Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Αξιαγάπητε ξεροκέφαλε

Αξιαγάπητε ξεροκέφαλε
του Στέλιου Παπαντωνίου
Γι’ αυτό είσαι αξιαγάπητος, επειδή είσαι ξεροκέφαλος. Αν αρχίσεις να καταμετράς τους δεδηλωμένους εχθρούς κι εκμεταλλευτές σου από το 1953 και εξής, θα καταπλαγείς και θα βοήσεις: «επληθύνθησαν οι εχθροί μου υπέρ την ψάμμον της θαλάσσης». Κι όμως εσύ αντιστέκεσαι και αυτό είναι το θαυμαστό, γιατί είσαι άνθρωπος και δεν θέλεις να πεισθείς ότι είσαι αυστραλοπίθηκος, που γεννήθηκε για να είναι ραγιάς και τουρκολάγνος, πάντως όχι ιδεαλιστής. Γιατί, κατά τον πραγματισμό, δουλειά δε βγάζει ο ιδεαλισμός, γι’ αυτό κι απορρίπτεται, έστω και αξιοθαύμαστος. Κι όμως τα Ηνωμένα Έθνη δεν δημιουργήθηκαν για να εφαρμόζουν τα δυνατά και αυτονόητα, αλλά για να οδηγούν τον κόσμο στο καλύτερο, στηριζόμενα στα ιδανικά της παγκόσμιας ειρήνης και δικαιοσύνης. Οπότε, αν οι εκπρόσωποί του δεν είναι άξιοι να το αντιληφθούν, καλύτερα να τίθενται στο μάρσιπο των καγκουρώ για αναχώρηση.
Άλλοι εχθροί σου χρησιμοποίησαν το χρήμα. Πολλά εκατομμύρια δολάρια ή ευρώ διασπαθίστηκαν για σένα, από το 2003 και εξής. Οργανώσεις και οργανισμοί, ιδιωτικοί και δημόσιοι, επίσημοι κι ανεπίσημοι έπεσαν μετά βουλιμίας να σε καταβροχθίσουν κι εσύ εκεί, με τα όχι σου για μια αξιοπρέπεια. Γιατί τόσα λεφτά χαμένα, για μια αφύσικη λύση; Αν τα ’διναν για ναύλα να επιστρέψουν οι κουβαλητοί στα καλύβια τους, αν τα ’διναν να ξαναφτιάξουν τα σπίτια των προσφύγων, τις εκκλησιές και τα ιερά μας, θα ’ταν έργο θεάρεστο και όχι βαρβαρικό. Κι όμως τόσα λεφτά πετάχτηκαν για να μας πείσουν πως είναι καλύτερο να’ σαι γιουσουφάκι και ν’ απλώνει ο αγάς τη χερούκλα του πάνω σου, μη σώσει!
Τελευταία επιστρατεύτηκε και ο πρώην υπουργός των εξωτερικών της Τουρκίας , ο οποίος με άλλα λόγια μας είπε πως, αν υπακούσουμε στα σχέδια της χώρας του και δεχτούμε τα χρονοδιαγράμματά της, θα ευτυχήσουμε. Πώς; Υποταγμένοι και λακέδες της αυλής της αναδυόμενης τουρκικής αυτοκρατορίας των Ερτοάν και συν αυτώ; Καλά, και περιμέναμε δηλαδή τίποτε άλλο από τον κόρακα από ένα τουρκικό «κρα», έστω και αγγλιστί; Ή περιμέναμε τίποτε άλλο από «κκρα» ιν ίγκλις από τον υφυπουργό των εξωτερικών της αυτής μεγαλειότητος; Όταν οι κλεφταποδόχοι πήγαν στον Ρομπέν των Δασών και του ζήτησαν να τους υπερασπιστεί, αυτός είπε πως το θέμα είναι πολιτικό και δε λύεται με δικαστήρια και με μέτρα δικαιοσύνης, γι’ αυτό παρέπεμψε τους κλεφταποδόχους στο Υπουργείο Εξωτερικών της Μεγάλης τότε Βρετανίας. Γι’ αυτό συνάμενος κουνάμενος μας αφίχθη ο κύριος υφυπουργός, μας εξίσωσε με τους παράνομους και τους κλέφτες, και μας παρακάλεσε να σκεφτούμε τους κλεφταποδόχους στα κατεχόμενα , εξισώνοντάς τους με όσους συμπατριώτες του εδώ αντιμετωπίζουν συνήθη προβλήματα!
Από αρχαιοτάτων χρόνων οι κόρακες λεν και θα λεν «κρα» σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Εμείς όμως γιατί με τόση προσοχή να κρεμόμαστε από τα χείλη τους; «Περιμένοντας τους βαρβάρους» το κάναμε; Να’ ρθουν να μας φέρουν λύσεις; Μια κάποια λύση;
Στο μεταξύ, ξένοι και δικοί, μας ράβουν τα σάβανα, μια έτσι μια αλλιώς, ευτυχώς κι αυτά έχουν τη μόδα τους κι οι υψηλοί μόδιστροι προσπαθούν να συμβαδίζουν μ’ αυτήν, γι’ αυτό και αναγκάζονται να αλλάζουν τις τσέπες και τα μανίκια (έχουν τα σάβανα μανίκια;)
ό, τι όμως κι αν μηχανεύονται δεν παύουν να είναι πεθαμενατζήδες, που προσπαθούν να θάψουν ένα περήφανο λαό, ξεροκέφαλο, γι’ αυτό αξιαγάπητο. Που προπάντων ξέρει να αρνείται να κρεμαστεί ως «ιδανικός αυτόχειρ» από το ταβάνι.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Απαραίτητα χρονοδιαγράμματα

Απαραίτητα χρονοδιαγράμματα
Του Στέλιου Παπαντωνίου

Όσο κι αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έθεσε ως όρο τη διεξαγωγή των συνομιλιών χωρίς χρονοδιαγράμματα, οι «ειδήμονες» εξωτερικού και εσωτερικού παρατηρούν ότι κάποτε τα όρια κατέρχονται ως σιδερένια πόρτα γκαράζ ή γκιλοτίνα και απαιτούν το σεβασμό τους. Τέτοια χρονοδιαγράμματα απαιτεί η Τουρκία και διατουμπελεκιάζει μέσω των εφημερίδων και των φερέφωνών της εδώ στην Κύπρο.

Γι’ αυτό πιστεύω ακράδαντα πως και η ελληνοκυπριακή κοινότητα, που αποτελεί και το τετραπλάσιο της τουρκικής μειονότητας- κι ας μην αρέσει ο όρος- πρέπει να θέσει τα δικά της αυστηρά χρονοδιαγράμματα και να απαιτήσει κατά γράμμα εφαρμογή τους, ύστερα από την επιδειχθείσα βαρβαρότητα της τουρκικής εισβολής, την καταστροφή του πολιτισμού των κατεχόμενων περιοχών και την προσπάθεια αλλαγής των πάντων επί το τουρκικομουσουλμανικότερο, από μπαϊρακιών στον Πενταδάχτυλο ως μιναρέδων που ξεφυτρώνουν ως θανατερά μανιτάρια στο μακελλεμένο τόπο μας.

Πρώτο χρονοδιάγραμμα πρέπει να απαιτεί ως το τέλος του 2011 την απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων, ιδιαίτερα των τουρκικών, στην πατρίδα τους και τον εγκλεισμό τους στα στρατόπεδά τους ως αχρήστων, μέχρις απολύσεως των φαντάρων. Μια εγκληματική επέμβαση έγινε πριν τριάντα εφτά χρόνια, είτε βρήκε είτε δε βρήκε προσχήματα, η κατάσταση τέλειωσε, η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης με όλα τα εδάφη της, τα βαρβαρικά ήθη δεν τα ανέχεται, γι’ αυτό και, για να μην προσφύγουμε σε διεθνή δικαστήρια, η Τουρκία πρέπει να πεισθεί (όπως λένε όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί) να αποσύρει και να βάλει τα στρατεύματά της όπου δει.

Δεύτερο χρονοδιάγραμμα, να επιστρέψουν όλοι οι έποικοι, μετά των μαντίλων, σανδάλων, τσιατταλιών και βρακούδων τους στη γη τους, να ξανασμίξουν με τ’ αδέλφια τους και τις οικογένειές τους, να σταματήσει το δράμα του ξεριζωμού και της απομόνωσης όλων των, εγκατασταθέντων διά της βίας ή άλλως πως στα κατεχόμενα σπίτια μας. Για τη χαρά τους αυτή δεν δίνεται δικαίωμα παραμονής σε κανένα. Η χώρα τους είναι και φαρδιά και πλατιά και όλους τους καταβροχθίζει. Ως το τέλος του Γενάρη του 2012 έχουν χρόνο να ετοιμάσουν τα βρακιά, τις φασκιές και τους μπόγους τους. Κανένας δεν θα τους κάμει έρευνα, όσα κι αν είναι τα κλεψιμαίικα που θα κουβαλούν μαζί τους.

Τρίτο χρονοδιάγραμμα, ως το τέλος Μαρτίου του 2012 και αρχές Απριλίου οι πρόσφυγες να επιστρέψουν στα σπίτια τους, τα οποία θα τους παραδοθούν σε οποιαδήποτε κατάσταση βρίσκονται τώρα. Οι παράνομοι ένοικοι σ’ αυτά θα επιστρέψουν στα δικά τους σπίτια στην Κύπρο ή σε άλλες χώρες του εξωτερικού, όπου έχουν δική τους περιουσία και τόπο διαμονής.

Τέλος, με το τέλος του Απρίλη του 2012 επανέρχεται σε ισχύ το σύνταγμα Ζυρίχης Λονδίνου, και οι ελληνοκύπριοι με τους τουρκοκύπριους, ύστερα από τόσα παθήματα και μαθήματα, καλούνται να ζήσουν με το δικό τους νου και όχι με μεταμοσχευμένο. Εξήντα χρόνια ελεύθερου και αλληλοσπαραγμένου βίου θα έδωσε σε όλους να καταλάβουν ποιο είναι το συμφέρον τους.

Αν μου πείτε, ύστερα από όλα αυτά, «ξύπνα, ρε», θα πω κι εγώ, « ξυπνάτε εσείς πρώτα».

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Στέλιου Παπαντωνίου
ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ

1. Εισαγωγικά
Η εργασία αυτή αποτελεί μια προσπάθεια ανίχνευσης του θρησκευτικού στοιχείου σε
μερικά από τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου και συγκεκριμένα ως τον «Αποχαιρετισμό», γραμμένο στα 1957.
Οι αναφορές του στο Χριστό, στην Παναγία, στο Θεό κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες: Η πάλη, η ταύτιση, οι επικλήσεις, η παιδικότητα και ο πανθεϊσμός, η ελληνοκεντρική θρησκευτικότητα. Οι κατηγορίες αυτές δεν είναι απόλυτες ούτε έχουν χρονική εξέλιξη• αποτελούν απλώς μία αδρή περιγραφή των θρησκευτικών χαρακτηριστικών των ποιημάτων του Ρίτσου και δηλώνουν την πάλη του με το Χριστό, ως Υιό του Θεού, την πάλη ανάμεσα στην πίστη και τη στενή λογική, την ταύτισή του κάποτε με το Χριστό, ιδίως σε εμπειρίες μαρτυρίου, τις επικλήσεις του στο Θεό, τις διάφανες αγνές εικόνες του πλήρεις παιδικότητας αλλά και με πανθεϊστικές αποχρώσεις, και τέλος τις ποιητικές του συλλήψεις τις σχετικές με το λαϊκό ελληνικό πολιτισμό.
2. Η πάλη
Μια από τις πρώτες εντυπώσεις από την επαφή με το ποιητικό έργο του Ρίτσου είναι η πάλη ανάμεσα στην πίστη και την απιστία, στο Χριστό και το Μαρξ, στη γοητεία της πίστης και τη στεγνή λογική, στην αιωνιότητα και χρονικότητα.
Η επαναστατικότητα του νεοφώτιστου και η περηφάνια της λογικής συνοδεύει το νέο Ρίτσο στα πρώτα του ποιήματα. Ο Χριστός με την παρουσία Του πιέζει την ποιητική παραγωγή του, έκφραση ωχρής ανίχνευσης στο θείο μυστήριο.
«Χριστέ...
Αξίωσε το δούλο Σου να Σ’ αντικρύσει στη ματιά,
με του οίκτου ωχρά τα δάχτυλα ν’ αγγίξει την πληγή σου,
λευτερωμένο απ΄ τη βαθιά του μυστηρίου Σου γητειά
νa γδύσει Σε απ΄ τo ένδυμα της φωτεινής σιγής Σου».
(Στο Χριστό», «Τρακτέρ»)


Αδυνατώντας να συλλάβει την αιωνιότητα, το άχρονο, περιορίζει ο ποιητής το Χριστό μόνο στην Ιστορική του διάσταση:

«Της εποχής Σου Σ’ έκλεισε και Σένα ο σιδερένιος κλοιός»

και πιστεύει πως η απελευθέρωση από την πίστη θα οδηγήσει στη χαρά της ζωής. Η πίστη θεωρείται ω το επιθολούν τη λογική κρίση. Ο Μαρξ θα διδάξει την επίγεια κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου, όμως η λύση στην εσωτερική σύγκρουση του ποιητή δεν έρχεται, αφού το μηδέν ως θεμέλιο αυτοαναιρείται.
Στην « Αγωνία» ο εγκλωβισμένος νους πάσχει δίκαια:
«Είναι η θρησκεία ανακωχή της αγωνίας της γης
μπρος στο άγνωστο, μα αρνιόμαστε τη μάταιη συνδρομή της•
και μένει ο νους μες στη στοά της εγκαρσίας πληγής,
αμετανόητος αλαζών κι ελεήμων ερημίτης».

Παιδί τού καιρού του ό ποιητής, με τα ιδεολογικά ρεύματα σαρωτικά, κραυγάζει ως
άλλος Νίτσε ή Γύφτος, στην « Ωδή στη Χαρά» αφιερωμένη στον Παλαμά:
«Θα πεθάνουνε οι Θεοί που τη ζωή συννεφιάζουν μ’άσπρα γένεια μυστηρίων• η επιστήμη έξω απ’ την κάπνα των κηρίων
θα΄βγει πρωί»
.

Στον «Πόλεμο» αφιερωμένο στο Στράτη Μυριβήλη για τη «Ζωή εν Τάφω», ο πόνος της μάνας από το θάνατο του παιδιού της στη μάχη γίνεται αιτία και της απιστίας της:

«Τον πόλεμο όλοι, γιε μου, καταριόνταν,
μόν’ ο παπάς κάτι έλεγε πώς όσοι
σκοτώθηκαν, μαθές, θ΄ανασταινόνταν
στον ουρανό κι αγγέλοι θα γενούν…


Μα ποιος τ’ ακούει αυτά; Ποιος τα πιστεύει;»

Ο Χριστός είναι βαθιά χαραγμένος στην ψυχή του ποιητή κι εύκολα δεν μπορεί να Τον σβήσει. Οι καταβολές του είναι χριστιανικές, οι καιροί όμως αρνητικοί:

«Πίσω απ’ το τζάμι αχνίζει η αυγή
και στη γωνιά του δρόμου ένα γαλάζιο σύγνεφο
κρύβει το Θεό που επιτηρεί την άρνησή μου».
3. Η ταύτιση
Η παρουσία του χριστού στην ποίηση του Ρίτσου μάς ξαφνιάζει από το πρώτο τετράστιχο του πρώτου ποιήματος της πρώτης ποιητικής του συλλογής («Τρακτέρ», 1930- 34).
«Μητέρα Ποίηση, δέξου με • το σώμα μου σταυρός
και πάνω του καρφώσανε τη ζωή μου Ναζωραίο•
σε ανάξιους εμοιράστηκε ο δικός μου θησαυρός
κι έχω το φτύσμα ταπεινών στο πρόσωπο τ’ ωραίο».

Η ζωή του Ρίτσου είναι μαρτυρική και αρχέτυπο του μαρτυρίου είναι ο Χριστός.
Ταυτίσεις του με το Χριστό παρακολουθούμε στο «Τραγούδι της Αδελφής μου», όπου
η αδελφή, ως ίσκιος Παναγίας, απέμεινε ορθή, όταν γκρεμίστηκε το σπίτι τους, κι αυτός

«Σαν αμίλητος Χριστός
άκουγα τη σάλπιγγα των ουρανών...».


Σπουδές στο θέμα του θανάτου είχε κάμει ο Ρίτσος πριν γράψει τον «Αποχαιρετισμό»,
το μονόλογο του ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου, στα 1957. Εκεί ο ήρωας με το αίμα του μάς βεβαιώνει για το πώς ένιωσε ό Χριστός στο σταυρό σε μια δεδομένη στιγμή:

«Και σας βεβαιώνω τώρα με το αίμα μου:
ποτέ δεν ήταν τόσα ευτυχισμένος ο Χριστός
όσο την ώρα που το τελευταίο καρφί τον άφησε
ακίνητο, χωρίς να τον σκοτώσει,
για να κοιτάξει κατάματα τον ουρανό και τη θυσία του».

4. Οι επικλήσεις
Στην πρώτη ποιητική του συλλογή μας σταματά το ποίημά του «Στο Χριστό». Ο Ρίτσος προσφέρει στο Χριστό το ποίημά Του ως τάμα παλιό, και Του ζητά να το δεχτεί με επιείκεια, αναγνωρίζοντας τη θεία ανωτερότητα και την ανθρώπινη αδυναμία:
«Χριστέ, που μου άνθισε η καρδιά κάτω απ’ τον ίσκιο το φαιό
του Λόγου σου- άνθος σιωπηλό, της ευλογίας σου πλάσμα-
και μες στη φούχτα Σου χολή κι όξος ρουφούσα το Θεό,
μ’ επιείκεια δέξου το, παλιό τάμα το νέο μου άσμα.».


Επικλήσεις πολλές στον Κύριο συναντούμε στις «Πυραμίδες» 1930 - 35.
«Θε μου, πού πήγαν οι άνθρωποι;» (Μόνωση)
«Κύριε, ποιo, τάχα, αμάρτημα παλιό, προγονικό
πάνω στη ζωή μου βάρυνε κι οργίστηκε η βουλή Σου;»
(«Ταπείνωση»)




Αυτοαναιρούμενες επικλήσεις μπορούμε να ονομάσουμε όσες απαντούμε στον «Επιτάφιο», το λογοτεχνικό υπόστρωμα του οποίου κατανοούμε μόνο με τον Επιτάφιο Θρήνο και το Θρήνο της Σάρρας στη «Θυσία του Αβραάμ».

« Ω, Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα
βοήθεια στο γιο μου θα ΄στελνες τον ΄Αγγελο από πέρα.
Κι αχ, Θε μου, Θε μου. αν ήσουν Θεός κι αν ήμασταν παιδιά Σου
θα πόναγε καθώς εγώ τα δόλια πλάσματά Σου».

5. Παιδικότητα και Πανθεϊσμός
Το θρησκευτικό στοιχείο διάφανο σε στίχους και στροφές των ποιημάτων του Ρίτσου
μεταφέρει σε κόσμους ανότητας. Ιδιαίτερα στα ποιήματα που αφιερώνει στις αδελφές του.
«Ο Δωδεκαετής», « Η Ναζαρέτ», «Ο μικρός Χριστός»
Στο ποίημα « Ο λύχνος των φτωχών και ταπεινών» αφιερωμένο στην αδελφή του Νίνα αναφέρεται στο θάνατο του παππού τους. Το ποίημα περιέχει πολύ το χριστιανικό στοιχείο:
«Είμαστε αγαθοί και ταπεινοί
πιστεύουμε στο Θεό
ζεσταινόμαστε στον ήλιο».


Ο παππούς παρουσιάζεται να συνομιλεί με το Χριστό και να πράττει σύμφωνα με το θέλημά του.
«Εκείνος βλέπει
Εκείνος ξέρει
όταν ακούει την καρδιά Του στο έργο σου.
Ήσουνα πάντοτε όμοιος μ’ Εκείνον
Κι έγινες όμοιός Του.
Είσαι ό καλός παππούς...
Θέλει έγνοια και φροντίδα ή πλάση Του».

Λίγο αργότερα ο Ρίτσος γράφει το ποίημα «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα». Το ιερό και θείο απλωμένο στη φύση προκαλεί την ευσέβεια του ποιητή.

«Κι ο ήλιος, αύριο το πρωί, που θα σταθώ σ’ ανθισμένο κατώφλι
κάτου απ’ τα’ αγιόκλημα, θα με γνωρίσει.
Θα βγάλω το σκούφο μου, θα κάνω το σταυρό μου σα να μπαίνω
στην εκκλησιά και θα πω την πρώτη πρώτη προσευχή μου».

Ο Χριστός αγαπά τα παιδιά και τούς παραστέκεται. Ο ποιητής, όλος αθωότητα, γράφει:
« Ο Χριστός μας χάιδευε τα βράδια στα μαλλιά
Κι αποκοιμιόμαστε ήσυχα».

Ο Άης Γιώργης, η Παναγία• ο Θεός πανταχού παρών. Το ιερό και θείο κλίμα και στο ποίημα «΄Ονειρο Καλοκαιρινού Μεσημεριού». Ο Θεός είναι ο καλός παππούς:

«Και, να δεις, ο θεός θα μας αγαπήσει,
θα μας βάλει να κάτσουμε στα πόδια Του
και θα χαμογελάει γλυκά καθώς εμείς
θα στολίζουμε τα μακριά μουστάκια Του με μαργαρίτες...»


Ο Θεός ιδωμένος με τα παιδικά μάτια και την αγνή καρδιά είναι ό Θεός τής χαράς, είναι το παν.

«Τώρα, δυο λουλούδια και δυο αχτίνες δεν κάνουν τέσσερα - κάνουν την ψυχή μας.
Κι ένα τριαντάφυλλο και μια πεταλούδα δεν κάνουν δυο - κάνουν ένα Θεό.
Κι ένας Θεός κάνει όλα.
Λοιπόν ή ψυχή μας μαζί με την ψυχή του Θεού πόσα κάνει;
Ο δάσκαλος δεν ξέρει. Εμείς το ξέρουμε πως κάνει ένα. Το διαβάσαμε σήμερα στο ανοιχτό βιβλίο του ήλιου, σήμερα που ξεχάσαμε όλα τα βιβλία.»

Ο πανθεϊσμός του ποιητή βεβαιότατος, πράγμα που δεν είναι Ορθοδοξία.
6. Η ελληνοκεντρική θρησκευτικότητα
Η «Κυρά των Αμπελιών», γραμμένη ανάμεσα στα 1945-1947 , έργο μεγαλόπνοο στη σύλληψη- απεικόνιση της Ελλάδας- δεν ήταν δυνατό να μην είναι κατάσπαρτη από θρησκευτικά στοιχεία:
«Κυρά των Αμπελιών… Κυρά μελαχροινή που η αντηλιά σου χρύσωσε τα χέρια σαν της Παναγιάς το κόνισμα… και τ’ οργωμένο χώμα ευώδιαζε σαν εκκλησιά τη μέρα των Βαγιώνε… Σε βλέπαμε στο χέρι που έδειχνε τον κάμπο λέγοντας «το χώμα είναι καλό» ή «ο Θεός μαζί σου» στο χέρι της γιαγιάς πού κανε το σταυρό της μουρμουρίζοντας «δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων...» στο χέρι του που σταυρώνει το ψωμί με το μαχαίρι σίγουρο και τίμιο».
Όλα εκεί είναι ιερά και τα πρόσωπα σεβάσμια. Όταν έρχονται οι εχθροί, η Ελλάδα αγωνίζεται πάντα με τη βοήθεια της Παναγίας και της Εκκλησίας. Στο τέλος των αγώνων η ειρήνη κι η ελπίδα ανατέλλουν με εικόνες πάλι θρησκευτικές.
«Κι όπως περνάει απ’ την Ωραία Πύλη ο Δέσποτας κρατώντας τ’ άγια των αγίων έτσι περνάς κάτου απ’ την πύλη των σταυρών κρατώντας στ’ ανοιχτά σου χέρια τη φαρδιά σπάθα του Αγώνα σαν να κρατάς μια πλάκα φως με της Ειρήνης το δεκάλογο σαν να κρατά ς τον ήλιο το νιοβάφτιστο που στάζει απ’ τ’ ουρανού την κολυμπήθρα».
7. Επιλογικά
Ο Γιάννης Ρίτσος υπηρετεί την ποίηση χρόνους πολλούς. Με τις πράξεις και με το έργο του αγωνίστηκε με συνέπεια για όσα πιστεύει ως άξια. Μερικά μπορεί να μας σκανδαλίζουν ή να μας βρίσκουν αντίθετους. Το ποιητικό τάλαντο πάντως δεν το έκρυψε , αλλ’ αντίθετα το πολλαπλασίασε. Την ορθοδοξία και χριστιανικότητά του δεν κρίνω. Πιστεύω όμως πως υπάρχει πολύ το θρησκευτικό στοιχείο στην ποίησή του.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Στίχοι από τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου και ερωτήματα


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ,         ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο...
 'Ολοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
 πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
­έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά - βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
                      
΄Οταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τα άγρια γένεια τους         
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και  
με ταμπούρλα.           
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται            
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,     
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους...       
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος....   

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα     
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε   
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -
­πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.
                                                                                            Αγρύπνια
     
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ,         ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Πώς ο ποιητής εκφράζει τα πιο κάτω νοήματα;

Ο ελληνικός χώρος και ο ελληνικός λαός  δε δέχονται τη σκλαβιά.
Ζητούν την ελευθερία και το δίκαιο.

Το ελληνικό τοπίο είναι σκληρό, φως, πέτρα, ελιές, αμπέλια που επιδρούν και στην ψυχή του Έλληνα που τον κάμνουν να είναι πεισματάρης.

Το ελληνικό τοπίο είναι άνυδρο αλλά φωτεινό, γι΄αυτό και η πορεία των Ελλήνων είναι μέσα στο φως, στο πνεύμα, την ελευθερία. Κι η παραμικρή υπόνοια σκλαβιάς είναι βαριά αβάσταχτη.

Για χρόνια υφίστανται τα πάνδεινα ποθώντας την ελευθερία, που τους γλυκαίνει την πίκρα της σκλαβιάς. Αγρυπνούν και συλλογίζονται.

Συνεχώς αγωνίζονται με την ψυχή τους, είναι οργισμένοι για το άδικο, μα ποθούν το δίκαιο και πιστεύουν πως ύστερα από τόσες στερήσεις και αγώνες θα το επιτύχουν.
                      
΄Οταν το αποφασίσουν, είναι διάχυτη στον κόσμο η βεβαιότητα για την επιτυχία του αγώνα τους, το μήνυμα της  ελπίδας πάει σ΄όλο κόσμο, η τύχη τους χαμογελά, και με τη θυσία τους η ζωή προχωρά.

Τόσα χρόνια θυσιάζονται πολιορκημένοι από παντού, υπέστησαν πολλές καταστροφές, αγρύπνησαν στα φυλάκια, στερήθηκαν, είδαν την αποτυχία κι ένιωσαν την απελπισία.

Πείνασαν, δεν είχαν πυρομαχικά, το μόνο που τους έμεινε ήταν  η ψυχική δύναμη να συνεχίσουν τον αγώνα.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από παντού, στερημένοι, σκοτώνονται αλλά παραμένουν αθάνατοι, κι οι νεκροί συμβάλλουν με τη θυσία τους στην ενδυνάμωση του ονείρου, όλοι ελπίζουν,  ονειρεύονται στον αγώνα τους απάνω την πραγματοποίηση των σκοπών τους, γι' αυτό και κάθε αυγή χιλιάδες μηνύματα νίκης και ελπίδας εξαπολύονται στον κόσμο όλο.
            

ΕΛΥΤΗ, Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ


ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ,  Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ    (Παραλλαγή)
Από τη  συλλογή 'Εξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό, ποίημα γραμμένο σε δυο παραλλαγές. Εικόνες του πεδίου των μαχών, με τους νεκρούς και τις ψυχές τους ν’ αναβαίνουν στον ουράνιο κόσμο. Ύμνος στην αρετή και μεταφυσική όψη των ηρώων και του κόσμου για τον οποίον αγωνίστηκαν.
1.Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη  καμένη από το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

2. Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
          
         3.Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα
      του θα' φτανε να πικράνει τον αέρα του 'Αδη
           
            4 .(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το μέλλον,
                   τ' άλλο απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι,
5.      Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια εvός ξεκοι-
        ­λιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
6.      Κει τους απάλλαξε ο Καιρός.  Η φτερούγα η μια, η πιο
      κόκκινη, κάλυψε τον  κόσμο, την ώρα που η άλλη,
       α­βρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα,

7.    Και καμιά ρυτίδα ή  τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
8.      Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται, μέσα στη     
     μελανάδα τ' ουρανού

9. 'Ηλιος νέος,  αγίνωτοs ακόμη,
   
10.  Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό τριφύλλι,           
     όμως πριν καν πετάξει αγκάθι
     αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...
        
          11.  Κι απαρχής Κοιλάδες, 'Ορη, Δέντρα, Ποταμοί.
   
12.  Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη 
      κι αναστραμμένη να τη διαβαίνουν  οι ίδιοι τώρα ,
      με θανατωμένο μέσα τους το Δήμιο,

13 Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
              
              
             
14.  Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με
       το μάτι εγύριζαν τις εποχές  , ν' αποδώσουν στα πράγματα
       το αληθινό τους όνομα ,
             
15.  Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε  τα χέρια, ούτε μια ηχώ,
     μοναχά το μένος της αθωότητας  που ολοένα δυνάμωνε τους καταρράχτες…

16.  Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ'τα βάραθρα,
     την είπανε Αρετή  και της έδωσαν ένα λιγνό
     αγορίστικο  σώμα.
          
17.  'Ολη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει  κι εργάζεται
      σκληρά στα μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι
       είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει,

18.  Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκαλιά του 'Ορους,
       καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του Αντρός .
19.  Και η άχνα που ανεβαίνει  απ' τις κοιλάδες, έχουν να κά­νουν πωs δεν είναι, λέει,       
      καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των        
     Γενναίων.
ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ,  Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ    (Παραλλαγή)
1.  Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη  καμένη από το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Μόλις έχουν πεθάνει κι έχουν καμένο το           πρόσωπο από το πέρασμα              στον 'Αδη, ή  στο πεδίο της μάχης .

2. Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
            3. Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα' φτανε να πικράνει τον αέρα του 'Αδη

Βρίσκονται ασάλευτοι μπρούμυτα, κι εδώ ο ποιητής το επίθετο ασάλευτοι και το επίρρημα μπρούμυτα το ουσιαστικοποιεί, παρουσιάζοντας μας τη δύναμη του θανάτου προσωποποιημένου. Το χώμα στο οποίο είναι ριγμένοι είναι τόσο όμορφο, που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα πίκραινε τον 'Αδη.
            4 .(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το μέλλον, τ' άλλο απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι,
5.  Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια εvός ξεκοι­λιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Περιγραφή της φρίκης του πολέμου, όπως στον πίνακα Γκουέρνικα.
            6.  Κει τους απάλλαξε ο Καιρός.  Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, α­βρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα,

Καιρού απηλλάγησαν. Πέθαναν. Βγήκαν από το χρόνο.
Η μια φτερούγα, η γήινη, μένει στη γη, φθαρτή, κόκκινη, αιμάτινη, η άλλη η ευγενική μεταβαίνει στον ουρανό.
7. Και καμιά ρυτίδα ή  τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
            8.  Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού
9. 'Ηλιος νέος,  αγίνωτοs ακόμη,
    10.  Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...

'Αχρονοι, χωρίς τύψεις, έκαμαν το καθήκον τους . Σε μέγα όμως βάθος, από το παλιό αίμα που χύθηκε  από  αμνημονεύτων χρόνων με κόπο άρχισε να χαράζεται μέσα στη μαυράδα τ' ουρανού ένας νέος ήλιος, αδύναμοs, άωροs, που δεν είχε τη δύναμη να διαλύσει την πρωινή δροσιά από το τριφύλλι των αρνιών, αλλά πριν καν βγάλει ακτίνες δυνατές, αποχρησμοδοτούσε, προμηνούσε τη διάλυση των σκοταδιών, διέλυε τα σκοτάδια.

11.  Κι απαρχής Κοιλάδες, 'Ορη, Δέντρα, Ποταμοί.
    12.  Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη  κι αναστραμμένη να τη διαβαίνουν  οι ίδιοι τώρα , με θανατωμένο μέσα τους το Δήμιο.
13 Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!

Μια  νέα κοσμογονία, από τη  θυσία των ηρώων ένας καινούριος κόσμος εμφανίζεται, λαμπρός, ολόιδιος με  αυτόν εδώ, αντιστραμμένος όμως, αφού είναι καθρέφτης του ο κόσμος μας.
'Αχρονος, άφθαρτος, καθαρός. Κι αυτοί να τον διαβαίνουν χωρίς επιθυμία σκοτωμών, ειρηνικοί, χωρικοί στον απέραντο ουρανό.
              
              14.  Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με τα μάτι εγύριζαν τις εποχές  , ν' αποδώσουν στα πράγματα το αληθινό τους όνομα ,

Χωρίς ο χρόνος να επιδρά πάνω τους, με τα μάτι βλέπουν όλες τις εποχές αφού χρόνος δεν υπάρχει, όλα είναι παρόντα κι ονοματίζουν  τα αληθινά πράγματα με τα αληθινά τους ονόματα, μαθαίνουν τις αληθινές ονομασίες των πραγμάτων.
             
              15. Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε  τα χέρια, ούτε μια ηχώ, μοναχά το μένος της αθωότητας  που ολοένα δυνάμωνε τους καταρράχτες…
               
              Καταρράχτης αθωότητας επικρατεί εκεί πάνω. Χώρος δεν υπάρχει, ηχώ δεν υπάρχει, μόνο  βρέφη και αθωότητα.

16. Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα, την είπανε  αρετή  
     και της έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο  σώμα.
           17. 'Ολη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει  κι εργάζεται σκληρά στα μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει,
18.  Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκαλιά του 'Ορους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του Αντρός .

Από  αυτό τον καταρράχτη της αθωότητας, από τον ιδεατό αυτό κόσμο, στον οποίο ζουν οι ήρωες αιώνια, η Αρετή κατεβαίνει, μια σταγόνα αθωότητας, κι εργάζεται σκληρά για να βελτιώσει κι αυτόν εδώ τον κόσμο, ώστε να μοιάσει σιγά σιγά στον ιδεατό. Γνώση η αρετή και σκληρή δουλειά, ειρηνική, ανανεώνει τον κόσμο, όλο  δύναμη, μπαίνει στον κίνδυνο, ούτε αρσενική ούτε θηλυκή, αλλά και τα δύο, Αρετή και Αντρεία, εργάζεται τα έργα της μέρας, του φωτός,  αποφεύγοντας τη νύχτα, που ανεβαίνει ψηλά στον ιδανικό κόσμο, αφού τα έργα της  αρετής είναι και έργα ιδανικότητας και υψηλοφροσύνης, και μετοχής στον θείο κόσμο των ιδεών και έρωτα του υψηλού. Εκεί λοιπόν που οι άνθρωποι έκαμαν τα μαύρα τους έργα του πολέμου, εκεί που η γη σάπιζε από άγνοια  (αρετή=γνώση κατά Σωκράτη) εργάζεται η Αρετή.
            19. Και η άχνα που ανεβαίνει  απ' τις κοιλάδες, έχουν να κά­νουν πως δεν είναι, λέει, καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων.

Η άχνα που ανεβαίνει από τις κοιλάδες δεν είναι καπνός (μια παράδοση στην Κρήτη λέει πως από μια κοιλάδα όπου είχε γίνει μια μάχη ανεβαίνει  μια άχνα ακόμα και σήμερα , η πρωινή δροσιά παίρνει τις μορφές των πολεμιστών- Δροσουλίτες ονομάζεται το φαινόμενο) (που δεν είναι καπνός)  αλλά είναι η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες  του ύπνου των γενναίων ηρώων,  που ζουν βέβαια στον ουρανό αιώνιοι και αθώοι, όμως νοσταλγούν τη ζωή σ' αυτή τη γη, που  είναι  όμορφη και που γι' αυτήν  θυσιάστηκαν.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Καρτερική μαχητικότητα

Καρτερική μαχητικότητα
του Στέλιου Παπαντωνίου

Σαράντα χρόνια σχεδόν ρίζωσε στην καρέκλα μερόνυχτα να τον περιμένει. Ούτε πρόλαβε τότε να του ετοιμάσει τον καφέ, ο πόλεμος βροντούσε στα ραδιόφωνα και στον αέρα έπεφταν οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές, αυτούς τους είδε με τα μάτια της κι ο γιος της τώρα στην πρώτη γραμμή και δεν έρχεται μήνες και χρόνια κι αυτή ν’ απλώνει ρίζες του βάθους ολοένα και να μελετά την επιστροφή του, πήρε πρώτα τους δρόμους με μια φωτογραφία τρεμάμενη, κουρτάλισε θύρες, κανείς δεν έστερξε, βουβά τα παράθυρα, μουντός κι ο πόνος κι οι άνθρωποι, αγνοήθηκε κι αυτή κι ο γιος της, μα σαν κάθεται εκεί στην πόρτα και τον περιμένει, τον φαντάζεται να ’ρχεται, να δίνει μια και ν’ ανοίγει, ένα θαμβωτικό φως θα την περιλούσει κι αυτή θα τον αγκαλιάσει και δε θα τον αφήσει πια ν’ αναληφθεί, όπως την άλλη φορά. Τόσα σκέφτεται και ξανασκέφτεται και ξημεροβραδιάζεται και γέρνει και γερνά. Το σπίτι γέμισε ρωγμές, τι την πειράζει, σαν έρθει το παιδί της τα ξαναφτιάχνει, οι ώμοι σκέβρωσαν, τα δάχτυλα δε λυγίζουν αυτά δεν πειράζει, μόνο η καρδιά να μένει αλύγιστη, λέει και ξαναλέει, και ξαναβρίσκει το θάρρος και τη δύναμη, βράχος η θέληση να τον περιμένει, κι η πίστη ακλόνητη να τον καρτερεί, ώσπου τον έφεραν και δεν το πίστευε, την είχαν –λέει- προειδοποιήσει, μη νομίζεις, αλλά αυτή δεν κάτεχε από τέτοια ψυχολογικά, τον είδε και δεν πίστευε, λείψανα της είπαν, κακοποιημένα απομεινάρια της λεβεντιάς, ώσπου τον έθαψαν με τις δέουσες τιμές, τους λόγους των δικών και τα λογίδρια των ξένων, τα λόγια και τα συλλυπητήρια, και τώρα τι να κάμει, νυν απολύεις, είπε, μόνο μαζί του εκεί στους ουρανούς θα μπορούνε πια να τα λεν ομάδι, πέταξε μ’ όλη την αρχοντιά και την περηφάνια της κοντά του, να της τα πει πρώτο χέρι, να τ’ ακούσει με τα ίδια τ’ αυτιά της ψυχής της και να την ταξιδεύει στα πεδία των μαχών, καμιά δύναμη να μην τους χωρίσει πια.
Κι ύστερα ήρθε το άλλο μαντάτο, τον βρήκαν θαμμένο με το όπλο και το κράνος, με την ερυθρά χλαμύδα και με τη ασπίδα του σαν Σπαρτιάτη, αυτός που τα είδε τα περιέγραψε με το νι και με το σίγμα, δεν πίστευε τα όσα έβλεπε, νόμιζε πως κάποτε θα ξεθωριάσουν κι όμως αναδύονται χαραγμένα στη μνήμη του τόσα χρόνια, θυμάται κι εκμυστηρεύεται. Θαμμένος από τον εχθρό και τιμημένος, με το κράνος και με το όπλο, δεν σταμάτησε λεπτό μόνος να πολεμά με το αντιαεροπορικό, το σκοτάδι τον βρήκε στην ύψιστη στιγμή της ανθρώπινης θυσίας, του ενθουσιασμού, να υπερασπίζεται την πατρίδα και τις αρχές του, ευτυχώς δεν ήξερε πόσο θα κακοποιούνταν οι έννοιες μετά τη θυσία του, αυτός ήδη πετούσε ανάλαφρα με τα φτερά των αγγέλων. Κι άλλοι τιμήθηκαν από τον εχθρό στο πεδίο της μάχης, και τώρα που τους συναντά του διηγούνται τα δικά τους, έτσι γράφτηκε η Ιστορία που δεν διαγράφεται, κι ο δάσκαλος απομένει ενεός.
Τι μένει απ’ όλα αυτά; Η υπομονή της μάνας κι η μαχητικότητα του στρατιώτη.
Μας φτάνουν και μας περισσεύουν σαν τα’ χουμε, για να ζήσουμε αξιοπρεπώς κι εμείς και τα παιδιά και τα εγγόνια μας, ως Έλληνες της Κύπρου στον τόπο μας. Και με ισχνά βαλάντια και με λιγδιασμένα. Αυτή η Ιστορία τώρα γράφεται στο νησί μας και δεν μπορεί να μένει στα υστερόγραφα και στις υποσημειώσεις, παρά μόνο να πάρει την πρωτεύουσα θέση και στη μεταρρύθμιση και στα αναλυτικά προγράμματα και στα βιβλία.
Ο πλούτος του λαού μας είναι το πνεύμα της καρτερίας και της μαχητικότητας, η αυτοθυσία του, η θέληση να ζήσει ελεύθερος, γι’ αυτό και υπομένει κι επιμένει. Αυτό τον πλούτο δεν μπορούμε να τον στερούμε από τα παιδιά και τα εγγόνια μας.