Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Το Μελισσοχώρι


Το Μελισσοχώρι

Του Στέλιου Παπαντωνίου

Μετά τη μεγάλη κατραπακιά του 74 είπαμε οι μελάρηδες της Κύπρου να αρχίσουμε και πάλι τη δουλειά, δυο τρία μελίσσια ο καθένας μπορούσαμε να’ χουμε.  Να συνάγουμε το μέλι και να το καταθέτουμε στην Τράπεζα Μελιού, άλλος λίγο άλλος πολύ, οικογένεια είχαμε να θρέψουμε, κάνα κεραμίδι στο κεφάλι να βάλουμε μη βρεχόμαστε- αν και σπάνιες οι βροχές- να σπουδάσουμε και τα παιδιά, το μόνο σίγουρο που δεν μπορούν να αρπάξουν οι τουρκάρπαγες.

Δουλειά πάνω στη δουλειά, φουσκάλες στο πρόσωπο, στα χέρια, στα πόδια απ’ τις μέλισσες, εμείς εκεί, λέμε θα ξανακαζαντίσουμε τα προς το ζην αναγκαία, ας καταθέτουμε τους καρπούς των μόχθων μας στις Τράπεζες Μελιού, εκεί μεγάλα βαρέλια, κάποιος έπρεπε να τα φυλάει, βάλαμε μελαλεπούδες να γλέπουν τις μελόρνιθες, το χέρι τους δεν έβγαζαν από τα βαρέλια, άλλος- λέει- δανειζόταν χιλιάδες με μηδέν τοις εκατόν κι άλλος έπαιρνε μπόνους εκατομμύρια γιατί ήταν καλή μελαλεπού, έτρωγε από τις μελόρνιθες και δεν την έπαιρναν πρέφα πολλοί, παρά μόνο λίγοι και καλοί συνάδελφοί της που δεν έλεγαν τίποτε, κόρονος κορόνου δε βγάζει μάτι.

Κι ύστερα ήρθε το μελοματιστήριο, κι είπαν να κερδίσουν οι Τράπεζες Μελιού από τις μελοχές με το τσουβάλι ή το βαρέλι, και δεν έφτανε που αφάνισαν πολλά μελίσσια και μελοπαραγωγούς, με τερτίπια που μόνο αυτές ήξεραν, είπαν να βγουν και στη Μαμελλάδα ν’ ανοίξουν κι εκεί υπομάγαζα κι ακόμα να  πουλήσουν μαρμελλάδα και στο εκεί μελοματιστήριο σε υψηλές τιμές τις μελοχές του. Είναι τότε που βγήκε ο αρχιμελαλουπός κι είπε το μεγάλο λόγο πως όποιος πουλήσει μελοχές αυτή την εποχή θα χάσει, κι ας σπεύσουν όσοι θέλουν να αγοράσουν, τους δανείζουμε μέλι, ν’ αγοράσουν σε ψηλές τιμές μελοχές, για να μπούμε στην Μαμελλάδα με το κεφάλι ψηλά, πάνω από πεντέμιση λίρες τη μελοχή. Κι έσπευσαν εδώ κάτι μικροτραπεζάκια κι αγόρασαν μελοχές με δανεικά από την ίδια την Τράπεζα Μελιού, για να ανεβάσουν την τιμή, κι έπαθαν άλλη μεγάλη κατραπακιά, κι ύστερα άλλη κι άλλη, μην ασχολούμαστε με λεπτομέρειες, άσχετοι εμείς με τα βαρέλια.

Σημασία έχει πως στο τέλος οι μελάρηδες της Κύπρου την πατήσαμε τρεις φορές, μια με την προσφυγιά, χάσαμε το μισό Μελισσοχώρι, μια με το μελοματιστήριο - να βλέπεις τις γριούλες να αποσύρουν μέλι για να αγοράσουν μελοχές, για τα παιδιά και τα εγγόνια-  και τώρα με τα αναμενόμενα για υπογραφή μελομόνια, παίζουμε ξεπαίζουμε, υπογράφουμε δεν υπογράφουμε, πάντως «αγωνιζόμαστε σκληρά, για τον απλό άνθρωπο» κι αλοί του που δοκιμάζει να σπάσει «σκληρό καρύδι», μένει φαφούτης, όσο μέλι και καρύδια κι αν καταβροχθίζει.

Κι εκεί που περιμέναμε πως θα μας πλήρωναν  επίδομα μόνο και μόνο γιατί ανεχόμαστε να ζούμε στο Μελισσοχώρι, θα μας κόψουν από τα επιδόματα, θα μας κόψουν από τους μισθούς και τις συντάξεις, κι ο κάθε μελάρης θα γνωρίσει από την κόψη την τρομερή τι σημαίνει μακελάρης.
Προς το παρόν αναμένομεν εις την αυτήν θέσιν, ελπίζοντας σ’ αντικατάσταση του μουχτάρη του Μελισσοχωριού.

Υπομένουμε κοκορομαχίες, και με υποτιμημένη νοημοσύνη καρτερούμε τα χειρότερα.  

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Η Τρόικα της Τροίας


Η Τρόικα της Τροίας
Του Στέλιου Παπαντωνίου

Όταν κατέβηκε ο Πάρις στο λιμάνι και τράβηξε για το παλάτι του Μενέλαου, όλοι εντυπωσιάστηκαν με τα αχυρένια του άσπρα μαλλιά, όμοια με Μπρέζνιεφ, ήξεραν πως ήταν μπλεγμένος με την Αλισαβού του, απ’ το χωριό ο έρωτας, όταν έβοσκε κι αυτός γίδια στα χωράφια του Ακώμου, κοντά στο Σκάμανδρο, μα τώρα τον φιλοξενούσαν όπως φιλοξενούν όλους τους επιβήτορες των θρόνων και των θώκων. Φιλοξενούμενος κι αυτός για μια πενταετία, όλοι, ξένοι και δικοί, τον προόριζαν για βραβείο Νόμπελ ειρήνης, είχε κι ένα άλλο φιλαράκι, πολύ τουρκάκι, μαζί θα το μοιράζονταν, η ιδεολογία θα νικούσε, γιατί θα έλυναν το μεγάλο πρόβλημα της πατρίδας τους, ανάμεσα σε δυο καφέδες αυτή τη φορά, γιατί τις άλλες τα’ λυναν με ένα και μόνο. 

Κανένας δεν του’ πε πως ήταν ανέτοιμος, κανένας δεν του βρόντηξε πως δεν κάνει για τη δουλειά, αυτός και το κόμμα του νόμιζαν πως ενηλικιώθηκαν και πως ήγγικεν η ώρα να αναλάβουν μόνοι τη διακυβέρνηση, έστω κι αν προηγουμένως διέδιδαν πως ο περί προστασίας φιλοξενουμένων νόμος απαγόρευε να ανέλθει στην εξουσία αριστερόχειρ, μα τώρα βρέθηκαν πολλοί να τον στηρίζουν. Όλοι φταίνε, όλοι τον εγκατέλειψαν, μα οι μπίλιες μπίλιες.

Μπαίνει λοιπόν στο παλάτι, βρίσκει άφθονους τους θησαυρούς που είχε αφήσει ο Μενέλαος, Θεός σχωρέσ’ τον,  κι αρχίζει να σκορπά τήδε κακείσε, οι συνταξιούχοι που δεν τα χρειάζονταν διερωτιούνταν γιατί τους τα δίνει, μα αφού δεν ήταν δικά του κι είχε να επιδείξει τι σημαίνει λαϊκός ηγέτης  και λαϊκή κυβέρνηση, μοίραζε αβέρτα, άλλα σε πολιτικούς λεγόμενους πρόσφυγες κι άλλα σε κομματικά όργανα, μέσω τραπεζών, με διάφορες διαγραφές, πού τα’ μαθε, κανείς δεν ξέρει ακριβώς, ίσως όταν διέτριβε διδακτορικώς εις την ξένην και πολύ δική του.

Όταν μυρίστηκαν οι καημένοι οι Σπαρτιάτες πως το ταμείον είναι μείον, άρχισαν να αναζητούν υπεύθυνο, τον επί του τραπεζικού συστήματος, τον προηγούμενο φιλοξενούμενο, άλλους πολλούς και διάφορους εκ της ημεδαπής ή της παγκόσμιας ανοικονόμητης κρίσης, ενώ ο Πάρις προσπαθούσε να τη βολέψει με δανεικά από την ξένην και τέως πολύ δική του, γιατί κι εκεί τα πράματα άλλαξαν, οι χαντοί στον κόσμο λιγόστευαν κι ανέτρεψαν το πολίτευμα.

Κι αφού είδαν κι απόειδαν οι Σπαρτιάτες, αποφάσισαν να απευθυνθούν στην Τρωικανή Δημοκρατία της Τροίας, ίσως τους δανείσει τα όσα ο Πάρις κατεσπατάλησε ως άλλος άσωτος υιός διάγων τον βίον και τα λοιπά και τα λοιπά. Κι οι Τρωικανοί είχαν έναν αυστηρότατο στα οικονομικά, μόνο στα άρμα του μετακινούνταν, τον ξακουστό  Έκτορα, και τη σύζυγό του κυρία Ανδρομάχη, με τον ίδιο χιτώνα σ’ όλες της τις εμφανίσεις, δείγμα οικονομικής περισυλλογής.

Κι οι Τρωικανοί άρχισαν τις διαπραγματεύσεις, ενώ ο Πάρις κυκλοφορούσε ανενόχλητος στα σαλόνια, στα πανεπιστήμια, στις τιμητικές γι’ αυτόν συγκεντρώσεις του κόμματος, δέχονταν εδώ βραβεύσεις κι εκεί επιτιμητικά δοκτοράτα, ποιος ξέρει ποιος δάκτυλος τα κανόνιζε εις δόξαν των αχάπαρων.

Στο μεταξύ άλλοι μνηστήρες της Ελένης άρχισαν να περικυκλώνουν το παλάτι, κι όλοι έκαναν δηλώσεις, περιτυλιγμένες με κρέμα καραμελλέ. Κι όλοι μιλούσαν για τους Τρωικανούς και τα δάνεια, αφού χωρίς αυτά η ζωή πια στη Σπάρτη δεν κυλούσε. Κι όμως είχαν τόσα προβλήματα, τους εχθρούς μέσα στα τείχη, το δούρειο ίππο, καταλήψεις πόλεων και χωριών, κοινωνικά προβλήματα θεριά, όλη όμως η φαιδρά των ουσία αφιερωνόταν στο δάνειο, πώς να αποπληρωθεί, ποιους όρους θα επέβαλλε η Τροία στην κατακλεμμένη Σπάρτη.

Μόνο κάποιοι γέροντες συμβούλευαν: υπομονή. Κι αν δεν μπορείτε να κάμετε τη ζωή σας όπως θέλετε, τουλάχιστο μην την εξευτελίζετε, πιπιλίζοντας ολημέρα ανέκδοτα τρωικά. Αρχίστε τη δουλειά, όπως την μάθατε μετά το 74. Τρεις δουλειές ο καθένας, γιατί στη Σπάρτη δε βλέπουμε πια κανένα σπαρτιάτη να εργάζεται, όλοι έγιναν μάστροι. Κι όμως οι είλωτες δεν είναι πάντα η καλύτερη λύση.