλης
Ο ποιητής βρίσκεται σε μεγάλη αναμονή, ώσπου έρχεται το προσκληθέν γυναικείο πρόσωπο, που θα δώσει φωνή στον ποιητή, γιατί έχει χάσει τη δική του, κι αν τη βρει θα είναι βραχνή. Κουρασμένος, άρρωστος, κλυδωνιζόμενος. Κι οι δυο γνώρισαν ένα πικρό και μαύρο ίσκιο, ίσως του θανάτου. Ο ποιητής έχει ανάγκη ενός οδηγού στη μοναξιά του.
 Η μοναξιά κι η αναζήτηση του άλλου γίνονται ένα από τα βιώματα και μοτίβα της ποίησης του Κουγιάλη.
Η επικοινωνιακή τεχνική του, γραμμένο το ποίημα σε β΄πρόσωπο, είναι επιτυχημένη, όπως και ο παρακλητικός τόνος. 
Για να με σκοτώσεις
Α.
Συνομιλία ίσως με το θάνατο, ίσως με φανταστικό πλάσμα, το φάσμα του κακού, που ξεπερνά ο άνθρωπος και τώρα χαίρεται γιατί υπερέβη τον κίνδυνο.
Β.
Η συνομιλία συνεχίζεται, σε επίπεδα πια εξωλογικά, με θέμα πάλι το θάνατο και την αποφυγή του. Η δικαιολογία όμως  είναι πως ο ποιητής δεν έχει αυτιά δικά του, γιατί το ένα ανήκει στην κοπέλλα που το φίλησε για πρώτη φορά και το άλλο ανήκει σ’ όλο τον κόσμο. «Πώς να σκοτώσεις έναν άνθρωπο χωρίς αυτιά;» Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ο ποιητής αγαπήθηκε κι αγαπά, γι’ αυτό κι ο θάνατος δεν τον κατανικά.
Του αρχηγού (Πρώτη αναφορά μετά την ανακωχή)
Ότι και πάλι βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση το δείχνουν τα συμφραζόμενα. Τα γεγονότα του 1963-64 έχουν σημαδέψει τη ζωή όλων των συγχρόνων του ποιητή, γιατί όλοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του πυρός εθελοντικά. Ο πόλεμος κι ο έρωτας δεν είναι παρά αλληλοσυμπληρούμενες έννοιες, από τη μια ο θάνατος από την άλλη ο έρως για ζωή. Και πάλι το αφαιρετικό, η απουσία, τα λογικά άλματα, μπορεί να εμποδίζουν την κατανόηση, όμως η ποίηση κερδίζει. 
Αναμένομεν
Πολεμικές μάλλον σκηνές, ο νεκρός φίλος, η κοινή τύχη. Τότε που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το άχρηστο των ονείρων και την απουσία του μέλλοντος ανάμεσα σε νεκρούς συντρόφους. Στα βαθύτατα όμως η ελπίδα.
Λόγος μικροπερίοδος, κοφτός, αγχωτικός, διακοπτόμενο αγκομαχητό.
Της μάνας …που τόσο πόνεσε για να μας αναστήσει
Απευθύνεται στη μάνα, φυσική ή στην πατρίδα γενικότερα, που κινδύνευσε, μνήμες από την παιδική ηλικία, και αναζήτηση βοήθειας, για να ξεχάσει την αδικία, προσωπική και γενικότερη, τώρα που είναι εκτεθειμένος στη ζωή. Η απουσία κι αναζήτηση του πατέρα, η αίσθηση πως τέλειωσε, ξεπεράστηκε ο κίνδυνος κι αρχίζει μια νέα περίοδος, χωρίς βέβαια να διαγράφεται το παρελθόν, ειρηνικό και πολεμικό.
Ήδη παρατηρείται μεγάλη πρόοδος στους εκφραστικούς τρόπους. «Η έκταση που μας γέννησε ανεμίζει τη μορφή σου κεντημένη σε χαλί» αν όλα αυτά σημαίνουν τη γεωγραφία της Κύπρου. «Θα ρίξω τη μορφή σου στο ποτήρι και θα τη δώσω να την πιούνε τα πουλιά.» «Κύλησε, Μάνα, την πέτρα σου μες στις βδομάδες μας..» ως ένταξη της πατρίδας μέσα στη ζωή των παιδιών της. Ένας σύνθετος πλέον λόγος ποιητικός, στερεός, απτός, με πολλαπλές ερμηνείες και εκρηκτικό περιεχόμενο της κάθε λέξης- ποιητικού κυττάρου.   
Το παιδί με τις πολλές και ποικίλες σκέψεις
Μια ποιητική περιγραφή της οικογενειακής ζωής μέσα στη φτώχια, με τις επιδράσεις της φύσης στην ψυχοσύνθεση, και προπάντων η προσπάθεια να «σώσουμε τουλάχιστον τις ψυχές» ως την ώρα του θανάτου. «Η σταύρωση μας έγινε πάθος». Σταύρωση και πάθος, λέξεις με ποικίλα νοήματα βασανισμού, υπομονής, θυσίας, έσχατης ταπείνωσης, και το πάθος ως πάσχειν αλλά και βαθύτατος πόθος που άγει και φέρει τον παθιασμένο, ένας υπέρτερος νόμος.
Της θλίψης και της κατάρας
Ως άλλος Ορέστης με νεκρό τον πατέρα από το χέρι της μάνας, δεν μπορεί να τιμωρήσει το φονιά γιατί η αγάπη για τη μάνα τον εμποδίζει, αλλά και νιώθει τόσο μικρός σ’ ένα μεγάλο κόσμο. Το ποίημα αρχίζει με μια ανατριχιαστική εικόνα των μοιχών και συνεχίζει μια αποστροφή του γιου προς τον πατέρα.
Εικόνες φρίκης και συναισθήματα συγκρουσιακά προς τη μάνα με μια βαθιά αυτογνωσία παρουσιάζουν ένα ποιητή με βάθος, κάτοχο ήδη των ποιητικών του τρόπων.
Γλυκέ μου επισκέπτη
Άγνωστος ο επισκέπτης, μπορεί ο θάνατος, σε μια νύχτα γιορτής- ίσως γενεθλίων του παιδιού του- με τη γυναίκα του και την αναμονή του ερχόμενου. «Γλυκέ μου Επισκέπτη, αν είναι να’ ρθεις σε θέλω ντυμένο με τις παραβολές μιας νέας θρησκείας.» Τούτο όμως μάλλον σημαίνει πως έχοντας ήδη μπει σε ποιητικούς νέους δρόμους, αναμένει ακόμα ανανέωση των θεμάτων και τρόπων, ένα νέο ευαγγελισμό.
Γενικά, ήδη με τη δεύτερη ποιητική του συλλογή ο Θεοκλής Κουγιάλης κατόρθωσε να καταταγεί ανάμεσα στους σοβαρούς εργάτες του είδους, με τις ευαισθησίες του, το βάθος και την κατάβασή του στα βάθη του εαυτού του και του ελληνικού κυπριακού λαού με τις ιστορικές του περιπέτειες. Τα ποιητικά του πετάγματα είναι ήδη πραγματικότητα κι ο αφαιρετικός στοχασμός του ελκύει τον αναγνώστη σε επαναληπτικές αναγνώσεις. Ουδεμία αίσθηση μανιερισμού ή κενότητας αλλά μάλλον εμπιστοσύνη στον γνήσιο άνθρωπο και ποιητή που μοχθεί να εμβαθύνει στον εαυτό του και στην ποιητική του γραφή.

ΑΛΛ’ ΙΣΩΣ ΟΧΙ 1968
Τέσσερα χρόνια μετά την δεύτερη ποιητική του συλλογή «Τα τελευταία μου» ο Θεοκλής Κουγιάλης εκδίδει την τρίτη του συλλογή με τίτλο «Αλλ΄ίσως όχι», συμπλήρωμα μάλλον του τίτλου της προηγούμενης που δεν ήταν η τελευταία του ούτε ο ίδιος βρέθηκε στα τελευταία του, αφού επέζησε του πολέμου. Με προμετωπίδα ή μόττο της συλλογής το δικό του «Αν δοκιμάσεις τη σιωπή μου ποιος θα σου δώσει τη δική σου;» υποβάλλει πως η σιωπή είναι πολύτιμη όχι μόνο για τον ποιητή αλλά για τον καθένα, γιατί μέσα σ’ αυτήν ο άνθρωπος βρίσκει με ενδοσκόπηση τον εαυτό του.
Η ποιητική αυτή συλλογή αποτελείται από τις ενότητες Άτρωτος αλλ΄ίσως όχι, Φονιάς αλλ’ ίσως όχι, Έρωτας αλλ’ ίσως όχι, Ποιήματα αλλ΄ίσως όχι. Με τις ενότητες βρίσκουμε μια ακόμα εξήγηση του τίτλου που κυμαίνεται ανάμεσα στο είναι και στο μη είναι, στο πιθανό και αβέβαιο των πραγμάτων, στις θολές εκείνες καταστάσεις, ιδανικές για την ποίηση της αμφιβολίας.
‘Ατρωτος (αλλ΄ίσως όχι)
Ο ποιητής αναφέρεται στον ίδιο το θάνατό του, στις ατελέσφορες προσπάθειες άλλων να τον θανατώσουν, στην ετοιμότητά του να πεθάνει, όμως θεωρεί τον εαυτό του άτρωτο, γιατί είναι το φως, είναι οι φούχτες του γεμάτες βρεγμένους σπόρους, μπορεί να μεταδώσει, να μεταλαμπαδεύσει, να πολλαπλασιάσει τη γνώση και την ευαισθησία με την τέχνη του, για την οποία είναι βέβαιος και περήφανος, ως υψιπέτης, που δέχεται την ευλογία της Ποίησης, το προφητικό της χάρισμα. Το χαρακτηριστικό του ως ανθρώπου του πνεύματος, μακριά από κομματισμούς και τοποθετήσεις, τον καθιστά από τη μια αντικείμενο εχθρότητας των αντιθέτων κομμάτων, από την άλλη όμως βέβαιο για την ορθότητα της θέσης του, που του χαρίζει αθανασία. Τα τρία τελευταία ποιήματα της ενότητας (ΧΙ,ΧΙΙ,ΧΙΙΙ) εκφράζουν την ετοιμότητα για έξοδο από τη ζωή με κάποια μάλιστα ανυπομονησία.
Λόγος και πάλι μικροπερίοδος, κοφτός, σίγουρος, παρ’ όλο το «αλλ΄ ίσως όχι», που δείχνει αβεβαιότητα. Ο ρυθμός και το λακωνικό των ποιημάτων επιβεβαιώνει ασφαλή γνώση και σιγουριά του γράφοντος.
Φονιάς (αλλ’ ίσως όχι)
Η ενότητα επιδέχεται πολλές ερμηνείες, ιδιαίτερα το σύμβολο του φονιά, γιατί ως άνθρωπος σκοτώνει συνανθρώπους του, άρα ο άνθρωπος τον άνθρωπο, σε τελευταία ανάλυση τον εαυτό του. Ο καθένας όμως είναι φορέας μιας ιστορίας και πλούτου πνευματικού απείρου, όπως και ο ίδιος ο φονιάς, ο άνθρωπος, που μπορεί να σκοτώνει το παρελθόν του ή πτυχές της ζωής του, που δεν μπορούν όμως να διαγραφούν ολοσχερώς.
Ο φονιάς χρειάζεται προπαρασκευή, προσχήματα, στιγμή κατάλληλη, όμως το κακό γίνεται στον ίδιο τον εαυτό του, αφού είναι άνθρωπος και σκοτώνει συνάνθρωπο κάποτε ανεξήγητα, πάντα κρυφά, σε μια γωνιά. Ο άλλος σιωπά, ο λόγος παύει ως  χαρακτηριστικό του ανθρώπου, άρα και η επιβαλλόμενη σιωπή είναι ένας φόνος. Επειδή όμως ο καθένας είναι ή ήταν φορέας ζωής και ιστορίας προσωπικής, μπορεί να ποτίσει με τη γραμμή της ζωής του τους άλλους που τον διερευνούν. Οποιοσδήποτε φόνος άλλου είναι φόνος του ίδιου του εαυτού. Η σιωπή προπαρασκευάζει για το φόνο ως αλλαγή ζωής, τέρμα μιας κι έναρξη άλλης, για τον πλούτο της νέας αντίληψης και γνώσης των πραγμάτων.
Ο ρόλος της σιωπής στη ζωή και στην ποίηση του Κουγιάλη είναι μέγας: απαραίτητη προϋπόθεση αυτογνωσίας, δημιουργίας, ανανέωσης, εμβάθυνσης στις πηγές της ζωής και της ποίησης.
Βρισκόμαστε ίσως σ’ ένα κλίμα εξωλογικό, συλλογισμών και παράλογων πραγματικοτήτων, που κανένας δεν μπορεί να διαψεύσει πως υπάρχουν, αφού συλλαμβάνονται, βιώνονται και εκφράζονται από τον ποιητή. Έχουμε μπροστά μας μια ποίηση της μοναξιάς και της ενδοσκόπησης, της φιλοσοφίας και του προβληματισμού, που φέρνει στην επιφάνεια μύχιες σκέψεις του ανθρώπου και αλήθειες αδιαμφισβήτητες, οπότε η ποίηση μπορεί να είναι σιβυλλική,  φέρνει όμως στο φως τα βαθύτερα των ανθρώπων, κι έτσι ο ποιητής εκτελεί το ρόλο του προφήτη, του φωταγωγού μυσταγωγού Ερμή, με τις βαθιές αλήθειες, δοσμένες σε λόγο ποιητικό, εικονικό, λακωνικό, μεταδοτικό και επικοινωνιακό του πλησίον, του κερδίζοντος εις εμπειρίες αναγνώστη.
Έρωτας (αλλ’ ίσως όχι)
Μονόλογοι ενός ερωτευμένου, αλλ’ ίσως όχι. Αγάπη χωρίς το σώμα της πλησίον, μοναξιά, αδιόρατες παρουσίες και απουσίες, αυτάρκεια κι έρωτας- αντιφατικά-  σκέψεις και προβληματισμοί, ένα συνεχές μεταξύ, ανάμεσα στο όνειρο και σε μια ανύπαρκτη πραγματικότητα, όλα ονειρώδη, φαντασιώδη. Ίσως ο στίχος «Έτσι που κατάντησα μόνο η σιωπή κι η μοναξιά με σώζουν» να αποδίδει το όλο κλίμα της ενότητας και την ψυχική κατάσταση του ποιητή.
Για να επανέλθουμε και πάλι στη διαπίστωση πως ο ποιητής ποιεί βρισκόμενος σε άλλο κόσμο, εξωπραγματικό, και συλλαμβάνει ασυνήθεις καταστάσεις που αποτυπώνει σε λόγο όχι στέρεο αλλά ρευστό κι ανάερο, όπως οι συλλήψεις του. 
Η συλλογή Αλλ΄ίσως όχι τελειώνει με την ενότητα Ποιήματα (αλλ΄ίσως όχι) που περιλαμβάνει ποιήματα τιτλοφορούμενα σε αντίθεση με τις προηγούμενες ενότητες με αριθμημένα. Ο προβληματισμός αν είναι ποιήματα τα γραφόμενα είναι δικαιολογημένος, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ο ποιητής βρίσκεται σε άλλους κόσμους και τα γραφόμενά του μπορεί να είναι γρίφοι ή ποιήματα ή γρίφοι ποιήματα.
Ποιήματα (αλλ’ ίσως όχι)
Η τρίτη νύχτα
Και πάλι συνομιλία με μια άλλη μορφή, υπαρκτή ή ανύπαρκτη, αναφορά στη μάνα, μοναξιά, και ζευγάρωμα.
Κάθε μέρα
Συγκρίσεις, αλλαγές κι επιδράσεις τους, με μόνη αναφορά στο όνομα, άρα στην ταυτότητα, στις αλλαγές που κουράζουν.
Και περιμέναμε
Η αναμονή της ερχόμενης αδελφής, η ματαίωση κι όμως η εμμονή στην ίδια θέση έως θανάτου.
Η πρώτη φορά
Λόγος για αίμα και ντροπή, αποφυγή του ιερού χώρου της εκκλησίας λόγω ενοχών.
Πολλά φιλιά και λίγα δάκρυα
Παραθέτω τα τρία τελευταία της συλλογής, δείγματα της γραφής και της θεματικής του Κουγιάλη.
Δέξου με Μήτερ, ωραίο μες την αργοπορία μου, περήφανο κι υβριστή μες στην αργοπορία μου. Ω, αγαπημένη! Λίγα δάκρυα και πολλά φιλιά. Είναι ο χρόνος που με κηλίδωσε καταλογίζοντάς μου πράξεις ηρωικές.
Πολλά φιλιά και λίγος ιδρώτας
Τα πολλά φιλιά νικήθηκαν. Ήλθε κατακτητής ο ιδρώτας ο λίγος ιδρώτας να μας ικανοποιήσει. Όσους αδίκησα όσοι αδικήθηκαν …Μοιραστείτε με
Τω Αγνώστω
Μα, πώς με ξεχνάτε κάθε φορά που κάνετε προσκλητήριο; Είμαι εγώ που έπεσα μαχόμενος μες στην ψυχή σας.

ΜΥΣΤΙΚΑ ΦΟΡΤΙΑ 1971
Η συλλογή Μυστικά Φορτία φαίνεται να έχει σχέση με την ιστορία και γεωγραφία της Κύπρου από το μύθο ως τη σύγχρονη εποχή. Φαίνεται, γιατί ελάχιστα είναι τα σημεία στα οποία μπορεί να σταματήσει ο μελετητής και να τα θεωρήσει ιστορικές στιγμές, έστω όμως και ελάχιστα, χαράζουν μια πορεία. Απομένει όμως ένα τεράστιο μέρος της συλλογής με ποιητική γραφή με ελάχιστους συναισθηματισμούς και περισσότερο με προβληματικό το είδος γραφής με τη θαυμαστή εκφραστική δύναμη.
Αρχίζοντας από τον τίτλο Μυστικά Φορτία, οι Έλληνες της Κύπρου μπορούν να θεωρούν τον εαυτό τους φορέα μιας Ιστορίας που μπορεί να το εκλαμβάνουν κάποτε δυσβάστακτο βάρος, γιατί είναι βαθιά βιωμένη Ιστορία, που οδηγεί, καθοδηγεί, καθορίζει τον τρόπο ζωής.
Το πρώτο ποίημα αναφέρεται στη μυθολογική εποχή
Το Β στην έναρξη της ελληνικής ιστορίας
Το Γ στη μεγάλη εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου
Το Δ στην έλευση του χριστιανισμού
Στο Ε φαίνεται να υποβόσκει το βυζάντιο
Στο ΣΤ η φραγκοκρατία και ενετοκρατία
Στο Ζ η τουρκοκρατία
Στο Η η αγγλοκρατία
Στο Θ η πρώτη έξοδος, στον αγώνα του 1955-59
Στο Ι ο δικός μας χρόνος, αναφορά στην ανεξαρτησία
Στο ΙΑ Η δεύτερη έξοδος αναφέρεται μάλλον στην περίοδο 1963-64
Το ΙΒ μπορεί να θεωρηθεί αποχαιρετιστήριο στον αναγνώστη και το
ΙΓ καταληκτικό, αντίστοιχο των ποιημάτων που αρχίζουν με επίκληση του Θεού. Αυτό τελειώνει με την ποίηση ως δημιούργημα του Θεού.
Τα προβαλλόμενα από κάθε ποίημα σημάδια που παραπέμπουν στη μυθολογία και ιστορία είναι τα πιο κάτω:
 Α Ο μύθος Εκτός από τον τίτλο, που παραπέμπει στην κυπριακή  μυθολογία, το λυωμένο σίδερο (εποχή του σιδήρου)  οι ναυαγοί που σώθηκαν, μετά τον Τρωικό πόλεμο, οι αχαιοί που έρχονται και εγκαθιστούν στην Κύπρο τον ελληνικό πολιτισμό.
Β Η δική μας ιστορία Αρχίζει η ελληνική ιστορία. Η γυναίκα των μεγάλων ερεθισμών, ίσως η Αφροδίτη, παραστάσεις καθαρά ελληνικές, οι σαϊτες με το δικέφαλο (εκτός εποχής) και η αναφορά στον Ονήσιλο, με διαστάσεις καθαρά ελληνικές στην Κεντρική Πύλη (αναφορά στην Αμαθούντα και στον αποκεφαλισμό του Ονήσιλου από τους Αμαθούσιους και το κρέμασμα της κεφαλής του στην κεντρική πύλη της πόλης) η προδοσία μας σαν ένα σμάρι μαύρες μέλισσες (αναφορά στο σχετικό μύθο, το κρανίο μετατράπηκε σε μελίσσι)
Γ Η μεγάλη εκστρατεία Αναφορά στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου και στη στάση των Κυπρίων στις εκστρατείες εναντίον Τύρου και Σιδώνος ως την Ινδία και το Γρανικό ποταμό.
Δ Το πρώτο φως οδηγεί στο χριστιανισμό με το Βαρνάβα και τον Παύλο από τη Σαλαμίνα στην Πάφο, Παλαίπαφο, οι σταυροί, ως την κόκκινη υπογραφή, ένα από τα προνόμια που δόθηκαν στον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ανθέμιο από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα που αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου.
Ε
ΣΤ Παραπέμπει στη Φραγκοκρατία και με το παράθεμα από το Λεόντιο Μαχαιρά, και με την υποδήλωση των Ασιζών, με το στίχο «θα ερμηνεύουν την υπόσχεση του φεουδάρχη γραμμένη σε φθαρμένα ελληνικά». Ο στίχος, «λατινικό προωτότυπο», οι σταυροφορίες «τα τείχη της Ιεριχώς ένα μεγάλο κόκκινο σταυρό». Πιθανή αναφορά στην Αικατερίνη Κορνάρο και τη μετάβαση στη Βενετοκρατία διαβλέπουμε στους στίχους « η νυφική μου ασπίδα στα δυο λεπτά της ιστορίας σας στα δυο λεπτά της χρονικής διαγωγής σας σταθερή η μετάβασή μας…»
Ζ Και η πτώση Ακολουθεί η περίοδος της τουρκοκρατίας στην Κύπρο με τη μερική έκλειψη της σελήνης, αναφορά στο μισοφέγγαρο της τουρκικής σημαίας, και «ο αφέντης, άνθρωπος της Ανατολής.»
Η Η αγγλοκρατία
Θ Η πρώτη έξοδος Η έννοια της εξόδου κατά το βιβλικό, έξοδος των εβραίων και απελευθέρωσή τους από την Αίγυπτο, έτσι και εδώ έξοδος, αγώνας για απελευθέρωση, ο αγώνας του 1955-59 με τις «γαλάζιες απομιμήσεις» τις διαδηλώσεις «μια φωνή που αφέθηκε σε δρόμους που οδηγούνε στο κενό» με την αποτυχημένη κατάληξη του αγώνα, αφού δεν πραγματοποιήθηκε η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι ανακρίσεις των Άγγλων «ανακρίνει» και οι θάνατοι των αγωνιστών «παιδιά που πέθαιναν γιατί δεν περίσσευε χώρος», οι μυστικές συγκεντρώσεις «μυστικά συμβούλια, οι νυχτερινές συγκεντρώσεις», τα κρησφύγετα «καταφύγια από κουγκρί» «κυβερνήτες» «των μεταλλικών πουλιών» τα ελικόπτερα της εποχής.
Ι Ο δικός μας χρόνος στη σύγχρονη τώρα εποχή από την ανεξαρτησία της Κύπρου, οι Άγγλοι ως αρχάγγελοι και η Ελλάδα ως μάνα, Μητέρα με την οποία δεν επιτεύχθηκε η ποθητή ένωση.
ΙΑ Η δεύτερη έξοδος ίσως μια αμφιλεγόμενη κατάσταση με την προμετωπίδα για τον Τειρεσία, που υπήρξε και άντρας και γυναίκα, μια ερμαφρόδιτη κατάσταση. Περισσότερο ίσως απέμεινε στον ποιητή η σκληρή πραγματικότητα του πολέμου, με τις «συμφορές, τη γάζα, τη φλεβίνη, το νεκρό στρατιώτη.»
Τα ΙΒ και ΙΓ καταληκτικά, όπως προαναφέρθηκε.
Χαρακτηριστικά της ανθρωπογεωγραφίας της Κύπρου στη συλλογή
Μικρός τόπος ( «ο τόπος ίσαμε το άπλωμα του ποδιού, μαυρισμένη πέτρα, νερό, θάλασσα, νερόμυλος, πηγάδια, κάμπος κατάξερος, θερισμένα χωράφια, γεφύρια». Ιδιαίτερα ζωγραφίζεται ο χάρτης της Κύπρου (Β «ο κάμπος πλατύς να στενεύει στην ανατολή»)  υπόμνηση της χερσονήσου της Καρπασίας, «τείχη, πολεμίστρες, γκρεμισμένα κάστρα. Στο Δ η αναφορά από τη Σαλαμίνα ως την Πάφο, νεκροταφείο, Παλαίπαφος. Στ, συνοικισμοί από μάρμαρο, μουράγια. Ζ καλλίβοτρυς, μεταλλεία, χάλικινα, μονοπάτια. Η, καμίνια, αρώματα. Θ ο κάμπος, πέτρα, λιμάνι, ακρίδα, καταφύγια από κουγκρί, προχώματα. Ι, καμπάνα, ψαράδες, δέντρα, εκκλησιά και ΙΑ καφασωτά κυπριακά παράθυρα, συκιά, αυλή, μαιευτήρια, περίπτερα, εργολάβοι.
Ποιητική γραφή
Μεγάλο ρόλο κατά την άποψή μου πρέπει να έχει διαδραματίσει η αυτόματη γραφή. Μόνο έτσι μπορώ να εξηγήσω πρωτότυπους συνδυασμούς λέξεων και φράσεων, εικόνες που δύσκολα καταγράφονται αλλιώς. Για παράδειγμα, «το νερό ιστορημένο στους τοίχους ως τη συλλαβισμένη ώρα, η απόφασή μας υποταγμένη στο λυωμένο σίδερο να περιορίζει την έκταση της μέρας σαν τελευταία προσπάθεια, η κόρη κάθεται ισότιμη της θλίψης, άφησε ένα τέτοιο πουλί μες απ’ τον κόρφο της που άδειασε τον ουρανό απ’ τα πηγάδια.» Μαρτυρίες μιας ήδη πολύ προχωρημένης ποίησης.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ 1976
Η πέμπτη ποιητική συλλογή του Θεοκλή Κουγιάλη φέρει τον τίτλο «Επιστροφή» και κυκλοφόρησε το 1976, άρα μετά τα πολεμικά γεγονότα του 1974, οπότε Επιστροφή συνδέεται βασικά με την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια του από τα οποία εκδιώχθηκαν βίαια από τα τουρκικά στρατεύματα και με την επιστροφή των αγνοουμένων, ανθρώπων που είτε οδηγήθηκαν στο θάνατο ενώ είχαν συλληφθεί, είτε σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια μαχών, δεν υπήρξε όμως μαρτυρία για το θάνατό τους. Πολλοί αγνοούμενοι είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους,  γι’ αυτό υπήρχε για καιρό πολύ διάχυτη η ελπίδα πως θα επανέλθουν ή θα αφεθούν ελεύθεροι, πράγμα που δε συνέβη, ως σαράντα χρόνια μετά. Η συλλογή αποτελείται από τα ποιήματα: Τα δυο στρατιωτάκια, Τα λυπημένα ψάρια, Το τραγούδι της σπηλιάς, Μεταναστεύοντας, Φυσιογνωμίες, Αγιόκλημα, Επιστροφή, Μετά τη βροχή, Περσεφόνη, Η Δάφνη, Δευτέρα παρουσία, Κύριε, μη…, Ανάληψη, Ανάληψη (παραλλαγή), Ένας στρατιώτης, Άλλος ένας στρατιώτης, Αυτός που περπατά, Όπως περπατάς, Όσοι αγνοούν, Ο κόσμος αυτός, Το δόντι του λύκου, Οι σκορπιὀπληκτοι ή η ευαισθησία της Ιφιγένειας, Όταν θα πάρεις  την απόφαση, Αναχώρηση.
 Τα δυο στρατιωτάκια
Το ποίημα αρχίζει με φράση που θυμίζει το Ή ταν ή επί τας: «Φτάνει να μην υποχωρήσεις, είπε η μάνα μου» και όπως η Σπαρτιάτισσα παραδίνει την ασπίδα στο γιο, έτσι κι εδώ «και μ’ άφησε στα χέρια κάτι που πρέπει να ήταν ακριβό». Από τα παρακάτω εξάγουμε το συμπέρασμα πως από αυτό εξαρτάται η ζωή κι η δόξα των ανθρώπων. Εν τέλει, πρόκειται περί του αγώνα για ελευθερία ή θάνατο, έτσι όπως μας παραδόθηκε από την ελληνική Ιστορία.»
Τα λυπημένα ψάρια
Πρόκειται για ένα ποίημα προσπάθειας αυτογνωσίας «ανοίγουμε την ψυχή μας να κοιτάξουμε εσένα κρυφά να βγάζεις ένα ένα τα ρούχα ώσπου να μείνεις ο εαυτός σου.»
Η μνήμη του πολέμου «όταν το άρμα έτρεχε» αλλά και η ανάληψη ευθύνης «αδικήσαμε κάποτε κι εμείς. Αρπάξαμε κάποτε και μείς.»
Υπάρχουν πράγματα που θυμούμαστε και δε θέλουμε, που ξεχάσαμε και δεν έπρεπε.» Μέσα από τον ποιητή εκφράζεται γενικά σε μια εξομολόγηση ο ελληνικός κυπριακός λαός με διάθεση δέησης προς τον Κύριο.
Το τραγούδι της σπηλιάς
Και πάλι η ενδοσκόπηση. Μια εισαγωγή σε ελεύθερο στίχο κι ύστερα τέσσερις στροφές με οκτασύλλαβους ομοιοκατάληκτους. Στο τέλος: «Προχώρησα κανονικά. Συνήθισα την μπόχα και τις σκιές που ζουν με την ανάμνηση του βάρους που είχαν κάτω από τον ήλιο. Τώρα απολύθηκα.» Μια συνομιλία με τους νεκρούς.
Μεταναστεύοντας
Η ενδοσκόπηση, ή η μνήμη ή η έμπνευση. Η αλλαγή της ζωής και του ρυθμού της, που επήλθε με τη γνώση, με τη μετατόπιση, χωρίς ωστόσο να υπάρχει πλήρης ικανοποίηση, αφού « η ψυχή μου άλλα ζητά.» Και πάλι ο ποιητής ως εκφραστής της σύνολης πατρίδας, στην οποία απευθύνεται σε μυστική συνάντηση. «Στο στήθος μου άνοιξες την πληγή σου μένει τώρα ν’ αντλήσεις το νερό αυτή τη γνώση που με τυλίγει αχόρταγα και με πνίγει κάτω από τον καυτερό ήλιο της Μεσαορίας.»
Φυσιογνωμίες
Μνήμες νεκρών, «ένα πιθάρι φυτεμένο στο χώμα, μια στάμνα που άδειαζε σαν έπεφτε ο ήλιος κι έκρυβε όσους αγαπούσαμε.» Ένα ποίημα που θυμίζει από μακριά τη Λήθη του Μαβίλη, μολονότι εδώ είναι η ώρα που θυμούνται κι οι ζωντανοί πρέπει να τη σεβαστούν. Υπενθυμίζεται πως το όλο σχετίζεται με τον πόλεμο του ’74, ιδιαίτερα το δράμα των αγνοουμένων.
Αγιόκλημα
Η ελπίδα πως θα επιστρέψου οι αγνοούμενοι, «αυτούς που περιμένουμε». Και αναλυτικότερα: «Υπάρχει ελπίδα. Κράτησε το τζάκι αναμμένο. Σαν έρθουν θα γυρέψουν τις παλιές συνήθειες.» Κι η υπόθεση της κακοποίησής τους «πληγωμένο πόδι ανήμπορο σε λασπωμένους δρόμους.» Ένα από τα καλύτερα ποιήματα για το συγκεκριμένο θέμα, μ’ ένα ευσυγκίνητο ποιητή, που μεταδίνει με τη γραφή σε β΄πρόσωπο και προπάντων με τον τελευταίο του στίχο «Ένα αγιόκλημα τυλίγει την ψυχή μου και με πνίγει» τη ζεστασιά και την ανθρωπιά, αναδίνει την ευωδία της αλληλεγγύης.
Επιστροφή
Ο πόθος του γυρισμού παρουσιάζεται ως ανάγλυφη πραγματικότητα, όμως με περιγραφές των επιστρεφόντων ασωμάτως «το κορμί σχεδόν ανύπαρκτο ούτε καν μια ιδέα.» ‘Η κοιτάτε την αβέβαιη επιστροφή. Ήταν πολύ προχωρημένο για τον ποιητή να γράφει τέτοιες αλήθειες: «Είναι κάπου εδώ που μας βρήκαν και μας εξόντωσαν.»
 Στο τέλος η γενίκευση: «Όσοι απόμειναν γυρίζουν ήσυχα και με συγκρατημένο φόβο. Κοιτάτε μας.»
Μετά τη βροχή
Είναι σημαντικό για την ποίηση ν’ ακούς τον ποιητή κάτω από τις λέξεις και τους στίχους, να νιώθεις τον άνθρωπο που συγκινείται κι εκφράζεται μ’ όλη την τέχνη κι ευαισθησία του κι ο Κουγιάλης πρέπει να κατατάσσεται ανάμεσα σ’ αυτούς τους λίγους. Η σύλληψη του πέραν της πραγματικότητας «έμαθε πράγματα που δεν ειπώθηκαν την αλήθεια των δέντρων και το νόημά τους.» Αυτή είναι η δύναμη του ποιητή να εκφράζει το ανέκφραστο. «Έμεινα κάποτε και γώ χρόνια μες στο δάσος ένα δέντρο κι έμαθα πολλά δυσνόητα πράγματα των πεθαμένων που κρυώνουν γιατί δε βρήκαμε ακόμα τον τρόπο να υποφέρουμε σωστά.» Ένα πλούσιο ποίημα για το κενό που αφήνει ο άνθρωπος με το θάνατό του. «Πιο βαρύ κι από τα κάστρα τ΄όνομά σου.» Η ποιητική ύπαρξη της ανυπαρξίας. 
Περσεφόνη
Ως γνωστόν η Περσεφόνη βρίσκεται μισό χρόνο στον Άδη και μισό στη γη. Η διχοτομημένη Κύπρος, μισή σκλαβωμένη, μπορεί να ενσωματωθεί νοηματικά  στη μυθική Περσεφόνη. Μοιρασμένη, ακέραιη, μισή αρπαγμένη από τον κάτω κόσμο και μισή εξαϋλωμένη μέσα μας. Αλλά κι ο ποιητής, ανάμεσα στο σήμερα και στο αύριο, άρα το σύμβολο επεκτείνεται και πολλαπλασιάζει τις δυνατότητές του, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και χρονικά, σε ποιητικές συλλήψεις ανάμεσα σε αντιφάσεις.
Η Δάφνη
Ίσως να γνώρισε τη δόξα ο Έλληνας της Κύπρου τον καιρό του αγώνα της ΕΟΚΑ, «την ώρα που ανεβαίναμε στα μπαλκόνια και σμίγαμε τις φωνές με τις χρωματιστές κορδέλες.» Τώρα όμως πέρασαν όλα, ύστερα από το πραξικόπημα, «σε μια στιγμή αμαρτίας» και την εισβολή, «ταξιδεύοντας σε πελάγη που ήταν άλλοτε δικά μας και τα χάσαμε.»
Δευτέρα παρουσία
Ποίημα του θανάτου. «Ο άνθρωπος που κάθησε μια φορά κάτω από το μεγάλο πλάτανο κι ύστερα έφυγε αμίλητος δε θα γυρίσει. Μην τον περιμένετε» και τελειώνει με τη βάρκα του Χάροντα: «Η βάρκα γεμάτη με ολοκαίνουργια νομίσματα πάει ολόισια στον πάτο μ’ όλο της το βάρος.»
Κύριε, μη…
Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής υπό τύπον προσευχής: « Κύριε, μη μας σπλαχνιστείς και μη μας ελεήσεις.» Κι ύστερα παρακαλεί το Θεό να μας αφήσει να υποφέρουμε, ο πρόσφυγας στο τσαντίρι, ο πλούσιος στην αμαρτία, ο ποιητής στην αταραξία του. Σημασία έχει να μάθει ο άνθρωπος να αναγνωρίζει την πληγή στην καρδιά του ανθρώπου. Πρωτότυπη σύλληψη με βάθος ανθρώπινο.
Ανάληψη
Μια εσωτερική ανάληψη που προήλθε από την ενδοσκόπηση. 
Ανάληψη (παραλλαγή)
Η παραλλαγή εμπλουτισμένη, αλλά χάνει σε ακαριαίο λόγο.
Ένας στρατιώτης
Επιγραμματικό
Άλλος ένας στρατιώτης
Τροχαϊκοι οχτασύλλαβοι, ομοιοκατάληκτοι ζευγαρωτά, αναστάσιμοι και χαρούμενοι μιλούν για το νεκρό εικοσάχρονο στρατιώτη και την ψυχή του που ανεβάζουν στον ουρανό πεταλούδες.
Αυτός που περπατά
Ανώνυμος, έχασε την προσωπικότητα,  την ταυτότητα. Φόβος απροσδιόριστος πνευμάτων. Κάποτε πληγώθηκε. Ως ο Ηράκλειτος, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης. Η ζωή κυλά, τα πάντα ρει, αλλαγές διηνεκείς. Η συνέχεια, το να συνεχίσει ο ένας την πορεία του άλλου αδύνατον. Τα πάντα οδηγούν στο θάνατο, στις εκβολές. Φιλοσοφικό, με τρεις τέσσερις αλήθειες ποιητικά δοσμένες, το διαβάτη παράλληλο με το ρεύμα της ζωής που οδηγεί στις εκβολές. Ο Κουγιάλης ένας φιλοσοφών ποιητής, που συλλαμβάνει και εξωφιλοσοφικά στοιχεία, φόβου, πνευμάτων, και εκφράζει με τις ανάλογες εικόνες και την παραβολική έκφραση. Η διάνοιξη ενός άλλου κόσμου η επιτυχία του ποιητή.
Όπως περπατάς
Η αίσθηση της απώλειας της πατρίδας αλλά και της πνευματικής διάστασης της ζωής συνοδεύεται με τις εικόνες του περιπατούντος στ’ αγκάθια με γυμνά πόδια, απροστάτευτος στις δυσκολίες. Το μέλλον δεν είναι ανθηρό. Θυμάμαι και ξεχνώ, δυο ρήματα θεμέλια στο ποίημα. «Θα ξεχάσεις και δε γίνεται διαφορετικά. Θυμάσαι; Θέλω να θυμάσαι αυτόν που προστάζει να ξεχάσουμε. Να το θυμόμαστε.» Τα δυο τελευταία, ξεχάσουμε- θυμόμαστε, στο α΄πληθυντικό, με γενίκευση για τους Έλληνες της Κύπρου. Ο τίτλος Όπως περπατάς, όπως διαβαίνεις, όπως ζεις, με τον τρόπο ζωής, ενώ περιβάλλεσαι από τόσους κινδύνους. Σε τελευταία ανάλυση, η μνήμη διαδραματίζει στην ίδια την ύπαρξη του πολιτισμού και της πατρίδας ρόλο θεμελιώδη. Μακριά από κηρύγματα μα με θρησκευτική ευλάβεια και σεβασμό. 
Όσοι αγνοούν
Το ρήμα παραπέμπει στην ομάδα των αγνοουμένων, μια τραγική πτυχή της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Πολλές φορές στα ποιήματα του Κουγιάλη οι μεγάλες αλήθειες και τα κλειδιά των ποιημάτων του  βρίσκονται στο τέλος. Έτσι κι εδώ: «Όσοι αγνοούν το αίμα, είπες, να πάρουν το δρόμο του γυρισμού. Όσοι αγνοούν το πληγωμένο σώμα, το κλεμμένο σπίτι τον άνθρωπο που του πήραν το σπίτι, είπες, να το πουν καθαρά και να γυρίσουν πίσω γιατί όσοι μας ακολουθήσουν πρώτα θα πεθάνουν.»
Η κυπριακή τραγωδία ολοκάθαρα προβάλλει με τις πληγές, τους νεκρούς, τους αγνοούμενους, τους πρόσφυγες και στην αρχή τους πεθαμένους.
Στην πρώτη στροφή το ειρηνικό τοπίο, του τόπου του, ύστερα η θάλασσα, της εισβολής κάποτε, και η ανάγκη της ενδοσκόπησης, της ανάληψης ευθύνης, «κοιτάζουν στον καθρέφτη». Μια ετοιμοθάνατη, μετανάστες, ο ποιητής συνταξιδιώτες, που νιώθουν  διωγμένοι. Εφιαλτικά  κάποτε τοπία, κινηματογραφικές εικόνες και σκηνές, μιας θλιμμένης και τρομαγμένης φαντασίας, που συνειδητοποιεί  κινδύνους ή αναγκαίες προϋποθέσεις σωτηρίας, ενώ ήδη βρίσκεται στα βάραθρα.
Ο κόσμος αυτός
Και πάλι αρχίζοντας από το , τέλος, «Αυτός ο κόσμος ήταν του Διαμαντή, ήταν του Κάσιαλου και του Λιασίδη και παραδόθηκε στο σχοινί και στο μαχαίρι.» Εικονίζει μέσω του έργου του Διαμαντή και του Κάσιαλου και της ποίησης του Λιασίδη τον κόσμο της αγνότητας της Κύπρου του παρελθόντος ή τον κόσμο της ψυχής του ποιητής και των συγχρόνων του, που με την τουρκική εισβολή του ΄74 παραδόθηκε στην καταστροφή, μιαν άλλη τουρκοκρατία του 1821.
Το ποίημα αρχίζει με τους αγνοούμενους που δε γύρισαν μα είναι ζωντανοί στην ψυχή και στην πίστη μας. Εκείνοι λυτρωμένοι κι οι εναπομείναντες άξιοι συμπόνιας.
Στο τέλος και πάλι η ανάγκη να σταματήσουμε το θρήνο και ν’ αναλάβουμε την ευθύνη για το ανέβασμα, δίνοντας το παράδειγμα (σε α΄πληθυντικό, «να δώσουμε τουλάχιστον το παράδειγμα.»)
Το δόντι του λύκου
Ο ποιητής αναφέρεται στις δυνάμεις εκείνες που συνέβαλαν στην καταστροφή του τόπου με την τουρκική εισβολή, ώθησαν στο κακό και το παρακολούθησαν και τώρα επαναλαμβάνουν το εγχείρημά τους. Η καταστροφή είναι μεγάλη. Ο ποιητής θυμάται την Αξιοθέα. Το 312 π.Χ. για να μη σκλαβωθεί, αυτή και τα παιδιά της στους στρατιώτες του Πτολεμαίου της Αιγύπτου, έπεισε τον άντρα της βασιλιά Νικοκλή να δώσει τέλος στη ζωή του, έσφαξε τα παιδιά της, αυτοκτόνησε αφού προηγουμένως έκαψε το παλάτι, για να μην αγγίξουν οι εχθροί τα ιερά και όσιά της.
«Οι φλόγες ζώνουν το παλάτι, οι φλόγες ζώνουν την ψυχή μου που σημαίνει θάνατος.» Παρ’ όλες όμως τις θυσίες, οι εχθροί συνεχίζουν το έργο τους.
Οι σκορπιὀπληκτοι ή η ευαισθησία της Ιφιγένειας
Και πάλι αρχίζοντας από το τέλος του ποιήματος διαβάζουμε: «Αν τώρα μετρώ το έχει μου, είπε ήρεμα η Ιφιγένεια, είναι για να υπολογίσω το έχει σας πόσο μακριά πέφτει ο Έλληνας από το μη Έλληνα κι εγώ από την ευαισθησία σας.» Η Ιφιγένεια, θυσία στην Άρτεμη, για να κινήσουν τα καράβια των Αχαιών για την Τροία, σύμβολο θυσίας, όπως Ιφιγένεια μπορεί να είναι η θυσιασθείσα Κύπρος με τη θυσία της οποίας επανήλθε η Δημοκρατία στην Ελλάδα ύστερα από την εφταετή δικτατορική διακυβέρνηση των συνταγματαρχών μπορεί να είναι μέτρο ελληνικότητας και ευαισθησίας μπροστά στη θυσία της.
Το ποίημα παρουσιάζει μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που εμφανίζονται ως πληγέντες ενώ δεν είναι, εμφανίζονται πρώτοι στις διαδηλώσεις, στις συγκεντρώσεις ως μαχητές ενώ δεν υπήρξαν παρά λιποτάκτες. Άλλοι οι παθόντες, άλλοι οι εμφανιζόμενοι ως.
Μια πικρή ειρωνική γεύση αφήνει το ποίημα από έναν άνθρωπο που γνώρισε τέτοιες καταστάσεις και τώρα πικρά φιλοσοφεί.
Όταν θα πάρεις  την απόφαση
Και πάλι από το τέλος οι αλήθειες: «Λέω δεν έχει σημασία αν πεθάνουμε. Να προλάβουμε  όμως να σηκώσουμε τη γροθιά.» Οι γενιές των ανθρώπων έρχονται και παρέρχονται, ο ένας διαδέχεται τον άλλο, το μέλλον κοινό, αλλά κάποτε ο Έλληνας της Κύπρου πρέπει να αναλάβει θάρρος, να αποφασίσει τον αγώνα, γιατί έχασε τη μισή πατρίδα, με σήμα τον Πενταδάχτυλο.
Αναχώρηση
Ένας ποιητικός αποχαιρετισμός. Οι ισορροπίες, η μέση οδός, οι καταστροφές που φέρνουν οι υπερβολές, και προπάντων η πίστη στην ποίηση και στους ποιητές.


ΜΥΘΟΛΟΓΙΟΝ 1981
Η συλλογή Μυθολόγιον, όπως λέει η λέξη και η σημείωση στο τέλος περιέχει μύθους, αφού, κατά το Πλατωνικό, ο ποιητής πρέπει να ποιεί μύθους, άρα εκτός πραγματικότητας, διά της φαντασίας ιστορίες.
Όπως φαίνεται και από τους τίτλους των ποιημάτων, επιστρατεύονται μουλάρια, σκυλιά, γάτες, ποντίκια, δέντρα, θεματικά μοτίβα της καβαφικής ποίησης, ο Μινώταυρος, λαϊκές δοξασίες (τα Νικολοβάρβαρα) λύκοι εν παραβολαίς, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ομηρικές θεότητες, η Καλυψώ, η Κίρκη, από τη δημοτική κυπριακή παράδοση η Ροδαφνούσα και τέλος αναφορές στο «Χρονικό» του Λεόντιου Μαχαιρά
Ο ηρωικός ημιονηγός
Μια πορεία σαράντα χρόνων παύει, γιατί ο ποιητής αντιλήφθηκε το μάταιο της πορείας, το ανελεύθερο της σκληρής δουλειάς και υποταγής το τίμημα, και αποφασίζει την αλλαγή.
Στο ποίημα επιτυγχάνεται το ακαριαίο, μεταδίδεται η ματαιότητα και αποφασιστικότητα με το ρυθμό, την εναλλαγή γραμματικών προσώπων, τις παρενθέσεις, τις επαναλήψεις και βέβαια τη χρήση του συμβόλου του μουλαριού και του ημιονηγού. Δημόσιος υπάλληλος φαντάζει. Το όνομα Σόντζα θυμίζει το Σάντσο του Δον Κιχώτη, οπότε ο ποιητής παρομοιάζει εαυτόν με τον αγαθό ημιονηγό. Αυτομεμψία. 
Το σκυλί που σταμάτησε το γαύγισμα
Και πάλι η παύση από την εργασία ή τα συνήθη και το ειρωνικό ύφος. Αδειάζει τη γωνιά, ζει τώρα στη μοναξιά ύστερα από την απόφαση να αρνηθεί όσα κέρδισε με θυσίες. Θέλει η ζωή του ν΄ αποκτήσει νόημα, να επιτύχει την αυτογνωσία, ανιδιοτέλεια, τιμιότητα, ανθρωπιά. Η συνειδητή απόφαση για αλλαγή ζωής, μακριά από τα τυπικά και ανούσια.
Απορία γάτας
Η ευγένεια και αξιοπρέπεια γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και θύμα σκοπιμοτήτων. Είναι αδιανόητο οι σκοτωμοί, η εκμετάλλευση του ανθρώπου, η  θηριωδία του. Και πάλι το ειρωνικό, με τη χρήση επιτηδευμένων εκφράσεων «είναι πρέπον να τυγχάνει της δεούσης προσοχής.» Γενικό θέμα του ποιήματος η απανθρωπιά.
Καθόμασταν σε κύκλο
Μέσα από αφηγήσεις ειρωνικές για πρόσωπα και καταστάσεις, με λεπτό χιούμορ, κατορθώνει ο ποιητής να μεταδώσει και την πίκρα και την αντίθεσή του στα ψευδή και επιφανειακά, στα προσωπεία και μασκαρέματα των αξιών.
Γέννηση
Συγκινητικό ποίημα για τη γέννηση του Χριστού, όπως συνάγεται από τα συμφραζόμενα, που πρέπει να γεννηθεί μες στην καρδιά του ποιητή «διαφορετικά δεν έχουμε δευτέρα παρουσία.» Η αναγκαία προετοιμασία, ο καιρός, η κατάλληλη στιγμή, οι προϋποθέσεις για να γίνουν τα πράγματα σωστά και προπάντων η ελπίδα για το αιώνιο, την εκτός τόπου και χρόνου έλευση.
Καμιά αναφορά
Στο δέντρο, την κυδωνιά, ο Κουγιάλης εμβολιάζει όλες τις αρετές, με πρώτη την αγάπη. Υπομονή, σεμνότητα, ειρήνη, ταπεινότητα. Παραμερισμένη από τους ανθρώπους κατατάσσεται από το Θεό ανάμεσα στους αγίους και στις παναγίες. Αλήθειες βαθιές και ουσιώδεις του ανθρώπινου πολιτισμού και ιδιαίτερα των ελληνορθοδόξων παρουσιάζονται από τον ποιητή με τη δέουσα ευλάβεια.
Το φουλάρι της Μαργαρώς
Η Μαργαρώ, με πολλά προβλήματα, αποφασίζει την έξοδο από αυτή τη ζωή. Και πάλι ο άνθρωπος ο σεμνός, ο παραμελημένος, που προσφέρει χωρίς ανταπόδοση και οδηγείται στο απονενοημένο.
Όπως ταιριάζει
Ακολουθεί μια τριάδα ποιημάτων με καβαφικούς απόηχους. Πρωταγωνιστής στο πρώτο ο Σωσιγένης ο ιερομόναχος που απεχθάνεται αξιώματα και μεγαλεία επιζητώντας τη μοναξιά. Ανήκει στους εκλεκτούς ανθρώπους που ο ποιητής θέλει να τιμά. Μια εικόνιση του βαθύτερου εαυτού και χαρακτήρα του.
Μαθητευόμενος ερημίτης
Όταν ο άνθρωπος ακολουθεί μια ζωή ασκητική, που δεν θέλει, ενώ «άλλα συλλογιζόταν κι άλλα ποθούσε η ψυχή του, άλλα τελείως διαφορετικά, τελείως πολιτικά.»
Ο ηγεμών
Σε μυθικό τόπο, «χώρα των Σοβουρανών» ηγεμών σοφός συναντά πραματευτή, που το μουλάρι του μιλεί, φορεί τα ρούχα των μοναχών και φεύγει λάθρα άκων εκών, χάνοντας το θρόνο από το μουλάρι. Παραλλαγή της φυγής, της παύσης, της παραίτησης από λόγους κατώτερους.
Το μουλάρι είναι ζώο, κι ό, τι κι αν πει άλογο θα είναι, παράλογο και ζωώδες μπροστά στο οποίο ο σοφός υποχωρεί. Σοβουρανός, με πιο κοντινό ρήμα το σαβουρώνω, καταβροχθίζω, χώρα στην οποία οι κάτοικοι κατατρών την ίδια τη χώρα τους, θαμπώνονται με τα παράξενα και διαδηλώνουν με κάθε ευκαιρία. Ταρασανί Ταρασαργών, ταραχή, τάραχος, σαράντα, αν έχει σχέση με τα σαράντα χρόνια του πρώτου ποιήματος. Οπότε, στα σαράντα χρόνια, φρονίμως ποιών, αποχωρεί ο ποιητής, πράξη στην οποία τον οδήγησε ένα μουλάρι, ένας κατώτερος.
Συμπερασματικά, προσωπικά βιώματα ενός ευαίσθητου ανθρώπου, που αντιμετωπίζει τη σκληρή πραγματικότητα των αναξίων, που αναγκάζουν σε παραίτηση άξιους- ως αυτοί θεωρούν εαυτούς. Απογοήτευση και προσπάθεια επανεύρεσης και ιεράρχησης των αξιών της ζωής μέσα στη μοναξιά.
Περί ποντικών
Ως λέει στο τέλος «Σε μια εποχή παρα-ποιητική σύμβολα οι ποντικοί κι ο νοών νοεί.» Ο ένας πολιτευτής, ο άλλος ιεράρχης, ο τρίτος βουλευτής, στα αξιώματα της χώρας αναρριχώνται και πάλι οι ανάξιοι. Το ποίημα ως παιδικό τραγούδι ενός άλλου κόσμου, όταν έπαιζαν τα παιδιά κι ομολογούσαν τις μεγάλες αλήθειες χωρίς φόβο και πάθος.
Ζητείται μινώταυρος
Και πάλι η διάψευση κι η ανατροπή. Ό,τι θεωρούσαμε άξιο και μεγάλο αποδεικνύεται το αντίθετο. Αντί Μινώταυρος, παρουσιάζεται ως πολιτικός διεφθαρμένος, θηλυπρεπής, ανάξιος, που στηρίζεται στις πλάτες των άλλων. Όταν είναι ανάγκη να δείξει την αξία του, φανερώνεται πλήρης η αναξιότητα. Ένα από τα πιο ζωντανά, κεφάτα, ποιήματα, με χιούμορ και ρυθμό.
Σπορά
Η σπορά, παραβολικώς, ως λόγος ή πράξεις ή παράδειγμα καλό, έρχεται καιρός να εφαρμοστεί, γιατί είναι ανάγκη. Η ανάπαυση, η αργία, το αργόσχολο είναι αδικαιολόγητο, στείρο. Χρειάζεται στέρεος λόγος, όπως των προγόνων και των καλών φίλων. «Με τα Νικολοβάρβαρα μας ήρθαν κι οι βροχές. Τώρα μένει να μας έρθετε και σεις κανονικά στην ώρα σας. Να βγούμε αντάμα στα καλοποτισμένα χωράφια να ρίξουμε το σπόρο και ν’ αποσυρθούμε.»
Οι δύο λύκοι
Σύμβολο των κομμάτων μάλλον, που φιλονικούν φαινομενικά αλλά στην πραγματικότητα διαμοιράζονται τους πολίτες και τις θέσεις του δημοσίου, ενώ πολλοί πολίτες υπνώττουν.
Με ρωτάς πώς και γιατί
«Με ρωτάς πώς και γιατί άλλαξα πορεία. Να, λοιπόν.» Κι ακολουθεί ο μύθος κι η αναφορά στο βαπτιστή Ιωάννη που έχασε το κεφάλι γιατί μίλησε, ενώ ο ποιητής, άνθρωπος της σιωπής και της μοναξιάς, αλλάζει πορεία επειδή σιώπησε.
Εκεί που τελειώνει η θάλασσα
Και πάλι πρωταγωνιστής ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, που είχε ήδη μπει στην κυπριακή ποίηση από τον Παντελή Μηχανικό. Συνάντηση του ποιητή με τον Ιωάννη στο μεταίχμιο, μεταξύ της μιας και της άλλης ζωής. Ο Ιωάννης τώρα ευλογεί τον ποιητή και τον στέλλει να μιλήσει θαρραλέα. Η τιμωρία μπορεί να είναι ο αποκεφαλισμός, αλλά τουλάχιστο «Κι αν στερηθείς τον έπαινο προϊσταμένων και συναδέλφων θα’ χεις τουλάχιστο μια δική σου ζωή.» Ένα μοτίβο που επανέρχεται σ’ αυτή την ποιητική συλλογή, η ανεξαρτησία, η ελευθερία των ανθρώπων, η δική τους ζωή συναρμοσμένη με το λόγο ή τη σιωπή.
Το τέλος του ποιήματος θυμίζει το Σωκρατικό- Σεφερικό «Ποιος πάει για το καλύτερο…» Κι εδώ, «Ποιος απ’ τους δυο φτάνει πιο σίγουρα στην καρδιά του ανθρώπου είναι άγνωστο.»
Αν τα λόγια σου
Μια εσωτερική προσευχή, συνομιλία με τον αδελφό, τον εαυτό. Σημαντικοί οι στίχοι: «Όταν ανεβαίνεις στην κορυφή του δέντρου» είπες…να θυμάσαι τις ρίζες. Αυτές πρέπει να εμπιστεύεται ο άνθρωπος Εκεί βρίσκεται ο νους Εκεί κι η καρδιά. Κι όπως ανεβαίνουν οι χυμοί μέχρι το τελευταίο φύλλο Έτσι κι ο άνθρωπος πρέπει ν’ ανεβαίνει από τα υπόγεια προς τα πάνω Αυτός είναι ο προορισμός του.»
Η ανάγκη ο άνθρωπος να θεμελιώνεται σε αρχές και αξίες προγονικές με γνώση κι ευαισθησία. Ο Κουγιάλης διδάσκει χωρίς να είναι δασκαλικός, υπερβαίνει το διδακτικό με το μύθο και την πρόσωπο προς πρόσωπο ομιλία, που αποδεικνύει τη βαθιά του φιλοσοφική φύση και ηθικότητα.
Η Καλυψώ
Η Καλυψώ, κι ακολούθως η Κίρκη, δυο πρόσωπα από την Οδύσσεια. Η Καλυψώ κατακρατεί στο παλάτι της στην όμορφη Ωγυγία τον Οδυσσέα τον οποίο ποθεί για άντρα της και τους συντρόφους του. Ύστερα όμως από απόφαση των θεών, βοηθά τον Οδυσσέα να φτιάξει σχεδία για να επιστρέψει στην Ιθάκη.
Το ποίημα αρχίζει με την πίστη πως τ΄αδέλφια θα επιστρέψουν. Κοιμούνται στης Καλυψούς μαγεμένα από τις περιποιήσεις. Η Καλυψώ, κατά τον ποιητή, διαλέγει τους ανθρώπους της και τ΄αδέλφια. Χωρίς να είναι από τους δικούς της, με αμοιβαία κατανόηση και υποχώρηση παραμένουν κοντά της κι εκείνη τους δέχεται. Μόνος δεν μπορεί να είναι κανείς ως πολίτης ή ως κράτος, γιατί, όπως ομολογήθηκε, κάποτε τοποθετήθηκε υπέρ ενός, τον οποίο υμνολόγησε. Κι όμως η Καλυψώ, υμνωδουμένη από τον ποιητή φιλοξενεί όλους.
Η άρνηση του μέτρου, η ανοησία και απρονοησία οδήγησε στο κακό.
Η Καλυψώ είναι πέρα από τις διαστάσεις των μικρών. Στις διαστάσεις μας είναι η κληματαριά μας, ένα υπέροχο σύμβολο του τόπου ως πολιτισμικής μήτρας. Όταν αγαπήσουμε τον τόπο μας η Καλυψώ θα βοηθήσει να βρούμε τον εαυτό μας.
Μια πολιτική ερμηνεία του μύθου θα ήταν η προσκόλληση των Ελλήνων της Κύπρου στην Ελλάδα χωρίς να δείξουμε τη δέουσα αγάπη στην Κύπρο και το κράτος που δημιούργησε. Η απόφαση να στηρίξουμε την Κύπρο, βοηθημένη κι από την Ελλάδα, θα οδηγήσει σε αυτογνωσία και αγάπη της εντοπιότητας.
Η Καλυψώ είναι ένα μεγάλο ποίημα σε ελεύθερο στίχο και ρυθμούς καθημερινής ομιλίας με επιτατικές επαναλήψεις εσωτερικής φόρτισης, πολυδαίδαλο ποίημα ρέον απνευστί, με εξάρσεις, διακυμάνσεις, εισαγωγή, κορύφωση και έξοδο- κάθαρση.
Χρονογραφία
Αποτελείται από τρία μέρη: Ποιος φοβάται την Κίρκη, Εξήγηση, Η Ροδαφνούσα.
Ποιος φοβάται την Κίρκη
Το ποίημα αρχίζει με εικόνες της θάλασσας που θυμίζουν το Βασιλιά της Ασίνης του Σεφέρη. Η Κίρκη ξέρουμε από την Οδύσσεια πως μετέτρεψε τους συντρόφους του Οδυσσέα σε χοίρους, ό, τι τούτο κι αν σημαίνει. Ταξιδιώτες κουβαλώντας νεκρούς «και το στάρι κλεμμένο απ’ την αυλή του Ισαάκιου του Καταχραστή» ενός καταχραστή της εξουσίας επί Βυζαντίου, που ηττήθηκε από το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο της Αγγλίας επί σταυροφοριών κι ακολούθησε η Φραγκοκρατία στην Κύπρο. Μετά το πραξικόπημα ακολούθησε η τουρκική εισβολή, με πολλούς βασανισμένους μα και την πίστη πως θα φύγουν κάποτε και οι έποικοι και οι τούρκοι στρατιώτες και θα ζήσουν ειρηνικά οι Κύπριοι. Ακολουθούν στίχοι με φράσεις ως «κακή πολιτική, κάρφωμα πισώπλατα, χίλια κακά, θάνατος, απελπισία.» Η περίοδος που ακολουθεί με τη βασιλεία της Κίρκης υπονοεί την περίοδο της οικονομικής ευμάρειας και ιδεολογικής σύγχυσης. «Ασχολούνταν με τα γεωργικά και τις αγοραπωλησίες.» Ακολουθεί διχασμός.
Εξήγηση
Η λέξη Εξήγηση παραπέμπει στο έργο του Λεόντιου Μαχαιρά Εξήγηση της Γλυκείας Χώρας Κύπρου ενώ  άλλες φράσεις θυμίζουν Παλαιά Διαθήκη, «Κι είπε ο θειος μου» «Αν ο αδελφός σου μπει στο μαντρί σου…» «Υιέ μου και ακριβέ μου…» κατά Παροιμιών αναγνώσματα. Στο τέλος του δευτέρου αυτού μέρους επανέρχεται το ιστορικό των πραξικοπημάτων στην Κύπρο παλαιότερα (επί φραγκοκρατίας) και νυν.
Η Ροδαφνούσα
Το τρίτο και τελευταίο μέρος του ποιήματος με το οποίο κλείνει και η συλλογή είναι ένας ωραιότατος ύμνος για την Κύπρο με μουσική υπόκρουση το ποίημα του Ελύτη Σ’ αγαπάω μ’ ακούς; Αγάπη στη χώρα που υπέστη τα πάνδεινα από τα πανάρχαια χρόνια και συνεχίζει να υφίσταται με την τουρκική εισβολή.
Τελευταίο τετράστιχο : «Στο ξωπόρτι που τρίζει θλιμμένη και πάναγνη των παθών μελετάς την πικρή την αλήθεια και γράφεις στο στερέωμα δυο λέξεις με αίμα.»


ΕΙΚΟΝΙΣΜΑΤΑ 1986
Με τη συλλογή Εικονίσματα ο Θεοκλής Κουγιάλης νομίζω πως έφτασε σε ύψος ποιητικού λόγου και αληθειών φιλοσοφικών και θρησκευτικών με μια μοναδική εμβάθυνση στο νόημα της ζωής και του θανάτου, της γνώσης και της μνήμης, της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Στην αρχή των ποιημάτων μεταφέρει στους άλλους κόσμους του πνεύματος και ακολούθως, ανεβαίνοντας και επί της γης, τοποθετείται χωρικά στο γενέθλιο τόπο και χρονικά ανατολή, δύση του ήλιου, βράδυ, κάποτε επικαλούμενος το θείο φωτισμό, κάποτε αναφερόμενος σε μυθικά ή πλαστά πρόσωπα, μέσω των οποίων αποκαλύπτει τις αλήθειες που συλλαμβάνει εν εκστάσει, ενίοτε συνδυασμένες με την κυπριακή μετά το 1974 πραγματικότητα της ανάγκης μας να θυμόμαστε τα σκλαβωμένα μας χώματα. Θαυμαστός πάντως και ο ποιητικός του λόγος και οι αλήθειες του.
Η ποιητική συλλογή αυτή περιλαμβάνει τα ποιήματα: Ο χρωματιστός θεατής του πηγαδιού, Η μεταμόρφωση δόκιμου ποιητή, Τα όνειρα του βασιλέα Νηνεμών, Τα όνειρα του βασιλέα Ταραχών, Και να θυμάσαι, Ο αρραβώνας, Σαν ένα τέλος ανιαρό, Το ομοίωμα, Η δωρεά.
Ο χρωματιστός θεατής του πηγαδιού (Μνήμη του πατέρα του)
Το ποίημα αρχίζει με εξαίσιες εικόνες της ώρας του εσπερινού, με θρησκευτική ευλάβεια και σαν μέσα σε όνειρο, μέρα της αγίας Βαρβάρας στο γενέθλιο τόπο σε ανέβασμα ανηφορικό στη Χρυσοσπηλιώτισσα, ο ποιητής νιώθει γεμάτος θεία χάρη και συλλαμβάνει ως εις τη Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης και του Ελύτη το Άξιον Εστί «το πρώτο αντίκρισμα του κόσμου του φανταχτερού». Έκσταση, γνώση, ζωή και θάνατος, το γίγνεσθαι και το είναι των πραγμάτων, ο ποταμός της ζωής και των αλλαγών, παράλληλα με τον κόσμο της σκέψης και του είναι. Ο ποιητής, παρατηρητής του μικρού κόσμου (αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας) και του εντός αυτού, αυτοπαρατηρούμενος και αυτοκρινόμενος, διαλογίζεται για το θάνατο και το νικητή του θανάτου Χριστό, με λανθάνοντα υποβολέα τον ευαγγελιστή Ματθαίο.  «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν.» Ο άνθρωπος ζει ανάμεσα στην κυκλική επάνοδο των φαινομένων και την ουράνια ζωή, «Ανάμεσα στη ροή του ποταμού και του ναού το θόλο που τον κρατούν ανάλαφρα τέσσερις άγγελοι γυμνοί.»
Η μεταμόρφωση δόκιμου ποιητή
Τόπος η κορυφή του όρους. Ας θυμηθούμε τη μεταμόρφωση του Σωτήρος, όταν ο Χριστός φανέρωσε στους μαθητές του τη δόξα του, όσο μπορούσαν να τη δουν. Και στο τέλος του ποιήματος η κάθοδος, με την προσγείωση αλλά και την προϋπάρξασα βίωση της αλλαγής. Ο χρόνος διαγράφει την πορεία του με τον ήλιο, ακολουθούν οι ήχοι της εσπέρας και τέλος «τ’ αστέρια έχουν κρεμαστεί στ’ ακραία κλαδιά κι η νύχτα έρπει αθόρυβα πάνω στα κεραμίδια… Η νύχτα ανοίγει τα μαύρα της πανιά.»
Οι στίχοι «Μόνος του ο άνθρωπος είναι ελλιπής Λειψές εικόνες κι αισθήματα ατελή» αποτελεί και την κεντρική ιδέα του ποιήματος, που προαγγέλλεται με την αρχική εικόνα «Από την κορυφή του όρους η πεδιάδα απλώνεται μισή Στον ήλιο και μισή Στη σιωπή της δροσερής σκιάς.» Ούτε ο άνθρωπος είναι ολόκληρος ούτε και η αλήθεια, αφού δεν γνωρίζουμε το όντως όν. Η συνάντηση με τον εαυτό ή το Θεό είναι μια προσπάθεια ολοκλήρωσης. Την ώρα της κρίσεως ο άνθρωπος συνειδητοποιεί πως ο κόσμος είναι ένα δημιούργημά του και πως ο θάνατος τον κρατούσε μακριά από την αυτογνωσία και την αληθινή γνώση.  Η πίστη παρέχει σιγουριά. Πως ο Χριστός (που δεν ονομάζεται αλλά υπονοείται με τις εικόνες του ελθόντος και απελθόντος θεληματικά) είναι πανταχού παρών, δεν έφυγε αλλά άφησε στον τόπο του το άγιον Πνεύμα, όπως ο ποιητής δεν μπορεί να αποφύγει τις εικόνες της αγαπημένης γενέθλιας γης και αποκτά γνώση της άγνοιάς του και «φεύγει από την απιστία της πίστης.» Όταν νυχτώνει, αργά ο άνθρωπος καταλαβαίνει πως ο σωστός δρόμος ήταν αυτός του σταυρού και του πάθους και όχι της αποφυγής τους.
«Η νύχτα ανοίγει τα μαύρα της πανιά πάνω απ’ τη χωρίς θάνατο ζωή μας κι ο δόκιμος ποιητής σαν κάποιος που για χρόνια στον καθρέφτη δεν κοιτάχτηκε κατηφορίζει την πλαγιά και μπαίνει σε μια κατιούσα μεταμόρφωση.»
Τα όνειρα του βασιλέα Νηνεμών
Το όνομα Νηνεμών μας παραπέμπει στη νηνεμία, την έλλειψη ανέμου. Ο άνεμος παίζει σημαντικό ρόλο στο ποίημα, που αρχικά εμφανίζει το βασιλέα Νηνεμών να παραδίδεται στον ύπνο μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Στη δεύτερη στροφή ωραιότατες εικόνες ανεβάζουν στον κόσμο του ονείρου. Το βιβλίο του οδηγεί στη γνώση της αλήθειας αλλά όχι στην ίδια την αλήθεια. «Γιατί η αλήθεια είναι άνεμος και ο άνεμος είναι ένα πράγμα κενό Ο άνθρωπος όχι.» «Ο άνθρωπος χωρίς τη γνώση της αλήθειας είναι φύλλο στον άνεμο και ο άνεμος είναι ένα πράγμα άστατο επειδή ο άνθρωπος χωρίς όνειρα είναι βάρκα στο βάλτο και ο βάλτος είναι ένα πράγμα ύπουλο επειδή ο άνθρωπος χωρίς νόμους είναι ξύλο στη θάλασσα και η θάλασσα είναι ένα πράγμα ακυβέρνητο είναι με τη γνώση της αλήθειας που θα βγούμε από την ανομία.» Εν άλλοις λόγοις, γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς, ως είπεν ο Ιησούς.
Το ποίημα τελειώνει με την ευμάρεια που γνώρισε ο λαός του Νηνεμών, υιού του μύστη Τηλαυγών και τη σεπτής Ιεροδάμης (ονόματα φωτεινά και ιερά). «Γιατί ο λαός είναι άνεμος και ο άνεμος χωρίς προορισμό είναι ένα πράγμα μάταιο και ο λαός χωρίς όνειρα είναι ένα πράγμα κενό.»  
Τα όνειρα του βασιλέα Ταραχών
Και πάλι από το όνομα αρχίζοντας στην ταραχή και τον τάραχο της ψυχής μετατιθέμεθα όπως και οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος «Ανήσυχος, με την ψυχή βαριά και κρύα.. .εν θλίψει και σκιά θανάτου… ο λύκος του θανάτου…» με μια σειρά από εικόνες θανάτου. Ο στρατός του βασιλιά Ταραχών αφανίστηκε στον πόλεμο με τους απίστους. Και πάλι σε μια σειρά σκέψεων για το ποιος είναι ο αληθινός Θεός, ο καθένας πιστεύει πως ο δικός του, σ’ έναν κόσμο ματαιότητας και απάτης όπου παίζουμε θέατρο ως πρωταγωνιστές ή θεατές, που δεν έχουμε τίποτε δικό μας αφού τα πάντα δόθηκαν στη φύλαξή μας.
Ακολουθεί μια σειρά στίχων που έχουν πλήρη την αντιστοιχία τους στη σημερινή κυπριακή πραγματικότητα των ανθρώπων που έχασαν στον πόλεμο τα σπίτια τους «’Ο, τι είναι τελειωμένο μένει ατέλειωτο μόνο γι’ αυτούς που ελπίζουν ή που πεθαίνουν σ’ έναν τόπο που δεν είναι δικός τους και που θα μπορούσε να ήταν Που όταν ήταν, δεν ήταν αισθητός και που είναι γιατί η απώλεια τον κάνει προσιτό στα αισθήματα.» Συνεχίζοντας τους συλλογισμούς, συμπεραίνει πως ο τόπος είναι ο άνθρωπος, αν δεν ήταν ο τόπος δεν θα είμαστε και προπάντων σημειώνει τη σημασία της μνήμης, γιατί όπου η μνήμη παρουσιάζει κενά, εκεί και η ανυπαρξία.
Το ποίημα τελειώνει με τα υπέροχα για την ύπαρξή μας των Ελλήνων της Κύπρου «Ό, τι μπορούσε να είναι δικό μας Θα είναι πάντοτε και δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει Με ή χωρίς της θέλησή μας Κι αυτό που τώρα δεν είναι θα μπορούσε να ήταν μόνο με τη θέλησή μας Γιατί η θέληση σ΄ έναν κόσμο ματαιότητας και απάτης Είναι ό, τι απομένει απόλυτα δικό μας.»
Και να θυμάσαι
Το ποίημα μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια του προηγουμένου, με συγκεκριμένο τοπίο Καραβά Λαπήθου και τις αντιθέσεις του γίγνεσθαι και του είναι ως προ των αιώνων νοητού οικοδομήματος. Η ενσάρκωση της πράξης σε Λόγο, και «στο όνομα της αγίας και ομοουσίου Τριάδας Να χτίσουμε εκκλησιά με τα κρανία και τα οστά μας Όπου η ψυχή θα βρίσκει αναψυχή Κι οι άγιοι Μάρτυρές μας πού την κεφαλήν κλίναι.» Η σημασία της ύπαρξης του άλλου για τη δική  μας ύπαρξη, η νέκρωση της δικής μας θέλησης και η αγάπη και μνήμη του άλλου καλούν σε συνειδητοποίηση πως  «Αν υπάρχουμε για τον εαυτό μας Δεν υπάρχουμε Γιατί υπάρχουμε μόνο διαμέσου άλλων που υπάρχουν.» Ο παράδεισος είναι μέσα στην καρδιά του ανθρώπου μέσα στην οποία και είναι η βασιλεία και η τράπεζα.» Ανάμεσα στις άκρες αντιθέσεις του φωτός σκοταδιού, της πίστης απιστίας, της αθωότητας αμαρτίας, της μνήμης και λήθης οι εικόνες του πολέμου και των κατεχομένων εδαφών μας (Πάναγρα, Όρκα, Παλιόσοφος) αιώνια μνημονεύονται.
Το ποίημα είναι ένα από τα πιο βαθυστόχαστα που έχουν γραφεί για την κυπριακή τραγωδία. Με υψηλό ιερατικό ύφος, όπως αρμόζει στις αλήθειες που συλλαμβάνει ο ποιητής και στη στάση που πρέπει να τηρεί ο άνθρωπος απέναντι στη μοίρα του συνόλου και της χώρας του.   
Ο αρραβώνας
Ο αρραβώνας υπονοεί υπόσχεση γάμου, συνένωση ανθρώπων, ίσως της διχοτομημένης πατρίδας. Το ποίημα αρχίζει με περιγραφή ασημένιου δίσκου με παραστάσεις κληματίδες. Η αδικία δοσμένη ως ζυγαριά της μοίρας ακίνητη. Λίγο πιο πίσω θήκη με το δαχτυλίδι, στο πετράδι του οποίου χαραγμένες η Αθηνά κι η Αφροδίτη. Εμφανίζεται η Ελεονώρα, πίνει λίγο κρασί, ζαλισμένη με τον ποιητή  «Μέσα ακριβώς απ’ το μεθύσι και τον καημό μας γεννήθηκε η κόρη μας η Αροδαφνούσα.
Ακολουθεί αποστροφή, αναφορά, στο μυθοπλάστη και τραγουδιστή Λαό, που πιστεύει, αγαπά, σιωπά, σπέρνει και περιμένει τη σοδειά, γνωρίζει τη σημασία του θανάτου ως προϋπόθεσης της ζωής (σπόρος). «Στο μύθο σου υπάρχει το αιώνιο αλλά και το επαναλαμβανόμενο.» Ο Κυπριακός λαός που έχασε περιουσίες και κάποτε αρνείται και τον εαυτό του ακολουθεί το δρόμο σταύρωσης. Το ποίημα τελειώνει με τους στίχους «Λαέ μου πονεμένε και περήφανε δέχτηκες τον πόνο ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα δέσεις αρραβώνα.»
Σαν ένα τέλος ανιαρό
Πρωταγωνιστής ο Σόντζα, όπως και σε άλλα ποιήματα του Κουγιάλη. Ο Σόντζα παρουσιάζεται ως ο ανεκτικότατος «όλα τα δέχτηκε με κατανόηση» άπληστους, κλέφτες, μοιχούς, ρουφιάνους. Ακολουθεί το του Εκκλησιαστή (μόττο) Όστις προσθέτει γνώσιν, προσθέτει και πόνον. Ποια η σχέση με το παθός μαθός ή πάθος μάθος του Αισχύλου; Εκεί πρόκειται για το πάθημα που φέρνει και τη γνώση, άρα γνώση βιωματική, ίσως το ίδιο κι εδώ. Αν και η γνώση φέρνει πόνο και πάλι η συνειδητοποίηση μερικών πραγμάτων οδηγούν στον πόνο. Ή η γνώση αποτελεί έξωση από τον παράδεισο της άγνοιας. Και ακολουθεί : Μάχαιραν έδωσες μάχαιραν λάβεις. Ανάμεσα στον πόνο και τη γνώση η αγάπη και η χωρίς ελπίδα ζωή. Μερικοί ορμώμενοι από την επιθυμία της παρούσας αμοιβής χάνουν τη μέλλουσα ζωή. Οι στίχοι που ακολουθούν μπορεί να σχετίζονται και με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο ως τιμωρία, την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους, η οποία, αν είναι αδύνατη και τετελεσμένη η έξωση εκ του παραδείσου, τότε φαίνονται μάταια τα άλλα. Ακολουθούν σκέψεις περί ζωής, θανάτου και δικαιοσύνης, όπου ο θάνατος παρουσιάζεται να δίνει νόημα στη ζωή. Η σκηνή με το Σόντζα να ανεβαίνει ως εις ανάληψη επανέρχεται ο λόγος περί δικαιοσύνης και σε ό, τι ο αδικημένος θεωρεί επικράτηση του δικαίου..εν αδίκω όντες τη δικαιοσύνη επικαλούμενοι…» Ανάμεσα στις αδικίες «οι τα φαύλα πράξαντες και δημοσίως επαινεθέντες». Μια ενότητα που τελειώνει με τη σημασία της συγχώρησης. Η τιμωρία φέρνει τιμωρία, η ζωή αμείβει τους αγωνιστές της ζωής, και όποιος δώσει συγχώρηση θα πάρει συγχώρηση.» Γι’ αυτό «μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε.» Το ποίημα τελειώνει με τους στίχους «Αφού μπροστά στην κρίση βρίσκεται ο άνθρωπος πρέπει και πίσω από την κρίση ο άνθρωπος να είναι διαφορετικά δεν έχει νόημα η ζωή κι ο θάνατος απ’ τη ζωή αρχίζοντας στον εαυτό του καταλήγει σαν ένα τέλος ανιαρό και ανυπόφορο.»
Οι στίχοι μπορεί να είναι και να χαρακτηρίζονται από πεζολογία, όμως οι σκέψεις και οι προβληματισμοί, ο από καθέδρας τρόπος έκφρασης προσδίνει ιερότητα στα λεγόμενα, που συνοδεύονται όμως με άλλες ωραιότατες εικόνες, ποιητικότατες, ιδιαίτερα της πνευματικής ανάβασης και κατάστασης των ηρώων.
Το ομοίωμα
Λόγος περί ψυχής, αθανασίας και Θεού. «Έξι μέρες πολεμούσε ο Σόντζα ώσπου να βγάλει την ψυχή από το σώμα του να την καθίσει απέναντί του και να εξηγηθούν.» Ακολουθεί προβληματισμός μήπως η ψυχή είναι ιδέα που έχουμε ανασύρει από το χάος όπως το ζωγράφο που ζωγραφίζοντας φτιάχνει ομοίωμα του εαυτού του. Η ύπαρξη των αντιθέτων, όπως του μίσους και της αγάπης, και η ανυπαρξία αγάπης χωρίς αγαπώμενο, οδηγεί στη συνύπαρξη σώματος και ψυχής, οπότε η ψυχή από μόνη μπορεί να είναι μια αφαίρεση ή μια εικόνα του ασύλληπτου. Ο Θεός συνυπάρχει με τον άνθρωπο,  συν αγωνίζεται, συν σώζεται, συν δοκιμάζεται. Ο ποιητής θεολογεί και φιλοσοφεί, έχοντας βέβαια προ αυτού θεολογήσαντες και φιλοσοφήσαντες.
Το ποίημα τελειώνει με τους στίχους: « Ο Θεός είναι μέσα στο Λόγο τέλειος Γι’ αυτό και ως ανήκουστος Λόγος θα υπάρχει. (η τελειότητα του Θεού) Μα ο άνθρωπος που είναι ατελής θα ζει και θα πεθαίνει μέσα στην ατέλειά του περνώντας μέσα από τα πάθη και τη σταύρωση ώσπου να φτάσει στον αρχικό εαυτό του. Και ο Θεός μετατρεπόμενος σε ό, τι  το ανθρώπινο μυαλό κάθε αποχή θα συλλαμβάνει θα φτάσει από το δρόμο τον αντίθετο εκεί που αρχίζοντας, τον εαυτό Του δημιούργησε κατ΄ εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου.» Μια επανάληψη του ερωτήματος αν ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος συνέλαβε την έννοια του Θεού.
Η δωρεά
Το ποίημα αρχίζει με παρουσίαση τραπεζιού με κομμένα κεφάλια. Στη μέση γυναίκα ντυμένη στα λευκά και τα μαύρα, ωραιοτάτη. Και ακολουθούν οι σκέψεις για τη ζωή και το θάνατο «Διότι η ζωή  μας δόθηκε ως δωρεά Και ο θάνατος ως συγχώρεση
Διότι ο επιούσιος άρτος μας δόθηκε ως ιδρώτας του προσώπου
Και η άφεση αμαρτιών ως υπόσχεση αθανασίας….»
Με τη συγγνώμη ο άνθρωπος αρνείται τον εαυτό του και αναγεννάται. Ο άνθρωπος επιθυμεί την αθανασία, μετέχει των παθών του Κυρίου, ευρίσκεται όμως πάντα στο μεταξύ. Προβληματισμοί για την παρούσα και τη μέλλουσα ζωή, τελειώνουν με το τετράστιχο
«Αφού μέσα στον Κήπο γεννηθήκαμε
Πρέπει και μες στον Κήπο να πεθαίνουμε
Γιατί αν δεν ορίζουμε το θάνατό μας
Ούτε και τη ζωή μας ορίζουμε.»

Ήταν η πιο ελκυστική συλλογή ποιημάτων του Θεοκλή Κουγιάλη.