Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

ΠΕΡΣΑΙΟΣ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΠΕΡΣΑΙΟΣ

Ίσως να τ’ άκουσε στον ύπνο του,
στα μεταξένια του σεντόνια να θροϊζουν
«Καθόσον απέχουσιν ανατολαί από δυσμών»
Και πρόσθεσε: «τόσον απέχουν τα λογάρια
Μη μαρτυρούμενα υπό των πραγμάτων».

Ο βασιλιάς Αντίγονος.

Διακούσας πάντα τα  Περσαίου μαθήματα,
του φάνταζαν ψευδή, ως  
«Ο σοφός υπό της τύχης αήττητος,
αδούλωτος, ακέραιος» και τα τοιαύτα.
Κι έτσι σοφίστηκε
Σκηνή πατάρι, αιώρες, περιάκτους,
Λαμπρούς ηθοποιούς, αστέρια στο παλάτι
Δήθεν εκ Κύπρου και Κυρήνης εμπόρους
και ως πρωταγωνιστής  το πρώτον ερωτά:

- Ποια τα νεότερα εκ Κύπρου, λιτανεύεται ακόμα το ιερό λιοντάρι,
  Φύγαν οι Τούρκοι;
-Ουαί κι αλίμονο, δευτέρα εισβολή, καταστροφή μεγάλη.
-Και του Περσαίου ο οίκος;
-Αιχμάλωτη την άλοχο μνηστή,  το φίλον τέκος σφάγιο
Φονταμενταλιστής τζιχαντιστής ο αποκεφαλίσας.
-Η φιλοσοφία μόνη τον τρωθέντα φιλόσοφο ιάσεται,
επιλέγει ο βασιλιάς ηθοποιός.

Βαρύ το σκότος τυλίγει δίχτυ τον Περσαίο,
Η  προσωπίδα του σοφού στο μάρμαρο κυλίνδεται
Θρήνος κι οδυρμός
κι εξαίφνης
Κενά τα διδάγματα
Χάθηκε ο Ζήνων, φρούδος ο Κλεάνθης
Λογάρια κενά τα όσα δίδασκαν και δίδασκε
Αυτά κατέδειξεν η φύση.

Κι ο Αντίγονος, μεγαλοψύχως,
Φιλόξενη τείνει χείρα στον Περσαίο
του φιλοσόφου Ζήνωνος υποκατάστατο σταλμένο
Μια κι ο γέρων Κιτιεύς, εβδομηκοντούτης,
αδυνατούσε τα θαλάσσια ταξίδια
Περιμένοντας τη βαθιά φωνή από τη γη,

την ταξιδεύτρα του θανάτου.

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

ΣΟΛΙΟΙ ΚΑΙ ΣΟΛΕΙΣ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΣΟΛΙΟΙ ΚΑΙ ΣΟΛΕΙΣ

Οι Σόλιοι λείαιναν και στίλβωναν τη γλώσσα
Σε βότσαλα ελληνικής θαλάσσης
Περιφέροντας τον Σόλωνα στο αμφιθέατρο
Φίλο Αθηναίο.

Οι Σολείς της Κιλικίας
Ασύντακτος βίος
Πλίνθοι και κέραμοι
Ατάκτως ερριμμένες λέξεις
Σολοικισμός
Το ιδίωμά τους.

Οι νεότεροι εμείς,
Απόγονοι των Σολίων
Μοιάζουμε Σολείς

Οι αναίσχυντοι.

ΠΑΙΔΩΝ ΑΓΩΓΗ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΠΑΙΔΩΝ ΑΓΩΓΗ

Πλατιές ταινίες
Χαίτες ξανθών αλόγων στις οθόνες
Καθηλωμένες
Τρεμοπαίζουν διόπτρες κινούμενες.

Βίου κανόνας κανείς δεν προτίθεται.
Ποια τιμή, ποια πίστη, πού το φιλότιμο;

Ο Λουκιανός
Κάρβουνο στο μαγκάλι
Με φύλλα ελιάς
-όπως τότε «ποιος μ’ αγαπά»-
Μνημονεύει σεβάσμιο Δημώνακτα
Ίνδαλμα νέων
Άριστον φιλοσόφων.

Αδιάφοροι θρήνοι κοπετοί
Χαράσσουν χειροδεμένη
τυφλή  την πορεία μας.

Αποκεφαλισμένη πολιτεία
Μεγαλώνυμοι τίτλοι
Μύες και κύνες 
Γαλές και λαγωοί
Μίκυ και Μπάρνυ
Φωνητικά τερατόμορφα σύνδρομα
Οδοδείχτες
Για τα παιδιά των παιδιών μας.


Βίου κανόνας κανείς δεν προτίθεται.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

ΖΗΝΩΝ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΖΗΝΩΝ

Χαράς πληρούται ο υιός.

Ο πατήρ Μνασέας εγχειρεί κιθάρες
βίβλους τυλιγάδια
θεραπευτικά της ερήμου.

Κι ο Ζήνων, στ’ αχνάρια του πατρός
πράττει και μεταπράττει.

Ναυαγός στον Πειραιά
Σ’ ερμάρια βιβλιοπωλείου
-τα θυμάστε, ξύλα γκριζωπά στην Ιπποκράτους-
ως το λαιμό φιλοσοφία.

-Πού να βρω τέτοιους ανθρώπους;
Κι η θεά τύχη, χορεύτρια πεζοδρομίων
-Να ο Κράτης, του συστήνουν, ακολούθει.

«Νυν ευπλόηκα, ότε νεναυάγηκα.»

Αισχυντηλός.
Ο Κράτης στις αγκάλες του μια χύτρα με φακές
να την διαπεράσει τον Κεραμεικό
-Λήδρας, να πούμε.

Θρύψαλα.
Εις τα εξ ων συνετέθη.

Φυτρώνει στα πόδια του Ερμής.
-Τι τρέχεις φοινικίδιο;
Δεν έπαθες κάνα κακό,
αιγυπτιακή κλιματσίδα!

Ποιος; Ο σεμνός κι ολιγαρκής. Ο αυτάρκης.
Ο Ζήνων Φοινικίδιο!

Πορφύρα εμπορευόταν από τη Φοινίκη,
Δεν ξεπουλούσε πατρίδα!
Το «Ζήνωνος φιλοσόφου» δεν αρκούσε.
Απαιτούσε πάντα και το Κιτιεύς,

περήφανο χρέος.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Τη αυτή ημέρα
Των απ’ αιώνος δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρησάντων
τη συνοδεία ορχηστρίδων του Κακού.
Κάρες επί πίνακι,
στοιβαγμένες των παππούδων και πατέρων
του Προδρόμου και άλλων αγίων.

Μελανείμονες μάρτυρες βαρβαρικών προπομπών 
Μαχαιροφόροι δεσπότες κατενώπιον των θεατών
Περιάγουν τα θύματα
Βούκινα και τουμπελέκια
Ρυθμίζουν την ενότητα των προ και μετά Χριστόν.
Η απανθρωπία στο άχρονο.

Ακρωτηριασμένη κι η μάνα μου
Περιμένει να πάει στο μύλο αραχνιασμένο
Να αλέσει τις ελιές
Οσμήν ελαίου, γεύση φρεσκοβγαλμένου λαδιού
Λεμόνι σε ζεστό ψωμί
Κι όλα ένα γύρο μαυροφορεμένα τον ταγγισμένο ιδρώτα.

‘Ηρεμο το γαϊδούρι γυρίζει στο μύλο
Κοφίνια τις μνήμες ζεμπύλια τους πόνους

Των ερειπίων. Προ και μετά Χριστόν. 

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

ΤΩ ΚΡΟΥΟΝΤΙ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΤΩ ΚΡΟΥΟΝΤΙ

Η κουκουβάγια  χλωρό δάκρυ προμηνούσε
Κι αρπάχτηκε πως χώνεψεν η γη τον αγαπώ της.

Σακούλι καρβουνόσκονη  στα ιματισμένα βρέφη
Μαύρη μπογιά στα μάρμαρα να μοιάζουν την καρδιά της
Δυο χρόνια μαυροφόρετα δυο γαλαζοντυμένα .

Ζητούσαν τα μωρά ψωμί; Δεν τους κροτούσε πέτρες!
Γάλα να πιούν;  δεν ήξερε γι’ αυτήν πέπλο λεπτό. Για τα παιδιά θυσία.   
Την πόρτα έκρουαν φτωχοί; πινάκι στο φαγείν τους
Μια μάνα έρμη και βουβή, μωρά ξεπεταρούδια
Σώφρονος έργα γυναικός.

Κι ο μέγιστος Πατήρ μας ερωτά:  
Πέτρα θα σας τυλίξω,  αν άρτο μου ζητήσετε;
Ψαύστε το ρόπτρο. Η θύρα μου ανοιχτή.

Μήπως δεν κρούσαμε πιστοί

Τη θύρα του Δικαίου;

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Η ΚΡΙΣΙΣ


Στέλιος Παπαντωνίου

Η ΚΡΙΣΙΣ

Ο Σιμωνίδης στα επιγράμματά του φορούσε
Το κυανό του θανάτου άσβεστο κλέος
Ο Πίνδαρος κι ο Κάλβος
Του ηλίου δεν έβλεπαν θαλπνότερο φαεννό άστρο
Καθώς ο Ηράκλειτος ακολουθούσε τον ξυνό λόγο.

Κι έλεα πως η αλήθεια είναι στα μάτια μου μπροστά
Κι ήρθεν Εκείνος κι είπε
Γιατί κοιτάς το κάρφος στο μάτι του άλλου
Και δεν βλέπεις τη δοκό στο δικό σου;

Κι έτσι με πήρε από το χέρι τυφλό
Να ψαύσω στα ένδον του θυσιαστηρίου
πεποικιλμένη την κιβωτό μου.

Εκεί ξέεται βαθμηδόν η δοκός
Καθαίρονται πολυτρόπως οι κρίσεις
Κρίνουμε για να κριθούμε
Με το ίδιο μέτρο.


Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

ΜΑΤΘΑΙΟΣ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΜΑΤΘΑΙΟΣ

Ο Ματθαίος στο κουμέρκιο
Στο βάθος υφαντό σκότος και σκιά θανάτου
Εξ ανατολών θόλοι και τύμπανα, επτάφωτες αψίδες
Κι οι καθήμενοι οκλαδόν
Διαφημιστές και image makers
Αναπαράγουν τας κυριακάς ρήσεις:

Μη για το θεαθήναι τὴν ἐλεημοσύνη   
Μη τύμπανα και σάλπιγγες εκκωφαντικής επιφανείας
Μη στις γονυκλισίες  με πλατειές χειρονομίες
Μη βαττολογείτε ρέουσα πηγή      
Μὴ θησαυρίζετε θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, σκουλήκια και κλέφτες
Μη στο μαμμωνά γονυπετείς ανάβετε κερί  
Μη για το πινάκιον  και τον πότον μεριμνάτε
Μη για τους χιτώνας και τα ιμάτια
Μη για την κυματίζουσα κόμη της αύριον.

Και κατά γράμμα εφαρμόζουν τα παρακόλουθα το μη
Ως οι καθρέφτες τους, εμείς,
Τας χείρας κροτούμενοι.  


Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

ΤΩΝ ΑΝΑΞΙΩΝ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΤΩΝ ΑΝΑΞΙΩΝ

Γνέθουμε τις μέριμνες ιοστεφάνους
Τελετουργικά
Ράβουμε τα ενδύματα
Προεξαρχόντων ραββίνων και σπορέων
Χωρίς να εμβλέψουμε τα κρίνα του αγρού εντός μας
Ξυνωρίδες και τέθριππα στον ύπνο μας
Ο βασιλιάς Σολομών δοξάστηκε μεγαλοπρεπής
Να του μοιάσουμε οι αδύναμοι.
Βαττολογούμε για τον ψευδάργυρο
Κι η ουσία των ασυλλήπτων.

Δεν είμαστε πλάσματα κατώτερου Θεού
Ευτελή πλάσματα του Υψίστου
Κληθέντα για τη βασιλεία Του
Έρπουμε στο βυθό
Αναλώσιμα των επιγείων.

Θρονιασμένος στον ενδότερο ουρανό μας
Παραμερίζει Γεργίνους και Προμάλαγγες.

Οίδε Κύριος την αναξιότητά μας.

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Ο ΤΕΛΕΙΟΣ ΠΑΤΗΡ

Στέλιος Παπαντωνίου

Ο ΤΕΛΕΙΟΣ ΠΑΤΗΡ

Το δεξί μου μάτι, Κύριε,
Κάθε μέρα πολλαπλασιάζεται
Το αφαιρώ και επανέρχεται
Το εκβάλλω  εις την γέενναν και ανατέλλει.

Το δεξί μου σκάνδαλο στο χέρι μου
Και δεν ξέρω το συμφέρον μου.

Ο λόγος πονηρός.
Ραπίσματα στη δεξιά σιαγόνα και δεν στρέφω την άλλη
Μου κλέβουν το χιτώνα και δεν τους δίνω το ιμάτιο
Με αγγαρεύουν ένα μίλι και δεν πάω μαζί τους δυο
Αποφεύγω να δανείζω
Μισώ τους εχθρούς μου
Τον ήλιο και τη βροχή σου
Μόνο για μένα,
Το ατελέστατο των όντων.

Κύριε συγχώρα με.
Αρέσκομαι στις ατέλειές μου.

Ειλικρινά.

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΗΜΩΝ

Στέλιος Παπαντωνίου

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΗΜΩΝ

Η καρδία μου στο φυτώριο
Εύοσμα μικρά και μεγάλα
Γέρνουν τα κεφαλάκια ψιθυρίζουν
Ηλιοτρόπια.

Η αγάπη δεν είναι φτερωτά πουλιά
Σε κενά αέρος

Το κλάμα της Ραχήλ στη Ραμά
Το σπίτι μας ήταν ωραίο
Παίζαμε με τα γειτονόπουλα
Μείναν πίσω γιαγιά και παππούς στο κοιμητήρι.

Η καρδιά δε διανοείται
Σπαράζει, βογκά,
Σφουγγάρια τα δάκρυα
Κι ο θησαυρός κι η καρδιά
Διορύσσονται και κλέπτονται
Στην παρούσα ώρα.

Κύριος οίδε στη μέλλουσα!





ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Επαναλαμβανόμενες κλασσικές επιγραφές:
Τ’ αστεία για το άστυ.

Ο Ισοκράτης αγόραζε λουκέτο
Το κλειδί το’ριχνε στη θάλασσα τεχνηέντως
Κι εσιώπα.
Η Σαλαμίνα μία επαρχία ήταν.
Ό,τι δεν γνώριζε ο αθυρόστομος κιθαρωδός Στρατώνικος.
Ο Νικοκλής, αυστηρός τιμητής, κώνειο τον κέρασε
Όπως μας κέρασαν οι εβδομήντα τέσσερις εν άστει επιβήτορες:
Διέρρηξαν το νόμο θορυβωδώς
Κι εισόρμησαν βίαια οι καραδοκούσες λάσπες
Πνίγοντας τη μάνα μου, κοπίδι στη μέση της.

Στο άστυ μετρούσαν την απόσταση:
Μια επαρχία ήμαστε! Μακρινή.



Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

ΙΑΚΩΒ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΙΑΚΩΒ

 Ο ήλιος πάει να κοιμηθεί
Κι ο Ιακώβ να δύσει
Κάτω απ’ τη γενειάδα του
Πέτρα για προσκεφάλι
Ξεσκλίδια σαραντάχρονα
Κι η μάνα μου στη σκάλα
Μες στα βαθιά της φρέατα
Ν’  ανέβει στα ουράνια.

Σαράντα χρόνους νηστική
Σαρανταπληγιασμένη
Μύρο φωνής απ’ ουρανού
Θεοφεγγιά να λάμψει
Με κύμβαλα και σάλπιγγες
Φλόγα να μας δροσίσει
Ν’ αγάλλονται οι γηγενείς

Ν’ αναλυθεί ο ζόφος.

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

ΙΩΝΑΣ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΙΩΝΑΣ

Σ’ άρμα βαρύ   
Με χτενισμένο γένι,
ο Ασσουρμπανιμπάλ,
Στ’ αλόγατα κρόσια υφαντά
Λιοντάρια και κοντάρια.

Κι ο Ιωνάς στη Νινευί
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες
Μετάνοια κηρύσσοντας:
Φορέστε σάκο
Και καθίστε στη σποδό.
Νερό μην πιουν τα πρόβατα.
Νηστεία –αγρυπνία- προσευχή.
Σφηνωμένο στις σχισμές των ορέων
Ν’ ανατείλει φωτεινό το κεφάλι σας.
Ειδέ καν ου,
Στην τέταρτην ερείπια.

«Κύριος ο Θεός Βοηθός και σκεπαστής».

Κι ο αγγελιαφόρος Του θρηνεί
Το εωθινό σκουλήκι.

«Μεθ’ ημών ο Θεός του ελέους και των οικτιρμών.
Δε θ’ αφήσει τη Νινευί μες στην κοιλιά
Του αδηφάγου κήτους».

Κι ο Ιωνάς απαρηγόρητος θρηνεί

τη μαραμένη κολοκύνθη.

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

ΠΑΝΘΕΙΑ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΠΑΝΘΕΙΑ

Μαυροεντυμένες ψάλλουσιν
ικετηρίους κανόνες στη Θεομήτορα
Στο θυσιαστήριο μη δυνάμενες να ανέλθουν
Έργο ιερέων.

Κι η Πάνθεια, ποθώντας  στον πολυπόθητο
να παραστέκεται στη μάχη
Με τα στολίδια της χρυσό θώρακα και περικεφαλαία,  
Περιβραχιόνια, πλατείς κρίκους στους αρμούς
Χιτώνα ποδήρη πορφυρούν
Λοφίο βαμμένο σε χρώμα υακίνθου

Τους ίππους μ’ ολοχάλκινα σκεπάσματα
Τα χαλινάρια με πετράδια αστραφτερά στολίζει
Τ’ αλόγατα περικνημίδες χρυσαφιές
Στο άρμα τα κοσμήματα
λευκό χιτώνα κατάσαρκα στον ποθητό της:

«Γενού ανδρείος, μη με ντροπιάσεις,
μαζί σου να πεθάνω
παρά στη ντροπή»
την ώρα που καταφιλούσε το θρονί στο άρμα.

Κι ο Αβραδάτας της:
«Δώστε Θεοί, άντρας αντάξιος της Πανθείας να φανώ»

Κι όταν τον προσκομίζουν με την κοπίδα
Τεμαχισμένο τον Αβραδάτα της
Η ευειδής κι ευσχήμων
Σαν τις εγγονές μου με τις κούκλες
Συγκολλά  τα μέλη αρτιμελή να τον θρηνήσει
Στον Πακτωλό τον πλένει
Κι ύστερα
Τον ακινάκη κατατρώει
θυσία στην αγάπη

Ενώ οι μαυροφόρες ψάλλουσιν
Τον μέγα παρακλητικόν εις άσπιλον και αμόλυντον
Υπέρ ψυχών αμαρτωλών.


Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

ΑΒΔΑΛΩΝΥΜΟΣ

Στέλιος Παπαντωνίου
ΑΒΔΑΛΩΝΥΜΟΣ

Δεν ήταν κι όνομα το Αβδαλώνυμος
Να καταπλήξει τον Αλέξανδρο στρατηλάτη.
Ούτε κι η εμφάνιση του νερουλά,
ράκεσι τοις τυχούσιν εσθήτι χρώμενος.
Αλλά στην αδαμιαία προαιώνια πολιτική
Αδύνατο να παραμένει της Τύρου  βασιλιάς ο Στράτων,
Δαρείου σύντεκνος.

Ο Αβδαλώνυμος, σύστησε στον Ηφαιστίωνα φιλόξενος κύριος.
Φτωχός και τίμιος, αυτός ο μόνος βασιλεύς αξίζει.
Και το πόπολο θαύμαζε του κύκλου τα γυρίσματα π’ ανεβοκατεβαίνου,
Μια και δεν άκουσε ποτέ του τον παππού
Να ψάλλει στο πεντάρτι
Για πλούσιους που πτώχευσαν και πείνασαν.

Αυτός ο Αβδαλώνυμος.
Εκζητούσε ολοψύχως τον Κύριο
Όπως εκατοντάδες προ Χριστού χριστιανοί.

Κι ο Ιωάννης Ευχαϊτων προσευχόταν μόνο για Πλάτωνα και Πλούταρχο.


Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Στέλιος Παπαντωνίου

Οιδίπους

Κάθε μέρα οι Θηβαίοι συναθροίζονταν στην αγορά
Το δυσαίνιγμα της σγίγγας να φωτίσουν
Παρθένου πρόσωπο,
στήθος και πόδια λιονταριού,
φτερά πουλιού
Κι ο τρυπημένος στα ποδάρια
«Ο άνθρωπος» ανέκραξε
Καθάρθηκεν η χώρα.

Κι εμείς, έρπουμεν άναυδοι
γεννημένοι για του πατέρα μας φθορά
Και της μητέρας συνουσία
Δε νογούμε ν’ απαγγείλουμε τον άνθρωπο δεσπότη μας
Του νόμου και του λόγου κυβερνήτη και ξωμάχο
Να σώσουμε τη χθόνα
Δάγκωμα ημισελήνου
Να χαράξουμε το γέλιο στα ροδάκινα
Κεφάλια με τους ίουλους

Και το ξανθίζον γένι. 

Στον Άντρο

Στέλιος Παπαντωνίου
Στον Άντρο

Δε σε στείλαμε προπομπό.

Προτιμούσες τη μαύρη σκέψη
Τα σπασμωδικά χτυπήματα στον τοίχο
Τα μετεωρισμένα ονείρατα
Που σωριάζονταν τη μέρα
Και τ΄ανόρθωνες τη νύχτα
Μες στ’ απάχικα της γειτονιάς.

Στοιχημάτιζες με το χάρο
Σ΄άρεσε το παιχνίδι
Χαιρόσουν που νικούσες
Κι έπαιρνες τη ρεβάνς
Έτσι έλεγες από τον καιρό
Της μπαζούκας που τίναξε το φυλάκιο.

Κατεβαίνουν οι σκόνες στα πλεμόνια σου
Γεμάτα καπνά κι αραχνοϋφαντα
Πέπλα λησμονιάς
Χτυπούσες το χέρι στο μαχαίρι
Καραδοκούσες πού να τριγυρίζουν τα γραφτά
Να τα ξορκίσεις
Μην επαληθευτούν οι χαρτορίχτες
Μια τέτοια σου μεινε στη θύμηση
Σαν ήρθε να σε ξεματιάσει
Εσύ το θέλησες
Ήξερες για το βάσκανο οφθαλμό
Δεν τον φοβόσουν, έλεγες
Μα ύστερα κυνηγητό στους παπάδες
Να σου διαβάσουν την αγιαστούρα.

Η πεποικιλμένη καταλάβαινε τους φόβους σου
Κρατούσες την κεφαλή σου δεμένη στην εικόνα της
Δεν μπορούσες να της αρνηθείς

Όλα τα καντήλια τα’ ανάβαμε για σένα
Κι ύστερα
Θα χτυπούσαν οι σκάμνοι
Θα πέφταν τα μαύρα
Γι’ αυτό κι ετοιμαζόσουνα με το ξαφτέρουγο  στο χέρι

Ποτέ δε φώναξες βοήθεια
Την άμπουλανς τον τελευταίο ασπασμό
 Δεν τά νιωθες να σε ασθμαίνουν
Ούτε και τότε που καταλάβαινες.

Εγώ έζησα τη ζωή μου μονάστερη, έλεγες
Κι η αντρειωσύνη σου χτυπούσε κυπαρίσσι.

Μερικοί γεννιούνται με τα φιλιά του χάρου
Στ’ απαλά μάγουλα
Κι εσύ το’ νιωθες το φτερούγισμά του
Στ’ αδιέξοδα των ηφαιστείων
Στ’ αδιέξοδα της γειτονιάς
Στ’ αδιέξοδα της αδιέξοδης ζωής σου.

Τ’ αδέλφια σου τράβηξαν ο καθένας το δρόμο
Κουβαλώντας τις μνήμες οδυνηρές.

Ο μικρότερος, εσύ, φορτώθηκε σακκιά την άμμο,
Τις σφαίρες, τα ηφαίστεια,
Που άναβαν τις νύχτες με τις εκρήξεις
Την κοσμική σου αντίληψη
Γιατί κάπου στα τρίσβαθά σου
Κυκλοφορούσαν οι χυμοί της άλλης ζωής
Της αιώνιας εκείνης
Που ανασταίνει τους νεκρούς
Και τους τοποθετεί στο πλάι μας
Στο τραπέζι των χριστουγέννων
Να ξημεροβραδιάζουμε κουτσοπίνοντας
Μες στ’ αγιάζι του χειμώνα
Και της παγωμένης πια γωνιάς σου.

Προπάντων μη νομίζεις πως δε σε περιμένουμε.

Σε περιμένουμε και πάλι
Με τις φωνές και τις χορδές της κιθάρας σου
Στη διαπασών
Σε περιμένουμε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι
Στη μεγάλη τραπεζαρία της μαμάς
Πάντα στην κεφαλή του τραπεζιού
Να δίνεις οδηγίες
Να ρητορεύεις
Να θυμώνεις
Κι εμείς να χαιρόμαστε τη ζωντάνια σου
Και τη βροντερή φωνή.
Να σκουντάς τα κάρβουνα
Να ανακατεύεις τη συζήτηση
Να τα κουβαλάς εκεί που θέλεις
Όλα να γίνονται κατά το πρόσταγμά σου
Κι εμείς να χαιρετίζουμε
Τον επαναστάτη της γειτονιάς
Τον εγγονό της παπαδιάς
Ν’ ανοίγεις στόμα και να τρέπονται σε φυγή
Της γης οι άχρηστοι.

Τετρακόσιες μέρες θα’ χουν περάσει
Χωρίς τα βήματά σου να ζαλίζονται
Χωρίς τις σφαίρες στο κεφάλι να κουδουνίζουν
Κι ύστερα ν’ ανακαλύπτονται στα επιστημονικά εργαστήρια
στο τέλος.

Ένα δυο τσιγάρα
Ένα δυο πακέτα τσιγάρα να σ’ ανασταίνουν
Την προτελευταία μέρα
Και να ρωτούν οι γιατροί
Να ξέρουν  και να μετρούν τις ώρες
Κι εμείς να περιμένουμε πια
Ένα πέταγμα ειρηνικό
Που πλάκωνε όμως κι έμεινε εκεί
Βαριά πλάκα στην καρδιά μας.

Είσαι μαζί μας

Τι να περιμένουμε!

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

ΣΟΛΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ


Στέλιος Παπαντωνίου

ΣΟΛΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ


Υφαντό χαλί στο μάρμαρο
Χάλκινα κροντήρια στους διαδρόμους
Λύχνους και δάδες .
Μεγάλη μας τιμή σοφού του Σόλωνος
έλευση στο νησί
τις γλαύκες της Αθήνας όντως να κομίζει..

Διό διαφερόντως τον ηγάπησεν  
Αιπείας ο Φιλόκυπρος.

Μετάθες  την πόλη σου, τον έσπρωξεν από ψηλά
Σόλους μετώνυμον
Εις αιωνίαν μνήμην.

Μα σήμερα
μες στις πολιτικές πλοκές
στο πολυποίκιλο ψεύδος
Συγχέονται  εξεπίτηδες ονόματα
  
Σε κολυμβήθρες ψευδοχάλκινες
   Σε  λιγδερά μαγειρεία  
   Εξαερισμού ελληνικών σημάτων.


Για μας, Σόλοι κι Αίπεια
Κρεμασμένα στον τοίχο
μαντίλια λυτρωμού από τη λοιμική  
Φωτεινοί  λαμπτήρες των υπογείων διαδρόμων μας   
Εγκαυστικά ονόματα κι εικόνες
μαθητικές εξόδους φωταυγάζοντας  
αγέραστους δασκάλους
με φως ελληνικό.

‘Απλετη Θάλασσα τρικυμιστής γαλάζιας ιστορίας
Δόμες αρχαίων σε θέατρα σκαλιά

Των Γυμνασίων Μόρφου καύχημα
της λατρευτής μου  Ευτυχίας θρήνος.



Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ

Στέλιος Παπαντωνίου

Της ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ

Σαράντα μέρες καθ’ οδόν  ο Ηλιού  προφήτης
 από καψάκη ύδατος, φωνή απ’ αγγέλου στόμα,
τα σωθικά στερέωσε εγκρυφία ολυρίτη

Κι ήλθε το πνεύμα κραταιό  διάλυσε τα όρη
Κι απέ  σεισμός και πυρκαγιά
Κι αύρα λεπτή που φώνησε
Φωνή Κυρίου.

Σαράντα χρόνια η μάνα μου στις σιδερές κροκάλες  
Σκίζουν τα δόντια κοφτερά
Λιανά την τεμαχίζουν
Κάθονται στο τραπέζι της τρων αετοί τα σπλάχνα

Βροντά κι αστράφτει  δεν ακούν
Τα μωραμένα τέκνα.
Ούτε φλασκί από νερό ούτε στάχτινη πίττα

Παρά μονάχα του σπιτιού κλειδιά τα ξεχασμένα
Του χρυσοσώτηρος λαμπρή
Της φωταυγούς εικόνας καμιά τους μεταμορφωση

Γέρνουν γονατισμένα

Ολονυχτίς ασπούδαστα λογιούνται και δεν κράζουν
Βοήθεια την Παναγιά και τους αγιούς  μαρτύρους
Που είδαν τη μεταμόρφωση
τα πρόσωπά τους λάμψαν
να δώσουν νου και φώτιση και στη μαυροσεντούκα

ν’ αστράψει  Κύριος ο Χριστός Σωτήρας των ανθρώπων. 

ΚΥΠΡΙΟΝ ΜΥΡΟΝ

Στέλιος Παπαντωνίου

ΚΥΠΡΙΟΝ ΜΥΡΟΝ

Την έβλεπε να παίζει με τα κύματα
Την ώρα που’ πεφτε σταγόνα σπέρματος μες στα νερά
Πρόβαλλε τα μαλλιά της, βυθιζόταν
Κρύπτο την είπε, να την έχει συντροφιά
Με τις Ώρες και το Ζέφυρο
Την αρπάζει από τη χαίτη  
Αστράφτει κάλλος  φωτεινό μες στους αφρούς
Κύπρος ή Κύπρις Αφροδίτη.

Χαμογέλιο Κρύπτου σε ροδί κοχύλι
Κύπριον μύρον αναθέτει στη θεά
σε φωταυγές τα μαλλιά να ξεϋφαίνει

κι η Αερία
Ζέφυρο μόσχου στον αέρα γιασεμιά
Ωσμε  τη Βηθανία εκείνω τω καιρώ  
Με Ασκαλώνας κύπρο γυνή αμαρτωλή
βάφει τα μαλλιά  

Κι Αλάβαστρον μύρου βαρυτίμου
καταχέει στου ραββί την κεφαλή.
Ταφής τα προεόρτια, είπεν Εκείνος,
και ο εποίησε,  κήρυγμα αγγελικό    
της γυναικός ανάμνηση.

Γέννηση της πατρίδας μου, του Κυρίου μου ταφή

 μύρου ευωδίας εις ανάμνησιν. 

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

ΚΙΝΥΡΑΣ


Στέλιος Παπαντωνίου

Κινύρας

Ο Κινύρας,
Έλλην ή Κιλίκιος
Εξ Αφροδίτης ή Παφίας νύμφης
-Συγχέονται σκοπίμως οι γενεαλογικές πηγές-
άρτοι ζωή του παρελθόντος
Θολά νερά για εφήμερα φτερά

Σύννους τελεί τα ιερά
Λημνίσκοι στο ιερείο κάνιστρα
Θυσία τη μεγάλη του ελληνική τιμή
Να συμπαραταχθεί στην τρωική εκστρατεία
Με τον Αγαμέμνονα.

Ελικοβλέφαρες μυκηναίες
λεκάνες ετοιμόγεννες
Του δώρισε  ο Ατρείδης
Να πεισθεί.

Εν μια νυκτί όμως η χώρα επτώχευσε

Κι η υπόσχεσή του,  λέμβου νερά,
Βυθίζεται αύτανδρη
Με τους στεφάνους και την ανεξίτηλη
ομηρική του δόξα.

Πενήντα πλοία ή εκατόν, ψελλίζει
Και αδυνατεί παραλυμένα.

Ξύλα,  μαστόροι, ταρσανάδες κάρβουνα χωλά.


Κι ο από μηχανής θεός αφ’ υψηλού
Υπάρχουν δάχτυλα δεξιοτέχνες του πηλού
Γλύπτες και λιθοξόοι

Μπορούν να του εκθέσουν πλοία ομοιώματα
Πενήντα ή εκατό

Τα στέλλει με το ένα και μοναδικό.


ΤΟΝ ΕΣΧΑΤΟΝ ΚΟΔΡΑΝΤΗΝ

Στέλιος Παπαντωνίου

Τον έσχατον κοδράντην

Ερχόμαστε, Κύριε, να προσφέρουμε στο θυσιαστήριό Σου
Και βροντάς,
«Ύπαγε διαλλάγηθι τω αδελφώ σου».

Και πώς να σε ικετέψουμε
Που η μάνα του σφίγγει τη θηλιά στο λαιμό μας;
Ασφυκτιούμε
Και χρωστούμε , δεν μπορούμε ν’ αποδώσουμε ούτε τον πρώτο
Ούτε τον έσχατο κοδράντη.
Χρωστούμε στη δική μας μάνα
Φάγαμε τη μισή περιουσία της μετά πορνών και τελωνών
Ασελγούντες οιδιποδίως
Ανεχόμενοι και σιωπούντες.
Τα τέκνα μας ανευρίσκονται στις ανασκαφές
Τα θάβουμε σε θολωτούς τάφους αργοπορημένοι
Καταθέτουμε στεφάνους μαραμένες δάφνες
Προεκλογικούς εναποθέτουμε στις κασέλες τους.
Ποιος ο πρώτος και ποιος ο έσχατος κοδράντης;

Παρήλθαν πολλές κεραίες από του νόμου.

Μας απομένει ο υπηρέτης, ο κριτής κι η φυλακή. 

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Ποιήματα

Στέλιος Παπαντωνίου

Ο μόδιος

Τα καλά έργα των ανθρώπων δοξάζουν τον Πατέρα.
 Ο μόδιος στη βάση της δοκού
Που κρατούσε το δώμα της παπαδιάς
Ένα λυχνάρι στη δοκό
Μελένιο φως ιλαρό
Όπως το’ ψαλλε ο παππούς στον εσπερινό
Στο τραπέζι το αλάτι
Δρεπάνια τατσιές κορύπες
δίπλα στο μεγάλο πιθάρι με το λάδι
και το άλλο με τον οίνον
ο φούρνος έξω στην αυλή
Εις δόξαν Θεού
Θυμίαμα ευωδίας.

Κάτω από τον μόδιον δε βάζουμε το φως
Στο δρόμο πετάμε τ’ ανάλατο αλάτι χιονισμένο.
Ψηλά το χωριό να τ’ αγναντεύουν απ’ τον κάμπο
Όπως τα καλά έργα των ανθρώπων
Των ποιητών, των ευεργετών και των δασκάλων.

Εις δόξαν Θεού.




Στέλιος Παπαντωνίου

Νεφερτίτη

Η Νεφερτίτη, κύκνος μελαμψός κυπριοπούλας,
στέμμα οφιούχο πρασινογής,
περιδέραιο από χώμα χρώμα, 
εβένου φρύδια
Εγγεγραμμένο κάλλος αρετής
μόνο στην αγκαλιά του φαραώ Ακενατών
Έγερνε μ’ευφροσύνη ζύθου
κεχριμπαρένιων σταφυλών.

Τους  γάμους στα πόδια του θεού Ατόν
Μόνο αρχιερέας θα ευλογούσε
Μα ως σημαίνουν ιερογλυφικά διοσημιών
Άλοχη μνηστή του την ποθούσε  
τ’ όνειρο εκείνος της νυχτός.

Σαρακοφαγωμένοι  πάπυροι
Ενσπείρουν διαμάχες στους συγχρόνους
σφοδρούς μελετητές κι εμπείρους θαυμαστές.

Το έτυμο και πάλιν
Πλάσμα του εντός.



Στέλιος Παπαντωνίου

ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ

Γυμνόποδη τρέχοντας
φτάνει η ακοή του στη Συρία
Γεμάτα καραβάνια
Δαιμονισμένους σεληνιακούς  
παραλυμένους παραλυτικούς

Κι Αυτός ανυψούμενος εις όρος  
«Ευτυχισμένοι μου φτωχοί, απλοϊκές καρδιές,
Πενθούντες
ήρεμα πεινασμένοι
Αδικημένοι ελεήμονες 
κρουσταλλόκαρδοι κι ειρηνοφόροι
Δεν είναι ο μισθός σας εις την γην.»

Κι ο Μωάμεθ τα σανδάλια του στιλβώνει
της κηδείας του πατριάρχου Αντιοχείας να προστεί.





Στέλιος Παπαντωνίου

ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΝ

Πύρωσε το λουτρό καμίνι
Μ’ όλα τα φιλιά της μικρής Ιφιγένειας                                                  
τη λιβιδώ  του δολερού Αιγίσθου
εμπύρευμα το μισητό Αγαμέμνονα
Κι έριξε στους ώμους του υφαντό των Ερινύων
Η Κλυταιμήστρα
το αμφίβληστρο
Πολυπλασιάζοντας την κατάρα των Ατρειδών.

Κι ο Ιησούς, στ’ ακροθαλάσσι,
βλέπει τον Ανδρέα και τον Πέτρο
Βάλλοντας αμφίβληστρον εις την θάλασσαν
«Ελάτε και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων».

Έτσι αγιάζονται τα ονόματα
Με μόνο το Λόγο.



  

Στέλιος Παπαντωνίου

ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ

Φωνή βοώντος στην έρημη ψυχή μου:
Μη γίνεστε ειδώλια μικρά μεγάλα πικρολίθου
Σπόροι σταριού απανθρακωμένοι
Γεννήματα εχιδνών.

«Έλληνες είμαστε», διαλαλείτε,
φοινικίζοντας επικινδύνως.
Μα η αξίνη στη ρίζα του δέντρου κείται
Να καθαρίσει  την άκαρπο συκή
Να ρίξει στη φωτιά το άχυρο  τραπεζιτών και οφφικιαλίων.

Έλληνες λέγονταν κι οι προσκυνημένοι του Ιμπραήμ
Φωτιά και τσεκούρι του Κολοκοτρώνη.

«Να γινούμε ο σπόρος που θα πέσει στη γη και θα καρπίσει.»
Βροντή στον Ιορδάνη ποταμό

Κι αυτός χαμηλωμένο βλέμμα
Επιστρέφει στα ίδια ή στα οπίσω